Αποφασισμένο φαίνεται το Ισραήλ, με την ανοχή του Λευκού Οίκου να επιτεθεί στο Ιράν, επικαλούμενο το πυρηνικό του πρόγραμμα και λόγους εθνικής ασφάλειας. Εντός του αμερικανικού κατεστημένου δεν λείπουν και οι πιο συνετές φωνές που ζητούν συγκράτηση λόγω των πιθανών αντιποίνων.
της Κατερίνας Κιτίδη
Τα τύμπανα του πολέμου ήχουν και πάλι στη Μέση Ανατολή, με το Ιράν και το πυρηνικό του πρόγραμμα να παίρνει στον κατάλογο των στόχων τη θέση του Ιράκ και των (ανύπαρκτων) όπλων μαζικής καταστροφής του. «Ώρα να επιτεθούμε στο Ιράν» προέτρεπε τους Αμερικανούς ήδη από τον Ιανουάριο η επιθεώρηση Φόρεϊν Αφέρς. «Υπάρχουν πολλά επιχειρήματα κατά της επίθεσης στο Ιράν και κανένα από αυτά δεν είναι καλό», συμπλήρωνε το περιοδικό Νιούζγουικ. «Ο Ομπάμα πλησιάζει στην πυρηνική εποχή του» πρόσθεταν οι λονδρέζικοι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, επισημαίνοντας πως το 2012 έχει ανακυρηχθεί «έτος του Ιράν» από αξιωματούχους του Λευκού Οίκου.
Οι συζητήσεις μεταξύ των τελευταίων και μελών του ισραηλινού πολιτικο-στρατιωτικού κατεστημένου αυξάνονται κατακόρυφα τον τελευταίο καιρό. Ο Τόμας Ντόνιλον, ο αμερικανός σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας επισκέφτηκε το Τελ Αβίβ το περασμένο Σάββατο, ενώ τις επόμενες ημέρες θα τον ακολουθήσει ο γενικός διευθυντής των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών. Όλα ετοιμάζονται για τη μεγάλη συνάντηση Ομπάμα - Νετανιάχου στην Ουάσινγκτον στις 5 Μαρτίου, με θέμα το Ιράν και την πιθανότητα ισραηλινής επίθεσης στις πυρηνικές του εγκαταστάσεις.
Ως αφορμή γι’ αυτά τα σχέδια λειτουγούν οι επισκέψεις της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) στη χώρα, οι οποίες ζητούν από την Τεχεράνη να αποδείξει ότι δεν έχει προχωρήσει στην ανάπτυξη πυρηνικών όπλων. Η τελευταία αποστολή της ΙΑΕΑ αποχώρησε την προηγούμενη εβδομάδα, αναφέροντας πως η κυβέρνηση συνεχίζει τον εμπλουτισμό ουρανίου και εκφράζοντας «μεγάλη ανησυχία» για το αν αυτό θα χρησιμοποιηθεί για ειρηνικούς σκοπούς. Η Τεχεράνη συνεχίζει να υποστηρίζει σθεναρά πως το πυρηνικό της πρόγραμμα είναι συμβατό με τη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση Πυρηνικών Όπλων και συμφώνησε σε νέες συνομιλίες με την ομάδα Ρ5+1, δηλαδή με τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ συν τη Γερμανία.
Οι συνομιλίες αυτές θεωρούνται η μόνη πιθανότητα να υπάρξει ειρηνική έκβαση στην αντιπαράθεση μεταξύ των δυτικών δυνάμεων με το Ιράν, η οποία εντείνεται από τον περασμένο Νοέμβριο. Τότε, μια έκθεση της ΙΑΕΑ που εξέφραζε ισχυρές ανησυχίες για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων από την Τεχεράνη χρησιμοποιήθηκε για να αυξηθεί η οικονομική και διπλωματική απομόνωσή της. Οι ΗΠΑ της επέβαλαν ακόμη σκληρότερες κυρώσεις, κυρίως όσον αφορά τις δραστηριότητες της κεντρικής της τράπεζας, ενώ η ΕΕ ανακοίνωσε πως θα επιβάλει εμπάργκο στο ιρανικό πετρέλαιο μέσα στους επόμενους μήνες. Παράλληλα, το Ισραήλ αύξησε τις απειλές του για μια προληπτική επίθεση κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων, αγνοώντας τις διεθνείς προτροπές για αυτοσυγκράτηση. «Παρόλο το σεβασμό που έχω για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία, δεν είναι δουλειά τους» απάντησε την Τρίτη ο ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών Άβιγκντορ Λίμπερμαν. «Η ασφάλεια του Ισραήλ και των κατοίκων του, το μέλλον του Ισραήλ, είναι ευθύνη της κυβέρνησής του».
Επισήμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζουν τις κυρώσεις και τις συνομιλίες ως μέσο επίλυσης της κρίσης με το Ιράν. Ωστόσο, η «στρατιωτική λύση» συζητιέται ανοιχτά και –όπως επισημαίνουν σοβαροί αναλυτές– για μεγάλα τμήματα του αμερικανικού κατεστημένου, η μόνη διαφωνία με το Ισραήλ απλώς αφορά το χρόνο πραγματοποίησης της επίθεσης. Εκμεταλλευόμενο την προεκλογική αντιπαράθεση, το ισραηλινό λόμπι βρίσκεται σε κατάσταση φρενίτιδας, επιχειρώντας να επηρεάσει την αμερικανική κοινή γνώμη, αλλά κυρίως τους αμερικανούς πολιτικούς, υπέρ του πολέμου. Μέχρι σήμερα περισσότερο από το 1/3 των μελών της αμερικανικής γερουσίας έχει υποστηρίξει ένα μη δεσμευτικό ψήφισμα, που απαριθμεί τους λόγους για τους οποίους το Ιράν αποτελεί απειλή και προτρέπει τον Μπάρακ Ομπάμα να επιβεβαιώσει και πάλι πως οι ΗΠΑ δεν θα το αφήσουν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα.
Οι έντονες διεργασίες στο εσωτερικό της αμερικανικής κυβέρνησης για τον καθορισμό της στάσης της απέναντι στο Ιράν, βγαίνουν ποικιλοτρόπως στην επιφάνεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «αμφιταλάντευση» του αμερικανού υπουργού Άμυνας Λέον Πανέτα, ο οποίος στις αρχές Ιανουαρίου δήλωνε πως «το Ιράν δεν αναπτύσσει πυρηνικά όπλα», ενώ στα τέλη του ίδιου μήνα προειδοποιούσε ότι «το Ιράν απέχει μόλις ένα χρόνο από την πυρηνική βόμβα». Μεγαλύτερη βαρύτητα έχουν άρθρα που δημοσιεύονται σε ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδες και αμφισβητούν ευθέως τόσο τις εκθέσεις της ΙΑΕΑ όσο και την ανάγκη για τον πόλεμο. «Πρόσφατες αναλύσεις αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών» εξηγούσαν την Παρασκευή οι Νιου Γιορκ Τάιμς «επιβεβαιώνουν τα συμπεράσματά τους από το 2007: Ότι το Ιράν έχει εγκαταλείψει το πρόγραμμα κατασκευής πυρηνικών όπλων εδώ και χρόνια. Τα συμπεράσματα αυτά είχαν επιβεβαιωθεί σε μεγάλο βαθμό και το 2010 και παραμένουν η ομόφωνη άποψη των 16 αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών».
Στο ίδιο το Ιράν, η απειλή του πολέμου συσπειρώνει τον πληθυσμό και ενισχύει τα αντιαμερικανικά αισθήματα ακόμα και μεταξύ των αντιπάλων της κυβέρνησης Αχμαντινετζάντ, όπως διαπίστωνε την Τετάρτη το γερμανικό περιοδικό Σπίγκελ. Με τη χώρα να μπαίνει στην τελική ευθεία για τις βουλευτικές εκλογές της 2ας Μαρτίου, οι πολίτες μοιάζουν όλο και περισσότερο θυμωμένοι – ιδιαίτερα βλέποντας την τιμή των φρούτων και της ζάχαρης να αυξάνεται κατακόρυφα κι αυτή του κρέατος να διπλασιάζεται το τελευταίο διάστημα. Πολλοί θεωρούν υποκριτικό μια χώρα όπως οι ΗΠΑ, με τόσο μεγάλο αριθμό πυρηνικών κεφαλών, να ζητά απ’ το Ιράν να θέσει τέλος στο πυρηνικό του πρόγραμμα. Όσο για την κοινή γνώμη στις υπόλοιπες χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, είναι χαρακτηριστικό ότι, λίγο πριν από την εξέγερση στην Ταχρίρ, το 80% δήλωνε πως η περιοχή θα ήταν πιο ασφαλής αν το Ιράν είχε πυρηνικά όπλα. Οι ίδιες δημοσκοπήσεις έδειχναν οτι μόλις το 10% των χωρών της περιοχής αντιλαμβάνονται το Ιράν ως απειλή.