Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

«Πλήθος», το δεύτερο μέρος της τριλογίας του Νέγκρι και του Χαρντ

«Πραγματική δημοκρατία», όχι ανατροπή του καπιταλισμού

Το βιβλίο των Τόνι Νέγκρι και Μάικλ Χαρντ, Πλήθος, που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, εξειδικεύει τις απόψεις των συγγραφέων του διάσημου έργου Αυτοκρατορία ως προς το φορέα ανατροπής της. Το έργο θεωρεί παρωχημένη την ταξική πάλη, ανάγοντας μηχανιστικά τη δικτύωση σε μορφή ενότητας και πάλης.




του Δημήτρη Γρηγορόπουλου



Στο βιβλίο τους οι συγγραφείς εξετάζουν τη δυνατότητα εγκαθίδρυσης της δημοκρατίας σε παγκόσμιο επίπεδο με υποκείμενο το πλήθος. Διαπιστώνουν ότι η «ένοπλη» παγκοσμιοποίηση (πόλεμοι, απειλή πολέμων) περιστέλλει τη δημοκρατία και ευνοεί την ισχυρή κεντρική εξουσία. Σε αντιδιαστολή όμως παρατηρούν ότι η δημοκρατία ποτέ δεν ήταν τόσο επίκαιρη και αντικειμενικά αναγκαία, όσο στην εποχή μας. Η παγκοσμιοποίηση δεν νοείται μόνο ως μηχανισμός διατήρησης της διεθνούς τάξης. Αναπτύσσεται και ως μηχανισμός παγκόσμιας συνεργασίας και σύμπραξης για την παραγωγή υλικών αλλά και άυλων προϊόντων (γνώσεων, ιδεών, συναισθημάτων, δημιουργικών, ικανοτήτων), γεγονός που απαιτεί ένα καθεστώς πραγματικής δημοκρατίας, που θα διασφαλίζει την απρόσκοπτη και ολόπλευρη συνεργασία, χωρίς τους περιορισμούς της καπιταλιστικής ιδιοποίησης της επιστημονικοποιούμενης εργασίας.

Η άυλη, όπως τη χαρακτηρίζουν, εργασία ασκείται από τους πνευματικά εργαζόμενους. Εργαζόμενοι όμως θεωρούνται και οι δυνάμενοι να ασκήσουν άυλη εργασία (άνεργοι, μετανάστες, νοικοκυρές κ.ά.). Αυτό το ετερόκλητο σύνολο, συμπεριλαμβανομένων και των χειρωνακτών, το ονομάζουν πλήθος. Κυρίαρχη μορφή οργάνωσης των συλλογικοτήτων, απο την Αυτοκρατορία ως ένα τοπικό σώμα, αποτελεί το δίκτυο (ελεύθερη και μεταβαλλόμενη σύμπραξη), χωρίς κέντρο στη βάση της σύμπραξης που επιβάλλει η άυλη εργασία.

Στο πρώτο κεφάλαιο, οι συγγραφείς εξετάζουν την έννοια της Αυτοκρατορίας στη σύγχρονη δικτυακή μορφή της. Ονομάζουν Αυτοκρατορία τη σύγχρονη μορφή επιβολής της παγκόσμιας τάξης. Η σύγχρονη παγκόσμια κυριαρχία, δεν επιβάλλεται με τη μορφή του ιμπεριαλισμού, δηλαδή με την επέκταση της κυριαρχίας του έθνους - κράτους, αλλά συγκροτείται με τη μορφή της «δικτυακής δύναμης», δηλαδή με τη σύμπραξη των ισχυρών κρατών, των υπερεθνικών θεσμών (ΔΝΤ, Παγκόσμια Tράπεζα, ΕΕ κ.ά.), των πολυεθνικών και χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Κανένα κράτος, ακόμη και το πιο ισχυρό (ΗΠΑ), δεν μπορεί να επιβάλει μόνο του τη διεθνή τάξη, χωρίς να συμπράττει με τις άλλες δυνάμεις που συγκροτούν το δίκτυο της Αυτοκρατορίας (πόλεμος στο Ιράκ, Αφγανιστάν, Λιβύη κ.ά.).

Οι συγγραφείς δεν ισοπεδώνουν τη δικτυακή δύναμη, αφού καθορίζουν κέντρο (ΗΠΑ) αν και θεωρητικά απορρίπτουν την έννοια του κέντρου στα δίκτυα. Δέχονται ακόμη την ύπαρξη διαιρέσεων και ιεραρχιών στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων υποτιμάται, αφού οι συγγραφείς δεν αποδέχονται το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης που αναπαράγει και οξύνει αυτές τις αντιθέσεις (βλ. την ανάδυση των δυνάμεων του Bric).
Αντίπαλο της Αυτοκρατορίας θεωρούν οι συγγραφείς το πλήθος. Στόχο της πάλης του ορίζουν την «πραγματική δημοκρατία», που δεν την συνδέουν όμως με την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση ενός ανώτερου οικονομικού συστήματος. Μορφή πάλης του πλήθους θεωρούν τη δικτυακή οργάνωσή του, που μηχανιστικά την ανάγουν στη δικτυακή μορφή (σύμπραξη, συνεργασία, αλληλεπίδραση) της άυλης εργασίας. Θεωρούν άχρηστες και παρωχημένες μορφές πάλης την ταξική πάλη και την επαναστατική οργάνωση, αγνοώντας την ιστορία και τη λογική της κοινωνικής πάλης για την εξουσία.

