Ένας χρόνος αγώνες κατά του Μνημονίου
ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΣΙΚΑΓΟ
Η πρώτη Πρωτομαγιά του Μνημονίου, βρίσκει τους εργαζόμενους μπροστά στην πλήρη έξαρση του ακήρυχτου κοινωνικού πολέμου, που έχουν εξαπολύσει το αστικό πολιτικό σύστημα, η τρόικα και το ελληνικό κεφάλαιο. Το ομολογούν οι 1.000.000 άνεργοι, οι δεκάδες χιλιάδες απολυμένοι, οι ορδές των συμβασιούχων και των εκ περιτροπής απασχολούμενων, οι εκβιαζόμενοι και πανταχόθεν διαπομπευόμενοι δημόσιοι υπάλληλοι, οι εξαθλιωμένοι μετανάστες. Το μαρτυρά η απόγνωση της λαϊκής οικογένειας που της στερούν όχι μόνο μισθό, δουλειά, σύνταξη, αλλά και το δωρεάν σχολείο ή νοσοκομείο, ακόμα και τη βόλτα στην ύπαιθρο (με την απλησίαστη βενζίνη και τα πανάκριβα διόδια).
ΜΙΧΑΛΗΣ ΡΙΖΟΣ
Η εργατική τάξη στενάζει, οργίζεται, ανησυχεί. Γνωρίζει πολύ καλά ότι τα δύο πρώτα κύματα της επίθεσης αποτέλεσαν τους «χειρουργικού τύπου αεροπορικούς βομβαρδισμούς» –σύμφωνα με την ορολογία που καθιέρωσε η ιμπεριαλιστική πολεμική μηχανή των ΗΠΑ και της ΕΕ– και ότι τώρα αρχίζουν οι «χερσαίες επιχειρήσεις», με στόχο την υπερδεκαετή κατοχή, ασφυκτική υποτίμηση (και επιτήρηση) της εργατικής δύναμης και των δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα όμως πολιτικοποιείται και (ξανα)οργανώνεται. Πολλά τμήματα, ειδικά της νέας βάρδιας, βαφτίζονται στο κίνημα και τους αγώνες, κάτω από ιδιαίτερα σκληρές και ιδιόμορφες συνθήκες.
Η εργατική Πρωτομαγιά, η μέρα που οι κολασμένοι της Γης όρθωσαν το ανάστημά τους, διεκδίκησαν και κατάκτησαν μέρος του εργάσιμου χρόνου που σφετεριζόταν το κεφάλαιο, δημιουργώντας ένα στρατηγικό πλήγμα στο καθεστώς εκμετάλλευσης, είναι μέρα απολογισμού, αναπόφευκτης σύγκρισης με το ηρωικό παρελθόν του εργατικού κινήματος, κυρίως όμως γόνιμου προβληματισμού για τις τιτάνιες μάχες που θα ακολουθήσουν. Ας μην ξεχνάμε πάντως ότι το Σικάγο του 1886, όπως και η παρισινή κομμούνα λίγο νωρίτερα, ξέσπασαν σε συνθήκες βαθιάς καπιταλιστικής και πολιτικής κρίσης. Και ότι οι εργάτες εκείνης της εποχής τόλμησαν και έθεσαν –σε συνθήκες κρίσης επαναλαμβάνουμε– επιθετικούς στόχους προς κατάκτηση, που είτε αφορούσαν τον πυρήνα της εκμετάλλευσης (8ωρο με αυξήσεις μισθών) είτε το ζήτημα της εξουσίας, την επαναστατική δηλαδή ανατροπή του σάπιου συνταγματικού «απολυταρχισμού - κοινοβουλευτισμού» από τη δημοκρατία και το κράτος των αιρετών, ανακλητών και με τον μέσο εργατικό μισθό αμειβόμενων αντιπροσώπων. Αυτές οι μεγαλειώδεις μάχες, μέσα από την αντίφαση νίκης και ήττας, ωρίμασαν το μαρξιστικό εργατικό κίνημα, έβαλαν τα θεμέλια για τη μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση και την εποποιία του κομμουνιστικού κινήματος των αρχών του 20ού αιώνα.
