Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Νόμος είναι ό,τι πει ο εργοδότης


Ο δρόμος της εργασιακής ζούγκλας έχει τη δική του ιστορία. Κάποιοι την έγραψαν σε νομοσχέδια με αίμα. Η θεσμική πορεία της απορρύθμισης από τις συλλογικές στις επιχειρησιακές συμβάσεις, από τη νομική κάλυψη του εργαζόμενου στην ασυδοσία της επιχείρησης και τις σχεδιαζόμενες Ειδικές Οικονομικές Ζώνες, αποκαλύπτει ένα ενιαίο σχέδιο μεταξύ κεφαλαίου και κυβερνήσεων.




του Γιώργου Λαουτάρη



Το χρονικό της αποδόμησης

Οι τελευταίοι νόμοι που ρυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις δεν είναι απλώς μια αλλαγή. Ούτε στόχος της αντιμεταρρύθμισης, που έχει τις ρίζες της τη δεκαετία του 1990 και κορυφώνεται με τα σημερινά μνημόνια, είναι οι μισθοί και το ύψος τους ή κάποια επιμέρους δικαιώματα. Οι εργατολόγοι συμφωνούν ότι αλλάζει όλο το πλαίσιο του εργατικού δικαίου, σε βαθμό που να μετατρέπεται σε δίκαιο των επιχειρήσεων. Το χρονικό της μεταστροφής αυτής, που εδώ έχει ως σημείο εκκίνησης το 1990 και την τότε συγκυβέρνηση, απλώς καταδεικνύει ότι οι αλλαγές αυτές εντάσσονται σε ένα ευρύτερο στρατηγικό σχέδιο. Αν η οριστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας είναι ένα από τα κεντρικότερα σημεία της αντεργατικής νομοθεσίας των τελευταίων δύο χρόνων, η ρύθμιση αυτή έχει τη ρίζα της στα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης των κυβερνήσεων Σημίτη το 1998 και την προοπτική της στις σχεδιαζόμενες Ειδικές Οικονομικές Ζώνες που μετ’ επιτάσεως ζητά για τις παραμεθόριες περιοχές το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο και όπου δεν θα ισχύει καμία απολύτως δέσμευση για τις επιχειρήσεις.

Σε αυτό το μεθοδευμένο σχέδιο αποδόμησης του εργατικού δικαίου ή απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων ξεχωριστή θέση έχει ο μονομερής καθορισμός των όρων της εργασίας από τον εργοδότη. Από μια φάση σχετικής «δημοκρατικής» διαμόρφωσης των όρων εργασίας, όπου λόγο είχαν τα συνδικάτα μέσω των συλλογικών συμβάσεων αλλά και ένας μηχανισμός διαιτησίας, περάσαμε στη φάση όπου ο μισθός, το ωράριο, οι ημέρες εργασίας, οι συνθήκες αλλά και οι όροι απόλυσης, καθορίζονται μεταξύ δύο μόνο μερών, του εργαζόμενου και του εργοδότη. Σε συνθήκες ανεργίας που φτάνει το 20% δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι το ούτως ή άλλως ισχυρό μέρος, ο εργοδότης, αποκτά το μόνο και καθοριστικό λόγο στη σύναψη των επιχειρησιακών συμβάσεων.

Στόχος διαχρονικός των αντιμεταρρυθμίσεων όπως φαίνεται από το χρονικό τους είναι η ελαστικοποίηση της εργασίας, η υπονόμευση του θεσμού του «κατώτερου μισθού» και η διευκόλυνση των επιχειρήσεων να απολύουν. Φτάνοντας τα Μνημόνια και τη θέσπιση «ενώσεων προσώπων» που θα συνομολογούν επιχειρησιακές συμβάσεις, φαίνεται και η διαχρονική σπουδή των κυβερνήσεων να χτυπήσουν το συνδικαλισμό, την κλαδική οργάνωση των εργαζομένων, τη συλλογική διαπραγματευτική τους δυνατότητα όπως διαμορφώθηκε ιστορικά στην Ελλάδα και κατέκτησε κάποια δικαιώματα.

