«Κι όσο πονάω, τόσο μεγαλώνει το μίσος» (Κώστας Βάρναλης, Το φως που καίει).
Τη δημιουργία πολυκομματικών κυβερνήσεων, στη θέση των μονοκομματικών που κυριάρχησαν από το 1974 και μετά, φαίνεται να προκρίνει η ελληνική και ευρωπαϊκή αστική τάξη. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη στροφή παίζει το «κόντεμα» των δύο μεγάλων αστικών κομμάτων λόγω της φιλο-μνημονιακής πολιτικής τους.
Όσο εντείνεται η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού και θεριεύει η επίθεση στην εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα, τόσο οξύνεται και η κρίση του πολιτικού συστήματος και του κομματικού συστήματος ως πυλώνα του πρώτου.
του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Το κομματικό σύστημα που κυρίως επωμίζεται την οργάνωση της αντιλαϊκής επίθεσης (κλιμακούμενη λιτότητα και αυταρχισμός) δέχεται το βάρος της λαϊκής οργής και αντίδρασης. Το πολιτικό σύστημα ως διαμεσολαβητής της αστικής ηγεμονίας στην εργατική τάξη, αδυνατεί να την εξασφαλίσει, αφού η πλειοψηφία των οπαδών του μνημονιακού δικομματισμού αποστοιχίζεται απ’ αυτόν και πυκνώνει σε μεγάλο βαθμό τις φάλαγγες των λαϊκών κινητοποιήσεων. Συναίνεση πλέον δεν υπάρχει. Υπάρχει φόβος και υποταγή με την καταστολή και την ιδεολογική τρομοκρατία. Οι λαϊκές όμως κινητοποιήσεις δεν απεγκλωβίζουν μόνο μάζες εργαζομένων από τα αστικά κόμματα, προκαλούν βίαιες αναταράξεις και στο εσωτερικό αυτών των κομμάτων. Τα κόμματα και οι βουλευτές έχοντας άμεση επαφή με τις μάζες είναι πιο ευάλωτοι στις πιέσεις. Γι’ αυτό, από τα πρώτα βήματα του Mνημονίου σημειώθηκαν διαφοροποιήσεις και διαγραφές στο χώρο του ΠΑΣΟΚ. Τώρα που και η ΝΔ μεταλλάχτηκε από κρυφή μνημονιακή δύναμη σε φανερή, έντονες διαφοροποιήσεις συντελούνται και στο δικό της κομματικό, αλλά και στο συνδικαλιστικό χώρο, που κορυφώθηκαν με τις αποσκιρτήσεις του Καμμένου και του Μανώλη και κυρίως με τη διαγραφή από τον Σαμαρά 21 βουλευτών, δηλαδή του ενός τετάρτου της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ, προς επίρρωση της φιλομνημονιακής του μεταμόρφωσης. Η κρίση του αστικού φιλομνημονιακού τόξου οδηγεί στην πτώση ή και κατάρρευση (στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ). Εκτός όμως από την πολιτική αποστασιοποίηση του κόσμου από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ (ως κόμμα που διεκδικεί την εξουσία είναι σε χαμηλά για τα ελληνικά δεδομένα ποσοστά), διαμορφώνεται στο λαό ένα αίσθημα ηθικής απαξίωσης και αποστροφής και για τα δύο κόμματα, που σηματοδοτεί και επιτείνει την παρακμή τους. Βέβαια, η δημαγωγία και η ασυνέπεια αποτελούν γενετικά στοιχεία τους, τώρα όμως εμφανίζουν τόσο κραυγαλέα εκφυλιστικά στοιχεία, που προκαλούν την οργή αλλά και τη χλεύη του λαού. Ανάμεσα στις μυλόπετρες των απαιτήσεων της γερμανικής και ελληνικής ολιγαρχίας και της αντίδρασης του ελληνικού λαού προσπαθούν αδέξια να ισορροπήσουν. Ακόμη και ο Γ. Παπανδρέου, αφού έδωσε γην και ύδωρ, τώρα καταγγέλλει τους ξένους ότι προσπάθησαν να επιβάλουν στη χώρα πατρωνία, ενώ ο αντιμνημονιακός Σαμαράς έγινε τόσο φανατικός μνημονιακός, που αποδεκάτισε την κοινοβουλευτική του ομάδα. Το δικομματικό σύστημα που διαμορφώθηκε μετά το 1974 με τον εκσυγχρονισμό της Δεξιάς (κεντροδεξιά ΝΔ) και του Kέντρου (κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ) και που κυβερνά τον τόπο μέχρι σήμερα με την εναλλαγή μονοκομματικών κυβερνήσεων, έχει χάσει την πολιτική του εμβέλεια και το κύρος. Φαίνεται ότι ως πολιτική μορφή πνέει τα λοίσθια. Το ζήτημα είναι τι θα ακολουθήσει...
