Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

ΗΠΑ - Κίνα: Μαζί δεν κάνουν…

Σαφές μήνυμα προς το Πεκίνο, με το οποίο οι ΗΠΑ δηλώνουν ότι δεν πρόκειται να παραιτηθούν από τις αξιώσεις τους στο Δυτικό Ειρηνικό, αποτέλεσε η συμφωνία πώλησης αμυντικού υλικού που υπέγραψε η Ουάσινγκτον με την Ταϊβάν.


Πέτρος Παπακωνσταντίνου



Στρατηγικός εταίρος ή στρατηγικός αντίπαλος; Το θεμελιώδες ερώτημα για την αντιμετώπιση της Κίνας από την Αμερική παραμένει αναπάντητο, με την πολιτική της Ουάσινγκτον να εμφανίζει ολοένα και εντονότερα, στο πέρασμα των δύο τελευταίων δεκαετιών, στοιχεία σχιζοφρένειας.



 Ο Μπιλ Κλίντον, για παράδειγμα, βομβάρδισε «κατά λάθος» την κινεζική πρεσβεία στο Βελιγράδι και προκάλεσε πολεμικό πυρετό, στέλνοντας δύο αεροπλανοφόρα στα στενά της Ταϊβάν, αλλά ήταν ο ίδιος που άνοιξε διάπλατα στην Κίνα τις πόρτες του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου.
Εξίσου αντιφατική εμφανίζεται η πολιτική του Μπαράκ Ομπάμα έναντι του ανερχόμενου ασιατικού γίγαντα. Στις αρχές Νοεμβρίου, ο αμερικανός πρόεδρος απέφυγε να παραστεί στον πανηγυρικό εορτασμό των 20 χρόνων από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, προτιμώντας να επισκεφθεί το Πεκίνο και το Τόκιο, γεγονός που άφησε στους Ευρωπαίους μια πικρή γεύση των διεθνών προτεραιοτήτων του. Ωστόσο, την περασμένη εβδομάδα, επιβεβαίωσε μεν ότι εξακολουθεί να μην καίγεται ιδιαίτερα για τη γηραιά ήπειρο (ξεκαθάρισε ότι δεν θα πάρει μέρος στην προσεχή σύνοδο κορυφής της ΕΕ όπου τον είχαν προσκαλέσει), δρασκέλισε όμως δύο κόκκινες γραμμές έναντι της Κίνας: Δρομολόγησε συνάντηση με τον Δαλάι Λάμα, ενισχύοντας, ουσιαστικά, τις αποσχιστικές τάσεις στο Θιβέτ και (το κυριότερο) ενέκρινε την πώληση σημαντικών οπλικών συστημάτων (συστοιχιών πυραύλων Πάτριοτ, ελικοπτέρων Μπλάκχοκ και ναρκαλιευτικών σκαφών, συνολικού ύψους 6,8 δισ. δολαρίων) προς την Ταϊβάν.
Όπως είναι γνωστό, η νησιωτική Ταϊβάν αποσχίστηκε από την ηπειρωτική Κίνα το 1949, όταν κατέφυγαν σε αυτήν τα υπολείμματα της Κουομιτάνγκ, υπό τον Τσανγκ Καϊσέκ, ύστερα από τη νίκη της κινεζικής επανάστασης. Η Ταϊβάν δεν αναγνωρίζεται ως ανεξάρτητο κράτος από τον ΟΗΕ και η επανένταξή της στον εθνικό κορμό αποτελεί τον τελευταίο και σημαντικότερο σταθμό στο δρόμο της εθνικής ενοποίησης της Κίνας, ύστερα από την ενσωμάτωση του Χογκ Κογκ και του Μακάο. Ενδεχόμενη απόσχισή της αποτελεί casus belli για το Πεκίνο, μια ταπείνωση που πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί.
Από την πλευρά τους, οι Αμερικανοί υποστήριζαν πάντα, θεωρητικά, την αρχή της «μίας Κίνας» – αν και μέχρι τη δεκαετία του ’70 αναγνώριζαν την Ταϊβάν της Κουμιτάνγκ ως νόμιμο εκπρόσωπό της, ενώ μετά την ιστορική προσέγγιση του Νίξον με τον Μάο αναγνωρίζουν την κυβέρνηση του Πεκίνου, η οποία είναι πλέον και μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, χωρίς αυτό να τους εμποδίζει να εξοπλίζουν στρατιωτικά την Ταϊβάν, κατά το διαίρει και βασίλευε.