Για τον εντοπισμό των σχετικών νόμων αξιοποιήθηκε η συγκεντρωτική εργασία του καθηγητή και επιστημονικού συνεργάτη του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, Γιάννη Κουζή, ενώ ζητήθηκε και η βοήθεια της εργατολόγου Μαρίας Γεωργιτσοπούλου.

Από τον Τζαννετάκη στον Παπαδήμο, ένα Μνημόνιο δρόμος

Όχι τυχαία, μια συγκυβέρνηση ήταν ο φορέας που ξεκίνησε το σύγχρονο κύκλο της απορρύθμισης στις εργασιακές σχέσεις. Επί Τζαννή Τζαννετάκη, τον Ιούλιο του 1990, ψηφίστηκε ο νόμος 1892 που όριζε πως «με έγγραφη ατομική συμφωνία ο εργοδότης και ο μισθωτός κατά τη σύσταση της σχέσης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της μπορεί να συμφωνήσουν για ορισμένο ή αόριστο χρόνο διάρκεια ημερήσιας ή εβδομαδιαίας εργασίας μικρότερη της κανονικής (μερική απασχόληση)». Ήταν τόσο πρωτοποριακό το νομοθέτημα του ’90 που προέβλεπε για πρώτη φορά και διευθέτηση του χρόνου εργασίας: «Επιτρέπεται να καθορίζεται για διάστημα έως τρεις μήνες, αυξημένος αριθμός ωρών εργασίας έως και 9 ώρες την ημέρα και έως 48 την εβδομάδα και μειωμένος αριθμός ωρών εργασίας κατά το επόμενο αντίστοιχο διάστημα». Σαν ειρωνεία των συγκυριών, ο νόμος αυτός που έφερε τον τίτλο «κίνητρα για την πραγματοποίηση παραγωγικών επενδύσεων», έφερε τις υπογραφές του Αντώνη Σαμαρά με την ιδιότητα του υπουργού Εξωτερικών και του σημερινού αντιπροέδρου της ΝΔ, Στάυρου Δήμα, ως υπουργού Βιομηχανίας.

Επόμενος σταθμός στην αντεργατική λαίλαπα, που βρισκόταν ακόμη στο στάδιο της ωρίμανσης, ήταν οι κυβερνήσεις Σημίτη. Στο νόμο 2639 του 1998 «έσπασε» το άβατο του Δημοσίου και άφησε τις ελαστικές σχέσεις εργασίας να προελάσουν στα μέχρι πρότινος απαγορευμένα εδάφη: «Η μερική απασχόληση με σχέση ιδιωτικού δικαίου επιτρέπεται και στις δημόσιες επιχειρήσεις, τους οργανισμούς και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα», ανέφερε το ΦΕΚ που υπέγραψαν ο υπουργός Εργασίας Μιλτιάδης Παπαϊωάννου και ο Εσωτερικών Αλέκος Παπαδόπουλος. Στον ίδιο νόμο εγκαινιάστηκε και η νομότυπη καταστρατήγηση των συλλογικών συμβάσεων, με την εισαγωγή των Τοπικών Συμφώνων Απασχόλησης, που ήταν «ειδικές συλλογικές συμφωνίες» με μόνο φραγμό το όριο της εθνικής σύμβασης.