Ανασυγκρότηση κομμάτων προς τα δεξιά
Ηπολιτική κρίση του συστήματος θίγει πρώτα απ’ όλα τον πιο ευάλωτο κρίκο του, το κομματικό σύστημα και ιδιαίτερα το δικομματισμό. Ο δικομματισμός που στη νεωτερική μορφή του κυριάρχησε στη χώρα από το 1974 (περίπου) και εντεύθεν, έχει δεχτεί ισχυρά πλήγματα, αλλά και η γερμανική και ελληνική ολιγαρχία φαίνεται στις παρούσες συνθήκες ότι δεν προτιμούν την εναλλαγή μονοκομματικών κυβερνήσεων, αλλά τη συγκυβέρνηση αστικών κομμάτων. Συγκεκριμένα: Στο χώρο της Δεξιάς κυριαρχεί η ΝΔ με ποσοστά χαμηλά όμως για κόμμα που προαλείφεται για την εξουσία. Η οβιδιακή μάλιστα μεταμόρφωση του Σαμαρά σε φανατικό Ηρακλέα του Mνημονίου μείωσε περαιτέρω την αξιοπιστία της ΝΔ και την εμβέλειά της στις μάζες, αλλά προκάλεσε και αναταράξεις στο εσωτερικό της με την «ανταρσία» των 21 βουλευτών και την άμεση καρατόμησή τους. Η ΝΔ δίνει εξετάσεις νομιμότητας στους επικυρίαρχους και διασκεδάζει τους φόβους και τις αυταπάτες ότι προβάλλει αντιστάσεις στη γραμμή των Βρυξελλών. Επιπλέον, η απόλυτη συμφωνία για το νέο Mνημόνιο και η επί τα χείρω υπέρβασή του με την απαίτηση κι άλλων προνομίων (μείωση φορολογίας) για το κεφάλαιο, πιστοποιούν ότι η ΝΔ πλέει πλησίστια προς το γνώριμο λιμάνι της ξενοδουλίας, της κύριας φιλοκαπιταλιστικής δύναμης, του επικίνδυνου αυταρχισμού, της σταδιακής ενσωμάτωσης της ακροδεξιάς (Βορίδης, Γεωργιάδης) όπως συνέβαινε με την παραδοσιακή Δεξιά.
Από τον κεντροδεξιό άξονα, η ΝΔ φαίνεται ότι κινείται σε καθαρόαιμα συντηρητικό και ξενόδουλο. Αυτή όμως η μετατόπιση δεν μένει χωρίς συνέπεια. Η λαϊκή Δεξιά και στη βάση και στην κορυφή σε σημαντικό βαθμό αποστοιχίζεται από τη ΝΔ (ενδεικτική η ίδρυση κόμματος από τον Καμένο και η διαφοροποίηση ηγετών συνδικαλιστών) και μειώνεται η εμβέλειά της στον κεντρώο χώρο, όπου αναπτύσσεται μια δυναμική προς τη ΔΗΜΑΡ. Σοβαρό θα μπορούσε να αποδειχτεί το τραύμα της διαγραφής των 21, φαίνεται όμως ότι με μικροκομματικές μεθόδους επουλώνεται. Επικίνδυνους τριγμούς δοκιμάζει το ακροδεξιό ΛΑΟΣ. Η επίκληση της αντιμνημονιακής εθνικοφροσύνης είναι πλαστή, αποσκοπεί στην κομματική επιβίωση από την πίεση της Χρυσής Αυγής αλλά και της ΝΔ. Πάντως, το ΛΑΟΣ προσπαθεί να πείσει το σύστημα για τη χρησιμότητα και νομιμοφροσύνη του με τη δήλωση Καρατζαφέρη ότι υποστηρίζει την πολιτική της κυβέρνησης και την ανάληψη του χρήσιμου, ιδιαίτερα σήμερα, για το σύστημα ρόλου του αριστεροφάγου. Η ΔΗΣΥ, με τη συνεπώς νεοφιλελεύθερη πολιτική, παραμένει καθηλωμένη και η σταθερή φιλομνημονιακή στάση της θα διατηρηθεί, χωρίς να αποκλείεται και η συμμετοχή της στη συγκυβέρνηση, αν εισέλθει στη νέα Bουλή.
