Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

ΘEMA: Η βοηθούμενη άνοδος της φασιστικής ακροδεξιάς

«Δημοκρατία της Βαϊμάρης»


Η αστική τάξη και το κράτος παρότι εμφανίζονται ως πολέμιοι της άκρας Δεξιάς τη στηρίζουν με πολλούς τρόπους: Μέσα από τα δίκτυα ενημέρωσης, μέσα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς αναπαράγοντας το ρατσισμό και επίσης επιδεικνύοντας ανοχή στη δράση θυλάκων της άκρας Δεξιάς στους μηχανισμούς καταστολής.



 «Τ’ αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει όταν ακούω από τότε ακορντεόν / κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει δεν / θα περάσει ο φασισμός» (Π. Νεγρεπόντης, Μ. Λοΐζος). 

του Δημήτρη Γρηγορόπουλου




Θεωρία των άκρων



Η ιδεολογική έκπτωση της άρχουσας τάξης και η έκφανσή της στην πρωτοφανή αναξιοπιστία και δημοσκοπική κατρακύλα των πόλων του δικομματισμού οδηγεί στη γνωστή από την ιστορία, έσχατη μορφή κινδυνολογίας, ενορχηστρωμένη μάλιστα από εγχώριους αλλά και εξωχώριους (Ευρωπαϊκή Ένωση, ΔΝΤ) μαέστρους: Το χάος, την αστάθεια και ακυβερνησία, την πιο ολοκληρωτική καταστροφή, την ξενοφοβία, την «ανεύθυνη» και «επικίνδυνη» Αριστερά και για κρεσέντο τον «κίνδυνο των άκρων».

Για το τελευταίο την κατεύθυνση έδωσε ο Βενιζέλος, δηλώνοντας, ενώπιον μάλιστα ανθρώπων των Γραμμάτων και της Τέχνης (θυμίζοντας το λόγο του Γ. Παπαδόπουλου ενώπιον των πανεπιστημιακών δασκάλων) ότι «η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο του εκφασισμού» αιτιολογώντας τον κίνδυνο με την πρόβλεψη ότι «κινδυνεύουμε να έχουμε στο Κοινοβούλιο δυνάμεις εχθρικές προς τον κοινοβουλευτισμό». Και κορωνίδα της τοποθέτησής του υπήρξε ο παραλληλισμός των σημερινών συνθηκών με «μεσοπολεμικές συνθήκες, συνθήκες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης». Η επιχειρηματολογία του Βενιζέλου με κάπως συγκαλυμμένο τρόπο αναπαράγει τη θεωρία των άκρων. Ο δραγουμάνος του όμως Πρετεντέρης έγραφε ωμά και καθαρά (Νέα, 6/4/12): «Ο Βαγγέλης Βενιζέλος μόλις προχτές μιλούσε για ‘‘συνθήκες μεσοπολεμικές, συνθήκες Δημοκρατίας της Βαϊμάρης’’... Αυτός είναι ο φόβος, δηλαδή, να καταρρεύσει η δημοκρατία εκ των έσω. Να διαλυθεί μέσα από την ενίσχυση των ακροδεξιών και ακροαριστερών άκρων». Πιο προχωρημένα: Αστικά ΜΜΕ, αλλά και μνημονιακοί βουλευτές που συμμετείχαν σε συζητήσεις σε αυτά, κινδυνολογώντας ακραία ερμήνευαν την καταστολή της μεγαλειώδους συγκέντρωσης στις 12 Φλεβάρη ως «κίνδυνο εμφυλίου πολέμου». Χυδαία χρήση του σχήματος των δύο άκρων γίνεται και για τη σύνθεση του κοινοβουλίου και γενικότερα. Στο Βήμα, 26/2/12, γίνεται λόγος για «ξεθώριασμα των ορίων» και για «συνάντηση των άκρων», με αφορμή τη δήθεν συμπαράσταση (προβοκάτσια) των χρυσαυγιτών στους απεργούς της Χαλυβουργίας. Σε σχέση με τις εκλογές και τη σύνθεση του κοινοβουλίου είναι μόνιμο μοτίβο ότι η ενίσχυση των άκρων (δημιουργώντας ένα φανταστικό συνονθύλευμα δεξιών και αριστερών δυνάμεων, που τάσσονται κατά του Μνημονίου) δημιουργεί κίνδυνο ακυβερνησίας, χάους και πολιτικής αστάθειας. Υποτίθεται ότι την υπεύθυνη πολιτική της μεσότητας εκράζουν δικομματισμός και εταίροι. Η επίκληση της θεωρίας των άκρων ως έσχατης κινδυνολογίας, προδίδει το βαθύ τραύμα της αστικής κυριαρχίας, την απονομιμοποίησή της από τις μάζες. Έχει ως τακτικό στόχο τη συσπείρωση του δικομματισμού και το σχηματισμό μνημονιακής κυβέρνησης και ως στρατηγικό στόχο την εδραίωση της καπιταλιστικής κυριαρχίας και της νεοφιλελεύθερης πολιτικής σε συνάρτηση με την ανάσχεση της δυναμικής της Αριστεράς και ει δυνατόν, την περιθωριοποίησή της, αλλά και τη δυσφήμισή της ταυτίζοντάς την με την Ακροδεξιά.





