Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Κρίση και επαναστατική Αριστερά*


Μερικά σχόλια με αφορμή των κείμενο των «αριστερών οικονομολόγων»

*Συλλογικό κείμενο

Πολλοί στην Αριστερά αρνήθηκαν (ή και αρνούνται) να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού.

 Πρόκειται για αδυναμία κατανόησης της οικονομικής υστέρησης του ελληνικού (και γενικότερα του νοτιοευρωπαϊκού) καπιταλισμού έναντι των άλλων, αναπτυγμένων, ευρωπαϊκών καπιταλισμών: εξωστρεφής οικονομική ανάπτυξη – απουσία δεσμών οργανικής συμπληρωματικότητας μεταξύ των εγχώριων οικονομικών τομέων. Η ένταξη των λιγότερο ανταγωνιστικών ευρωπαϊκών χωρών στο πλαίσιο της ΕΕ - ΟΝΕ επιδείνωσε το πρόβλημα της «ανισόμετρης ανάπτυξης» (Λένιν). Στην ελληνική περίπτωση η επιδείνωση αυτή έφτασε μέχρι του σημείου της σημερινής παρόξυνσης, με τη μετάλλαξη του προβλήματος ανταγωνιστικότητας σε πρόβλημα χρέους, επί του οποίου κερδοσκοπούν τα αναζητούντα κέρδη κεφάλαια.
Την ομολογία των συνεπειών της «ανισόμετρης ανάπτυξης» τη δίνει η ίδια η «Έκθεση του Διοικητή» της Τράπεζας της Ελλάδος: «Το συνολικό ακαθάριστο εξωτερικό χρέος (του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα) –το οποίο τροφοδοτείται από τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών– ανήλθε στο τέλος Δεκεμβρίου του 2009 στο 170,0% του ΑΕΠ, από 151,6% στο τέλος του 2008» (ΤτΕ, 2010). Δεν είναι μια ελληνική, εντούτοις, «ιδιαιτερότητα». Η εκτίναξη, μετά το 2000, του πλεονάσματος στο γερμανικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και αντίστοιχα η εκτίναξη των ελλειμμάτων στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών των νοτιοευρωπαϊκών χωρών (Ελλάδα, Πορτογαλία Ισπανία), με τις ανάλογες συνέπειες επί του χρέους (βλ. και Τάκης Φωτόπουλος, Πριν, 30/05/2010), είναι ακριβώς το αποτέλεσμα της «ανισόμετρης ανάπτυξης» του καπιταλισμού εντός της ΕΕ - ΟΝΕ. Η καπιταλιστική λύση για τις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες της ΕΕ - ΟΝΕ είναι η «εσωτερική υποτίμηση», δηλαδή η συντριβή των εργασιακών δικαιωμάτων και η εισοδηματική εξαθλίωση των μισθωτών τάξεων (όχι μόνο του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας). Η παραμονή του ελληνικού καπιταλισμού στην ΟΝΕ μπορεί να επιχειρηθεί μόνο στη βάση της σύνθλιψης των δικαιωμάτων των μισθωτών τάξεων.
Πολλοί αστοί οικονομολόγοι αντιλαμβανόμενοι τους ταξικούς κινδύνους που εγκυμονεί για την αστική εξουσία μια παραπέρα επίταση της απομύζησης υπεραξίας από τις μισθωτές τάξεις, προλειαίνουν το έδαφος για λύσεις διάσωσης του καπιταλισμού, οι οποίες σε κάποιους αριστερούς φαντάζουν εξωφρενικά επαναστατικές: επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, έξοδος από την ΟΝΕ.