Στο χώρο της κεντροαριστεράς, το ΠΑΣΟΚ διανύει περίοδο τεκτονικών αναταράξεων που εκτός απροόπτου θα σφραγίσουν το παρόν και το μέλλον του. Χωρίς να αποκλείεται κάποια ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ με άξονα τις εκλογές και την εκλογή νέου αρχηγού, φαίνεται ότι η συρρίκνωσή του θα προσλάβει μόνιμο χαρακτήρα γιατί έχει διαρραγεί η συμμαχία του με ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά στρώματα. Το ΠΑΣΟΚ εγκαταλείπεται από την αριστερή πτέρυγά του (ιδίως εργατοϋπαλληλική), το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ, τη ριζοσπαστικοποιούμενη στις σημερινές συνθήκες νεολαία, τα καταστρεφόμενα μεσαία στρώματα. Η συγκρότηση κόμματος από τους διαγραφέντες δεν φαίνεται να τελεσφορεί, ούτε θα οδηγούσε σε μετατόπιση του ΠΑΣΟΚ σε πιο αριστερή κατεύθυνση. Αν και η καταψήφιση του Mνημονίου έχει τη σημασία της, αυτό το ρεύμα και η ηγετική του προσωπικότητα (Λ. Κατσέλη) δεν υποστηρίζουν την εγκατάλειψη της μνημονιακής πολιτικής αλλά τη βελτίωση. Παρόμοια και οι νοσταλγοί του παλιού ΠΑΣΟΚ (Παναγιωτακόπουλος) παρά τις διαφοροποιήσεις τους και αποδυναμωμένοι είναι και δεν διατυπώνουν προοδευτική εναλλακτική πρόταση. Στη βάση του ΠΑΣΟΚ που συρρικνώνεται υπερεκπροσωπούνται πλέον τα στελέχη του κόμματος και του κράτους, εξέλιξη που προσδίδει ακόμη περισσότερο κρατικοδίαιτο και γραφειοκρατικό χαρακτήρα στο ΠΑΣΟΚ. Στο ΠΑΣΟΚ σαφώς επικρατεί το νεοφιλελεύθερο ρεύμα, με ηγετικό δίδυμο τους Βενιζέλο και Λοβέρδο και λοιπούς «τροϊκανούς», παρά τις διαφορές τους, σε επίπεδο προσωπικής φιλοδοξίας κυρίως και όχι πολιτικής αντίθεσης. Το ΠΑΣΟΚ μετατρέπεται σε κεντρώο νεοφιλελεύθερο κόμμα, χωρίς σχεδόν λεκτική αναφορά στο «σοσιαλισμό».
Η αποδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ αποτελεί το μείζον πρόβλημα για το αστικό πολιτικό και κομματικό σύστημα, αφού περιορίζεται σαφώς η δυνατότητα ενσωμάτωσης του κεντροαριστερού χώρου και ανοίγει ο δρόμος μετακίνησής του προς την Αριστερά, πράγμα που ήδη συμβαίνει.
