Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Θέμα: Καπιταλισμός, κέρδος και ενέργεια


Το τεράστιο μεγα-δυστύχημα της Φουκουσίμα έθεσε ξανά τα μεγάλα ερωτήματα για την πυρηνική ενέργεια,αλλά και γενικότερα την παραγωγή και κατανάλωση της ενέργειας στον καπιταλισμό. Η αδηφάγα καπιταλιστική ανάπτυξη στηρίχθηκε στα ορυκτά καύσιμα, με ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες στο περιβάλλον, με όξυνση της ιμπεριαλιστικής επιβολής και των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Αδυνατεί ο καπιταλισμός να δώσει απάντηση στο πρόβλημα της ενέργειας.  



 ΑΛΕΚΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ


Σε σύγκρουση με τον άνθρωπο και τη φύση
Η ενέργεια ως εμπόριο

Παρότι τα φώτα της δημοσιότητας έχουν φύγει από το τραγικό δυστύχημα του ιδιωτικού πυρηνικού σταθμού της Τέπκο στη Φουκουσίμα, κι ενώ συμπληρώθηκε ένας χρόνος από το έγκλημα της ΒΡ στον Κόλπο του Μεξικού, η συζήτηση για τη σχέση της καπιταλιστικής ανάπτυξης με την ενέργεια και ευρύτερα με την κοινωνία και το περιβάλλον συνεχίζεται.
Είναι γεγονός πως ο βιομηχανικός καπιταλισμός, όπως τον ζούμε στην εξέλιξή του, πραγματοποιήθηκε και χάρη στη χρήση των ορυκτών καυσίμων (άνθρακας, πετρέλαιο, φυσικό αέριο και ενέργεια πυρηνικής σχάσης, που είναι επίσης ορυκτή μορφή ενέργειας).
Καπιταλισμός υπήρχε όμως και πριν τα ορυκτά καύσιμα, με ιδιαίτερο όμως αργό ρυθμό ανάπτυξης. Η έννοια της ανάπτυξης όπως την ξέρουμε σήμερα δημιουργείται το 19ο αιώνα και αποκτά εντονότερη μορφή στην εικοσαετία 1920-1940. Στη μεν τότε Σοβιετική Ένωση, με τις συζητήσεις για τον προγραμματισμό και τα πεντάχρονα της παραγωγής, στη δε δυτική οικονομική σκέψη με παρεμβάσεις των κεϋνσιανών, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 σαν μέτρο ενάντια στην οικονομική κρίση του 1929 και μετά. Ανάπτυξη όμως προκύπτει με μετασχηματισμό ύλης και ενέργειας. Η ύλη και η ενέργεια στη Γη είναι πεπερασμένες. Έχουν εσωτερικά, ως προς την ποσότητα, και εξωτερικά, ως προς τις επιπτώσεις, όρια. Όρια που πρέπει να ληφθούν υπόψη, ώστε να μην οδηγηθεί σε μετωπική καταστροφική σύγκρουση με την ίδια τη φύση, σε μαζική καταστροφή του ανθρώπινου είδους και άλλων μορφών ζωής.
Από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα επιχειρείται η συμπλήρωση ή και αντικατάσταση των πηγών ενέργειας με την πυρηνική και στο νέο αιώνα από τις λεγόμενες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η χρήση όμως των αντιδραστήρων πυρηνικής σχάσης, για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας μετατρέψιμης σε ηλεκτρική μαζικής κατανάλωσης, και σε άλλη κλίμακα η χρήση του πετρελαίου και βιοτεχνολογίας, φαίνεται πως οδηγεί πλέον το ανθρώπινο γένος σε διπλή μετωπική σύγκρουση: Σε σύγκρουση με τον εαυτό του αλλά και με το «ανόργανο σώμα του», τη φύση.
Στην εξέλιξή τους οι καπιταλιστικές κοινωνίες αλλάζουν μόνο τις πηγές και το μείγμα των μορφών καταναλώσιμης ενέργειας και όχι τις μεθόδους, τους σκοπούς ενεργειακής παραγωγής και κατανάλωσης, το ενεργειακό σύστημα.
Όσο όμως η ενέργεια θεωρείται ένα ακόμα εμπόρευμα που πρέπει να παραχθεί, διακινηθεί και καταναλωθεί για να αποφέρει κέρδος στην αδηφάγο καπιταλιστική ανάπτυξη, δεν θα μπορούμε, όπως έχει δείξει η οικονομική ιστορία, να μιλάμε για καθαρή, ανανεώσιμη και ασφαλή στην παραγωγή της ενέργεια. Ακόμη και αν οδηγηθούμε σε έναν «μετά τα ορυκτά καπιταλισμό», ο οποίος μπορεί να υπάρξει αφού υπήρξε και πριν από το 1859 –όταν στο Τίτοσβιλ διακινήθηκε το πρώτο βαρέλι πετρελαίου από τον Ροκφέλερ– πριν και από το 1769, όταν ο Βρετανός Τζέιμς Βάτ κατοχύρωσε την πατέντα της πρώτης ατμομηχανής, σηματοδοτώντας την απαρχή της βιομηχανικής επανάστασης.




