Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Διαύγεια σε σκοτεινούς καιρούς




Ας μην περιμένει ο αναγνώστης απαντήσεις από τον Στίγκα για την αποκαθήλωση της γενιάς μας. Δεν μας παίρνει ο ποιητής από το χέρι. Ο ποιητής μας δίδασκε –και οφείλει να μας διδάσκει– θάρρος. Αυτή είναι η πολιτική διάσταση της ποίησης. Το θάρρος. Η ποίηση του Στίγκα είναι αν μη τι άλλο ποίηση θαρραλέα. Γι’ αυτό είναι τίμια και γι’ αυτό είναι ποίηση.


Δεν τρέμουν πια τα χέρια μου
Κι αυτό να σας τρομάζει 


του Γιάννη - Ιόλαου Μανιάτη


Πάνε σκάρτοι τρεις μήνες από την ώρα που κυκλοφόρησε η τέταρτη ποιητική συλλογή του ποιητή Γιάννη Στίγκα (Ο Δρόμος μέχρι το περίπτερο, Μικρή Άρκτος 2012). Η κυκλοφορία αυτή, όπως και κάθε άλλη αυθεντική ποιητική έκφραση, έρχεται μεσσιανικά αυτές τις σκοτεινές εποχές –διότι οι τελευταίοι μήνες είναι όντως σκάρτοι– να φωτίσει τις εσωτερικές αποχρώσεις της πραγματικότητας και γι αυτόν το λόγο λειτουργεί πάντα ως λύτρωση. Όλη η θέαση του ποιητή είναι λυτρωτική.
Διότι για τον Στίγκα η ποίηση δεν είναι μεταρρυθμιστικό στάδιο της πραγματικότητας. Είναι αντίθετα η κατακλείδα του κόσμου. Είναι οιoνεί κοσμογονία. Στο έργο του θα βρει κανείς υπόγειες συνομιλίες με την μεγάλη οικογένεια των ομοτέχνων του. Θα βρει τον Καρούζο, τον Τσέλαν, τον Σολωμό, τον Λειβαδίτη και το Σαχτούρη, τη Μαστοράκη και, πάντοτε, τον Ρεμπώ. Κυρίως, όμως, στο έργο του Στίγκα θα βρει κανείς τον ίδιο τον Γιάννη και βρίσκοντας τον Γιάννη θα βρεί, πιθανώς, τον εαυτό του.

Θα βρει ολόκληρη τη γενιά μας, τη γενιά των περίπου (λίγο πάνω-λίγο κάτω) τριαντάρηδων. Θα βρει πως ενσωματώνεται στο σώμα της ποίησης η ματαιωμένη εμπειρία μιας γενιάς που μεγάλωσε στην επίπλαστη ευμάρεια, στην φιλοδοξία μιας καριέρας, ένος κοινωνικού status, στη γενιά που έχασε την επαφή της με την ουσία του κόσμου και που τώρα –στα ντουζένια της- σκύβει το κεφάλι. Θα δει τη γενιά που την κούνησε ο Δεκέμβρης, που την γδέρνει η κρίση, τη γενιά που –στην πλειοψηφία της- κατέφευγε στα trendy clubs ή στο τελευταίο υπερσύγχρονο smartphone.
Ας μην περιμένει ο αναγνώστης απαντήσεις από τον Στίγκα για την αποκαθήλωση της γενιάς μας. Δεν μας παίρνει ο ποιητής από το χέρι. Ο ποιητής μας δίδασκε –και οφείλει να μας διδάσκει– θάρρος. Αυτή είναι η πολιτική διάσταση της ποίησης. Το θάρρος. Η ποίηση του Στίγκα είναι αν μη τι άλλο ποίηση θαρραλέα. Γι’ αυτό είναι τίμια και γι’ αυτό είναι ποίηση.

