Δρόμους ανάγνωσης του αρχαίου δράματος και του ελληνικού τοπίου άνοιξε σε εποχές που δεν ήταν εύκολο ο εκλιπών σκηνοθέτης Mιχάλης Kακογιάννης. O δημιουργός της Στέλλας και του Aλέξη Zορμπά, ανήκει στη μικρή ομάδα των μεταπολεμικών σκηνοθετών που έφεραν στη χώρα τα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά ρεύματα.
Αποχώρησε από τη ζωή τη βδομάδα που πέρασε και ο Μιχάλης Κακογιάννης. Ένας ακόμα από εκείνους που χάραξαν τη μεταπολεμική πορεία της χώρας, έδειξαν δρόμους και υπερασπίστηκαν μέχρι τέλους τις αισθητικές αξίες. Ο ίδιος αρνήθηκε τις προτάσεις να μπει στη βιομηχανία του Χόλιγουντ, υπερασπιζόμενος την ανεξαρτησία και τις επιλογές του. Μέσα στο σημερινό ορυμαγδό χάνουν τη σημασία τους οι ιδεολογικές και αισθητικές διαφορές που δίχασαν αλλά και ενέπνευσαν εκείνη τη μεταπολεμική γενιά. Η δεκαετία του ’50, ούτως ή άλλως είναι μια δεκαετία ορόσημο για τα όσα ακολούθησαν μέχρι τις μέρες μας, ιδιαίτερα για την Ελλάδα, ακόμα πιο ιδιαίτερα για την τέχνη και ακόμα περισσότερο για τον κινηματογράφο, ο οποίος τότε αρχίζει να κάνει τα πιο σοβαρά βήματά του (στη βάση του δρόμου που άνοιξαν οι πρωτοπόροι Στέλιος Τατασόπουλος και Ορέστης Λάσκος, πριν ακόμα από τον πόλεμο). Η μεταπολεμική κοινωνία αναζητούσε το στίγμα της μέσα στα ερείπια που είχε αφήσει ο πόλεμος και στις ελπίδες που είχε γεννήσει η ειρήνευση. Ο ιταλικός νεορεαλισμός σήμανε τη στροφή του κινηματογράφου προς τα προβλήματα του καθημερινού ανθρώπου, των εργαζομένων, την αγωνία της επιβίωσης και την υπερηφάνεια της υπεράσπισης των λαϊκών αξιών. Με αυτή την έννοια εξέφρασε τις πιο προοδευτικές τάσεις των καλλιτεχνικών αναζητήσεων και συνδέθηκε με τα κινήματα των εργαζομένων αλλά και με την Αριστερά. Μέσα σε αυτό το κλίμα ξεκίνησε και στην Ελλάδα η προσπάθεια ανάκαμψης, με τη χρονική καθυστέρηση αλλά και τις όλες συνέπειες που έφερε ο εμφύλιος και το μετεμφυλιακό καθεστώς. Παρόλ’ αυτά, σκηνοθέτες όπως ο Μιχάλης Κακογιάννης και ο Νίκος Κούνδουρος έφεραν, με το ταλέντο τους, τα ρεύματα της Ευρώπης στην Ελλάδα. Φυσικά ανάμεσα στους δύο υπάρχουν αρκετές και σοβαρές διαφορές. Πιο προσανατολισμένος στην εργατική τάξη ο Κούνδουρος, μαχητής της Αντίστασης ο ίδιος και μακρονησιώτης, αναζητεί τις πηγές της έμπνευσής του εκεί. Στις λαϊκές γειτονιές (Μαγική πόλη) και τα δραματικά πρόσωπα της εργατικής τάξης (Δράκος). Ο Κακογιάννης είναι πιο κοντά στο μικροαστικό κόσμο, αν και με τη Στέλλα ζητεί να ερευνήσει με ακρίβεια και βάθος τις συμπεριφορές και τις αξίες των ανθρώπων που ζουν στα κράσπεδα. Με διεισδυτικότητα μπαίνει στη μικροαστική ζωή και ψάχνει να βρει τους κώδικες συμπεριφοράς της, σε μια μεταβαλλόμενη χώρα όπου το στοιχείο του μικροαστισμού ως ταξική σχέση, ως κοινωνική συμπεριφορά και ως ιδεολογία αρχίζει να εξαπλώνεται και να κυριαρχεί (Κυριακάτικο ξύπνημα, Το κορίτσι με τα μαύρα, Τελευταίο ψέμα κ.λπ.). Σήμερα από την απόσταση του χρόνου ίσως να φαίνονται ως δεδομένα τα παρόμοια εγχειρήματα και λίγο πολύ ως αυτονόητα. Κι όμως δεν ήταν καθόλου έτσι τότε. Οι δημιουργοί έπρεπε να υπερβούν πάμπολλες αντιδράσεις και έναν κοινωνικό και πολιτικό περίγυρο που κάθε άλλο παρά διευκόλυνε το έργο τους. Και κυρίως έπρεπε να βαδίσουν δρόμους που άνοιγαν οι ίδιοι. Κι αν αυτό ακούγεται συναρπαστικό, δεν είναι καθόλου εύκολο.
Εκείνο όμως που εκτόξευσε τον Κακογιάννη στα ύψη της διεθνούς αναγνώρισης ήταν ο Αλέξης Ζορμπάς. Προσωπικά θεωρώ πως δεν ήταν από τις σπουδαιότερες στιγμές της σκηνοθετικής του πορείας, όσο κι αν ο ίδιος την θεωρούσε την καλύτερη ταινία του. Στην ουσία μια ατραξιόν του ανυπότακτου που ζει μόνος, που παλεύει μόνος, που αντιστέκεται με έναν τρόπο κάπως φολκόρ και ερωτεύεται …μόνος. Το πρότυπο ανταποκρινόταν σε μια ιδέα εξωτισμού που έθρεφε η Ευρώπη για την Ελλάδα και έδωσε πολύ μεγάλη ώθηση στην τουριστική ανάπτυξη. Αλλά εκτός από διασημότητα και χρήμα, δεν προσέθεσε τίποτα στο καλλιτεχνικό κύρος του σκηνοθέτη. Εξάλλου, μπαίνουμε στην εποχή άλλων ονείρων και άλλων σχεδιασμών. Ούτως ή άλλως τα ρεύματα του μεταπολέμου αλλάζουν, οι άνθρωποι εγκαθίστανται στη (σχετική) ειρήνη και στη (σχετική) ευημερία. Η τέχνη αλλάζει κι αυτή. Και ο Κακογιάννης στρέφει την προσοχή του στην αρχαία τραγωδία που άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία μεταφέρει στον κινηματογράφο, ανοίγοντας κι εδώ δρόμους θέασης και ανάγνωσης του αρχαίου δράματος και του ελληνικού τοπίου. Ο φωτισμός της Ακρόπολης και η δημιουργία του καλλιτεχνικού Ιδρύματος «Μ. Κακογιάννης» είναι οι τελευταίες σημαντικές συνεισφορές του. Ευγενής και συνεπής, παρέμεινε μέχρι τέλους ένας μαχητής της αισθητικής συνείδησης της χώρας.