Πετρέλαια, λοιπόν, πυρηνική ενέργεια, εναλλακτικές μορφές ενέργειας. Δέκα χώρες (κατά σειρά Σαουδική Αραβία, Ρωσία, ΗΠΑ, Ιράν, Κίνα, Μεξικό, Καναδάς, Βενεζουέλα, Κουβέιτ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα) παράγουν το 39% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου. Ενώ οι 10 πρώτες χώρες εισαγωγής πετρελαίου (κατά σειρά ΗΠΑ, Ιαπωνία, Κίνα, Ν. Κορέα, Γερμανία, Ινδία, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Κάτω Χώρες) εισάγουν το 30% της παγκόσμιας παραγωγής.
Φαίνεται επομένως ότι οι ΗΠΑ είναι ταυτόχρονα, ο τρίτος σε σειρά παγκόσμιος παραγωγός πετρελαίου (11% της παγκόσμιας παραγωγής) και ο πρώτος παγκόσμια εισαγωγέας (14,7% της παγκόσμιας παραγωγής). Εισάγει μάλιστα διπλάσια ποσότητα από την Ιαπωνία, το δεύτερο παγκόσμιο εισαγωγέα, ο οποίος όμως έχει μηδενική παραγωγή πετρελαίου. Καταναλώνει πάνω από το 25% της διαθέσιμης παγκοσμίως ενέργειας, ενώ διαθέτει μόλις το 2% των παγκοσμίων αποθεμάτων. Εξ ου το συνεχές ενδιαφέρον, η διαρκής ιμπεριαλιστική και γεωστρατηγική πολιτική διείσδυσης του νέου παγκόσμιου ηγεμόνα, που προέκυψε μετά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην περιοχή κυρίως των χωρών του Κόλπου, τα κοιτάσματα των οποίων ειδικά φαίνεται πως διαρκούν πέραν του 2070. Διείσδυση που εγκαινιάζεται το 1953 με την ανατροπή της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης του Μοσαντέκ στο Ιράν, η οποία είχε εθνικοποιήσει τις ξένες εταιρείες πετρελαίου. Συνεχίζεται με την ακολουθούμενη άμεση αμερικανική διείσδυση το 1990 στο Κουβέιτ - Ιράκ. Τη μόνιμη παρουσία του 5ου αμερικανικού στόλου στην «αχίλλειο πτέρνα» της παγκόσμιας οικονομίας, στα στενά του Ορμούζ. Τη μετατροπή των Eμιράτων σε προτεκτοράτα. Την ένταξη στην κατηγορία «χώρες του κακού» όσων (π.χ. Ιράν) δεν συμμορφώνονται προς τας υποδείξεις.
Διαρκής ανανεούμενη ιμπεριαλιστική πολιτική που επανανοηματοδοτείται με τη δήλωση του πρώην αντιπροέδρου των ΗΠΑ Ντικ Τσένι, σε ομιλία του σε στελέχη πετρελαϊκών εταιρειών στην Ουάσινγκτον το 1998, όταν ήταν ακόμη Διευθύνων Σύμβουλος της Χαλιμπάρτον: «Δεν μπορώ να σκεφτώ καμιά άλλη περίοδο στην παγκόσμια ιστορία που κάποια περιοχή να απέκτησε ξαφνικά τόσο μεγάλη στρατηγική σημασία όσο η περιοχή της Κασπίας». Ακριβώς γιατί στην περιοχή της (Καζακστάν, Αζερμπαϊτζάν, Τουρκμενιστάν) οι εκτιμήσεις για το μέγεθος των ενεργειακών αποθεμάτων κάνουν λόγο για έως και 200 δισ. βαρέλια πετρελαίου και ανάλογη ποσότητα φυσικού αερίου. Πράγμα που την καθιστά περιοχή συγκρίσιμη με το Ιράκ και το Ιράν.