Αντίθετα με αυτό που συχνά ακούγεται, ότι δηλαδή «δεν κουνιέται φύλλο», τολμάμε να πούμε ότι το χρόνο που πέρασε και μέσα στο σοκ και δέος της αρχικής (απρόσμενης για πολλούς!) επίθεσης, διαμορφώθηκαν οι συνθήκες σε πρωτοπόρες πτέρυγες για μια νέα δυναμική επανεκκίνηση του κινήματος, για αναμέτρηση με στρατηγικό τρόπο, όπως ταιριάζει άλλωστε στην περίοδο που διανύουμε.
Ας ξεχωρίσουμε ορισμένα θετικά χαρακτηριστικά. Πράγματι, και ενώ κατά βάση οι αγώνες όλης της κλίμακας, από τις γενικές απεργίες μέχρι τις καθημερινές αναμετρήσεις στους χώρους δουλειάς, δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τα πολιτικά νομοθετήματα ή τις επιλογές της εργοδοσίας, έστειλαν, ηχηρά σε πολλές περιπτώσεις, το μήνυμα της ανυπακοής, της μη συναίνεσης στα μέτρα, το μήνυμα «δεν θα πληρώσουμε εμείς την κρίση του συστήματος». Παράλληλα οι μάχες αυτές, παρότι απείχαν αρκετά από το να κινητοποιήσουν τα εκατομμύρια της εγχώριας εργατικής τάξης, των Ελλήνων και ξένων εργατών, δεν ήταν κινητοποιήσεις μαχητικών μειοψηφιών όπως χυδαία αναφέρουν τα καθεστωτικά ΜΜΕ και οι αντιδραστικοί κυβερνητικοί υπάλληλοι του ΠΑΣΟΚ. Κινητοποίησαν δεκάδες χιλιάδες, είχαν μαζική, πλειοψηφική θα έλεγε κανείς απήχηση, στήριξη και ανοχή, στερέωσαν τους δεσμούς της ριζοσπαστικής πρωτοπορίας με ευρύτερες μάζες. Ο ίδιος ο αριθμός των απεργιών, το μέγεθός τους, η συμμετοχή νέων κλάδων δείχνει ξεκάθαρα αυτή την τάση. Ξεχωριστό στοιχείο ήταν επίσης το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των απεργιών και των κινητοποιήσεων έγινε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ (στην ουσία αξιοποιούσαν μόνο τη σφραγίδα τους) σε ό,τι αφορά την πολιτική τους κατεύθυνση, τα συνθήματα, τις μορφές πάλης, τη συγκρότηση των διαδηλώσεων, την αλληλεγγύη και το συντονισμό στη βάση. Τέλος, αξιόλογα βήματα έγιναν και στον τομέα της πολιτικοποίησης. Μάχη τη μάχη, απεργία την απεργία, ο κόσμος συνειδητοποιούσε και το εκδήλωνε στο δρόμο, πρώτον, ότι η επίθεση είναι συνολική, δεύτερον, στρεφόταν και κατά της ΕΕ (σε πείσμα όσων μίλαγαν μόνο για το κακό ΔΝΤ) της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και τους «κλέφτες» πολιτικούς. Τρίτον, απαιτούσε διαγραφή του χρέους, ρήξη με τους τραπεζίτες και τα κέρδη. Και τέταρτον, εξέφραζε την οργή του κατά της κοινοβουλευτικής χούντας, της βίας των ΜΑΤ και των ΜΜΕ, της ωμής καταπάτησης των λαϊκών, δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Θεωρούμε ότι τα τέσσερα αυτά βασικά χαρακτηριστικά, τα οποία θα ενταθούν το αμέσως επόμενο διάστημα, ενώ προφανώς δεν είναι αρκετά για να ανατρέψουν την επίθεση, αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία «αλλαγής σελίδας», κρίκους πάνω στους οποίους μπορεί να αναγεννηθεί με πιο γοργούς ρυθμούς το νέο, ταξικό εργατικό κίνημα. Δημιουργούν ήδη πολιτικό ζήτημα και κλονισμό στην κυβέρνηση, ανησυχούν ιδιαίτερα τους αστούς αναλυτές, δημιουργούν αναταράξεις στη λαϊκή βάση όλων των κομμάτων.
Τα πράγματα όμως κρέμονται σε μια κλωστή, όλα κινούνται σε μια ασταθή ισορροπία. Παρά τα ποιοτικά αυτά βήματα, ο συσχετισμός δύναμης έχει αλλάξει οριακά μόνο κατεύθυνση, η εργατική συνείδηση και το κίνημα μένει μετέωρο και αμήχανο. Εκεί που λες ότι χρειάζεται μια σπίθα για να δυναμώσει η κοινωνική φωτιά, εκεί δείχνει το καύσιμο να μην επαρκεί. Σύντομα το εργατικό κίνημα θα βρεθεί σε ακόμα πιο σκληρά και πρωτοφανέρωτα διλήμματα και οι απαιτήσεις από την αντικαπιταλιστική Αριστερά και τις ριζοσπαστικές ταξικές δυνάμεις θα είναι τεράστιες. Τι μπορεί να γίνει;
Καταρχήν, πρέπει να έχουμε συνείδηση ότι θα δυναμώσουν τα στοιχεία του πολιτικού αγώνα των μαζών. Αντικειμενικά οι εργαζόμενοι θα ωθούνται όλο και πιο μαζικά στην αναζήτηση πολιτικής λύσης - διεξόδου υπό το βάρος μιας πολυσύνθετης κατάστασης εκβιασμών, αδιεξόδων και ανατροπών. Η ίδια η εξέλιξη της κρίσης, με το καθεστώς χρεοκοπίας (ελεγχόμενης ή ανεξέλεγκτης) που θα έρθει πριν το 2012, τη στάση πληρωμών, τη μαζική εξαθλίωση και την καταστροφή της μικρομεσαίας ιδιοκτησίας θα θέσει εκ των πραγμάτων ζήτημα ριζικών πολιτικών ανακατατάξεων που δεν θα είναι εύκολο να χωνευτούν στο πλαίσιο των συνηθισμένων εναλλαγών του αστικού κοινοβουλευτισμού. Από την άλλη μεριά, η αποτυχία του οικονομικού αγώνα, των «επαγγελματικών» διεκδικήσεων, η στέρηση των μικροκατακτήσεων και της «εξαίρεσης» του κλάδου από τη λαίλαπα, μαζί με την απογοήτευση ή / και την απόγνωση θα φέρνει ουσιαστικότερο προσανατολισμό προς το συνολικό πολιτικό αγώνα για τα οικονομικά δικαιώματα και τη διέξοδο από την κρίση, με όρους μάλιστα πανεργατικού, διακλαδικού συντονισμού. Τα χαρακτηριστικά της ντε φάκτο συνάντησης στο δρόμο, παρά την επίμονη άρνηση των ηγεσιών, υγειονομικών, εκπαιδευτικών, συμβασιούχων των δήμων, εργαζομένων στην ΕΘΕΛ και το ΜΕΤΡΟ, των αγωνιστών της «Κερατέας», είναι μικρά μόνο στιγμιότυπα από το άμεσο μέλλον. Επιπλέον, το πολιτικό κενό που δημιουργείται από τη χρεοκοπία των κομμάτων, όλων γενικά των αρμών του αστικού πολιτικού συστήματος, ακόμα και του κοινοβουλίου, δημιουργεί περίπλοκες πολιτικές συμπεριφορές απρόβλεπτης κατεύθυνσης. Μόνο η «εκπαίδευση» των αγώνων, η συλλογικότητα, η δημοκρατία του κινήματος και των συνελεύσεων, η επαφή με τις επαναστατικές ιδέες και τα προγράμματα μπορούν να αποτρέψουν επικίνδυνες τεχνοκρατικές, αντιδραστικά συναινετικές ή και νεοφασιστικές μεταλλάξεις του συστήματος, που είναι έτοιμο για όλα, μπροστά στην εκτίναξη της λαϊκής αγανάκτησης. Τέλος, δεν είναι αμελητέα η τεράστια όσο και δραματική ανεπάρκεια της ρεφορμιστικής Αριστεράς να θέσει επί τάπητος πρόγραμμα εργατικής διεξόδου με όρους πολιτικού εργατικού κινήματος και αντικαπιταλιστικού μετώπου σε σύνδεση με την επανάσταση. Είτε λόγω της διαχειριστικής, κοινοβουλευτικής και φιλο ΕΕ λογικής της (ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ), είτε λόγω της υποτίμησης του άμεσου πολιτικού προγράμματος ανατροπής στο όνομα μιας εξουσίας - κυβέρνησης - ανάπτυξης, λαϊκής μεν, εντός του καπιταλισμού δε (ούτε τη λέξη εξέγερση, πόσω μάλλον επανάσταση δεν τολμά να πει το ΚΚΕ, αφού θεωρεί όχι μόνο τη σπασμένη βιτρίνα αλλά και το σύνθημα «όλη η Ελλάδα να γίνει Κερατέα», άκαιρο και ρεφορμιστικό!).
Μπροστά σε αυτό το πραγματικό κενό, που οι «κάτω» θα αναζητούν αλλά οι «πάνω» (συνδικαλιστικές ηγεσίες, πολιτικές δυνάμεις, χώροι της αυτονομίας και του ακτιβισμού) θα αναπαράγουν τις ίδιες σκουριασμένες ιδέες και πρακτικές, ο ρόλος του πολιτικού εργατικού κινήματος, της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναβαθμίζεται ταχύτατα. Γι’ αυτό χρειάζεται επιμονή και εμβάθυνση στο πολιτικό πρόγραμμα και τους στόχους, στα πλαίσια και τα συνθήματα των εργατικών αγώνων και των συνελεύσεων.
Μπροστά στην επικείμενη αναδιάρθρωση του χρέους, με αιματηρούς για το λαό όρους, τώρα πρέπει να ακουστεί πιο δυνατά το αίτημα της μη αναγνώρισης - διαγραφής του. Με οριστικό διαζύγιο από τις δυνάμεις που μιλούν για επαναδιαπραγμάτευση του χρέους (βλ. πρόσφατη συνέντευξη Τσίπρα), για παζάρεμα δηλ. των όρων της χρεοκοπίας (αμάν πια με την Αριστερά της διαπραγμάτευσης!) ή των όρων του Μνημονίου (Σαμαράς, Κουβέλης κ.α.).
Μπροστά στο νέο πανευρωπαϊκό σφαγείο που ακούει στο όνομα «Σύμφωνο για το ευρώ», τώρα πρέπει να φωναχτεί πιο δυνατά το έξω από την ευρωζώνη, την ΕΕ και το ευρώ. Καμιά αυταπάτη δεν πρέπει να συντηρείται για το ρόλο της ΕΕ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Πρέπει να αποκαλυφτεί μπροστά στους αγωνιστές η υποκριτική στάση εκείνων των δυνάμεων που αποσυνδέουν την πάλη κατά του Μνημονίου από την πάλη κατά της ΕΕ και το νέο «σύνταγμά» της (το πανευρωπαϊκό δηλ. Μνημόνιο).
Μπροστά στην αντιδραστική αναδόμηση της πολιτικής κυριαρχίας και της υποβόσκουσας ανοιχτής κυβερνητικής κρίσης, τώρα πρέπει να τεθεί το ζήτημα της ανατροπής της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και κάθε άλλης κυβέρνησης του κοινωνικού πολέμου από τον αγωνιζόμενο λαό και τα δημοκρατικά συγκροτημένα όργανα εργατικής πολιτικής και ανατροπής. Και όχι οι ανούσιες προτάσεις για δημοψηφίσματα (ο λαός ψήφισε και ψηφίζει στους δρόμους), εκλογές και μάλιστα με ενότητα της Αριστεράς και των διαφωνούντων του ΠΑΣΟΚ, όπως προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ ή ενισχύσεις του κόμματος (ξανά με εκλογές), όπως προτείνει το ΚΚΕ, που ελάχιστους συγκινούν.
Μπροστά στην πρωτοφανή εξαθλίωση των εργαζομένων, τώρα πρέπει να τεθούν τα αιτήματα υπεράσπισης των ανέργων, αύξησης των μισθών και των επιδομάτων ανεργίας, μείωσης του εργάσιμου χρόνου και των ορίων συνταξιοδότησης με μείωση των κερδών. Και όχι οι εκκλήσεις της ΓΣΕΕ για «σεβασμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων» (από ποιους άραγε;) με την υιοθέτηση όμως της λογικής των θυσιών για την ανάπτυξη και τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος (ό,τι ακριβώς λέει και η τρόικα).
Μπροστά στην πλήρη ιδιωτικοποίηση, το ξεπούλημα και την κατάργηση των δημόσιων κοινωνικών αγαθών, του ελεύθερου χρόνου και χώρου, τώρα πρέπει να ακουστούν τα αιτήματα για κοινωνικοποίηση των τραπεζών, αποκλειστικά δημόσια παιδεία, υγεία, συγκοινωνία, εθνικοποιήσεις όλων των στρατηγικών τομέων της οικονομίας, ρήξη με την ιδιοκτησία και τη λογική της αγοράς, από τη σκοπιά της συλλογικής ιδιοκτησίας των παραγωγών με πλήρη εργατικό και κοινωνικό έλεγχο. Και όχι τα ψοφοδεή κηρύγματα της ΑΔΕΔΥ, που βλέπει απλώς «αντιλαϊκές πολιτικές» και όχι γιγάντια ανακατανομή του δημόσιου πλούτου υπέρ του ελληνικού και ξένου κεφαλαίου.
Μπροστά τέλος στον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό και τη μετατροπή της τρόικας σε υπερεργοδοσία, το κίνημα πρέπει να παλέψει για την απελευθέρωση από τα δεσμά των εθνικών και υπερεθνικών κέντρων του κεφαλαίου, να κατακτά διαρκώς το δικαίωμα στην απεργία, την κατάληψη, τη διαδήλωση. Η Κερατέα, οι συμβασιούχοι των δήμων, οι υγειονομικοί, οι απεργοί διαδηλωτές δείχνουν το δρόμο, όχι μόνο της αξιοπρέπειας αλλά και της νίκης.
Ξεκάθαρος προγραμματικός λόγος
Ειδικά σε αυτή την εποχή, το εργατικό κίνημα και οι ταξικές δυνάμεις πρέπει να αντισταθούν στη λογική των μέσων όρων, στο όνομα της ενότητας. Τώρα χρειάζεται ο ξεκάθαρος προγραμματικός λόγος των αγωνιστών. Ο υπαρκτός εργατικός εμφύλιος, ανάμεσα στις τάσεις της υποταγής που αναβαθμίζονται και τις τάσεις της ανατροπής που επίσης ενισχύονται, δεν αντιμετωπίζεται με ηθικές επικλήσεις ή κηρύγματα συμπάθειας π.χ. στον απολυμένο. Αυτά τα κάνει και η εργοδοσία. Μόνο με ισχυρή πολιτικοποίηση, ντε φάκτο μπλοκάρισμα της παραγωγικής διαδικασίας και συλλογική ταξική ενότητα της αγωνιστικής πτέρυγας παίρνεις με το μέρος σου τον ταλαντευόμενο κόσμο. Το ζήτημα της ανατροπής ή θα τεθεί με όρους κινήματος και αντικαπιταλιστικά ή θα έρθει με τρομερή βιαιότητα από τα πάνω και ολοκληρωτικά. Δύσκολα θα υπάρξει μέση λύση.
Η ιδεολογική διαπάλη μέσα στο εργατικό κίνημα θα ενταθεί. Τα αίτια και ο χαρακτήρας της κρίσης, ο ρόλος της ΕΕ και της παγκοσμιοποίησης, ο διεθνιστικός (και όχι εθνοκεντρικός) χαρακτήρας της αντικαπιταλιστικής διεξόδου (τι άλλο δείχνει το ντόμινο των αραβικών εξεγέρσεων;) δεν είναι απλώς επιχειρήματα άμυνας απέναντι στα ιδεολογήματα του αντίπαλου (κρίση υπερδανεισμού, ελλείμματος ή παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας). Αλλά σοβαρή βοήθεια στην ανάπτυξη λογικής αντεπίθεσης από τον εργαζόμενο κόσμο, σπασίματος της ιδεολογικής τρομοκρατίας ότι «δεν υπάρχει σάλιο» και «μαζί τα φάγαμε», τεκμηρίωση της δυνατότητας να αυτοκυβερνηθούμε και να οργανωθούμε οικονομικά έξω από τις αγορές και τους «μηχανισμούς στήριξης». Κρίσιμη συμβολή στην ενότητα της εργατικής τάξης, της ενιαίας πάλης της για την ανατροπή και τη διέξοδο από την κρίση σε όφελος των συμφερόντων της.
Εδώ μπορεί να αξιοποιηθούν πιο αποτελεσματικά τα ντοκουμέντα του πρόσφατου Σώματος του ΝΑΡ για την καπιταλιστική κρίση.
ΚΑΛΕΣΜΑ ΚΟΙΝΗΣ ΔΡΑΣΗΣ
Οργάνωση
δυνάμεων από τα κάτω
δυνάμεων από τα κάτω
ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ
Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το κίνημα δεν αναπτύσσεται γραμμικά ούτε η σχέση πολιτικής και αγώνων είναι μηχανιστική. Η αυτοτελής συγκρότηση του επαναστατικού υποκειμένου –και ιδιαίτερα των πρωτοπόρων εργατικών δυνάμεων του πολιτικού αγώνα– γίνεται πλέον άμεσο καθήκον. Η σχέση της Αριστεράς με το νέο κίνημα στην εποχή της κρίσης δεν μπορεί ούτε να είναι σχέση καθοδηγητή - εκτελεστή, ούτε σχέση διαπραγμάτευσης των αγώνων με τις θέσεις στο αστικό πολιτικό σύστημα. Κρίσιμα εδώ είναι δύο ζητήματα. Πρώτο, η ιδιαίτερη προγραμματική δουλειά των επαναστατικών, αντικαπιταλιστικών δυνάμεων με τους πρωτοπόρους αγωνιστές των κινημάτων. Δεύτερο, η διαπίστωση πως η αυτοτελής πολιτική δράση των μαζών δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς σαφή, όσο είναι δυνατό, τοποθέτηση γύρω από το ζήτημα της εξουσίας και της συμμετοχής της τάξης σε αυτήν. Εάν το κίνημα συνεχίζει να βλέπει τον εαυτό του ως διαπραγματευτή των όρων της μιζέριας και της εξαθλίωσης ή το πολύ, πολύ ως οπαδό - ψηφοφόρο αριστερών ή εργατικών κυβερνήσεων το παιχνίδι έχει χαθεί από την αρχή. Μόνο με αποφασιστική στροφή των πρωτοπόρων εργαζόμενων, με τη συμβολή και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην οικοδόμηση (ή μετασχηματισμό π.χ. ενός εκτεταμένου δικτύου συνελεύσεων) οργάνων εργατικού ελέγχου, πολιτικής ανατροπής και αυτοδιεύθυνσης στους χώρους δουλειάς, τις συνοικίες και τις πόλεις μπορεί η τάξη να ωριμάσει περισσότερο πολιτικά, να τεθεί αντιμέτωπη με τα στρατηγικά ζητήματα, να γίνει τάξη για τον εαυτό της, αποκαθιστώντας την πολιτική της ενότητα και την ηγεμονία της στα ευρύτερα μικροαστικά στρώματα που χτυπιούνται, μερικές φορές εξίσου βάναυσα, από την κρίση.
Η ενίσχυση της οργάνωσης στη βάση και το οριστικό διαζύγιο με τον υποταγμένο (και καλοπληρωμένο) συνδικαλισμό είναι ένα ακόμα μεγάλο στοίχημα. Η δυναμική των πρωτοβάθμιων σωματείων και του συντονισμού τους, αλλά και η ανάπτυξη πολυάριθμων επιτροπών βάσης στους «μαύρους» χώρους του ιδιωτικού τομέα, δείχνουν τις μεγάλες δυνατότητες. Μπροστά στις μάχες Μαΐου - Ιουνίου, με αρχή την απεργία της 11ης Μάη και τη δυνατότητα δυναμικής κλιμάκωσής της, μπορεί να κάνει ακόμα πιο αποφασιστικά αυτοτελή απεργιακά βήματα, να διαμορφώσει πανελλαδικά δίκτυα σωματείων και συνελεύσεων όλου του αγωνιζόμενου κόσμου, με κάλεσμα κοινής ανατρεπτικής δράσης σε όλες τις ταξικές δυνάμεις. Να απευθυνθεί ιδιαίτερα στον κόσμο του ΠΑΜΕ, που η ταξική του διαίσθηση και η αγωνιστική του στάση απορρίπτει τα κηρύγματα περιχαράκωσης και άσφαιρων πυρών που διαρκώς αναμασά η ηγετική του ομάδα. Στον κόσμο της Αυτόνομης Παρέμβασης, που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη «σχιζοφρένεια» της ταυτόχρονης πάλης κατά του Μνημονίου με την ευρωδογματική στάση. Ή της καταγγελίας της ΓΣΕΕ, την ίδια ώρα που η Αυτόνομη Παρέμβαση υποστηρίζει και συμμετέχει σε όλες τις δραστηριότητές της.
Πριν απ’ όλα όμως, ο συντονισμός πρωτοβάθμιων σωματείων και το ευρύτερο ρεύμα που συγκροτείται πρέπει να απευθυνθεί στο νέο κόσμο των αγώνων που θα ξαναπλημμυρίσει τους δρόμους της Αθήνας και όλων των πόλεων και ψάχνει ένα ρωμαλέο πολιτικό συνδικαλιστικό μέτωπο νίκης και όχι απλά διαμαρτυρίας ή διαπιστώσεων. Ποιον εξάλλου να εμπιστευτεί ο κόσμος; Τον πρόεδρο της ΓΕΝΟΠ που διαρκώς «ματώνει» και προαναγγέλλει απεργίες, ενώ δεν έκανε τίποτα για να στηρίξει τον αγώνα των συγκοινωνιών ή της Κοσμοτέ, διασπώντας και αυτός το μέτωπο των ΔΕΚΟ, όταν ήξερε ότι έρχεται και η σειρά της ΔΕΗ; Ή το νέο πρόεδρο του σωματείου της ΕΘΕΛ που πραξικοπηματικά (με την ανοχή και των άλλων δυνάμεων του προεδρείου;) κατάργησε τις γενικές συνελεύσεις, γιατί αποφάσιζαν απεργίες; Οι Πρωτομαγιές δεν είναι γι’ αυτούς. Ας τους αφήσουμε να «κλαίνε» μόνοι τους στην πλατεία Κλαυθμώνος.