Το ερώτημα από επαναστατική σκοπιά είναι αν θα τεθεί σε αμφισβήτηση η συνολική ιστορική αναπαραγωγή του ελληνικού καπιταλισμού ή μια μόνο πτυχή της – για τη διάσωση εν τέλει του ίδιου του καπιταλισμού, από τον κίνδυνο της εξέγερσης των «από κάτω».Ή αν θα θρηνήσουμε, όπως οι συντάκτες του κειμένου των «αριστερών οικονομολόγων», που η κυβέρνηση οδήγησε «την Ελλάδα στο τελευταίο σκαλοπάτι του διασυρμού, εκεί που συνωστίζονται όλα τα αποτυχημένα κράτη του κόσμου», ή αν θα αξιοποιήσουμε ως κομμουνιστές - διεθνιστές αυτό «το διασυρμό», αυτήν την (αναμενόμενη) «αποτυχία» (δηλαδή την ιστορική συγκυρία έντασης των καπιταλιστικών αντιφάσεων) για την ανατροπή –και όχι για τη διάσωση ή την ανάπτυξη– του ίδιου του (ελληνικού) καπιταλισμού, στην προοπτική της παγκόσμιας επανάστασης.
Το κείμενο των «αριστερών οικονομολόγων» αποτέλεσε για μας μια δυσάρεστη εξέλιξη. Πολλές από τις προτάσεις τους «οικονομικής πολιτικής» στερούνται σοβαρής μελέτης και μακροοικονομικής θεμελίωσης. Για παράδειγμα η θέση τους για εσωτερικό δανεισμό, όταν «στην Ελλάδα η ακαθάριστη εθνική αποταμίευση, δημόσια και ιδιωτική μαζί, μόλις ξεπερνούσε το 7% του ΑΕΠ το 2008 και το 5% το 2009, ποσό τελείως ανεπαρκές για τη χρηματοδότηση ακόμη και των τρεχουσών επενδύσεων. (Ÿ) Η χαμηλή αποταμίευση (Ÿ) δεν επιτρέπει να χρηματοδοτηθεί από εγχώριες πηγές το δημόσιο χρέος» (ΤτΕ, 2010). Το βασικότερο ωστόσο είναι ότι το κείμενο των «αριστερών οικονομολόγων» απέναντι σε μιας τέτοιας έκτασης επίθεση στα λαϊκά δικαιώματα όπως η τωρινή, δεν θέτει το στοιχειώδες ζήτημα της ανατροπής αυτής της κυβέρνησης, «από τα κάτω», και της δημιουργίας επαναστατικού κοινωνικο-πολιτικού ρεύματος, που θα θέσει στην πράξη την υπέρβαση της εκμετάλλευσης και της καταστολής. Αντιθέτως, οι συντάκτες του προχωρούν σε «θετικές προτάσεις» και σχολιασμούς των χειρισμών της κυβέρνησης. Επί της ουσίας δεν ξεπερνούν τις προτάσεις των αστών οικονομολόγων, αφού, ούτε καν τη διεθνή ένταξη του ελληνικού καπιταλισμού δεν αμφισβητούν μέχρι τέλους (έξοδος από την ΟΝΕ, αλλά για την ΕΕ κουβέντα).
Πρόκειται για διολίσθηση προς το ρεφορμισμό του ΣΥΝ - ΣΥΡΙΖΑ, για ένταξη στη λογική του «καλού καπιταλισμού», ερήμην όχι μόνο της βάσης των οργανώσεων και του κόσμου της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και ειδικότερα ερήμην της βάσης του ΝΑΡ. Με αυτήν την έννοια, το κείμενο αυτό «συμπληρώνει» ιδεολογικά μια σειρά από αντιλήψεις στην αντικαπιταλιστική Αριστερά, που τείνουν να μετασχηματίσουν την κοινή δράση στο κίνημα με τα ρεφορμιστικά κόμματα σε στρατηγική φυσιογνωμία, μετατρέποντας έναν ολόκληρο πολιτικό χώρο σε «παρακολουθητή» των αντιπαραθέσεων μεταξύ των ρεφορμιστικών κομμάτων χωρίς ξεχωριστή πολιτική πρόταση και κυρίως πρακτική.