Οι "ίσες αποστάσεις"


Το αστικό ιδεολόγημα των άκρων σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται να τηρεί ίσες αποστάσεις μεταξύ ακροδεξιάς και Αριστεράς. Στην πραγματικότητα όμως στο στόχαστρο βρίσκεται η Αριστερά και ιδίως η ριζοσπαστική Αριστερά, ενώ η άκρα Δεξιά και η φασιστική Δεξιά κατά βάση ενισχύονται από την κινδυνολογία και το φόβο. Η συκοφαντική ταύτιση των άκρων δυσφημεί και υποσκάπτει την Αριστερά. Την εμφανίζει ως ταραχοποιό, οπαδό της βίας και της ανομίας, υπονομευτή της οικονομικής ζωής και της κοινωνικής ειρήνης. Την κοινοβουλευτική της παρουσία την χαρακτηρίζει ανεύθυνη, στερούμενη προτάσεων ή και επικίνδυνη για τη δημοκρατία. Με αυτό τον τρόπο προσπαθούν να τρομοκρατήσουν και να χειραγωγήσουν τις μάζες, ώστε να μη συμμετέχουν στο εργατικό λαϊκό κίνημα και τους αγώνες του και να μην ψηφίζουν τις «ανεύθυνες» ή και «επικίνδυνες» αριστερές δυνάμεις. Βέβαια, τις ίδιες κατηγορίες απευθύνει το σύστημα και στην ακροδεξιά. Υπάρχουν όμως δύο βασικές διαφορές: Πρώτο, ο φόβος πλήττει την Αριστερά, γιατί αποθαρρύνει τις μάζες να συμμετάσχουν σε αγώνες για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, όπως τους προτρέπει η Αριστερά ή και να την ψηφίσουν, φοβούμενες την «ακυβερνησία» και την αστάθεια. Αντίθετα, οι ακροδεξιοί και οι φασίστες κερδοσκοπούν στο φόβο, εμφανιζόμενοι ως προστάτες της τάξης και της ασφάλειας, πολεμώντας τους «ταραξίες» και εχθρούς της τάξης, που τους ταυτίζουν, στην προκείμενη συγκυρία, με τους αριστερούς και τους μετανάστες. Δεύτερο, ενώ η άρχουσα τάξη εμφανίζεται ως εχθρός της ακροδεξιάς, στην πραγματικότητα την ενθαρρύνει ή την αξιοποιεί, με διάφορους τρόπους: Είναι γνωστό και αποδειγμένο ότι υπάρχουν ακροδεξιοί θύλακες στους κατασταλτικούς μηχανισμούς (αστυνομία, αλλά και στρατό), ο ρατσιστικός εθνικισμός κυκλοφορεί στα συγκοινωνούντα δοχεία των αστικών κομμάτων και της ακροδεξιάς (γκουλάγκ του ΧρυσοχοÀδη, «θα ανακαταλάβουμε τις πόλεις», Αν. Σαμαράς κ.ά.), χρυσαυγίτης «αστυφύλακας» της γειτονιάς, σχεδόν απουσία κριτικής από τα αστικά κόμματα, πογκρόμ κατά μεταναστών και αγωνιστών της Αριστεράς, απρόσκοπτη δράση της Χρυσής Αυγής παρά την παράνομη δραστηριότητά της κ.λπ. Μη ξεχνάμε ότι στην πολιτισμένη Ευρώπη ανενόχλητα αναπτύσσεται ο νεοεθνικισμός, ο ρατσισμός και αντικομμουνισμός. Η διάχυση αυτών των ιδεοληψιών από την αστική ιδεολογία και πολιτική στην κοινωνία πριμοδοτεί την ακροδεξιά και τους νεοναζιστές. Κατηγορούν τα αστικά κόμματα για ασυνέπεια στην εφαρμογή αυτής της πολιτικής και αυτοπροβάλλονται ως η δύναμη που εγγυάται τη σωτηρία της πατρίδας, την πάταξη της εγκληματικότητας, τη βίαιη αντιμετώπιση της μετανάστευσης, την αποκατάσταση της τάξης και της κοινωνικής ειρήνης από τις ταραχές που «υποθάλπει» η Αριστερά. Κερδοσκοπούν και στις παθογένειες της αστικής δημοκρατίας προωθώντας την ανελευθερία και την κατάργηση της δημοκρατίας γενικά. Σε αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι ακροδεξιοί συμμετέχουν στις κυβερνήσεις, όπως και το ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι η ακροδεξιά σε όλες τις μορφές της (νόμιμα κόμματα, φασιστικές ομάδες, θύλακες στο στατό και την αστυνομία) συνδέεται με τμήματα του αστικού κράτους και ότι η ανάληψη αποφασιστικού ρόλου στην κοινωνία γίνεται με την ανοχή ή και τη στήριξη των πιο αντιδραστικών μερίδων του κεφεαλαίου. Το 1933 περίπου 25 από τους μεγαλύτερους βιομήχανους της Γερμανίας απαίτησαν και πέτυχαν από τον Πρόεδρο Χίντεμπουργκ να διορίσει τον Χίτλερ καγκελάριο. Ταυτόχρονα, σύστησαν ταμείο στο οποίο έρρευσε πακτωλός χρηματοδότησης για το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα.

Δεν είναι τυχαίο ότι και σήμερα η κυρίαρχη αντιδραστική μερίδα (χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο - πολυεθνικές) του ολοκληρωτικού καπιταλισμού συνδέει την απομύζηση υπεραξίας με την ένταση του αυταρχισμού ως τρέχουσας πολιτικής, αλλά και κυρίαρχης δομής του πολιτικού συστήματος. Η επίθεση κατά της Αριστεράς και του μαζικού κινήματος, η ρατσιστική πολιτική, η συρρίκνωση των δικαιωμάτων, ο κρατικός ρατσισμός, η κυβερνητική συνεργασία με την ακροδεξιά, η ανοχή και αξιοποίηση των φασιστικών συμμοριών, η προώθηση γενικά του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού, πιστοποιούν τις αιτιώδεις σχέσεις της πιο αντιδραστικής μερίδας του κεφαλαίου με τις πιο αντιδραστικές μορφές αστικής πολιτικής.

Η μη κοινοβουλευτική και γενικά η αυταρχική μορφή αστικής εξουσίας φαίνεται συχνά ότι είναι ταξικά ουδέτερη (κυρίως λόγω της λειτουργικής όχι όμως και δομικής αυτοτέλειας ή του λόγου της). Στην πραγματικότητα, είναι ο πιο πειθήνιος υπηρέτης των καπιταλιστικών συμφερόντων και της πολιτικής που αυτά απαιτούν. Γιατί, υπ’ αυτήν την πολιτική μορφή συντρίβουν τα συμφέροντα και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και των κομμάτων που εκφράζουν τα συμφέροντά της, ιδίως σε συνθήκες όξυνσης της οικονομικής και πολιτικής κρίσης.