Η αποδυνάμωση του κεντρώου πολιτικού κόμματος απορρυθμίζει το κομματικό σύστημα. Εξάλλου, υπάρχει η εμπειρία του 1958, όταν η ΕΔΑ εκμεταλλευόμενη την πολυδιάσπαση του κεντρώου χώρου συγκρότησε συμμαχία με σοσιαλδημοκράτες και προοδευτικούς αστούς και αναδείχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση. Το σύστημα θορυβημένο απ’ αυτήν εξέλιξη προώθησε τη συσπείρωση των κεντρώων πολιτικών δυνάμεων και τη δημιουργία της Ένωσης Κέντρου, που συγκρότησε με την ΕΡΕ έναν πολωτικού τύπου δικομματισμό (για την απορρόφηση και των αριστερών). Η αχίλλειος πτέρνα του πολιτικού και κομματικού συστήματος είναι η καθίζηση του ΠΑΣΟΚ και αυτό το κενό θα προσπαθήσει πάση θυσία να καλύψει το σύστημα. Είτε με τη συνένωση κομμάτων και κινήσεων στο ΠΑΣΟΚ ή σε νέο κόμμα ή με την παράλληλη με το ΠΑΣΟΚ ύπαρξη άλλου κεντρώου, προοδευτικού κόμματος (φαίνεται ότι το ρόλο αυτό θα αναλάβει η ΔΗΜΑΡ) ή με τη δημιουργία κόμματος τεχνοκρατών. Το κεντρώο κενό του κομματικού συστήματος φαίνεται ότι ήδη επιχειρεί να το καλύψει η άρχουσα τάξη με την πριμοδότηση της ΔΗΜΑΡ. Αυτή η κίνηση έχει άμεσο αλλά και στρατηγικό στόχο. Να λειτουργήσει σαν απάγγειο για τους απογοητευμένους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ, αλλά και να αποτελέσει σταθερό ανάχωμα προς την Αριστερά, μοχλό πίεσης στο Συνασπισμό για μετατόπιση σε συστημικές θέσεις και γενικότερα, για να προβάλει ένα αστικό μοντέλο «Αριστεράς» υπεύθυνης (διαχειριστικής δηλαδή) κατά της «έξαλλης και μηδενιστικής» Αριστεράς του ριζοσπαστισμού.
Χωρίς να αποκλείεται τα ποσοστά της μέσα από σύνθετες εξελίξεις να μειωθούν, φαίνεται ότι από το σύστημα προκρίνεται ως σταθερή επιλογή. Παρά την αντίθεση στο Mνημόνιο και την κατάταξή της στην Αριστερά, στην πραγματικότητα κατατάσσεται στον αστικό πολιτικό χώρο ως αριστερή του πτέρυγα (δεν παραγνωρίζουμε βέβαια ότι περικλείει στις τάξεις της και ανθρώπους με αριστερές αντιλήψεις). Διέπεται από την αρχή της υπευθυνότητας και της διαχείρισης, της ανεπιφύλακτης πρόσδεσης στο άρμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (επικρίνει το Συνασπισμό για αντιευρωπαϊσμό!). Οι αντιλήψεις αυτές διαπερνούν το στελεχιακό δυναμικό της, αλλά κυριαρχούν και στη βάση της και προοικονομούν την πορεία της. Δεν είναι τυχαίο ότι η καταψήφιση του Mνημονίου (τακτικισμός κυρίως) προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις στην ηγεσία της ΔΗΜΑΡ και αποχωρήσεις. Η ΔΗΜΑΡ συγκροτείται ως δεξιό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (πιο προοδευτικό από το ΠΑΣΟΚ) που θα καλύπτει τον κεντροαριστερό χώρο παράλληλα με το ΠΑΣΟΚ ή άλλα μορφώματα. Αλλά και άμεσα θα κληθεί να συμμετάσχει, ως προοδευτικό άλλοθι, σε συγκυβερνήσεις ή να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης. Όλα δείχνουν ότι δεν θα αρνηθεί. Εξάλλου, ο Κουβέλης είχε με παρρησία δηλώσει ότι θα συνεργαστεί σε κυβερνητικό επίπεδο με το ΠΑΣΟΚ... Στην επιχείρηση ανασύνθεσης του αστικού κοματικού συστήματος θέση έχει και η συγκρότηση ενός κόμματος τεχνοκρατών με επικεφαλής τον Παπαδήμο. Αυτή