Επιπλέον δε γιατί ο έλεγχος των ενεργειακών πηγών δεν εξασφαλίζει μόνο ενεργειακή επάρκεια αλλά ταυτόχρονα αποτελεί το μέσον άσκησης πιέσεων προς τις άλλες «αδελφές» ιμπεριαλιστικές χώρες, στο πλαίσιο του αιώνιου νόμου του καπιταλισμού, του ανταγωνισμού.
Η γνώση της ποσότητας των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου είναι αβέβαιη. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η εταιρεία ΒΡ, τα βεβαιωμένα αποθέματα πετρελαίου παγκοσμίως ανέρχονταν το 2009 σε 1,33 τρισ. βαρέλια. Σύμφωνα με την Αμερικανική Γεωλογική Επιθεώρηση, η ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων πετρελαίου κορυφώθηκε το 1962 και έκτοτε βρίσκεται σε πτώση. Υπάρχουν σήμερα περίπου 1.500 κοιτάσματα μεγάλου και γιγαντιαίου μεγέθους στον κόσμο που περιέχουν το 94% του γνωστού αργού πετρελαίου. Τα 400 μεγαλύτερα περιέχουν το 60-70%. Μόνο όμως 41 από αυτά τα τελευταία ανακαλύφθηκαν μετά το 1980. Η ουσία δηλαδή είναι ότι τώρα πλέον ο πλανήτης ολόκληρος έχει ερευνηθεί εξαντλητικά και έτσι έχει καταστεί σαφές ότι δεν υπάρχουν κοιτάσματα σε νέες περιοχές, που να μπορούν να συγκριθούν με εκείνα της Βόρειας Θάλασσας και της Αλάσκας και να μην έχουν ανακαλυφθεί. Κατά μία έννοια, η χρυσή εποχή του πετρελαίου τελειώνει. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα συνεχίσουν να ανακαλύπτονται νέα μικρότερα κοιτάσματα, αλλά δεν θα επαρκούν ώστε να αντισταθμίσουν τη συνεχιζόμενη μείωση στα παγκόσμια αποδεδειγμένα αποθέματα.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας, η παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου σήμερα είναι της τάξεως των 83 εκατ. βαρελιών ανά ημέρα, δηλαδή 30 δισ. βαρέλια περίπου το χρόνο. Η κατανάλωση αυτή λόγω της παρατηρούμενης ήδη περαιτέρω οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας, της Ινδίας, αλλά και άλλων ραγδαίως αναπτυσσομένων οικονομιών της νοτιοανατολικής Ασίας, αυξάνεται με ρυθμό της τάξεως 2%-2,5% το έτος. Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω, οδηγεί στο συμπέρασμα πως το πετρελαϊκό πρόβλημα, η κρίση του, αναμένεται στα επόμενα 30-40 χρόνια. Η κρίση και όχι φυσικά το τέλος του πετρελαίου. Αυτό συνεπάγεται παροξυσμό στην ιμπεριαλιστική πολιτική, στα πολιτικοστρατιωτικά μέσα προώθησής της, για τον έλεγχο χωρών παραγωγής, αποθεμάτων και δρόμων εμπορίου του πετρελαίου. Ειδικά, ανεκδήλωτα προς το παρόν, σχέδια –προμήνυμα των οποίων είναι η επιδρομή στη Λιβύη– ανατροπής της ανεπιθύμητης κατάστασης στην πέμπτη παγκόσμια πετρελαϊκή υπερδύναμη, τη Βενεζουέλα. Συνέχιση της εξόρυξης σε νέα βάθη γενικά και προς τα βάθη των ωκεανών ειδικότερα. Εξόρυξη που σε συνδυασμό με την πολιτική ελάχιστου κόστους και μέγιστου κέρδους, για την οποία και από την οποία ζει και αναπαράγεται ο καπιταλισμός, συνεπάγεται νέα «ατυχήματα» ασύλληπτης έκτασης και έντασης στη ρύπανση της φύσης, ανάλογα με το πρόσφατο οικολογικό δράμα στον κόλπο του Μεξικού. Συνεπάγεται «πρόοδο» στο λαθρεμπόριο και στην αισχροκέρδεια. Σημαίνει επίσης αύξηση της σημασίας μικρότερων κοιτασμάτων, όπως για παράδειγμα του Αιγαίου. Δημιουργία άρα ανάλογων και γι’ αυτό το σκοπό συμμαχιών για τον έλεγχο και μοίρασμα της λείας. Και επομένως, σε σχέση με το παράδειγμά μας, αντιμετώπιση από την Αριστερά υπό αυτό το πρίσμα της προωθούμενης επιθετικής - ιμπεριαλιστικής και λίαν επικίνδυνης για τον εν λόγω σκοπό συμμαχίας Ελλάδας - ΗΠΑ - Ισραήλ.

Η τιμή του πετρελαίου σε σημερινές αξίες του δολαρίου από το 1900 ως το 1970 κυμαινόταν από 10 ως 30 δολάρια το βαρέλι. Εκτινάσσεται στη δεκαετία της πετρελαϊκής κρίσης του 1973-80 στα 90 - 95 δολάρια. Επανέρχεται στα επίπεδα των 30 - 40 δολαρίων και από την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα σκαρφαλώνει διαρκώς, φτάνοντας στις μέρες μας τα 125 δολάρια το βαρέλι. 400% επάνω! Είναι φανερό πως αυτή η διαρκής, «αφύσικη», απότομη αναρρίχηση των τιμών συνδέεται με την υπερανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα την τελευταία εικοσαετία, τη «νέου τύπου», νόμιμη και παράνομη ακραία χρηματιστηριακή αισχροκέρδεια των μεγαλοτζογαδόρων των χρηματιστηρίων αυτής της χαρτοπαικτικής λέσχης των μεγαλοαστών.

Η παγκόσμια κατανάλωση την περίοδο 1973- 2005, αυξάνεται από 6,116 τρισεκατομμύρια σε 18,235 τρισεκατομμύρια βατώρες, δηλαδή κατά 300%, ενώ ο πληθυσμός της γης κατά 50%, από 4 στα 6 δισ. περίπου.

Η αποκλειστική σχεδόν πετρελαϊκή εξάρτηση των καπιταλιστικών χωρών από τις κοινωνικά ανήσυχες και πολιτικά αβέβαιες χώρες της Μέσης Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, η γνώση της εξέλιξης των αποθεμάτων, η ίδια η επιστημονικοτεχνική επανάσταση στρέφει τον καπιταλισμό από τη δεκαετία ήδη του ’50 στην πυρηνική ενέργεια, την οποία αναπτύσσει και ταυτόχρονα διαστρέφει και καθηλώνει στα επικίνδυνα όρια του καπιταλιστικού κέρδους. Εξήντα εννιά χρόνια από τότε που ο περίφημος νομπελίστας φυσικός Ενρίκο Φέρμι κατασκεύασε τον πρώτο πυρηνικό αντιδραστήρα στο Σικάγο το 1942, 443 πυρηνικοί αντιδραστήρες λειτουργούν διάσπαρτοι σε 31 χώρες, καλύπτοντας το 16% της παγκόσμιας ηλεκτρικής ενέργειας. Για να κινηθούν καταπίνουν ετησίως περίπου 80.000 τόνους ουρανίου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέχει την πρώτη θέση παγκοσμίως. Σε 17 από τις 27 χώρες της λειτουργούν 152 πυρηνικά εργοστάσια, τα οποία καλύπτουν το 1/3 της ηλεκτροπαραγωγής και το 15% της πρωτογενούς ενέργειας. Επιπλέον δε 27 νέοι σταθμοί πυρηνικής ενέργειας βρίσκονται υπό κατασκευή σε διάφορες χώρες.
Οι πυρηνικοί αντιδραστήρες στο όνομα του κέρδους χτίζονται όσο γίνεται πιο κοντά στην περιοχή κατανάλωσης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας για να ελαχιστοποιηθεί το κόστος μεταφοράς της. Και όσο πιο κοντά γίνεται σε ποτάμια και θάλασσα, με τη φτηνότερη δυνατή προστασία, για να ελαχιστοποιήσουν το κόστος μεταφοράς πρώτων υλών, αποβλήτων και χρήσης νερού, αφού ως γνωστόν όλοι ανεξαίρετα οι τύποι πυρηνικών αντιδραστήρων χρησιμοποιούν λίαν υψηλές ποσότητες νερού για τη λειτουργία τους. Αποτέλεσμα: Εικοσιπέντε γνωστά πυρηνικά ατυχήματα σε πενήντα χρόνια. Τσουνάμι πνίγει το δεύτερο μεγαλύτερο πυρηνικό εργοστάσιο της Ινδίας στο Μαντράς και τη Φουκουσίμα πρόσφατα. Ιαπωνικές πόλεις και το ίδιο το Τόκυο κινδύνεψε, δύο εκατομμύρια πολίτες δεχτηκαν πυρηνική ακτινοβολία από την έκρηξη στο Θρι Μάιλ Άιλαντ των ΗΠΑ το 1979, τα θύματα του Τσέρνομπιλ μετριούνται ακόμη.




Στα εργοστάσια μαζικής παραγωγής πυρηνικής ενέργειας ο κίνδυνος δεν εντάσσεται στους νόμους των συμβατικών κινδύνων. Και αυτό γιατί οι επιπτώσεις και καταστροφές από τη δράση πυρηνικού ατυχήματος επεκτείνονται σε διαπλανητικές περιοχές όσον αφορά το χώρο, σε δεκάδες, εκατοντάδες, ενίοτε και σε χιλιάδες χρόνια σε όσον αφορά το χρόνο και σε τουλάχιστον εκατοντάδες χιλιάδες θύματα όσον αφορά ανθρώπινες ζωές και ζώα. Επομένως όχι μόνο τυχόν λάθος, αλλά και η χρήση της επιστήμης των πιθανοτήτων και της στατιστικής για τον υπολογισμό του, είναι μη επιτρεπτή. Όλα όμως ανεξαίρετα τα πυρηνικά ατυχήματα που έχουν συμβεί στον κόσμο εμπεριείχαν πάντα ένα συνδυασμό ανθρωπίνων σφαλμάτων, τεχνικής ανεπάρκειας, ανεπαρκούς ελέγχου και «απρόβλεπτων» εξωτερικών κινδύνων. Επομένως, από τη στιγμή που εκλείπει ακόμη και η πιθανότητα ανθρώπινου λάθους, είναι απαγορευτική, ειδικά μάλιστα σε συνθήκες πλήρους υπαγωγής της επιστήμης στο κεφάλαιο, η λειτουργία ειδικά των πυρηνικών αντιδραστήρων μαζικής παραγωγής μετατρέψιμης ενέργειας σε ηλεκτρική.







