Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

«1821»: Πώς Σκά(ε)ι μια Επανάσταση…

Εκατόν ενενήντα χρόνια συμπληρώνονται από τον Μάρτιο του 1821, όταν ξεκίνησε η μεγάλη εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση που έμελλε να αποτινάξει την οθωμανική κυριαρχία και να θέσει τα θεμέλια του νεοελληνικού κράτους. Από τότε μέχρι σήμερα, από τα απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών της εποχής μέχρι τους σύγχρονους επιστήμονες της ιστορίας, δεν έχει σταματήσει μια διαπάλη ιδεών για την ερμηνεία της Επανάστασης, την ανίχνευση των κινήτρων της, τη διερεύνηση των κοινωνικών δυνάμεων που την έφεραν σε πέρας αλλά και των αποτελεσμάτων της.
Η τηλεοπτική παραγωγή του Σκάι με τίτλο «1821, η γέννηση ενός έθνους κράτους», που συνοδεύτηκε από την έκδοση πέντε τόμων, επανέφερε στη δημόσια συζήτηση μια εναλλακτική θεώρηση των συνταρακτικών εκείνων γεγονότων, σε σχέση με την «εθνική» και εθνοκεντρική ιστοριογραφία που έχει τις ρίζες της στους πρώτους ιστορικούς της σύγχρονης Ελλάδας, οι οποίοι υπήρξαν και αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων. Η εναλλακτική αυτή οπτική του ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε στον τηλεοπτικό Σκάι, που καταγράφηκε στα πέντε βιβλία της σειράς και που συζητήθηκε από τους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σχολιαστές του σταθμού, έφερε εκ νέου στην επιφάνεια την αντίθεση μεταμοντέρνου και εθνικού






. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αντέδρασαν και μόνο στο άκουσμα του τίτλου, δηλώνοντας αηδιασμένοι από την «αντεθνική προπαγάνδα», η οποία τολμά να μιλά για γέννηση του έθνους τόσο αργά. Επώνυμα σχόλια στην ιστοσελίδα της σειράς αναφέρουν για παράδειγμα πως «χρειάζεται μεγαλύτερη ευσυνειδησία όταν αναφερόμαστε στα ιερά και στα όσια της πατρίδας μας» ή ότι «το να “στρογγυλεύουμε αιχμηρές γωνίες” δεν αποτελεί επιστημονική προσέγγιση της Ιστορίας, αλλά ένδειξη δουλικότητας και ραγιαδισμού προς τον γείτονα», για να αναφέρουμε τις πιο μετριοπαθείς φωνές.

Φαίνεται ότι ξεκίνησε τρίτος γύρος αντιπαράθεσης, μετά το βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού που επιμελήθηκε η Μαρία Ρεπούση (το οποίο αποσύρθηκε) και μετά το βιβλίο Τι ’ναι η πατρίδα μας της υφυπουργού Παιδείας Θάλειας Δραγώνα (η οποία τελικώς παραιτήθηκε). Παγιώνεται έτσι ένα ψευδές δίπολο: Από τη μία πλευρά μια εθνοκεντρική τάση στην ιστορία, που ερμηνεύει τα γεγονότα στη βάση της αδιάσπαστης συνέχειας του έθνους, αναπαράγοντας μύθους και στρεβλώσεις, και από την άλλη μεριά ένα νέο και «αιρετικό» ρεύμα, το οποίο αποκαλύπτει τους μύθους και διατυπώνει μια εναλλακτική εκδοχή. Οι αντιτιθέμενες παρατάξεις όμως στην πραγματικότητα βρίσκονται στην ίδια πλευρά. Η μία αποτελεί το κατοπτρικό είδωλο της άλλης, καθώς τόσο η εθνοκεντρική όσο και η μεταμοντέρνα άποψη έχει σαν βάση της μια αταξική θεώρηση της ίδιας της κοινωνίας και των γεγονότων της ιστορίας.