Το 2000 με το νέο νόμο 2874 για τη «ρύθμιση θεμάτων απασχόλησης» διευρύνθηκαν τα όρια απολύσεων που ίσχυαν από το 1983. Υπέγραφαν μεταξύ άλλων, ο Τ. Γιαννίτσης και η Βάσω Παπανδρέου. Ακολούθησε το 2001 ο νόμος 2956 που μεταξύ άλλων διατάξεων για τον ΟΑΕΔ, θεσμοθέτησε τις «εταιρείες προσωρινής απασχόλησης», τις γνωστές και ως «δουλεμπορικές», καθώς επρόκειτο για γραφεία ενοικίασης εργαζομένων. Υπουργός Εργασίας τότε ήταν ο Δημήτρης Ρέππας και Εσωτερικών ο Κώστας Σκανδαλίδης. Οι ίδιοι υπέγραψαν το 2003 το νόμο 3174 που έριξε άλλο ένα εμπόδιο στο Δημόσιο. Στις δημόσιες υπηρεσίες, τους ΟΤΑ και όλα τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου επετράπη η πρόσληψη με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και μερικής απασχόλησης. Οροφή θεωρήθηκε για τη νέα αυτή γενιά υπαλλήλων η εργασία 20 ωρών την εβδομάδα, με συμβάσεις που δεν μπορούσαν να υπερβαίνουν τους 24 μήνες.

Το 2005 άρχισαν να φτηναίνουν οι υπερωρίες. Για τις παραπάνω από τις 40 ώρες εργασίας ο νόμος 3385 προέβλεπε πως η προσαύξηση της αποζημίωσης έπρεπε να πέσει στο 25% από 50%. Για τις κατ’ εξαίρεση υπερωρίες (χωρίς άδεια) το κόστος μειώθηκε από 150% σε 100%. Επίσης, ο νόμος της κυβέρνησης Τζαννετάκη για την τρίμηνη διευθέτηση χρόνου εργασίας, τροποποιήθηκε προς το χειρότερο, δίνοντας στην εργοδοσία περίοδο τεσσάρων μηνών. Βρεθήκαμε στην περίοδο της «νέας διακυβέρνησης», με υπουργό Απασχόλησης το λεγόμενο και «κόκκινο» Πάνο Παναγιωτόπουλο και υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών τον Γ. Αλογοσκούφη.

Την ίδια χρονιά, με το νόμο 3429, εισήχθη στο Δημόσιο η έννοια της «δοκιμαστικής περιόδου» 7 μηνών για τους νεοπροσλαμβανόμενους υπαλλήλους. Για τη γενιά αυτή των υπαλλήλων προβλέπονται και απολύσεις, ανάλογα με τα ισχύοντα στην ιδιωτική αγορά εργασίας. Παράλληλα, γίνεται το πρώτο βήμα για την κατάργηση των κανονισμών εργασίας στις δημόσιες επιχειρήσεις, αφού δίνεται το «πράσινο φως» για αλλαγή των κανονισμών ακόμη και με νόμο, σε επιχειρήσεις που «εμφανίζουν αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα ή επιχορηγούνται από το Δημόσιο με στόχο την εξυγίανσή τους».

Πριν το Μνημόνιο, τον Μάρτιο του 2010 ξεκίνησε η μισθολογική καταιγίδα. Με το νόμο 3833 «απαγορεύεται η συνομολόγηση, καθώς και η χορήγηση ή η καταβολή, με οποιονδήποτε τρόπο και
για οποιονδήποτε λόγο, αυξήσεων στις κάθε είδους, φύσεως και ονομασίας αποδοχές των λειτουργών, υπαλλήλων και εργαζομένων» στο Δημόσιο. Τα δώρα των δημοσίων υπαλλήλων μειώθηκαν κατά 30% και τα επιδόματα κατά 12%. Καθιερώθηκε η αρχή 1 πρόσληψη ανά 5 αποχωρήσεις. Επίσης, με το νόμο 3844 θεσπίστηκε, διά των υπογραφών Κατσέλη και Καστανίδη, το πλαίσιο για τη λεγόμενη απελευθέρωση των υπηρεσιών και των «κλειστών» επαγγελμάτων.