Το στοίχημα της πυρηνικής σύντηξης

ΑΣΤΕΙΡΕΥΤΗ ΚΑΙ ΑΒΛΑΒΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΑΛΛΑ ΣE ΗΛΙΑΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΠΙΕΣΗΣ ΚΑΙ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑΣ

Η πυρηνική σύντηξη, το αντίθετο της πυρηνικής σχάσης, είναι η άλλη μορφή πυρηνικής αντίδρασης διά της οποίας η επιστήμη υπόσχεται πως στο εγγύς μέλλον η ανθρωπότητα θα αποκτήσει αστείρευτη και αβλαβή για το περιβάλλον πηγή ενέργειας. Η σύντηξη έχει σημαντικά πλεονεκτήματα: «Ανεξάντλητα» πρακτικά καύσιμα, άρα ανεξάντλητα αποθέματα ενέργειας αφού χίλιοι τόνοι νερού, το οποίο χρησιμοποιείται ως καύσιμο, απελευθερώνουν ενέργεια ισοδύναμη με τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου! Δεν έχει ως παραπροϊόντα μακρόβια ραδιενεργά ισότοπα. Δεν επιβαρύνει την ατμόσφαιρα με προϊόντα καύσης. Δεν υπάρχει κίνδυνος πυρηνικού ατυχήματος, γιατί η αντίδραση είναι ασταθής, σταματά αν παρουσιαστεί πρόβλημα και χρησιμοποιεί πολύ μικρή ποσότητα καυσίμου ανά μονάδα χρόνου.
Κατ’ αυτήν, τέσσερις πυρήνες υδρογόνου συντήκονται και μεταστοιχειώνονται σε έναν πυρήνα του στοιχείου ηλίου, συνοδευόμενο από δύο αντιηλεκτρόνια, ακτίνες γάμμα (υψηλής ενέργειας) και δύο νετρίνα, ουδέτερα ηλεκτρικά σωματίδια –υποατομικές οντότητες– για τα οποία έχουμε ακόμα τις λιγότερες πληροφορίες επειδή δεν «αισθάνονται» τις ηλεκτρομαγνητικές καθώς και τις ισχυρές πυρηνικές δυνάμεις.
Σύντηξη πυρήνων συμβαίνει στον Ήλιο, ο οποίος «προσφεύγει» σε πυρηνικές αντιδράσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων μάζα μετατρέπεται σε ασύλληπτα ποσά ενέργειας. Επομένως, για να συμβεί σύντηξη απαιτούνται συνθήκες Ήλιου: Πίεση στις 100 εκατομμύρια ατμόσφαιρες περίπου και θερμοκρασία στους 14 εκατομμύρια βαθμούς Κελσίου. Συνθήκες στις οποίες η ύλη πλέον είναι σε τέταρτη, «άλλη» μη δομημένη σε άτομα σωματιδιακή μορφή, την ονομαζόμενη πλάσμα. Συνθήκες που συνθέτουν το μεγαλύτερο τεχνικό πρόβλημα που μέχρι τώρα κλήθηκε να αντιμετωπίσει η επιστήμη. Βασικό επίσης πρόβλημα είναι η μεγάλη ροή νετρίνων που παράγονται ως προϊόν κάθε αντίδρασης καθώς και το πώς και με ποια πανάκριβα δυσθερμαγωγά υλικά θα ελέγξουν αποτελεσματικά τις τεράστιες θερμοκρασίες που αναπτύσσονται μέσα στους αντιδραστήρες.
Η έρευνα ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50. Οδήγησε το 1968 στην κατασκευή στη Σοβιετική Ένωση της πρώτης πειραματικής μηχανής σύντηξης και τελικά στη λειτουργία στις μέρες μας εννιά κυριότερων πειραματικών αντιδραστήρων σε ΗΠΑ, Ρωσία, Ελβετία, Γερμανία, Αγγλία και πρόσφατα στην Κίνα. Στις 21 Νοέμβρη 2006 υπογράφηκε στο Παρίσι συνθήκη ανάμεσα σε ειδικούς εκπροσώπους των επτά κύριων καπιταλιστικών κρατών για την κατασκευή στη Γαλλία ενός θερμοπυρηνικού πειραματικού αντιδραστήρα σύντηξης, του περίφημου ITER. Mε αρχική χρηματοδότηση 10 δισ. ευρώ, την περικοπή λόγω κρίσης στα έξι, με διάρκεια κατασκευής 35 χρόνων και πρώτη δοκιμή το 2016, συνθέτει το τρίτο δαπανηρότερο διεθνές επιστημονικό εγχείρημα που ανέλαβε ποτέ η ανθρωπότητα.


ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ
Η ενέργεια είναι
δημόσιο αγαθό
 ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ

Η επαναστατικοποίηση όμως στην περιοχή της ενέργειας, στον 21ο αιώνα, παίρνει σάρκα και οστά με τη βιοτεχνολογία, ενώ η αιολική και τα φωτοβολταϊκά θα παίζουν υποβοηθητικό ρόλο. Μέσω αυτής επιχειρείται η τεχνική παραγωγή με γενετική μηχανή, βιολογικών μορίων ή διαγονιδιακών οργανισμών που προορίζονται για βιομηχανικές, γεωργικές, φαρμακευτικές, χημικές εφαρμογές και την παραγωγή ενέργειας. Έτσι δημιουργείται η βιο-ενεργητική. Πρακτικά, βακτηρίδια με κατάλληλη ζύμωση σε υλικά που περιέχουν, παράγουν βιοκαύσιμα. Ειδικότερα χρησιμοποιείται η βιο-μάζα θαλάσσιων μικροσκοπικών φυτών που δείχνουν να συγκεντρώνουν μία ποσότητα υδρογονανθράκων, που φθάνει μέχρι το 75% του ξηρού τους βάρους. Ή φυτά που μπορούν να αναπτύσσονται σε ένα βιο-αντιδραστήρα ή να καλλιεργούνται σε ένα φυσικό οικοσύστημα. Καύσιμο με υψηλή ειδική θερμοκρασία ανάφλεξης μπορεί επίσης να εξαχθεί από φυτικά έλαια. Σε εξέλιξη βρίσκονται μελέτες, οι οποίες στοχεύουν στην απευθείας τροφοδότηση του ηλεκτρικού ρεύματος μέσω ζωντανών κυττάρων ή συστατικών τους. Αυτά τα συστήματα, που ονομάζονται βιο-καύσιμα κύτταρα, αναμένεται να ανταγωνιστούν τους ημιαγωγούς ως προς την επάρκειά τους.

Ο καπιταλισμός επαναστατικοποιεί τις παραγωγικές δυνάμεις τις οποίες όμως ταυτόχρονα, περιορίζει, καθηλώνει και διαστρέφει υποτάσσοντάς τις στα αδιέξοδα του κέρδους-αυτοσκοπού. Η πυρηνική σχάση υποτάσσεται στην πολεμική βιομηχανία και διαστρέφεται με την κατασκευή ευάλωτων και ανυπολόγιστα επικίνδυνων αντιδραστήρων παραγωγής μαζικής ηλεκτρικής ενέργειας. Η σύντηξη καθηλώνεται με την υποχρηματοδότηση, μετατίθεται στο άγνωστο μέλλον και περιορίζεται στην εφαρμογή με ανάλογο τρόπο που ο αυτοματισμός και η ρομποτική όχι μόνο δεν γενικεύονται αλλά περιορίζονται στις επικοινωνίες και σε ορισμένες βιομηχανίες αιχμής. Ακόμη και τα πυρηνικά ραδιενεργά απόβλητα τροφοδοτούν το εμπόριο και λαθρεμπόριο πυρηνικών.

