Η κοινωνική επανάσταση στο φως της κρίσης
Αυτή τη στιγμή, μέσα στα εργατικά και λαϊκά στρώματα, διεξάγεται μια εσωτερική, διαρκής πολιτιστική διαπάλη για τη γενικότερη στάση που θα κρατήσουν στα ιστορικά γεγονότα που καταλαβαίνουν ότι έρχονται. Ταλαντεύονται διαρκώς και αναρωτιούνται εάν αξίζει να πάρουν μέρος άμεσα σε ένα συλλογικό αγώνα και με ποια προοπτική ή εάν αυτός ο αγώνας είναι χαμένος από χέρι, γιατί δεν έχει καμία προοπτική. Η προοπτική καθορίζει τελικά τη συμπεριφορά τους.
του Κώστα Μάρκου
Η αντικαπιταλιστική επαναστατική Αριστερά, ακόμη και στις σημερινές πιεστικές συνθήκες, οφείλει να βλέπει λίγο πιο μακριά από την άμεση ταξική πάλη, όχι για να αποσπαστεί από αυτήν κλεισμένη σε έναν γυάλινο πύργο των συσχετισμών που ονειρεύεται, αλλά για να παρέμβει αποτελεσματικά σε όφελος των άμεσων αλλά και μακροπρόθεσμων συμφερόντων της εργατικής τάξης. Οφείλει να μην παρασύρεται στη δοξολογία για τις όποιες μικρές ή μεγαλύτερες εξάρσεις της ταξικής πάλης, ούτε στον πανικό για τις υποχωρήσεις και τις προσωρινές, μικρότερες ή μεγαλύτερες νίκες της αστικής πολιτικής, αντιγράφοντας την κοινωνική ψυχολογία των μεσαίων στρωμάτων που σε καιρούς κρίσης κινούνται διαδοχικά ανάμεσα στη μολότοφ και τον καναπέ. Η αντικαπιταλιστική επαναστατική Αριστερά οφείλει να υπολογίζει την ιστορική δυναμική των συσχετισμών που αναπτύσσονται, ώστε να μπορεί, όχι να προφητεύει, αλλά να προβλέπει, συμβάλλοντας στον αναγκαίο εξοπλισμό του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Γνωρίζοντας όμως, ότι έρχονται αποφασιστικές στιγμές της ιστορίας και της ταξικής πάλης, τις οποίες δεν μπορεί να αντιμετωπίζει με τη νηφαλιότητα ενός γραφειοκράτη. Οφείλει να προετοιμαστεί και για τα επαναστατικά και για τα αντεπαναστατικά γεγονότα, παρεμβαίνοντας ταυτόχρονα, άμεσα στην ταξική πάλη.
Η καμπή στην εξέλιξη της διεθνούς και ελληνικής κρίσης που έρχεται, τείνει να ανοίξει μια νέα ιστορική φάση στην πάλη των τάξεων που θα σφραγιστεί από μια απότομη και βίαιη όξυνση των συνολικών αντιθέσεων και προβλημάτων. Πρόκειται για μια νέα ιστορική φάση που θέτει σε νέες βάσεις και με νέους όρους το ζήτημα της ταξικής πάλης σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο. Που αναδεικνύει τις νέες δυνατότητες, οι οποίες αν αξιοποιηθούν, μπορούν να βελτιώσουν ριζικά τη σχέση ανάμεσα στην αστική και την εργατική πολιτική, στο πλαίσιο της ιστορικής περιόδου. Έτσι ώστε το εργατικό λαϊκό κίνημα, δημιουργώντας τα πρώτα δικά του αυτοτελή όργανα, να αποσπάσει την πλήρη πρωτοβουλία κινήσεων από την αστική πολιτική και να κλονίσει την καθολική ηγεμονία της. Πρόκειται για μια φάση που μπορεί να οδηγήσει στην εργατική αντικαπιταλιστική ανατροπή των αντιδραστικών συσχετισμών της τωρινής περιόδου και σε ανώτερες ποιοτικές καμπές της ταξικής πάλης, σε ανώτερες ιστορικές περιόδους. Όπου θα ωριμάζουν επαναστατικές κρίσεις και θα μπαίνει επί τάπητος η άμεση υλική διεκδίκηση και πραγματοποίηση της εργατικής πολιτικής και κοινωνικής επανάστασης με κομμουνιστική προοπτική.
Η πορεία και οι καμπές της ταξικής πάλης δεν θα αναπτύσσονται, βεβαίως, γραμμικά, διαρκώς ανοδικά και ειδυλλιακά. Αλλά θα μεσολαβούνται από βίαιους σπασμούς και άλματα προς τα μπρος, αλλά και από ήττες και οπισθοχωρήσεις, μόνο και μόνο για να επανέλθουν δριμύτερα ξανά στο προσκήνιο, για νέα, ανώτερα άλματα που θα προσεγγίζουν το νέο γύρο της κοινωνικής επανάστασης. Και αυτό γιατί η σύγχρονη εργατική τάξη σπρώχνεται από μια γενικότερη, επαναστατική δυναμική, από ένα υπόγειο «κοσμικό ρεύμα» της ιστορικής εποχής που είναι ανώτερο από την αντίθετη δυναμική των αντεπαναστατικών ανέμων που ουρλιάζουν, στην περίοδο που διανύουμε και ειδικά μέσα στην κρίση.
