Η Κομμούνα του Παρισιού δεν ενσάρκωσε μόνο ένα νέο τύπο κράτους, αλλά αποκάλυψε κι ένα ιστορικά πρωτόγνωρο τύπο δημοκρατίας, την εργατική δημοκρατία των αυτοκυβερνόμενων μαζών. Η Κοµµούνα εγκαθίδρυσε µια ριζικά καινούργια στην ιστορία µορφή διαλεκτικής συνάρθρωσης της άµεσης µε την αντιπροσωπευτική εργατική δηµοκρατία.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΟΥΛΗΣ
Δεύτερο, η αναγκαιότητα καταστροφής του αστικού κράτους και των «μηχανισμών» του δεν είναι μόνο ένα από τα σπουδαιότερα διδάγματα της Κομμούνας, αλλά, επίσης, μια από τις κρισιμότερες «νομοτέλειες» της επαναστατικής - απελευθερωτικής διαδικασίας, καθοριστική συνθήκη για τη νικηφόρα έκβασή της. Το αστικό κράτος που θεμελιώνεται πάνω στις σχέσεις παραγωγής και τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, που χαρακτηρίζουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, διασχίζεται από ένα σύνολο χαρακτηριστικών τα οποία συνιστούν τη λεγόμενη υλικότητά του, το «σκληρό» του πυρήνα.
Αυτός, ακριβώς, ο θωρακισμένος, στεγανοποιημένος πυρήνας του αστικού κράτους καθιστά ανυπέρβλητη συνθήκη τη συντριβή του αστικού κράτους για τη μετάβαση σε μια αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία χωρίς τάξεις και κράτος. Η καταστροφή αυτή δεν είναι «πρωτόγονο», μηχανιστικό γεγονός, αλλά μια ιστορικοκοινωνική διαδικασία που η ουσία της συνίσταται στη ριζική άρση του διαχωρισμού μεταξύ της πολιτικής και της ανθρώπινης κοινότητας, στην κατάργηση της αποξένωσης των δυναστευόμενων τάξεων από τη διεύθυνση της κοινωνίας. Η «συντριβή» αυτή είναι οργανικά συνυφασμένη με την οικοδόμηση εξαρχής ενός ριζικά νέου τύπου κράτους που δεν είναι «καθαυτό», στην κυριολεξία κράτος όπως έλεγε ο Λένιν5, κράτος τύπου κομμούνας, που από την αφετηρία του συγκροτείται με ένα τέτοιο τρόπο, ώστε να εντάσσεται στην προοπτική της απονέκρωσής του.
Τρίτο, η Κομμούνα δεν ενσαρκώνει μόνο ένα νέο τύπο κράτους, αλλά, επίσης, αποκαλύπτει έναν ιστορικά πρωτόγνωρο τύπο δημοκρατίας, την εργατική δημοκρατία των αυτοκυβερνώμενων μαζών. «Το αληθινό της μυτικό ήταν ότι υπήρξε –θα πει ο Μαρξ– ουσιαστικά μία κυβέρνηση της εργατικής τάξης, το προϊόν του αγώνα της παραγωγικής τάξης ενάντια στην τάξη των σφετεριστών, η ανακαλυφθείσα, επιτέλους, πολιτική μορφή για την οικονομική απελευθέρωση της εργασίας. Η πολιτική κυριαρχία του παραγωγού δεν μπορεί να συνυπάρχει με τη διαιώνιση της κοινωνικής του υποδούλωσης».
Η Κομμούνα ως τύπος δημοκρατίας δεν υπερέχει απέναντι στην αστική δημοκρατία επειδή καθιστά την άμεση δημοκρατία αποκλειστική μορφή πολιτικής οργάνωσης των άμεσων παραγωγών. Επιφέρει, μια πολύ βαθύτερη μεταβολή. Εγκαθιδρύει μια ριζικά καινούργια στην ιστορία μορφή διαλεκτικής συνάρθρωσης της άμεσης με την αντιπροσωπευτική εργατική δημοκρατία, ανταγωνιστική του τρόπου με τον οποίο αυτές οι δύο μορφές πολιτικής κινητοποίησης συνυπάρχουν στα όρια της αστικής δημοκρατίας. «Η Κομμούνα σχηματιζόταν από τους δημοτικούς συμβούλους, που είχαν εκλεγεί με καθολική ψηφοφορία στα διάφορα διαμερίσματα του Παρισιού. Ήταν υπόλογοι και ανακλητοί οποιαδήποτε στιγμή. Η πλειοψηφία των μελών της αποτελούνταν φυσικά από εργάτες ή από αναγνωρισμένους εκπροσώπους της εργατικής τάξης. Η Κομμούνα δεν ήταν ένα κοινοβουλευτικό, αλλά ένα εργαζόμενο σώμα νομοθετικό και εκτελεστικό ταυτόχρονα».
Τέταρτο, στην παραπάνω επιστολή του στον Κούγκελμαν, ο Μαρξ θα υποστηρίξει ότι «η τωρινή εξέγερση του Παρισιού (...) είναι το πιο ένδοξο κατόρθωμα του κόμματός μας ύστερα από την παρισινή εξέγερση του Ιούνη». Όχι, βέβαια, με την έννοια ότι αποτελούσε γραμμικό προϊόν της αυθαίρετης θέλησης ενός παντοδύναμου πολιτικού υποκειμένου. Αφού, όπως, επίσης ο ίδιος ο Μαρξ θα μας πει, δύο ακριβώς μέρες μετά τη σφαγή της Κομμούνας, «το αστυνομικά χρωματισμένο αστικό μυαλό φαντάζεται φυσικά τη Διεθνή Ένωση των Εργατών σαν μια μυστική συνωμοσία, που η κεντρική της αρχή διατάζει από καιρό σε καιρό εξεγέρσεις σε διάφορες χώρες».
Η παρισινή Κομμούνα συμπύκνωσε μια ιστορικά συγκεκριμένη διαλεκτική συνειδητού και αυθόρμητου, πρωτοπορίας και μαζών. Η ίδια η έκβασή της δεν μπορεί να αποσυσχετιστεί από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά αυτής της σχέσης, η οποία, με τη σειρά της συνιστά αποφασιστική όψη μιας ευρύτερης και κρισιμότερης αλληλοσύνδεσης υποκειμένου και αντικειμένου, όπως αυτή διαμορφώνεται στο έδαφος μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής στην οποία εντάσσεται η Κομμούνα. Στην Κομμούνα –θα μας πει ο Έγνκελς– κυριαρχούν οι μπλανκιστές και οι οπαδοί του γάλλου αναρχικού Προυντόν. Παρά τα σοβαρά τους λάθη θα κάνουν, όμως και αξιοθαύμαστα πράγματα θα πει ο Ένγκελς, γιατί «η ειρωνία της ιστορίας θέλησε –όπως συνήθως συμβαίνει όταν έρχονται στην εξουσία οι δογματικοί– να κάνουν και οι δυο το αντίθετο απ’ ότι όριζε το δόγμα της σχολής του». Δεν μπορούσαν, όμως να υπερβούν τα όριά τους. Η πολιτική ηγεμονία των ρευμάτων αυτών, νομίζουμε, ότι καθίσταται ακατανόητη χωρίς την αναφορά στην προηγούμενη διαλεκτική της ιστορικής εποχής.
Πέμπτο, η Κομμούνα ξεσπά το 1871. Δύο χρόνια πριν το 1873, τη χρονιά που εκρήγνυται η ιστορική κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, η οποία σηματοδοτεί το τέλος μιας ιστορικής εποχής για τον καπιταλισμό, το τέλος του σταδίου του «ελεύθερου συναγωνισμού» και τη μετάβαση σε μια νέα ιστορική εποχή, που χαρακτηρίζεται από την επικράτηση του μονοπωλιακού καπιταλισμού - ιμπεριαλισμού. Υπό μία έννοια η Κομμούνα τοποθετείται στο μεταίχμιο της Ιστορίας, στην παραμεθόριο αυτής και επομένως, στο μεταίχμιο δύο ποιοτικά διαφορετικών εποχών της ταξικής πάλης, δηλαδή ποιοτικά διαφορετικών αντικειμενικών και υποκειμενικών δυνατοτήτων ρήξης με τον καπιταλισμό και επαναστατικής του υπέρβασης. Όμως την οριοθετεί η εποχή που φεύγει αν και η εποποιία της παραπέμπει στο μέλλον του κομμουνιστικού ορίζοντα. Η παρούσα πρωτοφανής κρίση του καπιταλισμού αποκαλύπτει με τραγικό τρόπο τη θανάσιμη σύγκρουση ανάμεσα στις επίσης πρωτοφανείς δυνατότητες –αντικειμενικές και υποκειμενικές– υποταγής και τις δυνατότητες χειραφέτησης του κόσμου της εργασίας από τον κανιβαλισμό του κεφαλαίου. Η σύγκρουση αυτή σφραγίζει την εποχή μας και επαναπροσδιορίζει την ιστορική επικαιρότητα –όχι την άμεση πολιτική– του κομμουνισμού.
Ο συμβολιστής ποιητής Villierde l’Isle-Adan είχε περιγράψει την Κομμούνα ως γιορτή των καταπιεσμένων. Υπό μία έννοια θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο πρώτος, ιστορικός –αν και εφήμερος– θρίαμβος της ουτοπίας. Αφού, όπως έλεγε ο Χέρμπερτ Μαρκούζε «εκείνο το οποίο καταγγέλλεται σαν “ουτοπικό’’ δεν είναι πια εκείνο που έχει την ιδιότητα να μην έχει τόπο (...) αλλά μάλλον εκείνο που εμποδίζεται να εμφανιστεί από τη δύναμη των κατεστημένων κοινωνιών».
Δεν μπορούμε παρά να κλείσουμε με τα λόγια του μεγαλύτερου κομμουνάριου, του Κ. Μαρξ. «Το Παρίσι των εργατών με την κομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα σαν δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας. Τους μάρτυρές της τους έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές της τους κάρφωσε κιόλας η Ιστορία στον πάσαλο της ατίμωσης απ’ όπου δεν μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους».
*Α. Ρεμπώ, εκδ. Πλέθρον, σελ. 73, 1984. Το δίστιχο αυτό είναι από το ποίημα με τίτλο Το Παρίσι ξανακατοικείται ή Παρισινό όργιο, που ο Ρεμπώ γράφει υπό την άμεση επίδραση της σφαγής της παρισινής κομμούνας.