Η πυρηνική ενέργεια στον καπιταλισμό, όπως δείχνει η πρόσφατη ιστορία, αποκλείεται να υποταχθεί σε ειρηνικούς, κοινωνικούς- επιστημονικούς σκοπούς. Η ίδια η βιοενεργητική καθηλώνεται και περιορίζεται στα σύνορα της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας των εταιρειών μέσω της λεγόμενης «κατοχύρωσης με δίπλωμα της ευρεσιτεχνίας» διά της 98/44/ΕΚ /6.7.1998 οδηγίας του Eυρωπαϊκού Kοινοβουλίου «για την έννομη προστασία των βιοτεχνολογικών εφευρέσεων» ειδικά. Κατ’ αυτήν, μπορούν να κατοχυρωθούν με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας «καινοτομίες οι οποίες εμπεριέχουν εφευρετική δραστηριότητα και είναι επιδεκτικές βιομηχανικής εφαρμογής, ακόμα και αν περιέχουν ή έχουν ως αντικείμενο ένα προϊόν που αποτελείται από βιολογικό υλικό(!) το οποίο έχει απομονωθεί από το φυσικό του περιβάλλον, ακόμη και αν έχει απομονωθεί από το ανθρώπινο σώμα ή έχει παραχθεί με τη βοήθεια τεχνικής μεθόδου».

Επιστήμονες αλλά ακόμη και η Eυρωπαϊκή Eπιτροπή Eνέργειας προειδοποιούν επίσης πως η καπιταλιστική καλλιέργεια βιοκαυσίμων, οδηγεί στην απώλεια τεράστιων δασικών εκτάσεων, στην έμμεση αλλαγή χρήσης γης, στην απώλεια καλλιεργήσιμων εδαφών, στην ερημοποίηση περιοχών λόγω των μονοκαλλιεργειών βιοκαυσίμων. Και συνεπαγωγικά στην επιπρόσθετη αύξηση στις τιμές των τροφίμων.

Ο ύστερος υπεραντιδραστικός καπιταλισμός, φοβισμένος από τα ίδια τα δημιουργήματά του, αυτοπεριορίζεται και περιστρέφεται, γύρω από το πετρέλαιο, την υποβάθμιση, περιορισμό και διαστροφή των νέων πηγών, γιατί οι εκρηκτικές, ιστορικά πρωτόγνωρες δυνατότητες στην κοινωνική - ειρηνική χρήση της σύντηξης, της βιοενέργειας και της σχάσης, δεν χωράνε στον εαυτό του. Θα χρησιμοποιούνται όσο γίνεται μερικά, περιορισμένα και διεστραμμένα, και γιατί τυχόν γενίκευσή τους, συνεπάγεται ανεπιθύμητα σε όγκο πάγια κεφάλαια αναπροσαρμογής του μηχανολογικού εξοπλισμού και συνεπώς δραστική μείωση του ποσοστού κέρδους.
Η ενέργεια, όπως τα τρόφιμα και οι πρώτες ύλες, είναι δημόσια αγαθά. Συνδέονται άμεσα με την κάλυψη βασικών αναγκών του ανθρώπου, με το είδος και τα μέσα συγκοινωνίας και κατοικίας, το καταναλωτικό πρότυπο. Επιδρούν στις διεθνείς σχέσεις. Δι’ αυτών ασκείται πολιτική με γενικότερες επιδράσεις. Συμπυκνώνουν αντιθέσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας. Και επομένως δεν μπορεί παρά να αποτελούν μέρος του προγράμματος της Αριστεράς.