Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Στροφή επί το επιθετικότερον στην πολιτική Ομπάμα έναντι του Ιράν

Προχωράει με αμείωτους ρυθμούς η προσπάθεια διπλωματικής απομόνωσης της Τεχεράνης. Σ’ αυτό το φόντο, η πιο σημαντική εξέλιξη την εβδομάδα που πέρασε, ήταν η αποκατάσταση ομαλών, διπλωματικών σχέσεων ΗΠΑ - Συρίας, με τη συνάντηση του αμερικανού απεσταλμένου Ουίλιαμ Μπερνς με το σύρο πρόεδρο Μπάσαρ Άσαντ και με την απόφαση για αποστολή αμερικανού πρεσβευτή στη Δαμασκό.
του Πέτρου Παπακωνσταντίνου










 "Το Ιράν εξελίσσεται σε στρατιωτική δικτατορία και είναι καιρός να το συνειδητοποιήσουμε»! Η δήλωση της Χίλαρι Κλίντον από τη Ντόχα του Κατάρ, την περασμένη Δευτέρα, προκάλεσε εντύπωση ακριβώς λόγω της ακραίας κοινοτοπίας της. Μήπως όλες οι αμερικανικές κυβερνήσεις μετά το 1979 δεν αντιμετώπιζαν το Ιράν ως δικτατορικό καθεστώς; Και τι νόημα έχει κοτζάμ υπουργός Εξωτερικών της υπερδύναμης να εμπλέκεται σε αναλύσεις λεπτών αποχρώσεων περί μετάβασης από θεοκρατική σε στρατιωτική δικτατορία, οι οποίες θα ταίριαζαν καλύτερα σε λέκτορες των πολιτικών επιστημών; Το πράγμα έγινε ακόμη πιο παράξενο όταν η Κλίντον, αφού κατακεραύνωσε τους «Φρουρούς της Επανάστασης» ως φορείς της υποτιθέμενης δικτατορίας, κάλεσε «τους θρησκευτικούς και πολιτικούς ηγέτες (του Ιράν) να ανακτήσουν την εξουσία που οφείλουν να ασκούν προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος»!
Μόνο μία λογική εξήγηση επιδέχεται η κατά τα λοιπά αλλόκοτη τοποθέτηση της Κλίντον: Ότι η κυβέρνηση Ομπάμα έχει σιωπηρά τερματίσει την πολιτική ανοιχτών θυρών και διαλόγου, την οποία υποτίθεται ότι ακολουθούσε έναντι της Τεχεράνης, για να στραφεί αποφασιστικά προς μια πολιτική αλλαγής καθεστώτος. Υπό αυτό το πρίσμα, οι εκκλήσεις της Κλίντον απευθύνονται λιγότερο στην κοινή γνώμη της Δύσης και περισσότερο στην ιρανική αντιπολίτευση, συμπεριλαμβανομένων των φιλοδυτικών ιερωμένων και πολιτικών, για τους οποίους οι «Φρουροί της Επανάστασης» αντιπροσωπεύουν τον υπ’ αριθμόν ένα αντίπαλο.
Το εν λόγω σώμα αριθμεί περίπου 125.000 άνδρες, κατανεμημένους σε χερσαίες, ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις, αλλά και πολιτοφύλακες, οι οποίοι θεωρούνται Πραιτωριανοί του ισλαμικού καθεστώτος. Δημιουργήθηκαν την επαύριο της επανάστασης που ανέτρεψε τον Σάχη, το 1979, και απέκτησαν αίγλη λόγω του ηρωισμού τους στον οκταετή πόλεμο με το Ιράκ, τη δεκαετία του ’80. Στις γραμμές τους υπηρέτησε και ο Μαχμούντ Αχμεντινετζάντ, ο οποίος αναρριχήθηκε στη προεδρία σε μεγάλο βαθμό χάρη στην υποστήριξή τους. Εκτός από επίλεκτη στρατιωτική δύναμη, οι «Φρουροί» (πασνταράν) έχουν σημαντική οικονομική ισχύ, καθώς ελέγχουν στρατηγικούς τομείς της παραγωγής και του εμπορίου, αλλά και αστυνομική δύναμη, μέσω της δορυφορικής τους, εθελοντικής πολιτοφυλακής των «μπασίτζι». Η αυξανόμενη οικονομική ισχύς των «Φρουρών», τα φαινόμενα διαφθοράς που αναπόφευκτα τη συνοδεύουν και ο καθοριστικός ρόλος τους στην καταστολή του «πράσινου» αντιπολιτευτικού κινήματος μετά τις αμφισβητούμενες προεδρικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου τους έχουν αναδείξει σε προνομιακό στόχο επιθέσεων, στο εσωτερικό της χώρας.
Είναι πολύ πιθανό, πάντως, ότι ουδέποτε ο Ομπάμα αποπειράθηκε στα σοβαρά έναν ιστορικό συμβιβασμό με την Τεχεράνη και ότι τα ρητορικά του ανοίγματα ήταν απλώς ένα πολιτικό «προληπτικό πλήγμα» για την απομόνωση του ισλαμικού καθεστώτος. Η παρέμβαση Αμερικανών και Βρετανών στην προεκλογική περίοδο και μετά από αυτήν με τον ξεκάθαρο στόχο να προκαλέσουν μια «πράσινη επανάσταση» με πολιορκητικό κριό τον ανθυποψήφιο του Αχμεντινετζάντ, Μιρχοσείν Μουσαβί, ακολούθησε σε χοντρές γραμμές το πρότυπο των «έγχρωμων επαναστάσεων» στην περιφέρεια της Ρωσίας. Το γεγονός ότι η αμερικανική παρέμβαση γίνεται τώρα πιο ανοιχτή και επιθετική πρέπει να οφείλεται στο γεγονός ότι το στρατόπεδο του Αχμεντινετζάντ (και του ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη Αγιατολάχ Χαμενεί, που τον υποστηρίζει) φαίνεται να κερδίζει προς το παρόν τη μάχη των δρόμων. Αυτό τουλάχιστον έδειξε το ογκώδες συλλαλητήριο οπαδών του καθεστώτος κατά τον πρόσφατο εορτασμό της 31ης επετείου της επανάστασης, και η αδυναμία της αντιπολίτευσης να οργανώσει μαζικές διαδηλώσεις.
Παράλληλα, προχωράει με αμείωτους ρυθμούς η προσπάθεια διπλωματικής απομόνωσης του καθεστώτος. Σ’ αυτό το φόντο, η περιοδεία της Κλίντον στα σουνιτικά, φιλοαμαερικανικά, αραβικά κράτη του Κόλπου ήταν η λιγότερο σημαντική εξέλιξη, την εβδομάδα που πέρασε. Περισσότερο δε σημαντική ήταν η αποκατάσταση ομαλών, διπλωματικών σχέσεων ΗΠΑ - Συρίας, με τη συνάντηση του αμερικανού απεσταλμένου Ουίλιαμ Μπερνς με τον σύρο πρόεδρο Μπάσαρ Άσαντ και με την απόφαση για αποστολή αμερικανού πρεσβευτή στη Δαμασκό. Με αυτό τον τρόπο, ο Ομπάμα τερματίζει την πολιτική απομόνωσης της Συρίας που ακολουθούσε ο Μπους μετά τη δολοφονία του Λιβανάζου, αντι- Σύρου πρώην πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι, τον Φεβρουάριο του 2005 και επιδιώκει ξεκάθαρα να αποσπάσει τη Συρία από τον άξονα με το Ιράν.
Αλλά η πλέον δυσάρεστη εξέλιξη για την Τεχεράνη ήρθε από τη Μόσχα. Επικαλούμενη «τεχνικούς λόγους», η ρωσική κυβέρνηση ανέστειλε επ’ αόριστον την προαποφασισμένη πώληση προηγμένης τεχνολογίας αντιαεροπορικών πυραύλων S-300 στο Ιράν, το οποίο βασιζόταν στα ρωσικά όπλα για να αμυνθεί στο ενδεχόμενο αεροπορικών επιδρομών από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Την προηγουμένη της ανακοίνωσης βρισκόταν στη Μόσχα ο ισραηλινός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου. Σύμφωνα με πληροφορίες που δεν διαψεύσθηκαν από το Κρεμλίνο, ο Νετανιάχου ζήτησε την ακύρωση της πώλησης S-300 στο Ιράν με αντάλλαγμα την ακύρωση της πώλησης ισραηλινών οπλικών συστημάτων στη Γεωργία, την οποία η Μοσάντ και ο ισραηλινός στρατός είχαν ενισχύσει σημαντικά (αλλά ατελέσφορα) στον πόλεμο του Αυγούστου του 2008 με τη Ρωσία. Εξ άλλου, οι αμερικανορωσικές σχέσεις είναι ο μόνος τομέας της εξωτερικής πολιτικής όπου ο Ομπάμα έχει προχωρήσει σε κάποιες αμφίβολες υποχωρήσεις (ακύρωση αντιπυραυλικής άμυνας σε Πολωνία και Τσεχία, αναγνώριση της νίκης Γιανουκόβιτς στην Ουκρανία και πάγωμα των διαδικασιών για την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ), απ’ ότι φαίνεται όχι χωρίς ανταλλάγματα.