Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Ολοκληρωτισµός και βλασφηµία µετά τις 15 Δεκέµβρη

  

Η απεργία και η µαζική διαδήλωση της 15ης Δεκέµβρη χαρακτηρίστηκαν από δύο πρωτόγνωρα γεγονότα:
την απροκάλυπτη δράση εκατοντάδων ασφαλιτών, που έκαναν ακόµη και συλλήψεις, και τη βίαιη επίθεση διαδηλωτών στον πρώην υπουργό της κυβέρνησης Κ. Καραµανλή, Κωστή Χατζηδάκη.



ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΟΣΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ




ΑΓΡΙΑ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ

Φαινόµενα «αυτοδικίας»

Οι κινητοποιήσεις της 15ης Δεκέµβρη ανέδειξαν ξεκάθαρα δύο νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά της κρίσης στην Ελλάδα, τα οποία µε τη σειρά τους έβαλαν στο τραπέζι της ανάλυσης δύο συγκεκριµένες απορίες. Το πρώτο ζήτηµα απορρέει aπό την άγρια καταστολή των κινητοποιήσεων. Η µαζική και ανοιχτή δράση ασφαλιτών, η ντε φάκτο απαγόρευση κυκλοφορίας, οι επιθετικές επελάσεις της αστυνοµίας στα κορµιά των διαδηλωτών χωρίς την παραµικρή αφορµή, θύµισαν σε πολλούς/-ές εποχές χούντας. Η πρώτη απορία λοιπόν είναι εύλογη και τέθηκε µεταξύ άλλων απο τον Γιώργο Ρούση στην Ελευθεροτυπία: Βρίσκεται το ελληνικό κράτος προ των πυλών της φασιστικοποιήσης; Το δεύτερο ζήτηµα προκύπτει από την επίθεση των διαδηλωτών στον πρώην υπουργό της Νέας Δηµοκρατίας K. Χατζηδάκη, το οποίο εξίσου ερµηνεύτηκε ως πρωτόγνωρο στοιχείο, χαρακτηριζόµενο ως «αυτοδικία» από σοκαρισµένους εκπροσώπους της πεφωτισµένης, «αδέσµευτης» ενηµέρωσης (βλ. Κούλογλου) µε τη βοήθεια ανιστόρητων συγκρίσεων µε τον Μεσαίωνα. Η δεύτερη απορία αφορά λοιπόν στη φύση αυτών των φαινοµένων βίας: Ανήκουν στη σφαίρα της αυτοδικίας;
Το παρόν κείµενο φιλοδοξεί να προτείνει κάποιες πρώτες, σκόρπιες σκέψεις σε αυτές τις απορίες. Για βοήθεια προστρέχει στην Ιστορία, η οποία λειτουργεί σαν το κουτί µε τις «πρώτες βοήθειες» σχεδόν κάθε φορά που η συλλογική εµπειρία έρχεται αντιµέτωπη µε ανεξήγητα, πρωτόγνωρα φαινόµενα. Τότε ανοίγουµε το µπαουλάκι µε τα σκονισµένα γεγονότα και ψάχνουµε να βρούµε ποιο από αυτά «γιατρεύει» πιο καλά τις πληγές που άνοιξε το Σήµερα. Ωστόσο, κάθε τέτοια κίνηση ελοχεύει τόσους κινδύνους, όσο καλά προσφέρει σιγουριά. Πρέπει να βεβαιωθούµε πως το σκονισµένο γεγονός, ή µοντέλο εξήγησης δεν είναι απλά ένα πλασέµπο και πως τελικά ο ασθενής δεν αργοπεθαίνει. Ποιά είναι τα νέα στοιχεία της κατάστασης που θα µας επιτρέψουν να µετατρέψουµε µια ιστορική γνώση σε χρήσιµο εργαλείο ανάλυσης του σήµερα; Τούτο είναι το γενικότερο ερώτηµα που τίθεται σε κάθε περίπτωση ιστορικών αναλογιών είτε πρόκειται για τη θέση περί φασιστικοποίησης ή για εκείνη της αυτοδικίας. Πώς µπορεί να γίνει αυτό;
Στην πρώτη περίπτωση, το κλασικό έργο της Άννα Αρεντ Οι απαρχές του ολοκληρωτισµού µάς παρέχει µια εγγυηµένη µέθοδο να ανοίξουµε το µπαουλάκι της Ιστορίας χωρίς να τυφλωθούµε από τη σκόνη της στιγµής. Η µέθοδος της A. Άρεντ βασίζεται στην προσπάθεια να αποµονωθούν αναλυτικά τα στοιχεία που ενυπάρχουν σε ολοκληρωτικά καθεστώτα διαµορφώνοντας έτσι ένα είδος ιδιότυπης check list. Ας τα δούµε ένα ένα.


