Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Αντιτρομοκρατική: Στήνουν το νέο Μπαμπούλα

«Γάντι» κολλάει στα σχέδια της κυβέρνησης, των μηχανισμών καταστολής και των μυστικών υπηρεσιών η υπόθεση που εκτυλίσσεται γύρω από τον Λάμπρο Φούντα, ο οποίος σκοτώθηκε την περασμένη εβδομάδα από πυρά αστυνομικών στη Δάφνη, την παραμονή της τελευταίας μεγάλης πανελλαδικής - πανεργατικής απεργίας.


του Γιώργου Παυλόπουλου 





Οι απολύτως ελεγχόμενες από την αστυνομία διαρροές και αποκαλύψεις ενισχύουν μεθοδικά το σενάριο που θέλει το χώρο των «αντιεξουσιαστών» (οι οποίοι εμφανίζονται και δρουν στις παρυφές κάθε κινήματος), του ποινικού εγκλήματος και της τρομοκρατίας να αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία, το οποίο προβάλλουν ανελλιπώς τα τελευταία χρόνια υπουργοί και κορυφαία στελέχη τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ.


Ο Λ. Φούντας φαίνεται πως είναι το ιδανικό πρόσωπο για να κλείσει ένα κομμάτι -κλειδί στο παζλ. Το κράτος και τα ΜΜΕ τον παρουσιάζουν –δικαίως, αν κρίνει κανείς και από την εικόνα που είχαν οι τοίχοι στο κέντρο της Αθήνας τις ημέρες μετά τη συμπλοκή– ως άνθρωπο που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στο χώρο των αναρχικών ομάδων και γενικότερα των «Εξαρχείων». Η παρουσία του σε συγκεντρώσεις, συζητήσεις και κινηματικές διαδικασίες ήταν συχνή, ενώ είχε και εκδοτική δραστηριότητα. Επίσης, ανήκε στη μεγάλη φουρνιά των συλληφθέντων κατά την κατάληψη του Πολυτεχνείου το 1995, ενώ το νήμα που τον συνδέει με το «χώρο» φτάνει ακόμη πιο παλιά, στο μεγάλο μαθητικό ξέσπασμα του 1991, το οποίο σημαδεύτηκε από τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα.
Ταυτόχρονα, όπως έγραφε την περασμένη Κυριακή το Βήμα, «στρατολόγος του φαίνεται ότι είναι ένας 38χρονος αντιεξουσιαστής που έχει συλληφθεί κατά τη δεκαετία του 1990 για ληστεία και τα τελευταία χρόνια έχει αναδεχθεί σε κυρίαρχο πρόσωπο των ένοπλων οργανώσεων. Το ίδιο πρόσωπο είναι ο συνδετικός κρίκος αντιεξουσιαστών με άτομα του ποινικού χώρου και κυρίως με τον καταζητούμενο Νίκο Παλαιοκώστα». Επιπλέον, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, ο Φούντας διατηρούσε επαφές και με ομάδες που πραγματοποιούσαν ληστείες σε τράπεζες, ανάμεσά τους και των επονομαζόμενων «ληστών με τα μαύρα».
Με βάση όλα αυτά –και πολλά ακόμη, όπως ο εξοπλισμός τον οποίο έφερε και τα επαγγελματικά μέτρα προφύλαξης που είχε πάρει το μοιραίο γι’ αυτόν βράδυ– ο νεκρός «ταυτοποιείται» ήδη, αν και ανεπισήμως, ως μέλος του εκτελεστικού πυρήνα του «Επαναστατικού Αγώνα» ή της «Σέχτας Επαναστατών». Ωστόσο, αστυνομία και κυβέρνηση δεν βιάζονται να κλείσουν την υπόθεση. Αφήνουν δε ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα, ενώ εντείνουν τη φημολογία περί επικείμενου χτυπήματος, εν είδη εκδίκησης για το θάνατο του Φούντα.
Το «καλό και ευγενικό παιδί», ο υπάλληλος «που δεν είχε δώσει ποτέ δικαιώματα για οποιονδήποτε λόγο» (την ημέρα της απεργίας φέρεται να είχε ζητήσει άδεια), το «υπόδειγμα αγωνιστή», θα αποτελέσει μία ακόμη αφορμή για περαιτέρω ένταση της κρατικής τρομοκρατίας και των μέτρων καταστολής, τα οποία ήδη τείνουν να γίνουν ασφυκτικά. H Aριστερά, ειδικά στην περίοδο που ζούμε, οφείλει να διαχωριστεί πλήρως και κατηγορηματικά από τις πρακτικές του «ένοπλου αντάρτικου» και της «ατομικής επανάστασης».

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΡΙΝ 21/03/2010