Πλούσια σε διαδικασίες ήταν η προηγούμενη βδομάδα για
Συνασπισμό και ΣΥΡΙΖΑ, καθώς στις 17-18 Φεβρουαρίου συνεδρίασε η ΚΠΕ του
Συνασπισμού και αμέσως μετά το πανελλαδικό συντονιστικό του ΣΥΡΙΖΑ, που
ολοκληρώθηκε την Κυριακή 19 Φεβρουαρίου. Στην πρώτη διαδικασία η ηγεσία του
Συνασπισμού πήρε το «πράσινο φως» για να καταθέσει ξανά στο ΣΥΡΙΖΑ την πρόταση
του αντιμνημονιακού συνασπισμού εξουσίας.
του Γιώργου Κρεασίδη
Η πρόταση απευθύνεται ξανά σε ΚΚΕ,
ΔΗΜΑΡ και σε «προοδευτικές δυνάμεις». Άξονές της αναδεικνύονται η
επαναδιαπραγμάτευση και μερική διαγραφή του χρέους, καθώς και η καταγγελία του
Μνημονίου και των νομοθετημάτων του.
Από την πρόταση διαφοροποιήθηκε το Αριστερό Ρεύμα του
Συνασπισμού που ψήφισε λευκό, καταθέτοντας Κείμενο Συμβολής. Το κείμενο
διαφοροποιείται ως προς το κάλεσμα σε Κουβέλη και Πράσινους, αλλά και στον
τρόπο που προσεγγίζονται όσοι διαφοροποιούνται από το ΠΑΣΟΚ. Συγκεκριμένα, η
ηγεσία του Συνασπισμού επικρίνεται για ευκαιριακές προσεγγίσεις, που δεν
βασίζονται σε μια αγωνιστική διαδρομή και σε μια αξιόπιστη πολιτική βάση. Δεν
είχαν όλοι τη στάση της Σ. Σακοράφα, που διαφοροποιήθηκε από την πρώτη στιγμή.
Σημαντική διαφωνία υπάρχει στο θέμα του πλαισίου της πρότασης, καθώς το
Αριστερό Ρεύμα επιμένει στη συνολική διαγραφή του χρέους και την έξοδο από το
ευρώ, ενώ προβάλλει και την ανάγκη ρήξης με την ΕΕ, ο χαρακτήρας της οποίας όμως
μένει ασαφής.
Στο ΣΥΡΙΖΑ οι προτάσεις του Συνασπισμού έγιναν δεκτές, όχι
χωρίς διαφοροποιήσεις. Το Αριστερό Ρεύμα τοποθετήθηκε με λευκό σε συνέχεια της
στάσης του στην ΚΠΕ του κόμματος, ενώ ο Μ. Γλέζος διαφώνησε με το κάλεσμα σε
Κουβέλη και Πράσινους. Ανάλογες ενστάσεις εξέφρασε και η ΔΕΑ. Θα μπορούσε να
πει κανείς ότι με το βλέμμα στις εκλογές, παραμερίστηκαν οι διαφορές,
προκειμένου να υπάρξει μια ενότητα στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Καταλήχτηκε
και ο τίτλος του ψηφοδελτίου που θα προταθεί στους πιθανούς συμμάχους.
Προτείνεται, με το βλέμμα στραμμένο στους πασοκογενείς, η επωνυμία ΣΥΡΙΖΑ -
Ενωτικό Ψηφοδέλτιο ή Ψηφοδέλτιο Συνεργασίας. Οι όποιες αναφορές στο μαζικό
κίνημα ήταν ενταγμένες στην άσκηση πίεσης για να γίνουν εκλογές το γρηγορότερο.
Στη συζήτηση αναδείχτηκε η διάσταση ανάμεσα στις απόψεις
περί νέας κατοχής και πατριωτικού μετώπου που υπογράμμισε η ΚΟΕ και το ΔΗΚΚΙ
και στην αντιεθνικιστική προσέγγιση από ΑΚΟΑ και Ομάδα Ρόζα. Εξάλλου, αμηχανία
προκάλεσε η δήλωση Τσίπρα (20/2) ότι «κάποιοι Έλληνες δεν είναι και τόσο
Έλληνες. Αυτοί που μας κυβερνούν». Αντανακλά μια αδέξια προσπάθεια
οικειοποίησης της περιρρέουσας πατριωτικής ατμόσφαιρας, χωρίς
αντιιμπεριαλιστικό και αντιΕΕ περιεχόμενο, στην οποία βεβαίως ρεύματα της
πατριωτικής Δεξιάς και όχι μόνο κινούνται πιο άνετα.
Γενικότερα, η ασάφεια στην πολιτική πρόταση και η πρακτική
να προσεγγίζεται ο κόσμος που διαφοροποιείται από ΠΑΣΟΚ-ΝΔ με ένα λόγο που είχε
συνηθίσει να ακούει, δεν ανοίγει δρόμους στην Αριστερά. Τα μισόλογα για το
χρέος και η πρόταση για τριετή αναστολή πληρωμών εύκολα υιοθετήθηκαν από τον
Καρατζαφέρη, ο οποίος πλειοδοτεί και ζητά πενταετή αναστολή. Η διαγραφή του
απεχθούς χρέους είναι πια θέση και του Καμμένου. Δεν είναι δύσκολο όταν δεν
συνδέονται οι προτάσεις αυτές με τα ιερά και όσια της ΕΕ και του ευρώ, καθώς
και της καπιταλιστικής κερδοφορίας, πάνω στα οποία όμως θεμελιώνεται η πολιτική
των Μνημονίων της κυβέρνησης, της ΕΕ και του ΔΝΤ.
Τέλος, η σχέση με το κόμμα του Κουβέλη επιτείνει τη σύγχυση
για την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτα απ’ όλα γιατί ο Φ. Κουβέλης δεσμεύτηκε να
σεβαστεί τα μνημόνια, ενώ με τη στήριξη της αντιδημοκρατικής προσπάθειας να
καταργηθούν οι διαδηλώσεις, τη συστράτευση στις μεθοδεύσεις Διαμαντοπούλου για
εφαρμογή του νόμου στα ΑΕΙ, συγκροτεί ένα ιδιαίτερα συστημικό προφίλ. Από την
άλλη, ο ιδιόμορφος ανταγωνισμός για το ποιος θα γίνει έκφραση του χώρου του
ΠΑΣΟΚ που φυλλορροεί, με την άνευ όρων ενσωμάτωση φυσιογνωμιών ταυτισμένων με
το αντιλαϊκό παρελθόν του ΠΑΣΟΚ μοιάζει να οδηγεί σε ρευστά πολιτικά σχήματα, με
την Αριστερά να είναι υποσύνολο και τμήμα ενός ευρύτερου χώρου, ανασυγκρότησης
της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας. Για τον Κουβέλη αυτή η
μετα-αριστερά είναι ίσως οικείος χώρος, ο ΣΥΡΙΖΑ όμως δύσκολα θα μπορέσει να
βαδίσει προς αυτή, χωρίς να αντιμετωπίσει υπαρξιακής φύσης ερωτήματα για τον
προσανατολισμό, τη σχέση με το κίνημα και πολύ περισσότερο μια άλλη κοινωνική
προοπτική.