Κι άμα πηδάω κάθε νύχτα/ από την κορυφή της λύπης μου/ δεν είναι από συνήθεια/είναι γιατί/ η αλήθεια, κύριοι,/ προϋποθέτει ύψος λέει ο Στίγκας αποκαθιστώντας τα πράγματα, γκρεμίζοντας την κουλτούρα του φαίνεσθαι, αναδεικνύοντας την εσωτερική του πάλη σε κριτήριο θέασης και, τελικά, σε στάση ζωής. Είναι κατ’ ουσίαν ποίηση πολιτική διότι προτείνει την προσωπική γεναιότητα, έναν συναισθηματικό τσαμπουκά, απέναντι στην κάθε λογής –ποιητική ή άλλη- οσφυοκαμψία.
Προτείνει έναν προσωπικό τρόπο να μαθαίνουμε από τις ήττες και τις ματαιώσεις μας, να γυρίζουμε το παιχνίδι υπέρ μας, να μην εκλαμβάνουμε την ήττα ως φινάλε αλλά ως ιντερλούδιο της ζωής μας (να παίζεις με το μηδέν/ και να μένεις στον άσο ). Αυτές τις εποχές όσο ανάγκη έχουμε από σωτήρες έχουμε κι από εκείνες τις φωνές που αναδεικνύουν τους σκοτεινούς καιρούς σε όλη τη σκοτεινία τους και τους κάνουν έτσι ξεκάθαρους, διαυγείς. Ο Δρόμος μέχρι το περίπτερο είναι η έκφραση μιας τέτοιας φωνής.

Είναι, παράλληλα, το καταληκτικό έργο μιας ευρύτερης ποιητικής σύνθεσης που ξεκίνησε από τον Στίγκα οκτώ χρόνια πριν και περιλαμβάνει άλλες τρεις συλλογές (Η Αλητεία του Αίματος, Γαβριηλίδης 2004, Η όραση θ’αρχίσει ξανά, Κέδρος 2006, Ισόπαλο Τραύμα, Κέδρος 2009). Στις τέσσερις αυτές συλλογές ο πυρήνας εστίασης είναι ο ίδιος ο ποιητής, ο ίδιος ο θεατής του κόσμου.
Το ποιητικώς ζην είναι το κέντρο αυτής της αφηγηματικής ενότητας. Δεν θα πρέπει όμως να εκληφθεί αυτό το ποιητικώς ζην ούτε ως η εξιδανικευμένη εικόνα του καταθλιπτικού μποέμ, του βουτηγμένου στις καταχρήσεις αλλά ούτε και ως μια περιπλάνηση του φιλόδοξου γραφιά στα λογοτεχνικά σαλόνια και στα καρτέλ της εφήμερης λογοτεχνικής καταξίωσης. (Δυστυχώς και οι δύο στάσεις λειτουργούν ανασχετικά στην αυθεντική ποιητική δημιουργία.)

Εδώ το ποιητικώς ζην είναι ο τρόπος ανάγνωσης του κόσμου, του μέσα και του έξω. Είναι η ασκημένη ικανότητα του ευαίσθητου και οξυδερκούς οφθαλμού να αφουγκράζεται εκείνες τις λεπτομέρειες της πραγματικότητας, να τις καταγράφει και να τις παρουσιάζει δημόσια. Είναι εκείνες οι λεπτομέρειες που κάνουν αυτόν τον κόσμο τόσο σύνθετο αλλά και τόσο σκοτεινό. Είναι όμως και η άλλη αναζήτηση της αλήθειας. Διότι, πλέον, η ποίηση δεν είναι παίγνιο, είναι μάχη με την εσωτερική και εξωτερική μας ουσία, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας και θα είναι η κεντρική πλατεία στον κόσμο που πάμε να φτιάξουμε.

Γιατί η ποίηση/ -ψιτ, μεγάλε-/ δεν είναι αιώρα ρεμβασμών/ δεν ειν’ το φτερωτό σου κατοικίδιο/ -ψιτ, μεγάλε-/ Όταν υποδύεσαι το φεγγάρι/ να το υποδύεσαι και στη χάση του/ -δεν θα στο κάνω πιο λιανά-/ Αν το νοείς αυτό/ έχει καλώς/ αλλιώς, Ε ρε, Μαγιακόφσκι που σου χρειάζεται.