Η ιστορία της Επανάστασης του 1821 μένει ημιτελής και μετέωρη, σαν τα σχεδιάσματα των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Σολωμού, αν δεν απαντηθεί η ερώτηση γιατί: Γιατί ξέσπασε τότε και όχι νωρίτερα ή αργότερα, γιατί είχε τους συγκεκριμένους εμπνευστές, γιατί γεννήθηκε εξαρχής η ιδέα του Σηκωμού. Η σειρά του Σκάι, 1821, δεν δίνει έμφαση σε αυτά τα ερωτήματα. Στο 2ο επεισόδιο της σειράς δίνεται μια απάντηση: «Η δύναμη των ιδεών συνέβαλλε περισσότερο από κάθε άλλο παράγοντα στη δημιουργία μιας νέας εθνικής οντότητας». Λίγο αργότερα ο καθηγητής Θάνος Βερέμης, επιστημονικός σύμβουλος της παραγωγής, εξηγεί στην κάμερα: «Η νέα τάξη των εμπόρων είναι μικρή σε αριθμό, έχει καταλάβει όμως ότι ο αγώνας για ανεξαρτησία είναι αγώνας ιδεών». Οι ιδέες άραγε αρκούν για να γεννήσουν το όραμα μιας επανάστασης και να σπρώξουν τόσες χιλιάδες ανθρώπους στα πεδία των μαχών και στο θάνατο; Ως προς το υπόβαθρο της Επανάστασης, η σειρά του Σκάι καταδεικνύει μόνο τη φτώχεια και τη σχετική εξαθλίωση του αγροτικού πληθυσμού κατά τα χρόνια της ύστερης τουρκοκρατίας. Φυσικά και αυτοί οι παράγοντες είναι πολύ ουσιαστικοί, όμως και πάλι, λείπει η γενεσιουργός αιτία.

Αυτή δεν άλλη από την «ενηλικίωση» της μέσης κοινωνικής τάξης, που στις αρχές του 19ου αιώνα βρίσκεται στο μεταίχμιο να μεταφράσει την οικονομική της ισχύ σε πολιτική. Ο Νίκος Σβορώνος στην Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας εξηγεί ότι «η αμεσότερη συνέπεια της οικονομικής ανόδου των Ελλήνων στο 18ο αιώνα υπήρξε ο σχηματισμός κάποιας αστικής τάξης». Όπως αναλύει ο Λεωνίδας Στρίγκος στο βιβλίο Η επανάσταση του Εικοσιένα (πρακτικά συνεδρίου, Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών), «στο εξωτερικό οι έμποροι των παροικιών άρχισαν να εκτοπίζονται από το ντόπιο κεφάλαιο, ρωσικό, γαλλικό, αγγλικό κ.λπ. Εκτοπίζονταν και ήθελαν να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους. Επενδύσεις γίνονται όταν υπάρχει αγορά. Επαρκής αγορά δεν υπήρχε. Ο Αλή Πασάς άρπαζε τις ιδιοκτησίες, έπνιγε τις βιοτεχνίες. Δηλαδή πνίγονταν τα φύτρα του καπιταλισμού που αναπτύσσονταν». Για το λόγο αυτό λοιπόν η συγκεκριμένη τάξη έθεσε ως στόχο των επιδιώξεών της τη δημιουργία ενός φιλελεύθερου κράτους. Όπως το θέτει ο Καρλ Μαρξ στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου: «Το εμπόριο επιδρά παντού περισσότερο ή λιγότερο διαλυτικά στις υπάρχουσες οργανώσεις της παραγωγής». Φυσικά, η ελληνική αστική τάξη έχει ακόμη πολύ χαμηλό επίπεδο οργάνωσης και συνείδησης, κάτι που άλλωστε αντανακλάται και στο γεγονός ότι παρά την ηγεμονική της θέση στις παραμονές της Επανάστασης, την χάνει αργότερα.

Βέβαια, στο ντοκιμαντέρ του Σκάι η μόνη αναφορά στους αστούς ως τάξη γίνεται στο 2ο επεισόδιο, μιλώντας μάλιστα για τη Γαλλία. Όπως ξεκαθαρίζουν άλλωστε οι Θάνος Βερέμης και Γιάννης Κολιόπουλος, στον β’ τόμο της έντυπης σειράς («Η συγκρότηση εξουσίας στην επαναστατημένη Ελλάδα») είναι «λάθος η προβολή των εμπόρων ως διακριτής κοινωνικής ομάδας και μοχλού της εθνικής κίνησης των Ελλήνων». Η διαίρεση του ελληνικού στρατοπέδου, η οποία όπως είναι γνωστό, οδήγησε και σε δύο εμφύλιες συρράξεις κατά τη διάρκεια της επανάστασης, ερμηνεύεται με διαφορετικά κριτήρια. Στο 4ο επεισόδιο, όπου περιγράφεται η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, υιοθετείται το σχήμα αντίθεσης μεταξύ του κόμματος των πολιτικών (Φαναριώτες και προεστοί) και του κόμματος των στρατιωτικών (οπλαρχηγοί). Μια άλλη ματιά, περισσότερο διεισδυτική, αυτή του Γιώργου Δεληγιάννη (στο Η επανάσταση του Εικοσιένα) αναλύει την ταξική σύνθεση της Εθνοσυνέλευσης και αποκαλύπτει ότι από τους 55 αντιπροσώπους, οι 20 ήταν γαιοκτήμονες, οι 13 πλοιοκτήτες, οι 12 διανοούμενοι, οι 4 στρατιωτικοί αρχηγοί, οι 3 αρχιερείς και οι 3 μεγαλέμποροι. Το γεγονός αυτό και μόνο, αν δεν αποδεικνύει την εσωτερική κοινωνική διαπάλη που σοβούσε, σίγουρα πάντως δείχνει ότι δεν είχαν οι φτωχοί αγρότες, δηλαδή η μεγάλη μάζα του πληθυσμού, πρόσβαση στις αποφάσεις.

Από το ντοκιμαντέρ λείπουν εντελώς τα επεισόδια εκείνα κατά τη διάρκεια της επανάστασης που δείχνουν τις κοινωνικές και ταξικές συγκρούσεις της εποχής. Στο 1ο επεισόδιο ναι μεν γίνεται αναφορά στη «νέα ελληνική ελίτ των κοτζαμπάσηδων» που με την ενδυνάμωση των τσιφλικιών τους «οδηγούν σε δραματική επιδείνωση την κατάσταση των κατοίκων», ωστόσο δεν αποκαλύπτεται η ασυμφιλίωτη αυτή σύγκρουση ως έκφραση αντίθετων υλικών συμφερόντων που παίρνουν πολιτική υπόσταση. Αντιθέτως, οι Θ. Βερέμης και Γ. Κολιόπουλος σημειώνουν χαρακτηριστικά στο βιβλίο τους: «Θα ήταν λάθος αν ο μελετητής της ιστορίας της Επανάστασης αγνοούσε τον προσωπικό και φατριαστικό χαρακτήρα του εσωτερικού αγώνα ο οποίος σοβούσε». Άποψη που γίνεται ακόμα πιο σαφής στο 5ο επεισόδιο, όταν περιγράφονται οι αντιθέσεις στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους: «Δεν ήταν θέμα ταξικό, ήταν η οικογενειοκρατία, ο τοπικισμός, οι πυραμίδες των πελατειακών δικτύων, οι ημέτεροι, η κατακερματισμένη κοινωνία», αναλύει ο Θάνος Βερέμης για τις αντιθέσεις.
Στον αντίποδα αυτών των αταξικών εκτιμήσεων βρίσκεται το μνημειώδες για την εποχή του έργο του Γιάνη Κορδάτου, Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 (που επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Συλλογή). Όπως μας εξιστορεί ο Κορδάτος, το 1808-1809 στη Σάμο επιβλήθηκε λαοκρατικό καθεστώς. Δημεύτηκε η κινητή και ακίνητη περιουσία των προυχόντων, οι οποίοι απευθύνθηκαν στον Τούρκο τοπάρχη της Μικράς Ασίας. Αργότερα, στην Πάτρα ο τσαγκάρης Παναγιώτης Καρατζάς «δεν περίμενε το γενικόν σύνθημα της εθνεγερσίας, εσήκωσε τον λαόν των Πατρών εις τας 21 του Μαρτίου και εκτύπησε τους Τούρκους μέσα εις την πόλιν». Ο λαϊκός αυτός ηγέτης σκοτώθηκε τον Αύγουστο του ’21 από όργανα των κοτζαμπάσηδων. Και στα νησιά όμως ξεσπούν λαοκρατικές αγροτικές εξεγέρσεις. Στην Ύδρα, ο Αντώνης Οικονόμου πρωταγωνιστεί στον ξεσηκωμό των αγροτών που διεκδικούν την εξουσία. Με προκήρυξή του στις 31 Μαρτίου αναγνωρίζεται το λαοκρατικό καθεστώς στο νησί. Αργότερα βέβαια, οι καραβοκυραίοι ανατρέπουν αυτή την εξουσία. Αγροτική εξέγερση σημειώθηκε και στην Άνδρο, όπου οι άρχοντες διαπομπεύτηκαν. Κατά τη λαϊκή συνέλευση της Μεσαριάς αποφασίστηκε να καταργηθεί η φεουδαρχική ιδιοκτησία.

Άλλο σημείο που φανερώνει την αταξική εμμονή των συντελεστών του ντοκιμαντέρ είναι η στάση τους απέναντι στο φιλελληνικό κίνημα. Στο 2ο επεισόδιο αναφέρεται ότι το κίνημα του φιλελληνισμού έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της ελληνικής υπόθεσης. Ολόκληρο το 5ο επεισόδιο αφιερώνεται σχεδόν στην παρουσία του λόρδου Βύρωνα. Το 1821 του Σκάι εστιάζει αποκλειστικά στην τάση εκείνη του φιλελληνικού κινήματος που εμπνέεται από το ρομαντισμό της εποχής. Δεν ήταν όμως αποκλειστικά νέοι φλογισμένοι από ρομαντικά ιδεώδη, οι φιλέλληνες που ήρθαν και πολέμησαν. Υπήρξε και η τάση στην Ευρώπη που ταυτίστηκε με το φιλελευθερισμό και περιέκλειε όλα τα προοδευτικά στοιχεία που βρίσκονταν σε σύγκρουση με τις αντιδραστικές δυνάμεις και την Ιερή Συμμαχία. Όπως άλλωστε αναλύει διεξοδικά στον πρώτο τόμο του πολύτιμου έργο του Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21 ο Κυριάκος Σιμόπουλος, ανάμεσα στους φιλέλληνες ήταν τα θύματα των ναυαγισμένων επαναστάσεων, οι «περιπλανώμενοι πολιτικοί πρόσφυγες» και οι πλάνητες φιλελεύθεροι που αναζητούσαν μια ευκαιρία για πλουτισμό ή απλώς επιβίωση.
Μια θετική συμβολή του ντοκιμαντέρ είναι το γεγονός ότι συμβάλλει αποφασιστικά στην ανασκευή μυθευμάτων γύρω από το ’21, όπως η εκκίνηση της Επανάστασης από την Αγία Λαύρα, στο 3ο επεισόδιο. Θέση άλλωστε της παραγωγής, όπως εκφράζεται συνολικά στο 8ο και τελευταίο επεισόδιο που τιτλοφορείται «Ο εθνικός μύθος», είναι πως η συνοχή της νέας χώρας μπόρεσε να καλλιεργηθεί μόνο μέσα από την ανάπλαση της ιστορίας. Έτσι, η αφήγηση υιοθετεί μια εικονοκλαστική στάση απέναντι σε εθνικά «εικονίσματα», υποβάλλοντάς τα σε κριτική. Σε αυτό το σημείο είναι φυσικά που προκαλούνται και οι αντιδράσεις των συντηρητικών κύκλων. Η μορφή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, αποκαθηλώνεται από τη θέση του απόλυτου λαϊκού ήρωα και «προσγειώνεται» στη μορφή ενός ικανού αλλά φιλάργυρου οπλαρχηγού, που πρωταγωνίστησε σε παροιμιώδεις σφαγές αμάχων, κατά την άλωση της Τριπολιτσάς.

Η αιρετική αυτή ματιά της παραγωγής είναι όμως μονομερής. Στην περίπτωση του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος κατάργησε πραξικοπηματικά το τελευταίο Σύνταγμα του 1827, το πλέον δημοκρατικό, η παραγωγή είναι πολύ επιεικής, στο βαθμό που να υιοθετεί όλο το σκεπτικό του δολοφονηθέντος κυβερνήτη. Άλλωστε, παρά την κριτική στο κύριο ιστοριογραφικό ρεύμα, το ντοκιμαντέρ εμμένει στην άποψη ότι η ιστορία έχει πρωταγωνιστές σημαίνοντα πρόσωπα και όχι τους λαούς. Όλη η αφήγηση αφορά τις κινήσεις και τις πρωτοβουλίες του Κολοκοτρώνη, του Μαυροκορδάτου, του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και του Κουντουριώτη, την ίδια στιγμή που υποβαθμίζεται ο ρόλος των ίδιων των αγωνιστών, των ανώνυμων κολίγων της εποχής που έδωσαν το αίμα τους γι’ αυτή την υπόθεση. Ο Θάνος Βερέμης μιλώντας για τους κλέφτες κάνει λόγο για «καθεστώς ελεγχόμενης παρανομίας». Λέει στο 1ο επεισόδιο: «Οι κλέφτες ήταν φυγόδικοι εγκληματίες. Συγκυριακή ήταν η διαφορά τους με τους αρματολούς. Η κλεφτουργιά ήταν θύματα της φτώχειας, όχι Ρομπέν, εκμεταλλεύονται τους φτωχούς και προχωρούν σε αδιάκριτες λεηλασίες». Σύμφωνα αντιθέτως με το Γιάνη Κορδάτο, «η κλεφτουργιά είναι μια ιδιότυπη μορφή της πάλης των τάξεων κατά την προ του ’21 εποχή». Διασώζει μάλιστα ένα δημοτικό τραγούδι: «Εγώ ραγιάς δεν γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω, δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτζαμπασήδες».
Σφοδρή ήταν η αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά τη μετάδοση των πρώτων επεισοδίων του ντοκιμαντέρ. Στο τεύχος 46 του φυλλαδίου που εκδίδει η Διαρκής Ιερά Σύνοδος «Προς το λαό» διαπιστώνει ότι το ποίμνιο «παραπληροφορείται» και «πέφτει θύμα ιδεολογικών προπαγανδών και μονομερών θεωρήσεων της Ιστορίας μας, στην οποία η προσφορά της Εκκλησίας υπήρξε σημαντική». Χωρίς να κατονομάζει τη σειρά, εντοπίζει μια «προσπάθεια διαστρεβλώσεως της νεοελληνικής ιστορίας με διαφόρους τρόπους», ρίχνοντας την ευθύνη σε ένα «κίνημα μοντέρνου αθεϊσμού» που προσπαθεί να καταγράψει μια «άλλη ιστορία σχετικά με την Επανάσταση του 1821».
Αυτό που έκανε …λάβρα την ηγεσία της Εκκλησίας είναι φυσικά η αναφορά του ντοκιμαντέρ για το μύθευμα της Αγίας Λαύρας, ως δήθεν τόπου εκκίνησης της Επανάστασης από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό. Στο β’ τόμο μάλιστα της πεντάτομης σειράς για το 1821, οι Θάνος Βερέμης και Γιάννης Κολιόπουλος μεταφέρουν ένα πολύ χαρακτηριστικό απόσπασμα από το φυλλάδιο «Διδασκαλία Πατρική», που δημοσίευσε ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης το 1821 και μετέπειτα «μάρτυρας», Γρηγόριος Ε’: «Το περί ελευθερίας νέον σύστημα δεν είναι άλλο παρά μία σύγχυσις και ανατροπή των καλών διοικήσεων, μία οδός φέρουσα εις την απώλειαν και απλώς ειπείν μία νεοφανέστατη ενέδρα του πονηρού διαβόλου, διά να εκτραχηλίσει τους εγκαταληφθέντας ορθοδόξους χριστιανούς». Η Ιερά Σύνοδος αντιτείνει ότι ο Γρηγόριος «ήταν εκείνος που στήριξε το έργο της Φιλικής Εταιρείας και την περιέσωσε από τη διάλυση», επικαλούμενη μαρτυρία του Μακρυγιάννη.

Παρά τη φαινομενική σύγκρουση των δύο απόψεων, στην πραγματικότητα διαπνέονται από την ίδια τυπική λογική. Αναφέρει για παράδειγμα το φυλλάδιο της Ιεράς Συνόδου: «Την επομένη κιόλας της Άλωσης, η αντίσταση των Ελλήνων έγινε πνευματική, για να εξελιχθεί και πάλι σε ένοπλη και να λάβει το Εικοσιένα τη μορφή του μεγάλου Σηκωμού. Ως τότε σημειώθηκαν πολλά μικροκινήματα». Οι διατυπώσεις αυτές συγκαλύπτουν και αποσιωπούν τις ταξικές εσωτερικές αντιθέσεις που διαχώριζαν τα ελληνικά στοιχεία, ορθώνοντας «κοινωνικά τείχη» μεταξύ των τάξεων που εκπροσωπούσαν διαφορετικά υλικά συμφέροντα. Το ίδιο όμως κάνει και το ντοκιμαντέρ του Σκάι, όταν παρουσιάζει τις ελληνικές δυνάμεις ενωμένες κάτω από την ίδια ιδέα, την ίδια ώρα που ερμηνεύει τις όποιες αντιθέσεις στη βάση των προσωπικών φιλοδοξιών ή του τοπικισμού.

Σε ένα άλλο σημείο του συγκεκριμένου φυλλαδίου υπογραμμίζεται ότι «ο Αγώνας δεν έγινε μόνο για την πατρίδα, αλλά και για τη θρησκεία». Φυσικά, οι έννοιες που χρησιμοποιεί η σειρά του Σκάι διαφέρουν, όμως οι δύο φαινομενικά ασυμβίβαστες απόψεις βασίζονται πάνω στο ίδιο ιδεολογικό υπόβαθρο: Ότι πυροκροτητής της Επανάστασης ήταν ιδέες, θεωρίες και «πιστεύω» που κατάφεραν με κάποιο μεταφυσικό τρόπο να μετουσιωθούν σε πολεμικές επιχειρήσεις και να προκαλέσουν σφοδρές πολιτικές συγκρούσεις. Στη θέση της θρησκείας, η άποψη του ντοκιμαντέρ τοποθετεί τις ευρωπαϊκές ιδέες, την απελευθερωτική φλόγα που εισήχθη από τη Γαλλία της επανάστασης του 1789, αποκομμένη όμως από τις κοινωνικές της ρίζες. Στον αντίποδα της ιδεαλιστικής αυτής αντίληψης, η υλιστική θεωρία ερμηνεύει τις πράξεις των ανθρώπων στη βάση των ταξικών συμφερόντων που εκπροσωπούν. Οι ιδεολογίες και τα ιδανικά που παρακινούν τους φορείς της σε δράση, βρίσκονται στο εποικοδόμημα και δεν είναι άλλο παρά έκφραση των υλικών συμφερόντων ορισμένων τάξεων και στρωμάτων. Με τη θέση αυτή διαφωνούν τόσο η εθνική όσο και η μεταμοντέρνα ιστοριογραφία.

Βέβαια η θέση για τον αντιδραστικό ρόλο της εκκλησίας και κυρίως του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης απέναντι στην Επανάσταση δεν είναι νέα. Στο κλασικό πια έργο του Η μεγάλη εκκλησία εν αιχμαλωσία (που εκδόθηκε το 1968 και κυκλοφόρησε πρόσφατα στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Γκοβόστη), ο διαπρεπής βυζαντινολόγος σερ Στίβεν Ράνσιμαν καταδεικνύει τις διαχρονικές σχέσεις εξάρτησης και δουλοπρέπειας που είχε το ορθόδοξο ιερατείο με την οθωμανική εξουσία. Στο ίδιο βιβλίο περιγράφεται διεξοδικά πώς από το 1669 οι Φαναριώτες άρχισαν να καταλαμβάνουν καίριες θέσεις στην οθωμανική διοίκηση, με πρώτο τον Παναγιώτη Νικούσιο Μαμωνά, για τον οποίο δημιουργήθηκε η θέση του Μεγάλου Δραγουμάνου της Υψηλής Πύλης, μόνιμου δηλαδή αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών. Έκτοτε, η τάξη των Φαναριωτών τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ανέλαβε ηγετικά πόστα δίπλα στο σουλτάνο. Όπως περιγράφει ο Νίκος Σβορώνος (Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας), «η ύπαρξη μιας προνομιούχας ομάδας, καλά συγκροτημένης, αναγνωρισμένης de facto και de jure απ’ τον κατακτητή που την είχε ενσωματώσει στη διοίκησή του, διασπούσε το 18ο αιώνα την εθνική αλληλεγγύη των προηγούμενων αιώνων».
Οι αντιθέσεις όμως αυτές που αντανακλώνται στο αρχικό ξέσπασμα της Επανάστασης και κορυφώνονται μετά την εδραίωσή της, δεν ερμηνεύονται ούτε από την Εκκλησία που διατείνεται ότι «η ευόδωση της Εθνεγερσίας του 1821 είναι πραγματικό θαύμα», ούτε από το μεταμοντέρνο ιστοριογραφικό ρεύμα που κάνει λόγο για «συγκρούσεις φιλοδοξιών και οραμάτων για το μέλλον της χώρας».