Είναι αναμφίβνολο ότι η καπιταλιστική κρίση δημιουργεί τις γενεσιουργές αιτίες της ακροδεξιάς και του φασισμού ως μαζικού φαινομένου. Η λαίλαπα που πλήττει τους εργαζόμενους, το κόψιμο των μισθών και των συντάξεων, η καρατόμηση των δικαιωμάτων, το κύμα της ανεργίας, η πολιτική, αλλά και ηθική κρίση της αστικής δημοκρατίας, η έξαρση της εγκληματικότητας στην κρίση, υπαρκτές εθνικές και θρησκευτικές αντιθέσεις, συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα. Οι πληττόμενες από την πολύπλευρη κρίση μάζες σε κατάσταση απόγνωσης και οργής αναζητούν τον ένοχο. Τα πιο καθυστερημένα στρώματα αδυνατούν να εντοπίσουν τις πραγματικές αιτίες της κρίσης και της εξαθλίωσής τους υπό την επιρροή της ακροδεξιάς και του φασισμού, που ενεργοποιούνται έντονα σε τέτοιες συνθήκες για να αποτρέψουν τη ριζοσπαστικοποίηση των μαζών. Έτσι, παραδοσιακά ο «εχθρός» εντοπίζεται σε κατώτερες εθνότητες (Εβραίοι στη ναζιστική Γερμανία), έγχρωμοι μουσουλμάνοι σήμερα στις ευρωπαϊκές χώρες, κατώτεροι λαοί, pigs της Νότιας Ευρώπης με τους οποίους οι ενάρετοι Βορειοευρωπαίοι δεν θέλουν να μοιραστούν τα πλούτη τους. Εχθρός είναι και οι ξένοι, τα διεθνή μορφώματα, η ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων, ο κίνδυνος της εθνικής ταυτότητας. Στη Γερμανία ο Χίτλερ εύστοχα αξιοποίησε την εξοντωτική συνθήκη των Βερσαλιών, χωρίς να την αποδίδει στον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα των νικητριών δυνάμεων αλλά στην προαιώνια έχθρα τους κατά του γερμανικού έθνους. Έτσι και σήμερα οι ακροδεξιοί στρέφονται κατά της παγκοσμιοποίησης, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και της πολυπολιτισμικότητας από θέσεις συντηρητικές και εθνικιστικές. Για την οικονομική κρίση δεν φταίει το κεφάλαιο αλλά οι μετανάστες (τα 10 δισ. ευρώ εμβάσματα που κατά τον Καρατζαφέρη αποστέλλουν στις χώρες τους). Για να μη χαθεί ο παραδοσιακός ιδεολογικός «υβριδισμός» του φασισμού, τοποθετούν στο πλαίσιο της ευθύνης και τους «κλέφτες πλούσιους» ιδίως τους τραπεζίτες στη σημερινή συγκυρία. Όχι όμως λόγω της οικονομικής θέσης και του ρόλου τους, αλλά λόγω της ανηθικότητας και της απληστίας τους. Στο επίκεντρο της ευθύνης για την κρίση τοποθετείται κυρίαρχα η Αριστερά από τους ακροδεξιούς και τους οπαδούς τους, γιατί διχάζει το έθνος με την ταξική πάλη, δημιουργεί ανεργία με τις απεργίες, καταστρέφει τα μεσαία στρώματα με τις διαδηλώσεις και τις κινητοποιήσεις. Γι’ αυτό, τα κόμματα της Αριστεράς καταργήθηκαν με την εγκαθίδρυση της χιτλερικής δικτατορίας και τα συνδικάτα ενσωματώθηκαν σε ενιαία όργανα με τους εργοδότες. Απαξιώνουν την αστική δημοκρατία και ιδίως τον κατ’ εξοχήν αντιπροσωπευτικό θεσμό, τη Βουλή (όχι όμως το στρατό και την αστυνομία), προφανώς όχι για να δημιουργήσουν έναν ανώτερου τύπου αντιπροσωπευτικό θεσμό, αλλά για να προλειάνουν το έδαφος για την κατάλυση κάθε δικαιώματος και την επιβολή στυγνής αστικής δικτατορίας.