η επιλογή εκφράζει την τάση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού για άμεση διακυβέρνηση μέσω τεχνοκρατών, που δεν θα διαθέτουν την παραμικρή αυτοτέλεια απέναντί του και στην αρχή τουλάχιστον, δεν θα φέρουν ως τεχνοκράτες, το στίγμα της απαξίωσης των φθαρμένων πολιτικών. Τη λύση αυτή ευνοεί η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ηγεμονική μερίδα της εγχώριας ολιγαρχίας. Σχετική φιλολογία για την προώθηση αυτής της επιλογής εμφανίζεται στον αστικό Tύπο, έχουν γίνει κινήσεις διαφόρων παραγόντων προς αυτή την κατεύθυνση, το εγχείρημα όμως αυτό δεν φαίνεται άμεσα τουλάχιστον, να ευδοκιμεί (χρειάζεται χρόνος, συναίνεση των αστικών κομμάτων κ.ά.). Πιθανότερο πάντως φαίνεται το σενάριο μιας παραλλαγής της κυβέρνησης Μόντι μετά τις εκλογές, με πρωθυπουργοποίηση του Παπαδήμου και συμμετοχή και άλλων τεχνοκρατών, αλλά και πολιτικών από τα αστικά κόμματα (κυρίως από τη ΝΔ). Με δεδομένη την κρίση αντιπροσώπευσης του κομματικού συστήματος, που θα εντείνεται από την κλιμακούμενη ύφεση, η ξένη και η εγχώρια ολιγαρχία επιδιώκουν την ανασυγκρότησή του με διττό φιλόδοξο στόχο: Tη χωρίς επιφυλάξεις και παρεκκλίσεις εφαρμογή του Mνημονίου και ταυτόχρονα την απορρόφηση ή εξουδετέρωση των λαϊκών αντιδράσεων. Γι’ αυτό επιδιώκουν:
Πρώτο, τη στροφή του αστικού κομματικού άξονα από το ΛΑΟΣ ως τη ΔΗΜΑΡ σε πιο συντηρητική κατεύθυνση.
Δεύτερο, την κομματική κάλυψη του κεντρώου χώρου.
Tρίτο, τη συγκρότηση συγκυβέρνησης, ακόμη και στην (απίθανη) περίπτωση που κάποιο κόμμα εξασφαλίζει απερχόμενο δικομματισμό έντονης αντιπολίτευσης.
Tέταρτο, την υποστήριξη των λοιπών κομμάτων του αστικού τόξου στην κυβέρνηση συνεργασίας που θα προκύψει.
Πέμπτο, διατήρηση της λύσης των τεχνοκρατών ως εφεδρικής δυνατότητας.
Κρατικοποίηση κομματικού συστήματος
Τα αστικά κόμματα είναι υπέρμετρα συνδεδεμένα με το κράτος («κρατικοποιημένα» και κρατικοδίαιτα). Δεν έχουν σχετική αυτοτέλεια από την κυρίαρχη αστική πολιτική. Έχουν το κράτος ως κύριο πεδίο παρέμβασης και όχι την κοινωνία. Δεν παρεμβαίνουν σε αυτήν με ευρύ δίκτυο οργανώσεων για την ενσωμάτωση των εργαζομένων, αλλά με μηχανισμούς πελατείας. Η επικέντρωση στον κοινωνικό χώρο κυρίως μέσω του συνδικαλισμού, είχε παρατηρηθεί στο παρελθόν στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα με μοχλό βέβαια και το αστικό κράτος («κράτος πρόνοιας»). Αυτή η τάση είχε εμφανιστεί και το διάστημα 1974-1981 στο ΠΑΣΟΚ με ισχυρές κομματικές οργανώσεις, μαζική συνδικαλιστική παρέμβαση, πολωτική διάκριση από τη Δεξιά, ιδεολογική (ρητορική) ριζοσπαστικοποίηση. Αυτή η τάση έχει σήμερα σχεδόν εκλείψει. Τα αστικά κόμματα, τα κυβερνώντα κατά κύριο λόγο έχουν σχεδόν απορροφηθεί από το κράτος και επικεντρώνουν σε αυτό τη δραστηριότητά τους. Ο δικομματισμός μετά το 1974 αναθέτει τη διαχείριση των θεσμών πελατείας στις κομματικές οργανώσεις (λιγότερο στους βουλευτές) που διαμεσολαβούν τις σχέσεις κράτους και πολιτών. Έτσι, δικτυώνουν την επιρροή τους με εξυπηρετήσεις μεγάλες ή μικρές στους ισχυρούς, αλλά και σε απλούς πολίτες.