Δεν υπάρχουν εξ ορισμού ρεφορμιστικά και επαναστατικά αιτήματα. Το χαρακτήρα των αιτημάτων τον καθορίζουν η δυναμική της ταξικής πάλης, η ένταξή τους σε ένα συνολικότερο πρόγραμμα, οι ταξικοί φορείς που προωθούν αυτά τα αιτήματα. Αν το δεχτούμε αυτό, θα πρέπει και να δεχτούμε ότι το έξω από την ΟΝΕ – παύση πληρωμών δεν είναι πανάκεια, αλλά μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει υπό προϋποθέσεις και όχημα για τη διάσωση του καπιταλισμού: εκτόνωση των λαϊκών αντιστάσεων με αναγκαστικές βραχυ-μεσο-χρόνιες υποχωρήσεις από κεφάλαιο - ιμπεριαλισμό. Εδώ αποσκοπούν και οι ήδη αναπτυσσόμενες προβληματικές εντός του αστικού χώρου. Το γεγονός, επίσης, ότι το εργατικό κίνημα παλεύει εντός του καπιταλισμού για τον περιορισμό της ασυδοσίας του κεφαλαίου (μεγάλου και μικρού, και όχι μόνο του μονοπωλιακού, όπως οι σύμμαχοι της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης στην Αριστερά υποστηρίζουν) δεν θα πρέπει να μας κάνει να ξεχάσουμε μια κομβική λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, ιστορικά δικαιωμένη: Αυτήν της ενσωμάτωσης των λαϊκών τάξεων στην πολιτική του κεφαλαίου μέσω υποχωρήσεων από την κυρίαρχη τάξη, που θα επαναβεβαιώνουν ωστόσο την κυριαρχία της.
Επαναστατική πολιτική δεν σημαίνει απογείωση στη μονότονη εν γένει επίκληση της επανάστασης. Σημαίνει αντίληψη της ταξικής συγκυρίας, και είναι αυτή η δυνατότητα αντίληψης της συγκεκριμένης κατάστασης της πάλης των τάξεων που καθορίζει και την κατάλληλη εκείνη τακτική που θα υπηρετεί την επαναστατική στρατηγική. Η τακτική στη σημερινή συγκυρία δεν μπορεί παρά να στοχεύει στην ανατροπή της κυβέρνησης, στην έξοδο από την ΕΕ – ως αποφασιστικό βήμα για τη συνολική αμφισβήτηση του αστικού πολιτικού σκηνικού και την επαναστατική προοπτική. Κάθε σωστός ή λάθος επιμέρους στόχος κινδυνεύει να διευκολύνει τις αστικές επιλογές παρά να τις ανατρέψει εφόσον δεν τίθεται στη βάση αυτή. Αλλά επειδή, κατά τα γνωστά, υπάρχουν πολλοί «στρατηγοί» χωρίς «στρατό», το κρίσιμο στοιχείο για να προχωρήσει αυτή η τακτική δεν είναι ο διαγκωνισμός των διάφορων «ειδικών» επί του ορθού μείγματος προτάσεων, αλλά είναι η δουλειά «μυρμηγκιού»:
Αυτοοργάνωση σε κάθε επίπεδο (στις γειτονιές, στους εργασιακούς χώρους, στα σχολεία και πανεπιστήμια, κ.λπ.) και συντονισμός «από τα κάτω», για την προώθηση της κοινωνικής αντίστασης και απειθαρχίας: Πάλη ενάντια στη μείωση των μισθών, τις απολύσεις, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων με τη δημιουργία οργάνων εργατικής πολιτικής, επιτροπές γειτονιάς που θα οργανώνουν την άρνηση καταβολής υψηλών τιμών στα σούπερ μάρκετ, σε ΔΕΗ, ΟΤΕ, κ.ά., πάλη ενάντια στην εμπορευματοποίηση της παιδείας με έμπρακτη αμφισβήτηση της λειτουργίας ιδιωτικών θυλάκων υπό δημόσιο μανδύα κ.λπ.
Μόνο υπό αυτήν την έννοια μπορεί να γίνει από επαναστατική άποψη αντιληπτή η άρνηση πληρωμών: Είναι άρνηση πληρωμών από την εργατική τάξη και τις ευρύτερες μισθωτές τάξεις στη βάση αντιθεσμών λαϊκής αυτοοργάνωσης, στην προοπτική της γενικής πολιτικής απεργίας και της εργατικής - λαϊκής εξέγερσης.





*Βαγγέλης Ζέρβας,
  Γιάννης Ζησιμόπουλος,
  Σίμος Μποζίκης, 
  Γιώργος Οικονομάκης,
  Νίκος Χαραλαμπόπουλος