Στο δεύτερο κεφάλαιο οι συγγραφείς ασχολούνται με την άυλη εργασία και τη γενετική σχέση της με το πλήθος. Υποστηρίζουν ότι η άυλη εργασία δεν αρκείται στην οικονομική παραγωγή, αλλά επεκτείνεται και στην παραγωγή γνώσεων, ιδεών, ιδιοτήτων, συναισθημάτων, σχέσεων (κοινωνία της γνώσης). Η άυλη εργασία (γενική διάνοια) κατά τον Μαρξ με τον τρόπο που την εννοούν, παράγει τις εξής συνέπειες: Πρώτον, αποπαθητικοποιεί με τον πνευματικό και κοινωνικό της χαρακτήρα τα άτομα, τα εξελίσσει σε συνειδητά υποκείμενα, απρόθυμα για παθητική υποταγή στην όποια αυθεντία. Δεύτερον, η άυλη εργασία εξαπλωνεται σταδιακά και στις άλλες μορφές εργασίας, ακόμη και στη χειρωνακτική εργασία, όπως μαρτυρεί η ένταξη σε αυτήν του υπολογιστή και της νέας τεχνολογίας. Tρίτον, η άυλη εργασία στηριζόμενη στη συνεργασία, σύμπραξη, αλληλεπίδραση, συνεπάγεται τη δημιουργία δικτύων συνεργαζομένων, που μεταλλάσσονται και πολλαπλασιάζονται και στην εργασία και στην κοινωνία. Tέταρτον, στους άυλα εργαζόμενους εντάσσονται όχι μόνο οι πνευματικά εργαζόμενοι αλλά και οι μη εργαζόμενοι (άνεργοι, μετανάστες, νοικοκυρές, κουρελοπρολεταριάτο), αφού κι αυτοί παράγουν εμπειρίες, συναισθήματα, σχέσεις και διαθέτουν εργασιακές δυνατότητες. Πέμπτον, χειρώνακτες (εργάτες αλλά και αγρότες), άυλα εργαζόμενοι και μη εργαζόμενοι συγκροτούν το ετερόκλητο πλήθος, χωρίς διαφοροποιήσεις και ιεραρχήσεις ρόλων. Είναι χαρακτηριστικό ότι βασική αντίθεση της κοινωνίας δεν θεωρείται η αντίθεση κεφαλαίου - εργατικής τάξης, αλλά η αντίθεση κεφαλαίου - πλήθους.

Στο τρίτο κεφάλαιο οι συγγραφείς διαπραγματεύονται την έννοια της «πραγματικής δημοκρατίας», χωρίς όμως να την προσδιρίζουν συγκεκριμένα. Θεωρούν πάντως αναγκαία την εφεύρεση μιας «επιστήμης της δημοκρατίας», για να ανιχνεύσει τα χαρακτηριστικά και τις προϋποθέσεις αυτής της δημοκρατίας. Αυτή η επιστήμη προσδιορίζει πιο συγκεκριμένα την αντίθεση κεφαλαίου - πλήθους ορίζοντάς την ως αντίθεση ανάμεσα στην πρωτοφανώς κοινωνικοποιούμενη εργασία και παραγωγή (με την κυριαρχία της επιστημονικής γνώσης) και στην ασφυκτική ιδιοποίηση και υποταγή αυτής της εργασίας στο καπιταλιστικό κέρδος. Η πολιτική επιστήμη των Νέγκρι - Χαρντ καθορίζει ακόμη τρεις έννοιες:

Πρώτο: Οι εργαζόμενοι στη σύγχρονη κοινωνία τείνουν να γίνουν οι αποκλειστικοί παραγωγοί του υλικού και πολιτιστικού πλούτου, ενώ ο ρόλος των καπιταλιστών διαρκώς συρρικνώνεται και η μονοπώληση απ’ αυτούς των αποφάσεων (κρατική κυριαρχία) φαίνεται όλο και πιο αδικαιολόγητη. Είναι θετικό στοιχείο η αναγνώριση από τους συγγραφείς της οξυνόμενης αντίθεσης εργασίας (υλικής και πνευματικής) - κεφαλαίου. Η σχεδόν αυτόματη αντίληψη όμως της κατάρρευσης της καπιταλιστικής κυριαρχίας παραπέμπει στην ουτοπία των «κομμουνιστικών νησίδων» μέσα στον καπιταλισμό.

Δεύτερο: Θεμελιώδη αρχή της νέας πολιτικής επιστήμης θεωρούν οι συγγραφείς τον πολιτικό ρεαλισμό. Δεν χαρίζουν τον πολιτικό ρεαλισμό στην αστική τάξη, τον διεκδικούν και για το πλήθος. Την αναζήτηση ρεαλιστικής βάσης για τη δημοκρατία δεν την τοποθετούν στην όξυνση των προβλημάτων, αλλά στη σταδιακή ανάδειξη του πλήθους σε κυρίαρχη οικονομική δύναμη. Αλλά και αυτή η προσέγγιση εγκλωβίζεται στο ρηχό εξελικτικισμό.

Τρίτο: Προσδιορίζουν στη διαδικασία της εγκαθίδρυσης της δημοκρατίας μια «στιγμή» ρήξης και επιχειρούν να την αναλύσουν. Προσπαθούν να την διαχωρίσουν ως μη εξελικτική διαδικασία από μια «γραμμική συσσώρευση χρόνου» και την ορίζουν ως «αιφνίδια έκφραση του καιρού». Αυτή όμως η διατύπωση αν και παραπέμπει ίσως στην έννοια του αδύνατου κόσμου του Λένιν, ωστόσο, δεν απαλλάσσεται από το γραμμικό μεταρρυθμισμό, αφού δεν πρεσβεύει τη διαλεκτική σύνδεση των άμεσων προβλημάτων με την επαναστατική στρατηγική.