Από την άλλη, χρησιμοποιώντας το κράτος ως λάφυρο, αντλούν σκανδαλώδεις επιχορηγήσεις, εξασφαλίζουν δάνεια, προωθούν αντιδημοκρατικές και σκανδαλώδεις ρυθμίσεις για την κυριαρχία και την ασφάλειά τους, όπως ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, το όριο (3%) εισόδου στη Bουλή, το μπόνους 50(!) εδρών στο πρώτο κόμμα κ.ά. Αυτή η «απορρόφηση» του κόμματος από το κράτος ευνοεί τις ολοκληρωτικές τάσεις του δεύτερου και τον έντονο αρχηγισμό του πρώτου. Το κόμμα ως μηχανισμός χάνει τη δυνατότητα επίδρασης στο κράτος, η εξουσία συγκεντρώνεται στον αρχηγό του κόμματος και τους επιτελείς του. Ο αρχηγός του κόμματος ως πρωθυπουργός ελέγχει απόλυτα το κόμμα και την εκτελεστική εξουσία (πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα). Η χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής γίνεται ερήμην του κόμματος και των βουλευτών και η διαφωνία τιμωρείται με διαγραφή. Η απαίτηση του κεφαλαίου για ενιαία και απαρασάλευτη κρατική πολιτική καθιστά ανεπιθύμητη την (ως ένα βαθμό) χρήσιμη αντιπαράθεση των αστικών κομμάτων, οδηγεί στην πολιτική και ιδεολογική σύγκλισή τους. Αποτελεί ακόμη το βάθρο της συγκυβέρνησης αστικών κομμάτων, που προκρίνει η ολιγαρχία, για να εξασφαλίζει ευρύτερη συναίνεση και να αποτρέπει τις τριβές τους. Χαρακτηριστική είναι η ιδεολογική σύγκλιση των αστικών κομμάτων. Η αναφορά του ΠΑΣΟΚ στο «σοσιαλισμό» και της ΝΔ στο νεοφιλελευθερισμό έχει σχεδόν εκλείψει. Ιδεολόγημα κυρίαρχο αποτελεί πλέον ο «πατριωτισμός» (σωτηρία της πατρίδας).
Η σύμπλεξη του κράτους, των κομμάτων, των ΜΜΕ, της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, της ευρωεπιτροπείας οδηγεί σ’ ένα ολοκληρωτικό μόρφωμα τεράστιας δύναμης. Εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους για το λαό, αλλά και μεγάλες δυνατότητες για κορύφωση της λαϊκής αντίδρασης και πάλης.
Το εργατικό και λαϊκό κίνημα αναπτύσσεται
«Να ξέρεις το πότε και το πώς» (Μ. Αναγνωστάκης, Τα Ποιήματα).
Ένα σύνθετο και ρευστό πολιτικό σκηνικό διαμορφώνεται. Το κεφάλαιο και το πολιτικό προσωπικό του εντείνουν σε βαθμό παροξυσμού την ολομέτωπη επίθεση κατά του λαού, σε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, εθνικό επίπεδο. Αντίστοιχα, αναπτύσσεται και το μαζικό κίνημα που παρά τις μεταπτώσεις, με την πίεσή του είναι βασική αιτία της κρίσης του πολιτικού συστήματος και του δικομματισμού, όπως εκδηλώθηκε με τις μαζικές διαγραφές βουλευτών του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Όλο και περισσότερο οι εργαζόμενοι συνειδητοποιούν πως δεν πρόκειται για μπουρίνι αλλά για στρατηγικού χαρακτήρα επίθεση του κεφαλαίου κατά του λαού, για αφαίμαξη του ιδρώτα του και κατακρεούργηση των δικαιωμάτων του.
Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Η αντίδραση δείχνει τα δόντια της. Δεν βάζει κόκκινες γραμμές στην επιδρομή κατά του λαού. Κόκκινες γραμμές μόνον ο ίδιος ο λαός μπορεί να βάλει με τους αγώνες του. Το σύστημα δεν ενδιαφέρεται πλέον για τη συναίνεση. Την έχει υποκαταστήσει με την ιδεολογική τρομοκρατία που τη συμπληρώνει η καταστολή και η συρρίκνωση της αστικής δημοκρατίας και νομιμότητας. Το πολιτικό σύστημα ρέποντας προς τον ολοκληρωτισμό δεν ανέχεται την άρνηση ούτε των δικών του παιδιών και διαγράφει τους βουλευτές που τόλμησαν να καταψηφίσουν το βάρβαρο Mνημόνιο 2. Όμως με αυτήν την πολιτική το κεφάλαιο δυναμώνει τον νεκροθάφτη του! Οξύνει την αντίθεσή του με την εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα αλλά και τις δικές του ενδογενείς, κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις. Ο λαός δεν εκδηλώνει μόνο δημοσκοπικά την αντίθεσή του στο Mνημόνιο ούτε καταπίνει την οργή του, αλλά όλο και περισσότερο κινητοποιείται. Η σαρωτική επίθεση κατά της εργατικής τάξης στο σύνολό της αμβλύνει δευτερεύουσες αντιθέσεις στους κόλπους της (μισθοί, συντάξεις, συνθήκες, δικαιώματα κ.ά.) συντελώντας έτσι στην ενότητά της και τη συνειδητοποίηση από τα διάφορα τμήματα της κοινής τους ταξικής μοίρας. Παράλληλα, η ραγδαία καταστροφή των μεσαίων σρωμάτων τα απομακρύνει από την αστική τάξη και αντικειμενικά τα ωθεί σε συμμαχία με την εργατική τάξη.
Από την άλλη, η ηγεμονική μερίδα του κεφαλαίου χάνει τους κοινωνικούς συμμάχους της, αντιμετωπίζει προβλήματα και από πληττόμενα τμήματα της αστικής τάξης, χάνει βέβαια τη λαϊκή στήριξη. Γι’ αυτό ενισχύει τη συμμαχία της με τη μητρόπολη (Ευρωπαϊκή Ένωση), επιλογή όμως που δημιουργεί ισχυρές αντιθέσεις (αντίδραση στην ευρωκηδεμονία και ευρωεποπτεία). Και επιπλέον, η πολιτική της λιτότητας και του αυταρχισμού οδηγεί στην κρίση του πολιτικού συστήματος και στα διαλυτικά φαινόμενα του δικομματικού συστήματος διακυβέρνησης. Κομβικό ρόλο σε αυτές τις συνθήκες καλείται να διαδραματίσει η πολιτική Αριστερά (παρά τις διαφορές της) και η αριστερή πτέρυγα του μαζικού κινήματος ως το συνειδητό τμήμα του, που πρέπει να μπολιάσει τις αυθόρμητες αντιδράσεις με συνεκτική πολιτική αντίληψη, να δείξει στους εργαζόμενους ποια είναι η πραγματική εναλλακτική λύση και ότι αυτή εξασφαλίζεται πρώτα και κύρια με τους αγώνες τους.
Η συγκυρία δημιουργεί δυνατοτητες αλλά και ευθύνες για την Αριστερά. Η ιστορία δεν εξελίσσεται ευθύγραμμα. Οι δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα, μπορεί να μην υπάρχουν αύριο. Η Αριστερά πρέπει να αδράξει την ευκαιρία για να αποτελέσει το μοχλό ενός μετώπου που θα ανατρέψει την καπιταλιστική επίθεση. Πρέπει να αγκαλιάσει την κυρίαρχη στη λαϊκή συνείδηση ανάγκη της εναλλακτικής πρότασης, που για να είναι όμως πραγματικά εναλλακτική, πρέπει να οδηγεί σε μια αντίθετη ριζοσπαστική πολιτική και όχι στη διαπραγμάτευση μιας «καλύτερης» συμφωνίας. Πρέπει ακόμη, αφού διαμορφωθεί ο ανάλογος συσχετισμός, να διατυπωθεί αυτή η πρόταση τώρα, που οι από πάνω δυσκολεύονται να κυβερνήσουν όπως πρώτα και να μην παραπέμπεται στις καλένδες της αλλαγής συσχετισμών στην Ευρώπη ή της έλευσης του σοσιαλισμού.