Από αυτή την άποψη, η συμφωνία για την πώληση αμερικανικών, οπλικών συστημάτων στη νήσο δεν ήταν κάτι καινοφανές. Ωστόσο, η αντίδραση της Κίνας ήταν ισχυρότερη από κάθε προηγούμενη φορά, ξεπερνώντας τις ρητορικές διαμαρτυρίες διπλωματικής ρουτίνας: Το Πεκίνο ανακοίνωσε ότι ματαιώνει τη στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ σε διάφορα επίπεδα, απείλησε δε και με οικονομικά αντίποινα, αφήνοντας να διαρρεύσουν φήμες ότι, μεταξύ άλλων, θα ακυρώσει παραγγελίες της Boeing, προτιμώντας τα ευρωπαϊκά Airbus, κάτι που θα μπορούσε να παίξει καθοριστικό ρόλο στην αναμέτρηση των δύο βιομηχανικών Τιτάνων. Η έντονη αντίδραση του Πεκίνου θορύβησε την Ουάσινγκτον, η οποία έσπευσε να δηλώσει, μάλλον απολογητικά, ότι επρόκειτο για συνήθη διαδικασία και ότι η Αμερική δεν ικανοποίησε τα αιτήματα της Ταϊβάν για παροχή εξελιγμένων μαχητικών αεροσκαφών F-16 και σύγχρονων υποβρυχίων, σεβόμενη τις ευαισθησίες της Κίνας.
Τι ήταν λοιπόν αυτό που οδήγησε το Πεκίνο σε μια εντονότερη των όσων μας είχε συνηθίσει αντίδραση έναντι της αμερικανικής υπερδύναμης; Δύο παράγοντες φαίνεται να είναι, από αυτή την άποψη, οι καθοριστικοί: Πρώτον, η μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων στο οικονομικό επίπεδο προς όφελος της Κίνας και, δεύτερον, οι αυξανόμενες εμπορικές και γεωπολιτικές αντιθέσεις μεταξύ των δύο κολοσσών, στο φόντο της διεθνούς κρίσης, που απειλεί το οικοδόμημα της «παγκοσμιοποίησης».
Αναφορικά με τον πρώτο παράγοντα, είναι γνωστό ότι πρόσφατα η Κίνα έγινε η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, ξεπερνώντας τη Γερμανία και σύντομα θα γίνει η δεύτερη, ξεπερνώντας και την Ιαπωνία. Με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 8,7%, ήταν η βασική ατμομηχανή που «ξεκόλλησε» την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία από την ύφεση, την περασμένη χρονιά. Η συμβιωτική σχέση της με την Αμερική (πολλοί μιλούν για άτυπο G-2 της παγκόσμιας οικονομίας) στηρίζεται στα τεράστια εμπορικά της πλεονάσματα που επενδύεται στην αμερικανική αγορά ομολόγων. Έτσι, η Κίνα αναδεικνύεται, μαζί με την Ιαπωνία, στο μεγαλύτερο πιστωτή τής ως ένα βαθμό «εξαρτημένης» αμερικανικής υπερδύναμης! Αν το Πεκίνο απέσυρε αύριο τα 2,4 τρισ. δολάρια με τα οποία αγοράζει το αμερικανικό χρέος, θα γκρέμιζε αυτόματα το δολάριο από τον παγκόσμιο θρόνο του (φυσικά, δεν θα το κάνει έτσι απότομα, γιατί κάτι τέτοιο θα προκαλούσε μοιραίο χτύπημα στις ίδιες τις κινεζικές εξαγωγές).
Πολλοί αμφιβάλλουν, ωστόσο, κατά πόσο η αλλόκοτη, συμβιωτική σχέση Αμερικής - Κίνας, όπως και το γενικότερο οικοδόμημα της «παγκοσμιοποίησης», καταφέρουν να αντέξουν τις τεκτονικές πιέσεις της κρίσης. Ερχόμαστε έτσι στο δεύτερο, αφανή παράγοντα της προϊούσας επιδείνωσης στις σινοαμερικανικές σχέσεις. Δεν είναι πολύς καιρός που ο Μπαράκ Ομπάμα, υπό την πίεση της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας που κινδυνεύει κυριολεκτικά να αφανιστεί, επέβαλε δρακόντεια προστατευτικά μέτρα σε κινέζικα προϊόντα που συνδέονται με τα αυτοκίνητα (ελαστικά κ.ά.), προκαλώντας αντίποινα και ενισχύοντας τους φόβους για γενικευμένο εμπορικό πόλεμο.
Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμηθεί η ευρύτερη, γεωπολιτική διάσταση της αμερικανικής κίνησης προς την Ταϊβάν. Σε μια περίοδο που οι μικρές χώρες της Ν.Α. Ασίας έλκονται ολοένα και περισσότερο από το βαρυτικό πεδίο του κινεζικού γίγαντα, ενώ η νέα ιαπωνική κυβέρνηση του Χατογιάμα παίρνει μεγαλύτερες αποστάσεις από τις ΗΠΑ, ο Μπαράκ Ομπάμα διεμήνυσε ότι η Αμερική είναι εδώ και ότι δεν εννοεί να αφήσει τον Δυτικό Ειρηνικό να γίνει κινεζική ή έστω κινεζογιαπωνέζικη θάλασσα.

0 Τοποθετησεις: