Κρίση κεϋνσιανισμού και νεοφιλελευθερισμού
Σειρά από νέους όρους που εμφανίζονται, επιχειρεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο της εξαθλίωσης της σύγχρονης εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων: «πρεκαριάτο», «επισφάλεια», «νεόπτωχοι». Στην ουσία, έρχεται στο προσκήνιο μία βαθιά μαρξιστική ανάλυση. Η ζωή της εργατικής τάξης, κάτω από την καπιταλιστική κυριαρχία, κινείται ανάμεσα στη Σκύλλα της «σχετικής εξαθλίωσης» και στη Χάρυβδη της «απόλυτης εξαθλίωσης».
Ποιος από τους αστούς ιδεολόγους και πολιτικούς και κάποιους «ανανεωτές» του μαρξισμού, που τις «χρυσές» δεκαετίες του κεϋνσιανισμού (’60-’70) λοιδορούσαν τον Μαρξ για την αντίληψη της σύμφυτης στον καπιταλισμό τάσης για εξαθλίωση, θα φανταζόταν ότι η γραμμική εξέλιξη του καπιταλισμού, την οποία επέσειαν ως λάβαρο, θα αναστρεφόταν; Και ότι ο καπιταλισμός θα πρόβαλε, και μάλιστα σε μια εποχή εκρηκτικής επιστημονικοτεχνικής επανάστασης, το φρικαλέο πρόσωπο της εξαθλίωσης στη φυσική και απόλυτη μορφή της;
Υποτίθεται ότι για μια ακόμη φορά η αστική ιδεολογία είχε ανακαλύψει την αβασιμότητα (την είχε επινοήσει, δηλαδή) του μαρξισμού. Το σχήμα σκέψης ήταν, το εξής: Σε μίαν εποχή ρυθμισμένης ανάπτυξης του καπιταλισμού, σύγκλισης των τάξεων και γενικής ευημερίας, η θεωρία του Μαρξ για τη νομοτελειακή ταξική πάλη και την επανάσταση διαψευδόταν, αφού η θεωρία της εξαθλίωσης, στην οποία κατ’ αυτούς, ο Μαρξ θεμελίωνε την αναγκαιότητα της επανάστασης, είχε εν τοις πράγμασι αποδειχτεί αβάσιμη.
Πρόκειται βέβαια για ευτελή διαστρέβλωση. Ο Μαρξ προσέγγιζε την αθλιότητα (χειροτέρευση της κατάστασης της εργατικής τάξης) με διαλεκτική έννοια και ως σχετική και ως απόλυτη. Η εξαθλίωση είναι σχετική, γιατί ακόμη κι όταν ο εργάτης αποσπά καλύτερη αμοιβή, λόγω της συσσώρευσης, το κεφάλαιο αυξάνει τη δυσαναλογία του με την αμοιβή των εργατών. Όταν όμως το κεφάλαιο μειώνει την αμοιβή της εργατικής δύναμης, τότε επέρχεται απόλυτη χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, όπως στη σημερινή κρίση, η χειροτέρευση ωθείται στα ακραία όρια της φυσικής εξαθλίωσης, καθώς διακυβεύεται ακόμη κι η επιβίωση.
Παρά τις θριαμβολογίες των κεϋνσιανών (να τα βλέπουν οι όψιμοι θιασώτες του) και των νεοφιλελεύθερων (να τα βλέπουν οι τέως σοσιαλιστές) στη φάση της ευφορίας τους, ο καπιταλισμός παρέμεινε ανορθόλογος και απάνθρωπος. Η κρίση, η εκμετάλλευση, αλλά και η βαρβαρότητα είναι εγγεγραμμένη στο DNA του. Στην εκδοχή του ολοκληρωτικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, η επιθετικότητα κατά της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων οξύνθηκε αφόρητα σε έκταση και σε ένταση: Ανεργία, απολύσεις, ελαστική εργασία, μεγάλη μείωση αποδοχών, πρωτοφανής φορομπηξία, συντάξεις πείνας και παράταση του εργασιακού χρόνου, αύξηση του τιμάριθμου και μάλιστα στα βασικά είδη για τον εργαζόμενο και στις δημόσιες υπηρεσίες, καρατόμηση δικαιωμάτων προ δεκαετιών και αιώνος κατακτημένων (π.χ. μονιμότητα δημοσίων υπαλλήλων), γενικότερος αυταρχισμός (βλ. επιτροπεία). Οι πληγές του Φαραώ! Και δεν πρόκειται για ιδιαιτερότητα του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά για γενική επίθεση (με διαφορές βέβαια ανά χώρα) του καπιταλισμού ενάντια στο βιοτικό επίπεδο και τα δικαιώματα των εργαζομένων ακόμη και των ηγετικών καπιταλιστικών χωρών. Τι να πρωτοαναφέρει κανείς; Τα 23 εκατ. ανέργων στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Την πολύχρονη λιτότητα της εργατικής τάξης της Γερμανίας; Το 10,4% της ανεργίας στην ευρωζώνη; Την αδυναμία πρόσβασης εκατομμυρίων Αμερικανών στις υπηρεσίες υγείας ή τους άθλιους όρους ζωής των Κινέζων εργατών;
Tο κεφάλαιο στην αδυσώπητη επίθεσή του κατά της εργατικής τάξης έχει στρατηγικό στόχο: Να αλλάξει το συσχετισμό και να ενισχύσει την κυριαρχία του επ’ αυτής σταθερά και συνολικά (οικονομικά και πολιτικά). Στοχεύει στην αφαίμαξη περισσότερης υπεραξίας (σε αυξανόμενο βαθμό απόλυτης), στην υφαρπαγή εισοδήματος με πληθωρισμό και φορολογία, στην κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας, στη διεύρυνση του εφεδρικού στρατού (άνεργοι και επισφαλείς), στη δημιουργία αυταρχικού κλοιού στα εργασιακά και τα γενικότερα πολιτικά δικαιώματα, στην ψυχολογική αποδόμηση της εργατικής τάξης (απογοήτευση, φόβος, παθητικότητα) ώστε να παραιτηθεί από την ταξική πάλη για βελτιώσεις και την επαναστατική κορύφωσή της, αλλά και στην κηδεμόνευση της ελληνικής κοινωνίας από την ολιγαρχία του Βερολίνου και των Βρυξελλών. Θα μπορούσε κάποιος καλοπροαίρετος πολίτης να αναρωτηθεί γιατί το κεφάλαιο και οι μηχανισμοί του επιμένουν στην ίδια χρεοκοπημένη πολιτική των μνημονίων, δάνειο στο δάνειο, λιτότητα, ύφεση, ανεργία, αφού σύμφωνα και με τις δικές τους εκτιμήσεις, στην καλύτερη περίπτωση, η πολιτική αυτή θα επαναφέρει το χρέος στο 120% (150% σύμφωνα με την απόρρητη έκθεση του Τόμσεν στο ΔΝΤ), δηλαδή στο επίπεδο του 2009 προ Mνημονίου! (Πίθος των Δαναΐδων). Όμως οι Γερμανοί δεν παραφρόνησαν. Ασφαλώς, δεν εμπνέονται από μια «σωτήρια» πολιτική για την ανάταξη της Ελλάδας. Στόχος τους είναι η είσπραξη των δανεικών και μια λύση Λετονίας για τη χώρα μας: Δηλαδή μεγάλη ύφεση, εκτεταμένη φτώχεια, ανεργία εκατομμυρίων, ιδιοποίηση αντί πινακίου φακής του πλούτου της χώρας, με πιθανότητα μικρού πρωτογενούς πλεονάσματος μετά από πολλά χρόνια. Δηλαδή, μετατροπή της χώρας μαζί με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και ορισμένα «pigs» σε Ελντοράντο για το πολυεθνικό και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Γι’ αυτό οι τροϊκανοί με παρρησία διακηρύσσουν ότι στόχος των μνημονίων είναι να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά μας έναντι χωρών, όπως η Βουλγαρία... Η εξαθλίωση της εργατικής τάξης σήμερα συνδέεται, όπως τόνιζαν οι Μαρξ και Ένγκελς, μ’ ένα άλλο καταλυτικό φαινόμενο: Tην αβεβαιότητα της ύπαρξης. Αυτή η αβεβαιότητα κατατρύχει όχι μόνο αυτούς που έχουν πληγεί βαριά από την κρίση, αλλά κι αυτούς που ζουν κάπως καλύτερα, όπως για παράδειγμα έναν εργάτη που διατηρεί την εργασιακή του θέση ή έναν επαγγελματία που διατηρεί την επιχείρησή του. Και ο πρώτος όμως και ο δεύτερος λόγω της περιρρέουσας κατάστασης (λιτότητα, ύφεση) ζουν με το άγχος της καταστροφής. Γι’ αυτό επικρατεί μια γενικευμένη ανασφάλεια στον εργαζόμενο πληθυσμό, που τον διαβρώνει ψυχικά, αν δεν αντιδράσει. Χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια και ο όρος επισφάλεια και πρεκαριάτο (από τη λατινική λέξη precarius = αβέβαιος) για την προσωρινή απασχόληση, την ευέλικτη εργασία, την κινητικότητα μεταξύ εργασίας και ανεργίας. Χρησιμοποιείται επίσης ο όρος «νεόπτωχοι», για να περιγράψει τα στρώματα εκείνα, που μέσα στην κρίση καταστρέφονται οικονομικά και εξαθλιώνονται. Νομίζουμε ότι ο όρος χειροτέρευση (εξαθλίωση) και ανασφάλεια εκφράζουν βαθύτερα και σφαιρικότερα την κατάσταση της εργατικής τάξης στη συγκυρία, ενώ βέβαια και οι άλλοι όροι εκφράζουν συγκεκριμένα φαινόμενα. Με το νέο Mνημόνιο, που έχει στρατηγικό χαρακτήρα, η επιδείνωση της θέσης (οικονομική, κοινωνική, πολιτική) της εργατικής τάξης είναι η Κερκόπορτα, που θα προσφέρει τη χώρα βορά στην αδηφαγία των πολυεθνικών και των αγορών.
Κατά τη Γιούροστατ και την EΛΣTAT, η ανεργία στη χώρα μας ξεπέρασε ήδη το 20% (πραγματική 25%). Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η εμμονή στη μείωση των μισθών, την κατάργηση των δώρων, την περικοπή των συντάξεων εξυπηρετεί τα συμφέροντα και της εγχώριας αστικής τάξης, αλλά και των πολυεθνικών, που ακονίζουν μαχαίρια και πιρούνια για το μεγάλο φαγοπότι, με την ιδιοποίηση υπεραξίας και εθνικού πλούτου.
Ο ακραίος ταξικός χαρακτήρας της επίθεσης στο εισόδημα των εργαζομένων και των συνταξιούχων αποδεικνύεται και εξ αντιθέτου, με τρόπο μάλιστα που εκθέτει την τρόικα και τους εδώ μικροσυνεταίρους της. Μειώνουν στο όνομα πάλι της ανταγωνιστικότητας (με συναίνεση της ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ) το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων. Για την κάλυψη όμως της απώλειας των ασφαλιστικών ταμείων απαιτούν υψηλή αύξηση του ΦΠΑ βασικών αγαθών και τη μείωση της φορολογικής κλίμακας από 8 σε 4 επίπεδα, οδηγώντας στα ύψη την επιβάρυνση των μόνιμων φορολογικών υποζυγίων και υποθηκεύοντας τα ασφαλιστικά ταμεία. Το ωραίο είναι ότι ο Τόμσεν στην πρωθυπουργική εμφάνισή του (ο Παπαδήμος σιωπά) ομολόγησε (Καθημερινή) ότι ήταν λάθος της τρόικας η υπερβολή στη φορολόγηση! Τι αξία έχουν όμως ομολογίες και παραδοχές μπροστά στα κέρδη του κεφαλαίου;
Προκλητικά ταξική είναι και η απαίτηση της τρόικας για την κατάργηση του (μειωμένου από τον Λοβέρδο) ορίου απολύσεων, αλλά και για το κλείσιμο δημόσιων οργανισμών με την απόλυση του προσωπικού τους. Ήδη αποφασίστηκε η άμεση απόλυση 15 χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων. Όταν όμως η ύφεση θεριεύει και η ανεργία ξεπέρασε το 20% (και ανεπίσημα κατά Ρομπόλη το 25%), οι επιτηρητές ανάλγητα επιβάλλουν και θεσμοποιημένες (βάσει νόμων) απολύσεις, που θα επιτείνουν και την ύφεση!
Αντίθετα όμως, για τη φοροδιαφυγή των δεκάδων δισεκατομμυρίων στο εξωτερικό και το εσωτερικό, την εισφοροδιαφυγή (ένας στους τρεις εργαζόμενους είναι ανασφάλιστος), την απουσία ελεγκτικών μηχανισμών, δεν επιβάλλουν βίαια μέτρα, απλώς προβαίνουν σε ήπιες συστάσεις. Εξάλλου, με το μηχανισμό της νόμιμης φοροαπαλλαγής απαλλάσσουν τους καπιταλιστές από το μη μισθολογικό κόστος, ενώ με τις σαρωτικές μειώσεις μισθών γεμίζουν τα σεντούκια τους. Προφανώς, προλειαίνουν το έδαφος για επενδύσεις στη χώρα και κυρίως στις ΕΟΖ (Ειδικές Oικονομικές Zώνες) που ετοιμάζονται να εγκαθιδρύσουν στη χώρα μας, στις οποίες το κεφάλαιο θα δρα ασύδοτα, χωρίς κανένα έλεγχο με μορφές «νεοαποικιοκρατίας.
Το καθεστώς ασυδοσίας που μεθοδεύει το διεθνές κεφάλαιο ως βασική παράμετρο επιδιώκει και την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Το εργατικό δίκαιο έχει ήδη δεχτεί καίρια πλήγματα, όπως η κατάργηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, η απαγόρευση μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία (πρέπει να υπάρχει συναίνεση και της εργοδοτικής πλευράς) οι επιχειρησιακές συμβάσεις, η αύξηση απολύσεων με μείωση των αποζημιώσεων κ.ά. Τώρα όμως οι εκπρόσωποι των δανειστών μας σ’ ένα παραλήρημα νεοφιλελευθερισμού επιδιώκουν την πλήρη ευελιξία της αγοράς εργασίας, για να καταστήσουν ελκυστική τη χώρα μας για «επενδύσεις» και να αποφύγουν τις οχλήσεις από το εργατικό δυναμικό. Τώρα στο στόχαστρο έθεσαν τις κλααδικές συμβάσεις, που κατά κανόνα εξασφαλίζουν απολαβές κατά τι ανώτερες από την Eθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση. Περιόρισαν λοιπόν τη μετενέργεια (παράταση της συλλογικής σύμβασης) σε ένα τρίμηνο, μέχρι να υπογραφεί νέα σύμβαση.
Αν δεν υπάρξει νέα συμφωνία, θα υπογράφεται επιχειρησιακή σύμβαση ή ατομικές συμβάσεις, που θα είναι απαλλαγμένες από τις προβλέψεις της προηγούμενης σύμβασης. Επέβαλαν ακόμη την εξίσωση στους όρους εργασίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (εισηγμένες ΔΕΚΟ, τράπεζες, ΟΤΕ, ΔΕΗ) με μείωση στις αμοιβές, απολύσεις, περικοπή επιδομάτων, επιβολή μερικής απασχόλησης με διευθυντικό δικαίωμα! Αυτές οι κατ’ ευφημισμό «μεταρρυθμίσεις» δεν αποσκοπούν στον εξορθολογισμό των επιχειρήσεων, αλλά κατ’ επείγουσα εντολή των Βρυξελλών, στην ταχύτατη ιδιωτικοποίησή τους, ώστε να εξασφαλιστούν οι πιο ευνοϊκοί όροι για την αρπαγή τους από τις πολυεθνικές. Ωμή απόδειξη ότι τα μνημόνια εξυπηρετούν τα συμφέροντα των αγορών και όχι της ελληνικής κοινωνίας αποτελεί και η δημιουργία αυτόνομου ταμείου για το νέο δάνειο, που θα αναχρηματοδοτεί μόνο το χρέος μας. Αυτή την ιταμή ρύθμιση προσυπέγραψαν χωρίς αντίδραση οι γραικύλοι κυβερνώντες τη χώρα, όπως και την υπαγωγή της δανειακής σύμβασης στο αγγλικό δίκαιο, που επιτρέπει την εκποίηση της εθνικής περιουσίας. Η αιχμή της νεοφιλελεύθερης επίθεσης στρέφεται κατά της εργασίας. Δεν είναι μόνον η σύνθλιψη των εργασιακών δικαιωμάτων. Πολλοί κεφαλαιοκράτες δράττονται της ευκαιρίας, για να πραγματοποιήσουν αυθαίρετες απολύσεις και να ελαστικοποιήσουν στο έπακρο τις εργασιακές σχέσεις, για να αυξήσουν τα κέρδη τους και να εκβιάζουν τους εργάτες. Η ανεργία έχει ήδη ξεπεράσει το 20%.
Σοκάρει το ποσοστό ανεργίας των νέων. Πλησιάζουν το 50%! Αυξάνονται και οι μακροχρόνια άνεργοι. Παράλληλα, τείνει να κυριαρχήσει στον ιδιωτικό τομέα και βαθμιαία στο δημόσιο η επισφαλής - ευέλικτη μορφή εργασίας αντί της σταθερής και καθορισμένης. Ήδη το 2011 οι συμβάσεις πλήρους απασχόλησης αντιπροσώπευαν μόλις το 59%. Αλλά το ποσοστό αυτό είναι σαφώς μικρότερο, αφού οι εργοδότες απασχολούν τον εργαζόμενο κατά το δοκούν και τον αμείβουν κατά το δοκούν. Η εφευρετικότητα των επιχειρηματιών και των κρατικών παραγόντων στη δημιουργία ευέλικτων μορφών εργασίας είναι ανεξάντλητη: Μερική απασχόληση, εκ περιτροπής εργασία, σύμβαση, εργασία με «μπλοκάκι», εφεδρεία, ενοικίαση εργαζομένων, κοινωνική εργασία, σταζ κ.ά. Την επισφάλεια περιγράφει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο ως μορφή σχετικού υπερπληθυσμού που βρίσκεται μεταξύ εργασίας και ανεργίας. Η διαφορά είναι ότι στην εποχή του Μαρξ η επισφάλεια ήταν μια αυθόρμητη τάση του κεφαλαίου, ενώ στην εποχή μας αποτελεί μια κρατικά σχεδιασμένη και θεσμοποιημένη πολιτική, που τείνει να κυριαρχήσει στις εργασιακές σχέσεις, ιδίως του ιδιωτικού τομέα.
Tο κεφάλαιο στην αδυσώπητη επίθεσή του κατά της εργατικής τάξης έχει στρατηγικό στόχο: Να αλλάξει το συσχετισμό και να ενισχύσει την κυριαρχία του επ’ αυτής σταθερά και συνολικά (οικονομικά και πολιτικά). Στοχεύει στην αφαίμαξη περισσότερης υπεραξίας (σε αυξανόμενο βαθμό απόλυτης), στην υφαρπαγή εισοδήματος με πληθωρισμό και φορολογία, στην κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας, στη διεύρυνση του εφεδρικού στρατού (άνεργοι και επισφαλείς), στη δημιουργία αυταρχικού κλοιού στα εργασιακά και τα γενικότερα πολιτικά δικαιώματα, στην ψυχολογική αποδόμηση της εργατικής τάξης (απογοήτευση, φόβος, παθητικότητα) ώστε να παραιτηθεί από την ταξική πάλη για βελτιώσεις και την επαναστατική κορύφωσή της, αλλά και στην κηδεμόνευση της ελληνικής κοινωνίας από την ολιγαρχία του Βερολίνου και των Βρυξελλών. Θα μπορούσε κάποιος καλοπροαίρετος πολίτης να αναρωτηθεί γιατί το κεφάλαιο και οι μηχανισμοί του επιμένουν στην ίδια χρεοκοπημένη πολιτική των μνημονίων, δάνειο στο δάνειο, λιτότητα, ύφεση, ανεργία, αφού σύμφωνα και με τις δικές τους εκτιμήσεις, στην καλύτερη περίπτωση, η πολιτική αυτή θα επαναφέρει το χρέος στο 120% (150% σύμφωνα με την απόρρητη έκθεση του Τόμσεν στο ΔΝΤ), δηλαδή στο επίπεδο του 2009 προ Mνημονίου! (Πίθος των Δαναΐδων). Όμως οι Γερμανοί δεν παραφρόνησαν. Ασφαλώς, δεν εμπνέονται από μια «σωτήρια» πολιτική για την ανάταξη της Ελλάδας. Στόχος τους είναι η είσπραξη των δανεικών και μια λύση Λετονίας για τη χώρα μας: Δηλαδή μεγάλη ύφεση, εκτεταμένη φτώχεια, ανεργία εκατομμυρίων, ιδιοποίηση αντί πινακίου φακής του πλούτου της χώρας, με πιθανότητα μικρού πρωτογενούς πλεονάσματος μετά από πολλά χρόνια. Δηλαδή, μετατροπή της χώρας μαζί με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και ορισμένα «pigs» σε Ελντοράντο για το πολυεθνικό και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Γι’ αυτό οι τροϊκανοί με παρρησία διακηρύσσουν ότι στόχος των μνημονίων είναι να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά μας έναντι χωρών, όπως η Βουλγαρία... Η εξαθλίωση της εργατικής τάξης σήμερα συνδέεται, όπως τόνιζαν οι Μαρξ και Ένγκελς, μ’ ένα άλλο καταλυτικό φαινόμενο: Tην αβεβαιότητα της ύπαρξης. Αυτή η αβεβαιότητα κατατρύχει όχι μόνο αυτούς που έχουν πληγεί βαριά από την κρίση, αλλά κι αυτούς που ζουν κάπως καλύτερα, όπως για παράδειγμα έναν εργάτη που διατηρεί την εργασιακή του θέση ή έναν επαγγελματία που διατηρεί την επιχείρησή του. Και ο πρώτος όμως και ο δεύτερος λόγω της περιρρέουσας κατάστασης (λιτότητα, ύφεση) ζουν με το άγχος της καταστροφής. Γι’ αυτό επικρατεί μια γενικευμένη ανασφάλεια στον εργαζόμενο πληθυσμό, που τον διαβρώνει ψυχικά, αν δεν αντιδράσει. Χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια και ο όρος επισφάλεια και πρεκαριάτο (από τη λατινική λέξη precarius = αβέβαιος) για την προσωρινή απασχόληση, την ευέλικτη εργασία, την κινητικότητα μεταξύ εργασίας και ανεργίας. Χρησιμοποιείται επίσης ο όρος «νεόπτωχοι», για να περιγράψει τα στρώματα εκείνα, που μέσα στην κρίση καταστρέφονται οικονομικά και εξαθλιώνονται. Νομίζουμε ότι ο όρος χειροτέρευση (εξαθλίωση) και ανασφάλεια εκφράζουν βαθύτερα και σφαιρικότερα την κατάσταση της εργατικής τάξης στη συγκυρία, ενώ βέβαια και οι άλλοι όροι εκφράζουν συγκεκριμένα φαινόμενα. Με το νέο Mνημόνιο, που έχει στρατηγικό χαρακτήρα, η επιδείνωση της θέσης (οικονομική, κοινωνική, πολιτική) της εργατικής τάξης είναι η Κερκόπορτα, που θα προσφέρει τη χώρα βορά στην αδηφαγία των πολυεθνικών και των αγορών.
Κατά τη Γιούροστατ και την EΛΣTAT, η ανεργία στη χώρα μας ξεπέρασε ήδη το 20% (πραγματική 25%). Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η εμμονή στη μείωση των μισθών, την κατάργηση των δώρων, την περικοπή των συντάξεων εξυπηρετεί τα συμφέροντα και της εγχώριας αστικής τάξης, αλλά και των πολυεθνικών, που ακονίζουν μαχαίρια και πιρούνια για το μεγάλο φαγοπότι, με την ιδιοποίηση υπεραξίας και εθνικού πλούτου.
Ο ακραίος ταξικός χαρακτήρας της επίθεσης στο εισόδημα των εργαζομένων και των συνταξιούχων αποδεικνύεται και εξ αντιθέτου, με τρόπο μάλιστα που εκθέτει την τρόικα και τους εδώ μικροσυνεταίρους της. Μειώνουν στο όνομα πάλι της ανταγωνιστικότητας (με συναίνεση της ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ) το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων. Για την κάλυψη όμως της απώλειας των ασφαλιστικών ταμείων απαιτούν υψηλή αύξηση του ΦΠΑ βασικών αγαθών και τη μείωση της φορολογικής κλίμακας από 8 σε 4 επίπεδα, οδηγώντας στα ύψη την επιβάρυνση των μόνιμων φορολογικών υποζυγίων και υποθηκεύοντας τα ασφαλιστικά ταμεία. Το ωραίο είναι ότι ο Τόμσεν στην πρωθυπουργική εμφάνισή του (ο Παπαδήμος σιωπά) ομολόγησε (Καθημερινή) ότι ήταν λάθος της τρόικας η υπερβολή στη φορολόγηση! Τι αξία έχουν όμως ομολογίες και παραδοχές μπροστά στα κέρδη του κεφαλαίου;
Προκλητικά ταξική είναι και η απαίτηση της τρόικας για την κατάργηση του (μειωμένου από τον Λοβέρδο) ορίου απολύσεων, αλλά και για το κλείσιμο δημόσιων οργανισμών με την απόλυση του προσωπικού τους. Ήδη αποφασίστηκε η άμεση απόλυση 15 χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων. Όταν όμως η ύφεση θεριεύει και η ανεργία ξεπέρασε το 20% (και ανεπίσημα κατά Ρομπόλη το 25%), οι επιτηρητές ανάλγητα επιβάλλουν και θεσμοποιημένες (βάσει νόμων) απολύσεις, που θα επιτείνουν και την ύφεση!
Αντίθετα όμως, για τη φοροδιαφυγή των δεκάδων δισεκατομμυρίων στο εξωτερικό και το εσωτερικό, την εισφοροδιαφυγή (ένας στους τρεις εργαζόμενους είναι ανασφάλιστος), την απουσία ελεγκτικών μηχανισμών, δεν επιβάλλουν βίαια μέτρα, απλώς προβαίνουν σε ήπιες συστάσεις. Εξάλλου, με το μηχανισμό της νόμιμης φοροαπαλλαγής απαλλάσσουν τους καπιταλιστές από το μη μισθολογικό κόστος, ενώ με τις σαρωτικές μειώσεις μισθών γεμίζουν τα σεντούκια τους. Προφανώς, προλειαίνουν το έδαφος για επενδύσεις στη χώρα και κυρίως στις ΕΟΖ (Ειδικές Oικονομικές Zώνες) που ετοιμάζονται να εγκαθιδρύσουν στη χώρα μας, στις οποίες το κεφάλαιο θα δρα ασύδοτα, χωρίς κανένα έλεγχο με μορφές «νεοαποικιοκρατίας.
Το καθεστώς ασυδοσίας που μεθοδεύει το διεθνές κεφάλαιο ως βασική παράμετρο επιδιώκει και την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Το εργατικό δίκαιο έχει ήδη δεχτεί καίρια πλήγματα, όπως η κατάργηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, η απαγόρευση μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία (πρέπει να υπάρχει συναίνεση και της εργοδοτικής πλευράς) οι επιχειρησιακές συμβάσεις, η αύξηση απολύσεων με μείωση των αποζημιώσεων κ.ά. Τώρα όμως οι εκπρόσωποι των δανειστών μας σ’ ένα παραλήρημα νεοφιλελευθερισμού επιδιώκουν την πλήρη ευελιξία της αγοράς εργασίας, για να καταστήσουν ελκυστική τη χώρα μας για «επενδύσεις» και να αποφύγουν τις οχλήσεις από το εργατικό δυναμικό. Τώρα στο στόχαστρο έθεσαν τις κλααδικές συμβάσεις, που κατά κανόνα εξασφαλίζουν απολαβές κατά τι ανώτερες από την Eθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση. Περιόρισαν λοιπόν τη μετενέργεια (παράταση της συλλογικής σύμβασης) σε ένα τρίμηνο, μέχρι να υπογραφεί νέα σύμβαση.
Αν δεν υπάρξει νέα συμφωνία, θα υπογράφεται επιχειρησιακή σύμβαση ή ατομικές συμβάσεις, που θα είναι απαλλαγμένες από τις προβλέψεις της προηγούμενης σύμβασης. Επέβαλαν ακόμη την εξίσωση στους όρους εργασίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (εισηγμένες ΔΕΚΟ, τράπεζες, ΟΤΕ, ΔΕΗ) με μείωση στις αμοιβές, απολύσεις, περικοπή επιδομάτων, επιβολή μερικής απασχόλησης με διευθυντικό δικαίωμα! Αυτές οι κατ’ ευφημισμό «μεταρρυθμίσεις» δεν αποσκοπούν στον εξορθολογισμό των επιχειρήσεων, αλλά κατ’ επείγουσα εντολή των Βρυξελλών, στην ταχύτατη ιδιωτικοποίησή τους, ώστε να εξασφαλιστούν οι πιο ευνοϊκοί όροι για την αρπαγή τους από τις πολυεθνικές. Ωμή απόδειξη ότι τα μνημόνια εξυπηρετούν τα συμφέροντα των αγορών και όχι της ελληνικής κοινωνίας αποτελεί και η δημιουργία αυτόνομου ταμείου για το νέο δάνειο, που θα αναχρηματοδοτεί μόνο το χρέος μας. Αυτή την ιταμή ρύθμιση προσυπέγραψαν χωρίς αντίδραση οι γραικύλοι κυβερνώντες τη χώρα, όπως και την υπαγωγή της δανειακής σύμβασης στο αγγλικό δίκαιο, που επιτρέπει την εκποίηση της εθνικής περιουσίας. Η αιχμή της νεοφιλελεύθερης επίθεσης στρέφεται κατά της εργασίας. Δεν είναι μόνον η σύνθλιψη των εργασιακών δικαιωμάτων. Πολλοί κεφαλαιοκράτες δράττονται της ευκαιρίας, για να πραγματοποιήσουν αυθαίρετες απολύσεις και να ελαστικοποιήσουν στο έπακρο τις εργασιακές σχέσεις, για να αυξήσουν τα κέρδη τους και να εκβιάζουν τους εργάτες. Η ανεργία έχει ήδη ξεπεράσει το 20%.
Σοκάρει το ποσοστό ανεργίας των νέων. Πλησιάζουν το 50%! Αυξάνονται και οι μακροχρόνια άνεργοι. Παράλληλα, τείνει να κυριαρχήσει στον ιδιωτικό τομέα και βαθμιαία στο δημόσιο η επισφαλής - ευέλικτη μορφή εργασίας αντί της σταθερής και καθορισμένης. Ήδη το 2011 οι συμβάσεις πλήρους απασχόλησης αντιπροσώπευαν μόλις το 59%. Αλλά το ποσοστό αυτό είναι σαφώς μικρότερο, αφού οι εργοδότες απασχολούν τον εργαζόμενο κατά το δοκούν και τον αμείβουν κατά το δοκούν. Η εφευρετικότητα των επιχειρηματιών και των κρατικών παραγόντων στη δημιουργία ευέλικτων μορφών εργασίας είναι ανεξάντλητη: Μερική απασχόληση, εκ περιτροπής εργασία, σύμβαση, εργασία με «μπλοκάκι», εφεδρεία, ενοικίαση εργαζομένων, κοινωνική εργασία, σταζ κ.ά. Την επισφάλεια περιγράφει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο ως μορφή σχετικού υπερπληθυσμού που βρίσκεται μεταξύ εργασίας και ανεργίας. Η διαφορά είναι ότι στην εποχή του Μαρξ η επισφάλεια ήταν μια αυθόρμητη τάση του κεφαλαίου, ενώ στην εποχή μας αποτελεί μια κρατικά σχεδιασμένη και θεσμοποιημένη πολιτική, που τείνει να κυριαρχήσει στις εργασιακές σχέσεις, ιδίως του ιδιωτικού τομέα.
Διαπάλη εντός της εργατικής τάξης
ΟΡΓΗ ΚΑΙ ΑΓΩΝΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ, ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ ΥΠΟΤΑΓΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ
Η χειροτέρευση του επιπέδου ζωής και εργασίας (μείωση αμοιβής στα όρια της επιβίωσης, κατάργηση δικαιωμάτων, ανεργία, επισφάλεια, αβεβαιότητα και άγχος επιβίωσης) πώς επιδρά στη συνείδηση; Κάποιες αναλύσεις αντιλαμβάνονται ως αυτόματη τη σχέση κοινωνικού είναι και συνείδησης. Θεωρούν ότι η εργατική τάξη και τα καταστρεφόμενα μεσαία στρώματα δεν ενσωματώνονται στην αστική κοινωνία, αφού η ζωή και η εργασία τους στον καπιταλισμό συνολικά επιδεινώνεται (οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά) σε αντίθεση με την ενσωματωμένη στον καπιταλισμό εργατική τάξη της χρυσής τριακονταετίας του καπιταλισμού (1945-1975). Είναι λοιπόν στο «απ’ έξω» (out-siders) και όχι στο «μέσα» της αστικής κοινωνίας. Είναι, επομένως, υποστήριζαν και υποστηρίζουν ορισμένοι, η εργατική τάξη στην πλειοψηφία της πλέον, και όχι κάποια περιθωριοποιημένα στρώματά της, η εργατική τάξη, που, όπως έλεγε ο Μαρξ, «δεν έχει να χάσει παρά τις αλυσίδες της». Η άθλια ζωή, η οργή και η αγανάκτηση αποτελούν τη θρυαλλίδα, που θα προκαλέσει την επαναστατική έκρηξη.
Αυτή η άποψη φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τις εκρήξεις νεανικών κινημάτων στα λαϊκά προάστεια των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων (Λονδίνο, Παρίσι, τα τελευταία χρόνια). Μια τέτοια τάση εντοπίζουν και τρέμουν και αστοί ιδεολόγοι, φοβούμενοι ότι η ένταση της εκμετάλλευσης και ιδίως η εφιαλτική ανεργία των νέων μπορεί να αποτελέσει το «προσάναμμα» «που μπορεί εύκολα να μας σπρώξει στον γκρεμό μιας εμφύλιας σύρραξης». Γι’ αυτό κραυγάζουν ότι «πρέπει επειγόντως να βρεθούν δουλειές για τις στρατιές των ανέργων» (Καθημερινή 1/2/2012). Την ίδια ταξική και συστημική αγωνία, μέσα από έναν ανθρωπιστικό τόνο, εκφράζει και ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος στο γνωστό μήνυμά του. Αυτή η άποψη είναι μονόπλευρη και απλουστευτική. Ούτε είναι σωστό όμως να παραλληλίζεται η σημερινή εξαθλιωμένη εργατική τάξη με το λούμπεν προλεταριάτο, που περιέγραφαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, θεωρώντας το «προϊόν σαπίλας» της αστικής κοινωνίας, που έχει χάσει τη συνείδησή του και «είναι πάντα πρόθυμο να πουληθεί για αντιδραστικές ενέργειες». Ο Μαρξ και ο Ένγκελς μιλάνε για ένα συγκεκριμένο περιθωριακό στρώμα που έχει χάσει την ταξική, αλλά και την ηθική του συνείδηση.
Σήμερα όμως, μιλάμε για εξαθλίωση και ανασφάλεια της μεγάλης πλειοψηφίας της εργατικής τάξης. Αυτή είναι η μεγάλη και ενδιαφέρουσα διαφορά, αν δηλαδή από την ψυχική εκρηκτικότητα του εργάτη σήμερα, προκύψει μια επαναστατική εκρηκτικότητα. Όντως στη συνείδηση της εργατικής τάξης συγκρούονται δύο αντίρροπες τάσεις, όχι ξεκαθαρισμένες πολιτικά. Από τη μια, η οργή, η αγανάκτηση, η συγκρουσιακή διάθεση με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, από την άλλη η απογοήτευση, η παθητικότητα και το χειρότερο, μια ουτοπική ελπίδα επανόδου στην πρότερη καλύτερη κατάσταση, βασισμένη στην ατομική λύση και την επιβίωση μέσα στο σύστημα με τους όρους του. Υπάρχει μάλιστα ένα τμήμα ανέργων κυρίως και γενικότερα νεόπτωχων και άστεγων και μεταναστών, που διαρκώς αυξάνει και τείνει να εξαρτηθεί από ιδρύματα (εκκλησίες κυρίως) και ΜΚΟ (κρατικοδίαιτες ιδίως), που προσπαθούν να υποκαταστήσουν το ανύπαρκτο κράτος πρόνοιας. Αυτό το στρώμα αν εμπλακεί σε μια τέτοια σχέση, κινδυνεύει να αποκτήσει συνείδηση λούμπεν, κυρίως με την έννοια της απώλειας της ταξικής συνείδησης, της συλλογικότητας, του αγωνιστικού πνεύματος, της αυτοεκτίμησης. Η ζωή του θα επικεντρώνεται σ’ έναν αγώνα επιβίωσης, που δεν είναι όμως αγώνας συλλογικός και ατομικός για την αποτελματοποίηση του, αλλά παθητική εξάρτηση από συστημικούς μηχανισμούς. Δεν οδηγεί λοιπόν η εξαθλίωση αυτόματη στην ταξική συνειδητοποίηση.
ΕΡΓΑΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ
Άμπωτις και πλημμυρίδα
«Αν ξυπνήσεις μονομιάς, θάρθει ανάποδα ο ντουνιάς» (Κ. Βάρναλης). Την αντιφατική αντίδραση του εργάτη στην υποβάθμισή του, και ιδίως στην ανεργία και την επισφάλεια, τονίζουν ορισμένοι διανοούμενοι, όπως ο Πιερ Mπουρντιέ, στο Αντίθεση πυρών. Η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια κυριαρχεί στη ζωή και τη συνείδηση του εργάτη, του πρεκάριου (επισφαλώς εργαζόμενου) του άνεργου. Αυθόρμητα τείνει προς τη σύγκρουση με το καθεστώς που ευθύνεται για την άθλια ζωή του, αλλά και προς την ένταξη σε αυτό, επιθυμώντας να διατηρήσει τη θέση εργασίας που κατέχει ή να την αποκτήσει ή να την αποκτήσει πάλι. Η κυριαρχία της δεύτερης τάσης τον ωθεί σε υποχωρήσεις ή και υποταγή στις απαιτήσεις του εργοδότη (αμοιβή πείνας, ανασφάλιστη εργασία, άρνηση διεκδικήσεων και αγώνων). Είναι κι αυτή η στάση μια προσπάθεια ενσωμάτωσης στο σύστημα, στοιχειώδης όμως και ρευστή (ανεργία, επισφάλεια, μείωση αμοιβής), που απέχει παρασάγγας από την ενσωμάτωση του ’50-’70, που όντως έδενε τον εργάτη με τις αλυσίδες της ευημερίας και της εργασιακής ασφάλειας. Βέβαια, κι αυτή η «ψευτοενσωμάτωση» καλλιεργεί τον ατομικισμό, την αυταπάτη, την ερωτροπία μ’ ένα καθεστώς που τους απωθεί και τους εξευτελίζει. Και, αντίστροφα, τους απομακρύνει από το συλλογικό αγώνα για μια άλλη διαχείριση του μέλλοντός τους, σε αντιπαράθεση με την κοινωνία που κάνει ανυπόφορη τη ζωή τους, από τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, την αξιοπρέπεια, την ελευθερία τους σε μιαν άλλη κοινωνία ορθλολογική κι ανθρωπινή. Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι οι παράγοντες που εξαθλιώνουν σήμερα τον εργάτη και που –δυστυχώς γι’ αυτόν– θα εξακολουθήσουν για πολύ χρόνο να τον εξαθλιώνουν, ενσπείρουν αυθόρμητα στην ψυχή του την οργή, την αγανάκτηση, την εξεγερτική παρόρμηση. Από την άλλη όμως γεννιέται αυθόρμητα και μια τάση παθητικότητας, αμηχανίας, απογοήτευσης ή και στοιχειώδους ενσωμάτωσης στο σύστημα. Αυτές οι αντίρροπες τάσεις διαμορφώνονται στη συνείδηση του εργαζόμενου αυθόρμητα από την ίδια τη θέση του στην κοινωνία (ρευστότητα εργασίας, βιοτικό επίπεδο, κοινωνική θέση) αλλά και της τεθλασμένης αντανάκλασης του αγώνα, ανάμεσα στην αστική και εργατική ιδεολογία. Αυτές οι τάσεις συνυπάρχουν, ακόμη κι όταν επικρατήσει (αν επικρατήσει) η μια ή η άλλη. Η εξαθλίωση από τη μια και η απότομη και ραγδαία πτώχευση, τα προσόντα και η απαξίωσή τους (ιδίως των νέων), ο περιρρέων πλούτος και η στέρηση του στοιχειώδους, από την άλλη, οδηγεί σε παροξυσμό την αντίθεση των δύο τάσεων. Γι’ αυτό, παρουσιάζεται το φαινόμενο μια περίοδο αδράνειας και αναδίπλωσης να τη διαδέχεται μια περίοδος εκρηκτικής ανάπτυξης των αγώνων ή ακόμη και εξεγερσιακών εκδηλώσεων.
Το φαινόμενο πλημμυρίδας - άμπτωτης μάλλον περιγράφει και το κίνημα της εποχής του Mνημονίου. Άνοδος του κινήματος (πλατείες, μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις τέλους Οκτώβρη – υποχωρήσεις του κινήματος). Γι’ αυτό (συνηγορεί βέβαια και η ιστορία), ούτε μια γραμμική αντίληψη της ταξικής πάλης επιβεβαιώνεται ούτε η απαξίωσή της (απολυτοποίηση της ψυχικής κατάπτωσης και ενσωματωτικής τάσης).
Πάντως, το καθοριστικό για το μαρξισμό δεν είναι ούτε η άθλια ζωή του εργάτη, ούτε οι αυθόρμητες χειραφετητικές ή ενσωματωτικές τάσεις, στη συνείδησή του. Ο μαρξισμός δεν είναι θεωρία της εξαθλίωσης (μερικοί χυδαίοι υποστηρίζουν ότι τα μαρξιστικά κόμματα την επιδιώκουν για την εργατική τάξη). Ούτε είναι θεωρία του αυθόρμητου. Θεμελιώνεται στη δομική αντίθεση της εργατικής τάξης που παράγει τον πλούτο και του κεφαλαίου που τον ιδιοποιείται. Αυτή η αντίθεση δεν «καταργείται» ούτε όταν βελτιώνεται σχετικά η κατάσταση της εργατικής τάξης ούτε με την αυθόρμητη συνείδηση ή και πράξη. Πρέπει να συνειδητοποιείται η βασική αντίθεση του καπιταλισμού, η βασική ταξική αντίθεση που συνυπάρχει με αυτήν, η συγκρότηση στρατηγικής (σκοπός) και τακτικής (μέσο) για την ανατροπή του ανορθόλογου και απάνθρωπου καπιταλισμού. Όμως, για να κατακτηθεί αυτή η γνώση και να μετατραπεί σε υλική δύναμη της εργατικής τάξης, χρειάζεται το πρωτοπόρο κομμάτι της (κόμμα) όχι για να την υποκαθιστά, αλλά για να τη συνδράμει στο επαναστατικό έργο της.