Το πρώτο στοιχείο ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος για την A. Άρεντ αποτελεί η ύπαρξη µιας ιδεολογίας που λειτουργεί ώς υπεραίσθηση (supersense). Με τη βοήθειά της το καθεστώς «εξηγεί τα πάντα» από την περασµένη Ιστορία µέχρι την επερχόµενη Σωτηρία. Η ίδια ιδεολογία κατηγοριοποιεί τους ανθρώπους σε «ανώτερους», που κινδυνεύουν να αφανιστούν και σε «κατώτερους» που επιτάσσεται να αφανιστούν, χρησιµοποιώντας ως κριτήριο επιλογής µια βασική Αρχή. Αυτή η απόλυτη Αρχή ήταν η Φύση στο ναζισµό, και η Ιστορία στο σταλινισµό. Έτσι, ο,τιδήποτε, ή οποιοσδήποτε αντιστεκόταν στη Φυσική επιλογή ή στο ρου της Ιστορίας αντίστοιχα έπρεπε να φύγει από τη µέση. Έχουµε σήµερα να κάνουµε µε κάποιου είδους υπεραίσθηση λοιπόν; Είναι οι ιδεολογίες του νεοφιλευθερισµού, του νεοπατριωτισµού, της ισλαµοφοβίας, ικανές να εµπνεύσουν τέτοιες πρακτικές; Από µόνες τους µάλλον όχι, καθότι δεν µπορούν να βασιστούν παρά µόνο σε πεπερασµένες υποσχέσεις, αλλά ίσως η ιδεολογία της Ασφάλειας (security) να µπορεί να αποτελέσει την κοινή τους βάση, ως µια ιδεολογία ολοκληρωτική. Ωστόσο, το δόγµα της Ασφάλειας βασίζεται κατ’ εξοχήν στο Φόβο ως κινητήρια αρχή και σε κανενός είδους ουτοπία.
Το δεύτερο στοιχείο του ολοκληρωτισµού κατά A. Άρεντ είναι ο «ολοκληρωτικός τρόµος» (total terror), αποκρυσταλλωµένος στην πρακτική του στρατόπεδου συγκέντρωσης. Εδώ η απάντηση είναι απλή και αφορά κατ’ αρχήν κάθε µετανάστη χωρίς χαρτιά επί ελληνικού εδάφους, ο οποίος µπορεί ανά πάσα στιγµή να βρεθεί φυλακισµένος, βασανισµένος ή νεκρός σε διάφορες παραλλαγές των στρατόπεδων συγκέντρωσης ανά την επικράτεια (συνοριακά περάσµατα, αστυνοµικά τµήµατα, στρατόπεδα µεταναστών κ.λπ.). Ωστόσο, το στίγµα του «(επι-)κινδύνου» µπορεί εύκολα να διασωθεί και να αποδοθεί και σε άλλα κοµµάτια του πληθυσµού, όπως τους ένοπλους αντάρτες πόλης, ποινικούς παραβάτες, ναρκοµανείς, αλλά ακόµα σε όλους εκείνους που εµπίπτουν στην κατηγορία του «εσωτερικού εχθρού» (απεργοί, διαδηλωτές, διαφωνούντες κ.λπ. ).
Για την A. Άρεντ, τα δύο πρώτα στοιχεία προκαλούν την καταβαράθρωση της «πολιτικής» ως συµµετοχής στα κοινά, µέσω της καταστροφής των «κοινών χώρων» συνεύρεσης, διαλόγου και συντονισµού, ενώ το τρίτο στοιχείο διαλύει προσωπικούς δεσµούς και κοινωνικά δίκτυα. Εδώ, ο «καταδότης», ο «ρουφιάνος» ως πρότυπο κοινωνικής δράσης, ως το πρόσωπο που µεταµορφώνει µια προσωπική εµπειρία σε ηθική κατηγορία µε κρατική υπόσταση, έχει κεντρικό ρόλο. Μπορεί τέτοιοι ρόλοι να περιορίζονται σήµερα κυρίως σε µεγαλοδηµοσιογράφους του καθεστώτος, ωστόσο η όλο και βαθύτερη εισχώρηση υπηρεσιών παρακολούθησης σε ευρύτερους τοµείς της κοινωνικής ζωής, όπως το ίντερνετ, τα προσωπικά δεδοµένα, οι χώροι κοινωνικής δράσης κ.ά. , περιέχει στοιχεία ολοκληρωτισµού.
Τέλος, η διακυβέρνηση από γραφειοκράτες, ειδικούς και τεχνοκράτες, αποτελούσε για την Άρεντ βασικό στοιχείο ολοκληρωτισµού. Φυσικά, κάτι τέτοιο θα µπορούσε να επιτευχθεί ή να γίνει αποδεκτό µονάχα µέσω της καταστροφής της πολιτικής ώς πεδίου στο οποίο διάφορα συµφέροντα, ιδέες, και οράµατα συγκρούονται, συνδιαλέγονται και µεταµορφώνονται σε δράση. Η επικράτηση των τεχνοκρατών αντί της πολιτικής, των οικονοµικών δεικτών αντί της επικοινωνίας, και των καταδοτών αντί της ανταλλαγής τείνει να στρώνει το έδαφος για την επικράτηση ολοκληρωτικών καθεστώτων. Συµπερασµατικά, θα µπορούσαµε να πούµε πως η σηµερινή συγκυρία φέρει µε σιγουριά µαζί της ολοκληρωτικά στοιχεία, µε τη διαφορά πως η Αρχή πάνω στην οποία αυτά βασίζονται είναι ο Φόβος. Αυτός ο φόβος µπορεί να παράγει καταδότες, αλλά όχι οραµατιστές και είναι οι τελευταίοι που χρειάζονται σε κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς.
Τώρα, απέναντι σε αυτό το καθεστώς είναι αυτονόητο πως νέες µορφές αντιδράσεων θα αναπτυχθούν. Για να τις καταλάβουµε καλύτερα, ίσως θα ήταν χρήσιµο να αφήσουµε κατά µέρος τα στοιχεία εκείνα που τροµάζουν µετριοπαθείς διανοούµενους και ανιστόρητους δηµοσιογράφους και θολώνουν τα νερά κάθε ανάλυσης, όπως η καθαυτή άσκηση βίας, και να δούµε το ζήτηµα σε σχέση µε τη συζήτηση µας περί ολοκληρωτισµού. Αν λοιπόν, ισχύει πως σε ένα µεγάλο βαθµό σήµερα µπορούµε να µιλάµε για την (εν µέρει τουλάχιστον) καταστροφή της πολιτικής, τι είδους βία είναι αυτή που στρέφεται εναντίον πολιτικών; Και πού χωράει η προτροπή της «καταδίκης της βίας από όπου κι αν προέρχεται» σε αυτήν την οπτική;
Προς βοήθεια προτείνω να γυρίσουµε ξανά σε ένα ιστορικό γεγονός των τελευταίων χρόνων, δηλαδή το κύµα βίας που ξεσήκωσε η δηµοσίευση των σκίτσων του προφήτη Μωάµεθ. Αναλύοντας αυτήν την περίπτωση, ο ανθρωπολόγος Μαχµούντ Μαµντάνι συνέστησε τη διάκριση µεταξύ «βλασφηµίας» και «µισαλλοδοξίας». Ενώ η πρώτη είναι η πρακτική της κριτικής µιας παράδοσης, µιας εξουσίας «εκ των έσω», η δεύτερη αποτελεί επίθεση της εξουσίας στην κριτική ή στην ίδια αυτή παράδοση «απ’ έξω». Η βλασφηµία ελλοχεύει αµέτρητους κινδύνους για το βλάσφηµο, ενώ η µισαλλοδοξία εκτοξεύεται από τον άµβωνα της εξουσίας εκ του ασφαλούς. Με απλά λόγια, η βλασφηµία είναι ανατρεπτική ενώ η µισαλλοδοξία εξουσιαστική.