Είναι φανερό λοιπόν ότι ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός με την υπεραπομύζηση της εργατικής τάξης και την εγγενή αυταρχικότητά του συνδέεται από τη φύση του με την ακροδεξιά και το νεοφασισμό. Συμβάλλει όμως και συνειδητά, όπως είπαμε, για την «άνθισή» τους, ανεχόμενος την παράνομη δραστηριότητα των φασιστικών συμμοριών και αξιοποιώντας τες για την επιβολή της αυταρχικής πολιτικής του (αντιμεταναστευτικής, αντιαριστερής, αντικινηματικής, φιλοευρωπαϊκής). Όσο όμως είναι εμφανές ότι η ακροδεξιά και ο φασισμός δεν είναι υπερταξικά πολιτικά φαινόμενα, αλλά εντάσσονται στο αστικό στερέωμα, ίσως και ως αιχμή του νεοφιλελεύθερου αυταρχικού κράτους, άλλο τόσο δεν πρέπει να θεωρούνται αυτόματη αντανάκλαση της οικονομικής βάσης. Έχουν σχετική αυτοτέλεια, λειτουργικά μάλιστα αυξημένη. Δεν ισχύει η μονοσήμαντη εργαλειακή αντίληψη που πρεσβεύει το ΚΚΕ. Ο ναζισμός, όπως επισήμαινε ο Γκ. Ντιμιτρόφ, στην εισήγηση για το 7ο Συνέδριο της Γ’ Διεθνούς (Ο Φασισμός, σελ. 38), παρά τον αστικό χαρακτήρα του, στην προσπάθειά του να επιβάλει το πολιτικό του μονοπώλιο θέτει εκτός νόμου τα αστικά κόμματα κι έτσι, αντικειμενικά διευρύνεται το εναντίον του μέτωπο.

Έτσι και στη σημερινή συγκυρία το νεοφιλελεύθερο κράτος αξιοποιεί μεν την ακροδεξιά και τη φασιστική της απόφαση, αλλά όσο η τελευταία δρα ως συμμορία για τις «βρωμοδουλειές». Όταν όμως δείχνει τάσεις μαζικοποίησης (όπως σήμερα η Χρυσή Αυγή), η άρχουσα τάξη θα τείνει με διάφορους τρόπους να την περιορίζει και να την ελέγχει από το φόβο της υπέρμετρης αυτονομίας (βλ. άποψη Ντιμιτρόφ). Από την άλλη, αυτή η ιδιαίτερη αυτονομία του φασιστικού φαινομένου δεν πρέπει να απολυτοποιείται (ταύτιση με τον καπιταλισμό) οπότε και το αντιφασιστικό μέτωπο ταυτίζεται με το σοσιαλιστικό.


Ανησυχητική εξάπλωση

ΤΑ ΦΑΣΙΣΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ



Φάση ανάπτυξης διανύει και η καθ’ ημάς ναζιστική Χρυσή Αυγή. Την εβδομάδα αυτή τα αστικά κόμματα, που σε όλο το προηγούμενο διάστημα τηρούσαν «αιδήμονα» σιωπή, ανέβασαν τους τόνους εναντίον της. Δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα αν είναι προϊόν φόβου για την ανάπτυξή της ή αξιοποίησή της στα πλαίσια της δικομματικής κινδυνολογίας. Ίσως να ισχύουν και οι δύο εκδοχές. Το φαινόμενο πάντως είναι ανησυχητικό και η Αριστερά πρέπει να το αντιμετωπίσει με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα. Κατ’ αρχάς, δεν πρέπει να ταυτίζεται η στρατοκρατική δικτατορία με το φασιστικό φαινόμενο. Η πρώτη στηρίζεται στα όπλα και είναι κοινωνικά απομονωμένη, ενώ ο φασισμός από τη φύση του απλώνει τα πλοκάμια του στις μάζες, δρα και λειτουργεί μαζικά, ιδίως σε συνθήκες κρίσης. Το ακροδεξιό - φασιστικό φαινόμενο συγκεντρώνει σήμερα ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό (8%-10%) και εμφανίζεται στη χώρα μας 70 περίπου χρόνια με την προσπάθεια του Μεταξά να επιβάλει εκ των άνω (μέσω του κράτους) τη δημιουργία φασιστικού κινήματος. Αυτή η προσπάθεια ήταν βραχύβια λόγω του πολέμου, της γερμανικής κατοχής και του έπους της Εθνικής Αντίστασης.

Στην Ευρώπη στις περισσότερες χώρες υπάρχουν ισχυρά ακροδεξιά κόμματα, ακόμα και στο καμάρι του κράτους πρόνοιας, τη Σουηδία (7% πήρε το ακροδεξιό κόμμα στις τελευταίες εκλογές). Φασιστικά κόμματα με επιρροή είναι η Χρυσή Αυγή στη χώρα μας και το NPD στη Γερμανία. Πώς αντιμετωπίζει το σύστημα αυτές τις πολιτικές δυνάμεις; Συνήθως, με δύο τρόπους: Εντάσσει τα ακροδεξιά κόμματα σε κυβερνητικούς σχηματισμούς, ώστε με την ανάληψη των κυβερνητικών ευθυνών να μεταλλαχθούν σε δαμασμένα οικόσιτα. Αυτή η συνταγή δοκιμάστηκε με τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Από την άλλη, υιοθετούν σε μεγάλη έκταση την ακροδεξιά ατζέντα, τις βασικές θέσεις των ακροδεξιών, με στόχο να περιορίσουν την επιρροή τους. Αυτή η προσπάθεια άλλοτε τελεσφορεί (πτώση επιρροής ΛΑΟΣ) άλλοτε αποτυγχάνει (άνοδος Λεπέν παρά την οικειοποίηση των θέσεών της από τον Σαρκοζί). Τα φασιστικά κόμματα παρά την παράνομη δράση τους απολαμβάνουν την αστική νομιμότητα και συμμετέχουν απρόσκοπτα σε δήμους και κοινοβούλιο.

Είναι φανερό ότι η περίφημη αστική δημοκρατία δεν έχει καμιά πρόθεση να πλήξει ακροδεξιά και φασισμό, αφού ουσιαστικά την υπηρετούν. Το πολύ πολύ να τους βάλει κάποια όρια. Γι’ αυτό, η Αριστερά έτσι κι αλλιώς επωμίζεται κι αυτό το βάρος. Και σε πρώτη φάση πρέπει να αποκαλύψει (γιατί οι νέοι ιδίως το αγνοούν) ότι η Χρυσή Αυγή είναι γόνος και κλώνος των ναζιστικών ορδών που μακέλεψαν την πατρίδα μας.

ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Βοήθησε στην εδραίωση του φασισμού!
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΥΘΥΝΕΣ

Η επίκληση της πτώσης της δημοκρατίας της Βαϊμάρης ως προϊόν της ενίσχυσης των άκρων με επικράτηση τελικά της ακροδεξιάς είναι άστοχη ιστορική προσομοίωση. Η ιστορική αλήθεια ανατρέπει την επιχειρηματολογία κατατρομοκράτησης των εργαζομένων, ώστε να μην «ανατραπεί η δημοκρατία» και στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία υπήρξε καρπός της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας των μονοπωλίων στη Γερμανία, με πρωταγωνιστικό ρόλο του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929-1933, η αδυναμία της γερμανικής αστικής τάξης να κάνει κάποιες εκτονωτικές παραχωρήσεις στην εργατική τάξη, η ανάπτυξη των επαναστατικών διαθέσεων και η είσπραξή τους κύρια από το κομμουνιστικό κόμμα, ώθησαν τους καπιταλιστές στη βίαιη αντιμετώπιση του κινήματος με μοχλό την παράδοση της εξουσίας στο ναζισμό. Δεν είναι υπερβολή ότι το δρόμο στο ναζισμό άνοιξε το σοσιαλδημοκρατικό (αδελφό του ΠΑΣΟΚ) κόμμα. Λόγω της δυνατότητάς του να καταδημαγωγεί και να ενσωματώνει τις μάζες, το σοσιαλιστικό κόμμα θεωρείται ιδιαίτερα πρόσφορο για την προώθηση της καταπιεστικής πολιτικής (ιδίως στα πρώτα στάδιά της) του κεφαλαίου. Δεν είναι τυχαίο ότι οι σοσιαλδημοκράτες συνέτριψαν στα 1918-1919 την επανάσταση στη Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία και Ουγγαρία. Οι πραιτωριανοί του σοσιαλδημοκράτη Νόσκε σφαγίασαν τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Λίμπκνεχτ. Στην Αυστρία υποστήριξαν ανοιχτά το φιλοφασιστικό καθεστώς Ντόλφους, τον Μουσολίνι, στην Ιταλία, τον Χόρτυ στην Ουγγαρία.

Συνεργάστηκαν απρόσκοπτα με την αστική τάξη υιοθετώντας την πολιτική «του μικρότερου κακού» (σε σχέση με το ναζισμό) και θεωρώντας κύριο εχθρό τον μπολσεβικισμό. Μια πλευρά της ιστοριογραφίας τηρεί μεροληπτική στάση αποσείοντας τις ευθύνες της σοσιαλδημοκρατίας και επιφορτίζοντάς τις στο κομμουνιστικό κόμμα. Είναι γεγονός ότι το 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς χαρακτήριζε τη διεθνή σοσιαλδημοκρατία εφεδρεία της αστικής τάξης στις γραμμές της εργατικής τάξης και τροχοπέδη στην αγωνιστική ενότητα του προλεταριάτου. Αυτή όμως η κριτική γινόταν από τη σκοπιά της προτεραιότητας της ενότητας του προλεταριιάτου και όχι με σεχταριστική διάθεση. Υπήρξαν βέβαια παρεκκλίσεις προς τ’ αριστερά, που χαρακτήριζαν τους σοσιαλδημοκράτες «σοσιαλφασίστες», χωρίς να διακρίνουν ρεύματα και τάσεις στο εσωτερικό τους και αντιθέσεις ηγεσίας - βάσης. Η Διεθνής όμως και τα κομμουνιστικά κόμματα έμεναν προσηλωμένα στη γραμμή του ενιαίου μετώπου. Περίτρανη απόδειξη οι επανειλημμένες προτάσεις των γερμανών κομμουνιστών στους σοσιαλδημοκράτες στο διάστημα 1932-1933 για ενιαίο μέτωπο κατά του ναζισμού. Αλλά και στη Γαλλία η επιμονή του κομμουνιστικού κόμματος στην ενιαιομετωπική πολιτική με το σοσιαλιστικό κόμμα εξανάγκασε τελικά, κάτω από την πίεση του μαζικού κινήματος, την ηγεσία των σοσιαλιστών να συναινέσει, στην κοινή δράση. Και αυτή η πολιτική είχε ήδη υιοθετηθεί (αν και όχι ολοκληρωτικά) πριν το 7ο Συνέδριο της Διεθνούς (1935), που καθιέρωσε για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα τη γραμμή του ενιαίου εργατικού μετώπου και του λαϊκού μετώπου για την αναχαίτιση της φασιστικής απειλής ενάντια στις ελευθερίες και τους υλικούς όρους ζωής της ανθρωπότητας.
Η σοσιαλδημοκρατία βοήθησε στην επικράτηση του ναζισμού, όχι βέβαια αυτόνομα, αλλά συμμαχώντας και υπηρετώντας την κυρίαρχη στον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό τάση εξόδου από την κρίση με τρομοκρατία στο εσωτερικό και ιμπεριαλιστική βία (κατακτήσεις, πολέμους) στο εξωτερικό.

Τελικά, έπειτα από απαίτηση των κυρίαρχων κύκλων του βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου ο πρόεδρος της δημοκρατίας Χίντεμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο. Η άγρια νύχτα του ναζισμού άρχιζε. Η ιστορική λοιπόν αλήθεια είναι ότι η δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν ανατράπηκε από τον πόλεμο των άκρων (είναι βέβαια προς τιμή του κομμουνιστικού κόμματος ότι πολέμησε το κτήνος). Παραδόθηκε η εξουσία στον Χίτλερ από την αστική τάξη με την προδοτική συνέργεια των σοσιαλδημοκρατών.