Μεθοδικά ήρθα οι κολοσσιαίες ανατροπές. Ο νόμος 3846 του Μαΐου 2010 σάρωσε τα πάντα: Το κυριότερο, θέσπισε τη δυνατότητα του εργοδότη να επιβάλλει μονομερώς την εκ περιτροπής εργασία, δηλαδή την «απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμό αυτών». Το απόλυτο διευθυντικό δικαίωμα να καθορίζει τις ώρες και τους όρους εργασίας, ήταν μια ποιοτική διαφορά, όπως συμφωνούν όλοι οι εργατολόγοι. Συγκεκριμένα αναφερόταν ότι «αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του, ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του». Με μόνη «υποχρέωση» να ενημερώσει με μια ανακοίνωση τους εργαζόμενους και να κάνει αορίστως «διαβούλευση» μαζί τους, κάθε εργοδότης στην εποχή της κρίσης μπορεί να επικαλεστεί τη συρρίκνωση του κύκλου εργασιών για να καταργήσει την 5θήμερη εργασία με τον ανάλογο μισθό. Στον ίδιο εργατοκτόνο νόμο, προβλεπόταν ότι οι υπερωρίες για τους μερικώς απασχολούμενους αποζημιώνονται με προσαύξηση μόλις 10%! Έχει σημασία να τονιστεί ότι ο νόμος αυτός υπεγράφη από την τότε υπουργό Οικονομίας Λούκα Κατσέλη, μαζί με τους Χάρη Καστανίδη, Γιώργο Παπακωνσταντίνου και Ανδρέα Λοβέρδο.

Το πρώτο Μνημόνιο, ο νόμος με αριθμό 3845, προέβλεπε ότι εκτός από την «απαγόρευση» των αυξήσεων, «οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές … μειώνονται κατά ποσοστό 3%». Τα δώρα καθορίστηκαν για όλους τους δημόσιους στα 500 ευρώ. Τα επιδόματα μειώθηκαν επιπλέον κατά 8%. Δεν είναι μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι που θίχτηκαν: Εδώ έκανε «ντεμπούτο» και η οριστική υπονόμευση του κατ’ όνομα μόνο «κατώτερου μισθού», αφού προβλεπόταν για τους άνεργους νέους κάτω των 24 να υπογράφουν συμβάσεις ενός έτους με αποδοχές στο 80% αυτών που υπέγραφε η ΓΣΕΕ με τον ΣΕΒ. Νέος νόμος (3847) με χρόνο δημοσίευσης πέντε ημέρες μετά τον προηγούμενο, καθόρισε το ύψος των δώρων στα 400 ευρώ.

Τον Ιούλιο του 2010 η εργασία των νέων ευτελίστηκε περαιτέρω. «Μεταξύ εργοδοτών και ατόμων που έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος έως και το 18ο έτος της ηλικίας τους, δύνανται να καταρτίζονται ειδικές συμβάσεις μαθητείας, μέχρι ενός έτους, με σκοπό την απόκτηση δεξιοτήτων». Η αμοιβή ορίστηκε ακόμη πιο κάτω, στο 70% του βασικού μισθού ή ημερομισθίου. Με το ίδιο νόμο, οι νέοι από 18 ως 24 ετών ορίστηκε ότι μπορούν να αμείβονται με το 84% του βασικού μισθού, με όλες τις ασφαλιστικές εισφορές να χαρίζονται στους εργοδότες καθώς τις ανέλαβε ο ΟΑΕΔ. Κατά τον ίδιο νόμο μειώθηκε δραστικά το κόστος της απόλυσης, σε περίπτωση που ειδοποιηθεί νωρίς ο εργαζόμενος. Κατά το ίδιο άρθρο, ρυθμίστηκαν και «δόσεις» της αποζημίωσης για τις απολύσεις με περιορισμό της προκαταβολής της. Επίσης, αυξήθηκε το όριο για τις ομαδικές απολύσεις. Και ο νόμος αυτός έφερε την υπογραφή των Λ. Κατσέλη, Χ. Καστανίδη, αλλά και του Ευάγγελου Βενιζέλου. Με το νόμο 3871 τέθηκαν στην παρανομία οι διαιτητικές αποφάσεις που προέβλεπαν μισθολογικές αυξήσεις πέρα από τις οριζόμενες στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.

Τον Δεκέμβριο του 2010 ψηφίστηκε ο νόμος 3899 που διευκόλυνε ακόμη περισσότερο τις απολύσεις εργαζομένων με συμβάσεις αορίστου χρόνου, αν αυτές καταγγέλλονται από τον εργοδότη 12 μήνες νωρίτερα. Επίσης, επεκτάθηκε δυνατότητα επιβολής της εκ περιτροπής εργασίας από τους 6 στους 9 μήνες ανά έτος.

Με τον 3986 του Ιουλίου 2011, που είχε την υπογραφή του Ευάγγελου Βενιζέλου ως υπουργού Οικονομικών, έρχονται νέες αλλαγές στην ίδια πάντα κατεύθυνση. Διευκολύνονται περαιτέρω οι απολύσεις για τους εργαζόμενους με μακροχρόνιες συμβάσεις αορίστου χρόνου. Οι αποδοχές των νέων σε ηλικία εργαζόμενων σε μια κλίμακα που διευρύνεται, από 18 έως 25, έπεσαν από το 84% στο 80%. Ο νόμος αυτός εισηγείται και τις «ενώσεις προσώπων» αντί των συνδικάτων που συστήνονται «από το 25% τουλάχιστον των εργαζομένων στην επιχείρηση που απασχολεί πάνω από 20 εργαζόμενους και 15% εφόσον ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων στην επιχείρηση είναι κατ’ ανώτατο αριθμό 20 εργαζόμενοι». Οι ενώσεις αυτές θα συναινούν στην ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας. Με τον ίδιο νόμο εισάγεται η εφεδρεία στο Δημόσιο για το «πλεονάζον προσωπικό» και κατ’ αυτό τον τρόπο διαρρηγνύεται και η τελευταία θύρα προστασίας του εργαζόμενου, η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, μια ιστορική κατάκτηση με πολλούς συμβολισμούς.

Τον Οκτώβριο του 2011 υπογράφηκε ο νόμος 4024 που προέβλεπε ότι «όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Σταθερότητας η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση υπερισχύει» των συλλογικών ομοιοεπαγγελματικών. Τις συμβάσεις αυτές τις υπογράφουν οι περίφημες «ενώσεις προσώπων». Υπουργός Εργασίας είναι πλέον ο Γ. Κουτρουμάνης.

Και φτάσαμε στον Φεβρουάριο του 2012, όπου σύμφωνα με το πρώτο άρθρο του 4046 «μέχρι τη ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, τα κατώτατα διαμορφωμένα όρια μισθών και ημερομισθίων … μειώνονται κατά 22%». Για τους νέους κάτω των 25 ετών, η μείωση αυτή είναι 32%. Στόχος του νόμου όμως είναι και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις: «Η άμεση προσαρμογή στα νέα κατώτατα όρια … δεν προϋποθέτει τη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων». Παράλληλα, καταργείται η προσφυγή στη Διαιτησία αφού αυτή πλέον «γίνεται αποκλειστικά με κοινή συμφωνία των μερών», δηλαδή μόνο αν συμφωνεί και ο εργοδότης. Παράλληλα, ορίστηκε ότι οι αυξήσεις μισθών και οι ωριμάνσεις αναστέλλονται «μέχρι το ποσοστό της ανεργίας να διαμορφωθεί σε ποσοστό κάτω του 10%». Τέλος, καταργούνται οι νόμοι, οι αποφάσεις, οι κανονισμοί και οι συμβάσεις «που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας» για το Δημόσιο.

Η εξαίρεση της εργασιακής ζούγκλας, έγινε κανόνας

Η ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΜΕΤΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΙΣ 15 ΜΑΪΟΥ ΟΡΟΣΗΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΤΣΑΚΙΣΜΑ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΝ

Δεν ήταν λίγες οι φορές που η κυβέρνηση επικαλέστηκε στο δημόσιο λόγο τη «ζούγκλα» των εργασιακών σχέσεων του ιδιωτικού τομέα, για να δικαιολογήσει το βάθος των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων. Ήταν επομένως κίνηση «εξορθολογισμού» της αγοράς εργασίας η θέσπιση κανόνων συμβατών με την εργασιακή πραγματικότητα, κατά την κυβερνητική προπαγάνδα. Και πράγματι, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις κλάδων και μικρών κατά κανόνα επιχειρήσεων, όπου βασίλευε η «μαύρη» ανασφάλιστη και κακοπληρωμένη εργασία, όπου το ωράριο δεν τηρούταν, όπου οι παράνομες απολύσεις δεν καταγγέλλονταν κ.ο.κ. Δύο όμως είναι ποιοτικές διαφορές που έφερε το νέο νομοθετικό πλαίσιο που κορυφώθηκε σε αντεργατική κατεύθυνση με τα μνημόνια: Πρώτον, ότι νομιμοποιήθηκε όλη η παρανομία που μέχρι τώρα βρισκόταν στο περιθώριο. Και δεύτερον, ότι τα αντιδραστικά σύννεφα των νόμων πλέον σκιάζουν το σύνολο των εργαζομένων, ακόμη και σε κλάδους που μέχρι σήμερα έμεναν απρόσβλητοι από την καταιγίδα, λόγω εξειδίκευσης ή λόγω ιστορικών κατακτήσεων.

Ορόσημο θεωρείται από πολλούς η 15η Μαΐου 2012, όταν δηλαδή σταματήσει η μετενέργεια των κλαδικών συμβάσεων και η πλειοψηφία των εργαζομένων που μέχρι σήμερα καλύπτονταν μισθολογικά από το προηγούμενο καθεστώς, βγουν στο ανοιχτό πεδίο των επιχειρησιακών συμβάσεων. Τότε αναμένεται και να σπάσει το ιδιότυπο «φιλικό συμβόλαιο» που ισχύει σε πολλές επιχειρήσεις, το οποίο αναφέρει «όσο αντέχουμε, πληρώνουμε όπως πριν». Η συντριπτική πίεση του ανταγωνισμού, το εσωτερικό ντάμπινγκ από τον ανταγωνιστή που πρώτος θα ρίξει τους μισθούς στο κατώτατο επίπεδο, θα σημάνει και το τέλος των μισθών όπως υπήρξαν μέχρι σήμερα στη χώρα για το σύνολο των εργαζομένων.

Η λίστα του ΣΕΒ με τα 30 «θέλω»

Η συντριπτική αυτή αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου θα έχει και συνέχεια. Το γεγονός ότι οι νέοι νόμοι τροποποιούν ριζικά το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαρθρωνόταν η εργασία στη χώρα μας, δεν σταματά τις πιέσεις των επιχειρηματιών για περαιτέρω θεσμικές αλλαγές. Την Πέμπτη 29 Μαρτίου ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, σε ομιλία του στο Λονδίνο τόνισε ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές του 2ου Μνημονίου ήταν «απαραίτητες αλλά καθυστερημένες». Επίσης, εντόπισε πρόβλημα στην «ελλιπή εφαρμογή των προγραμμάτων από το πελατειακό κράτος».

