Μέσα στις νεκρολογίες και τα αφιερώματα για τον Θόδωρο
Αγγελόπουλο την περασμένη εβδομάδα, εντύπωση προκάλεσε η αμετροεπής θρηνολογία
των social media αλλά και οι έντυπες εκφράσεις μιας δήθεν απομυθοποίησης εν
είδει ψύχραιμης αποτίμησης. Κι αν ο ΔΟΛιος Δανίκας εξωτερίκευσε για άλλη μια
φορά τη συνέπεια της εμπάθειας και αμάθειάς του, εντελώς άκομψα και ασεβώς –ενώ
ακόμα κι ο νεκρός ήταν άταφος– οι νηφάλιες φωνές της αστικής γραφής και
ανάγνωσης, διατύπωσαν πιο περίτεχνα και ευγενικά την απόστασή τους από το έργο
του δημιουργού.
του Κωστή Ζουλιάτη
Ο Νίκος Ξυδάκης της Καθημερινής, σε κείμενο με τίτλο «Η
αισθητική της ήττας» στο προσωπικό του μπλογκ (vlemma.wordpress.com) αναγνώρισε
στις εικόνες του Αγγελόπουλου «ακραίο φορμαλισμό και απόλυτο πάγωμα
συναισθημάτων», «κατεψυγμένη, υπερκαλαίσθητη φόρμα, σταθερή απομάκρυνση από το
ζέον βίωμα και το κινδυνώδες συναίσθημα» κ.ά. Στη συνέχεια, με ένα σλάλομ
αντιδιαλεκτικών συλλογιστικών αλμάτων, ο αρθρογράφος καταλήγει να εγκαλεί το
δημιουργό (και την Αριστερά της μεταπολίτευσης) επειδή στο έργο του «θάφτηκε το
ηρωικό στοιχείο» και «επικράτησε ο μικροαστός, ο μικρομεσαίος επιβιωτής», που
«ενώ χτίζει τριάρι με αντιπαροχή και υλικά κατεδαφίσεως, ταυτοχρόνως και κατά
αντιδιαστολή τραγουδάει νοσταλγικά το γεράνι και την αυλίτσα».
Όμως, το έργο του Αγγελόπουλου δεν ήταν το γεράνι και η
αυλίτσα, δεν ήταν νοσταλγικό έπος και θοδωρακικό άλλοθι του λαϊκού πασόκου, δεν
απευθύνθηκε στο μικροαστό επιβιωτή, δεν τον εξέφρασε και γι’αυτό δεν εκτιμήθηκε
ούτε υμνήθηκε απ’ αυτόν – όπως αντιφατικά καταλήγει ο αρθρογράφος («οι ταινίες
του όχι μόνο δεν ήταν λαϊκές, αρεστές και αποδεκτές από το λαό, αλλά έφερναν
αδιαφορία, χασμουρητά και δυσφορία στις μάζες»). Αυτό όμως χαρακτηρίζει και το
υποκριτικό προσωπείο του αστικού καθωσπρεπισμού, που όσο κερδίζει σε
νηφαλιότητα και τρόπους, τόσο χάνει σε νόημα και αγωνία: Θωπεύει όψιμα τις
επίκαιρες ανησυχίες του Άη Λαού, ενίοτε και τους άναρθρους κομπασμούς του,
εξορίζοντας ως μη πραγματική την Ιστορία, τη διαλεκτική, το χρόνο που κρίνει
αλλιώς, την παγκοσμιότητα της τέχνης, των αναγνώσεων και των κοινωνικών
οραμάτων. Και ξάφνου, για τους εστέτ έγιναν κριτήριο οι μάζες.
Στον ανερμάτιστο λόγο των νικητών που αγωνιούν για την
«αισθητική της ήττας» –ενώ ιστορικά έχουν πιστωθεί την ήττα της αισθητικής– ο
ηττημένος εγκαλείται γιατί «κόλλησε ο χρόνος στη Βάρκιζα του θρήνου, και όχι
στη Λαμία του Άρη». Αυτός που δεν θρήνησε καμία Βάρκιζα, που δεν κατέχει από
ιστορικούς θρήνους, τώρα αναπολεί μιαν άλλη Βάρκιζα, έναν Άρη εικόνισμα.
Εκείνος που δεν έβγαλε πληγές, εύκολα τις περιγελάει, έγραφε ο Σαίξπηρ.