Η επίθεση στον K. Χατζηδάκη, όσο πρωτόγνωρη κι αν δείχνει, είναι βασικά αποµεινάρι της παλιάς αντίληψης περί πολιτικής, στην οποία πολιτικός και πολίτης ανήκουν στην ίδια παράδοση, στην ίδια «κοινότητα». Είναι µια πράξη βλάσφηµη και δηµιουργική. Από την άλλη, η επιτακτική προτροπή της «καταδίκης» της βλάσφηµης πράξης αποτελεί πρόταγµα µισαλλοδοξίας, γιατί αρνείται να αναγνωρίσει τη βάση πάνω στην οποία τελέσθηκε η πράξη, δηλαδή την ύπαρξη της πολιτικής ως ενιαίου χώρου πολίτη - πολιτικού. Αντίθετα, κινείται εκ του ασφαλούς κα εµφορείται από το πνεύµα του διαχωρισµού τους, που επιβάλλει η καταστροφή της πολιτικής µέσω των ολοκληρωτικών στοιχείων.

Στην εποχή που οι ολοκληρωτισµοί βασισµένοι στον Φόβο και την Ανασφάλεια τείνουν να ολοκληρωθούν, πράξεις βλάσφηµες είναι η αρχή κάθε Αντίστασης.

0 Τοποθετησεις: