Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Ήττα Σαρκοζί εν μέσω δεξιάς επέλασης


Η επιτυχία της Μαρίν Λεπέν, που συγκέντρωσε ποσοστό 17,9%, οφείλεται στη σκληρή κριτική που άσκησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, εκφράζοντας εν μέρει το στρατόπεδο του «όχι» που σάρωσε στο δημοψήφισμα του 2005 ενάντια στο Eυρωσύνταγμα.





του Γιάννη Καυκιά, Παρίσι




Παράδοξο, πράγματι, το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των γαλλικών προεδρικών εκλογών που κατά γενική ομολογία αποτέλεσαν δημοψήφισμα εναντίον του Σαρκοζί: Eρμηνεύεται κατά κύριο λόγο ως έκφραση οργής και απόρριψης του κατοίκου των Ηλυσσίων μάλλον, παρά ως αποδοχή κάποιου αντίπαλου προγράμματος. Με 27,1% ο Σαρκοζί ...καινοτομεί όντως ως πρόεδρος που διεκδικεί μια δεύτερη θητεία, αφού όλοι οι προηγούμενοι στην ιστορία της 5ης Δημοκρατίας υπερίσχυαν στον πρώτο γύρο, ενώ αυτός αφήνει την πρωτιά στο σοσιαλιστή Ολάντ με 28,63% επιτρέποντάς του να τρέφει σοβαρές ελπίδες για τις 6 Μαΐου. Και τούτο παρά το γεγονός ότι το συνολικό ποσοστό της Αριστεράς (προσθέτοντας στο ποσοστό του Ολάντ το 11,1% του Αριστερού Μετώπου, το 2,3% των οικολόγων, το 1,2% του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος και το 0,6% της Εργατικης Πάλης αθροίζεται 43,8%) όσο και αν είναι σαφώς ανώτερο εκείνου του πρώτου γύρου του 2007 (36%), κάθε άλλο παρά υπερισχύει του συνολικού ποσοστού της Δεξιάς, αν συμπεριλάβουμε σε αυτό το 17,9% της Μαρίν Λεπέν, το 9,1% του κεντρώου Μπαϊρού και το 1,8% ντεγκωλικού αντι-ευρωπαϊστή Ντυπόν-Αινιάν.
Πέρα από τον «δημοψηφισματικό», ακριβώς, χαρακτήρα του πρώτου γύρου, που πιστεύεται ότι θα επαναληφθεί και στις 6 Μαΐου, καθώς και το γεγονός ότι πολλά ανώτατα στελέχη του Μπαϊρού μεταπηδούν κιόλας στο στρατόπεδο του Ολάντ, αυτό το παράδοξο (αν και είναι βέβαιο ότι ο Σαρκοζί θα παλέψει μέχρις εσχάτων για να αποτρέψει τη συντριβή του) εξηγείται βεβαίως και από το ότι το κυρίαρχο τμήμα του γαλλικού οικονομικού κατεστημένου έχει κάνει ήδη την επιλογή του προσβλέποντας, τόσο στην εξισορόπηση του γαλλογερμανικού άξονα, όσο και σε μια νέα εκτελεστική εξουσία ευρύτερης κοινωνικής αποδοχής για να περάσει με λιγότερους κραδασμούς τα επερχόμενα νέα προγράμματα δραστικής λιτότητας.
Εξάλλου, η άλλη «νικήτρια» του πρώτου γύρου, όπως αποκαλούν την Μαρίν Λεπέν, έχει κάθε συμφέρον να επιδιώξει ενεργά την ήττα του απερχόμενου προέδρου. Το αποτέλεσμα της τελευταίας δεν είναι, βεβαίως, και τόσο απρόσμενο ή πρωτόγνωρο όσο το παρουσίασαν οι αναλυτές, αφού υπολείπεται αρκετά του 19,5% που είχε πάρει συνολικά η ακροδεξιά (Λεπέν και Μεγκρέ) το 2002. Ωστόσο, υπερβαίνοντας κατά μία μονάδα το ποσοστό του πατέρα της το 2002 (που τον είχε φέρει αντιμέτωπο στον δεύτερο γύρο με τον Σιράκ) και ανακτώντας ευρέως τους ψηφοφόρους του Εθνικού Μετώπου που είχε δελεάσει ο Σαρκοζί το 2007, αναδεικνύεται σε καθοριστικό παράγοντα αυτής της εκλογής και επιδιώκει, χρησιμοποιώντας και τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου, την έκρηξη του προεδρικού κόμματος και την ανασυγκρότηση της Δεξιάς με άξονα το λεπενικό κόμμα. Και για να το επιτύχει, έχει απολύτως ανάγκη απο τη συντριβή του Σαρκοζί.