Αυτό που από την αρχή της κρίσης υποστηρίζουν οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων και του κεφαλαίου στην Ελλάδα, είναι ότι η «επιχειρηματικότητα», δηλαδή η εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας για την παραγωγή υπεραξίας, αντιμετωπίζει εμπόδια τα οποία πρέπει να ξεπεραστούν για να επέλθει «ανάπτυξη». Τα 30 αυτά εμπόδια όπως έχουν κωδικοποιηθεί από τον ΣΕΒ αποτελούν την πυξίδα των εργοδοτών στις διεκδικήσεις τους αλλά και σημείο αναφοράς για τις κυβερνήσεις, που θέτουν ως προτεραιότητα την αύξηση της «ανταγωνιστικότητας» της ελληνικής οικονομίας. Σε αυτό το ντοκουμέντο που κατατέθηκε τον Νοέμβριο του 2010, μετά το πρώτο Μνημόνιο δηλαδή, μεταξύ άλλων αντιμετωπίζονται ως πρόβλημα τα «προνομιακά δικαιώματα συγκεκριμένων κατηγοριών εργαζομένων». «Ο καθορισμός κατώτατων αμοιβών, η υποχρεωτική πρόσληψη και η ελάχιστες ώρες απασχόλησης» υποστηρίζει ο ΣΕΒ, «έχουν σαν συνέπεια την αύξηση του λειτουργικού κόστους και τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων». Πρόβλημα θεωρείται επίσης το καθεστώς των υπερωριών, λόγω της δυσκολίας συμψηφισμού τους με εργασία την επόμενη μέρα αλλά και λόγω της υποχρέωσης για τήρηση βιβλίου υπερωριών. Εμπόδιο για τους επιχειρηματίες είναι και ο περιορισμός της απασχόλησης το Σάββατο, λόγω διαφόρων συλλογικών συμβάσεων. Η θέσπιση της εκ περιτροπής εργασίας κατά τον ΣΕΒ, δεν επαρκεί. Ο Σύνδεσμος απαιτεί την κατάργηση κάθε χρονικού περιορισμού και κάθε διαδικασίας διαβούλευσης (ακόμη κι αν είναι τυπική). Γραφειοκρατικά προσκόμματα αντιμετωπίζουν οι επιχειρηματίες με τη λειτουργία των υπηρεσιών που επιλύουν εργασιακά θέματα, τον ΟΑΕΔ, το ΙΚΑ και την Επιθεώρηση Εργασίας. Αντί για αυτή την «πολυφωνία και υποκειμενική επίλυση προβλημάτων», ζητούν θέσπιση νέων υπηρεσιών. Η διάταξη του νόμου του 2010 που προβλέπει κυρώσεις για τον εργοδότη ο οποίος δεν προσέρχεται στο Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας για τη συζήτηση διαφορών φέρνει «επιβαρύνσεις σε κόστος και χρόνο για τις επιχειρήσεις» και ζητείται η κατάργησή του. Οι επιχειρηματίες απαιτούν ακόμη την εκ νέου αναθεώρηση του κανονισμού των βαρέων κι ανθυγιεινών επαγγελμάτων, αφού «πολλές εργασίες γίνονται πλέον μηχανικά». Δεν θα μπορούσε να λείπει από τη λίστα του ΣΕΒ η αναθεώρηση προς όφελος των επιχειρηματιών του πτωχευτικού δικαίου, σε μια περίοδο που τα λουκέτα πέφτουν «βροχή» στην αγορά. Ζητείται, λοιπόν, να εφαρμόζεται με ευκολία μια «δεύτερη ευκαιρία» για τον επιχειρηματία και η δυνατότητα «κλεισίματος της επιχείρησης με μεθόδους φαστ τρακ».

«Η αποτελεσματικότητα της επιχειρηματικής δράσης» υποστηρίζει ο ΣΕΒ, «εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητά της να λειτουργεί μέσα σ’ ένα περιβάλλον χωρίς υπέρβαρη και διαβρωμένη γραφειοκρατία και μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο χωρίς εμπόδια, απόλυτα σαφές, σταθερό και διεθνώς ανταγωνιστικό». Σε ελεύθερη μετάφραση, η «υπέρβαρη γραφειοκρατία» σημαίνει τα υπολείμματα της εργατικής νομοθεσίας, τα «εμπόδια» είναι οι τελευταίοι φραγμοί στη δράση του κεφαλαίου και το «διεθνές ανταγωνιστικό πλαίσιο» είναι συνώνυμο του κοινωνικού ντάμπινγκ με την υιοθέτηση πρακτικών που μεταφέρονται από τις πιο «ανταγωνιστικές» γωνιές του πλανήτη, όπως η Κίνα. Σε αυτό το μειοδοτικό διαγωνισμό δικαιωμάτων και εργατικών κατακτήσεων που προστατεύουν την εργασία και την αξία της, η θέση των επιχειρηματιών είναι πως μένουν πολλά ακόμη να γίνουν.