Πάντως, το εν λόγω κόμμα λειτουργεί ήδη ως μοχλός για μια γενικότερη στροφή της γαλλικής πολιτικής προς τα δεξιά και επιβάλλει τη θεματολογία του και στους δύο μονομάχους του δεύτερου γύρου. Διαψεύδοντας δε όσους προέβλεπαν την εξαφάνισή του έπειτα από την απόσυρση του ιδρυτή του, εγκαθίσταται δυναμικά και μόνιμα στη γαλλική πολιτική σκηνή και «εθνικοσοσιαλίζοντας» τη συνθηματολογία του (καταγγελία του χρηματιστικού κεφαλαίου, των πολυεθνικών και των παγκόσμιων ελίτ, υπεράσπιση των δημόσιων επιχειρήσεων και της κρατικής παρέμβασης κ.ο.κ.) διευρύνει την επιρροή του στα εργατικά και λαϊκα στρώματα. Είναι δε βέβαιο ότι το υψηλό ποσοστό του οφείλεται τα μέγιστα και στο λόγο του εναντίον της ΕΕ και για την άμεση εγκατάλειψη του ευρώ, που του επέτρεψε να εμφανιστεί ως ο κύριος εκφραστής του μεγαλειώδους «Όχι» του δημοψηφίσματος του 2005 ενάντια στο Eυρωσύνταγμα.

Σε τούτο το διευκόλυνε, άλλωστε, η τραγική απουσία ανατρεπτικής αντικαπιταλιστικής αμφισβήτησης της ΕΕ του κεφαλαίου από σύμπασα την «Αριστερά της Αριστεράς», περιλαμβανόμενης και της αντικαπιταλιστικής. Απουσία που μαζί με την αδυναμία της τελευταίας να αξιοποιήσει τη μεγάλη ενίσχυση της επιρροής της που γνώρισε από το 1995 κι έπειτα, για να προωθήσει την ενοποίησή της και την ανασυγκρότηση της Αριστεράς σε ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, συνέβαλε τα μέγιστα στην ιστορική εκλογική συντριβή της: Aπό το 10% που είχαν πάρει αθροιστικά η Εργατική Πάλη και η Λίγκα το 2002, ο Πουτού (Nέο Aντικαπιταλιστικό Kόμμα) και η Αρτώ (Εργατική Πάλη) βρέθηκαν στο 1,8% (1,2% και 0,6% αντίστοιχα), κάτω ακόμη και από το χαμηλότερο ποσοστό που είχε πάρει ποτέ η Λαγκιγιέ της Εργατικής Πάλης το 1988 (1,9%).

Ο Μελανσόν του Αριστερού Μετώπου, που απαρτίζεται κυρίως από το γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το Κόμμα της Αριστεράς που ίδρυσε ο ίδιος αποχωρώντας το 2008 από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, τη δεξιά μειοψηφία του Nέου Aντικαπιταλιστικού Kόμματος και άλλες μικρές ομάδες, μπορεί να πανηγυρίζει για ένα, τουλάχιστον, πράγμα: Tη συντριπτική υπερίσχυση του «αντιφιλελεύθερου» (και ουσιαστικά «κυβερνητικο-αριστερού») ρεύματος έναντι του αντικαπιταλιστικού στους κόλπους της λεγόμενης «άλλης Αριστεράς». Το 11,1% που πήρε προέρχεται κυρίως από τη λεηλασία του 10% της Εργατικής Πάλης και της Λίγκας του 2002. Ωστόσο, υπολείπεται κατά πολύ του συνολικού 15% που είχε πάρει τότε η λεγόμενη «άλλη Αριστερά» (με το ΚΚ Γαλλίας στο 3,4% και διάφορες άλλες μικρές αριστερές οργανώσεις) και απέτυχε να καταλάβει την τρίτη θέση, υπερσκελίζοντας το λεπενικό κόμμα, όπως φιλοδοξούσε τις τελευταίες εβδομάδες.

Όσον αφορά τη συνέχεια, η Εργατική Πάλη τάχθηκε υπέρ της ψήφου «κατά συνείδηση». Το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα κάλεσε τους ψηφοφόρους του «να διώξουν τον Σαρκοζί» και απευθύνει έκκληση στην Εργατική Πάλη και το Αριστερό Μέτωπο, να οργανώσουν μαζί την αντεπίθεση στην επερχόμενη νέα λιτότητα και περαιτέρω, την «αριστερή αντιπολίτευση» σε ενδεχόμενη σοσιαλιστική κυβέρνηση. Κάτι που δεν φαίνεται να «ακούει» το Αριστερό Μέτωπο. Ο Μελανσόν κάλεσε, από την πλατεία Στάλινγκραντ, τους οπαδούς του να ψηφίσουν «χωρίς όρους» τον Ολάντ, ενώ οι επιτελείς του δηλώνουν ότι «θα εργαστούν για μια προοδευτική πλειοψηφία» και δεν θα αρκεστούν σε μια «στείρα» αντιπολίτευση.