Αυτή η επαναστατική δυναμική εδράζεται σε μια ιστορικού χαρακτήρα κρίση του καπιταλισμού, εκδήλωση της οποίας είναι και η σημερινή οικονομική κρίση. Η πορεία της τελευταίας επιβεβαιώνει εκείνους τους μαρξιστές οικονομολόγους και θεωρητικούς, οι οποίοι, με διάφορους τρόπους και με αντιφάσεις βέβαια, υποστηρίζουν πως ο «υπαρκτός καπιταλισμός» της εποχής μας έχει ήδη τεθεί, από το 1973, σε ένα «μακρύ κύμα» ιστορικής καθόδου. Πρόκειται για τη δεύτερη ιστορική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, μετά από αυτήν του 1914-1945, που σημαδεύτηκε από την «ανώτατη», μέχρι τότε, κρίση του 1929 και τη Μεγάλη Ύφεση του 1930-1946. Η οποία για να ξεπεραστεί χρειάστηκε δύο παγκόσμιους πολέμους, πληρώνοντας όμως και το τίμημα δύο κυμάτων επανάστασης. Ήταν η εποχή του «μονοπωλιακού καπιταλισμού» ή ιμπεριαλισμού.
Μετά την επανασταθεροποίηση του καπιταλισμού και το «μακρύ ανοδικό κύμα» 1946-1968 (με τη σχετικότητα που πάντα έχουν οι χρονικοί σταθμοί), η σημερινή εποχή σημαδεύεται από μια δεύτερη, κατά πολύ ανώτερη και βιαιότερη ιστορική κρίση του καπιταλισμού. Οι σπασμοί του 2007-08 οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη ένταση της παρακμής του, σε διαδικασίες αποσυναρμολόγησης και απορρύθμισης των συστατικών του στοιχείων. Είναι η εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και της κρισιακής ανάπτυξής του. Πρόκειται για μια κατά πολύ «ανώτερη» από την εποχή του ιμπεριαλισμού ιστορική κρίση.
Στα 60 χρόνια που πέρασαν και ειδικά στα τελευταία 30 χρόνια, ο πλανήτης γνώρισε τις σημαντικότερες επιστημονικοτεχνικές επαναστάσεις και ταυτόχρονα, τη μεγαλύτερη εκτίναξη του παραγόμενου υλικού πλούτου, σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη από ποτέ κοινωνικοποίηση και διεθνοποίηση της εργατικής τάξης. Δηλαδή, των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων. Οι οποίες συγκρούονται με το όλο και πιο στενό πλαίσιο της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας, του κράτους, της πολιτικής που διοικεί ανθρώπους, του κοινωνικού καταμερισμού και της ιεραρχίας, των εθνικοκρατικών συνόρων, των ανταγωνιζόμενων ολοκληρώσεων. Δηλαδή, των σύγχρονων παραγωγικών σχέσεων και ολόκληρου του «εποικοδομήματος». Παραγωγικές σχέσεις που μπαίνουν σε κρίση, ακριβώς γιατί εμποδίζουν την ανάπτυξη και απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων που γέννησε η αντιφατικά συγκροτημένη κοινωνική εργασία κάτω από την κυριαρχία του κεφαλαίου. Ο σύγχρονος καπιταλισμός «δεν χωρά» την εργατική τάξη που ο ίδιος δημιουργεί, «δεν χωρά» την επιστήμη που ο ίδιος δημιουργεί, διότι και οι δύο καθυποτάσσονται στο κέρδος και το νόμο της αξίας.
Από αυτή τη σκοπιά, μέσα στα σπλάχνα του γερασμένου καπιταλισμού, έχουν ήδη ωριμάσει οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για ένα νέο, ανώτερο τρόπο παραγωγής και για την κομμουνιστική κοινωνία. Και από αυτή τη σκοπιά, η μετάβαση στον κομμουνισμό μετά την αντικαπιταλιστική επανάσταση, θα είναι πολύ πιο εύκολη ποιοτικά, σε σχέση με τη Ρωσία, αλλά και με όλον τον κόσμο, στην εποχή του Λένιν και των συντρόφων του. Αλλά, τι γίνεται με τη μετάβαση από το σκληρό «σήμερα» των αντεπαναστατικών ακόμη συσχετισμών, προς την επανάσταση του «αύριο»;
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ
Επαναστατικό πρόγραμμα «διπλής μετάβασης»
Πορεία προς την επανάσταση
Οι δυνάμεις του συστήματος δίνουν και θα δώσουν λυσσαλέα μάχη για την όσο το δυνατό μεγαλύτερη επιμήκυνση του χρόνου λήξης του καπιταλισμού, μια μάταιη, απέλπιδα αλλά φονική μάχη για τη διαιώνισή του. Σε πείσμα όλων των μεταρρυθμιστικών - ρεφορμιστικών αυταπατών, καμία άρχουσα τάξη στην ιστορία δεν παρέδωσε οικειοθελώς τα «κλειδιά» του συστήματός της, όπως εύγλωτα γράφει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο κείμενο των Πολιτικών της Θέσεων. Γι’ αυτό η επανάσταση και η εργατική εξουσία «νέου τύπου» προς τον κομμουνισμό της εποχής μας, εκτός από αντικειμενικά ώριμη δυνατότητα, είναι και υποκειμενικά αδήριτη αναγκαιότητα. Αλλά και γι’ αυτό ακριβώς και από την ανάποδη, η έμπειρη από τις αναταράξεις του προηγούμενου αιώνα διεθνής αστική τάξη θα δώσει μάχες μέχρις εσχάτων.
Τα παραπάνω κατανοούνται με ταχύτητα μέσα από τις τωρινές εμπειρίες της ταξικής πάλης, από πολύ μεγαλύτερες μάζες σε σχέση με αυτές που πιστεύει η ρεφορμιστική Αριστερά όλων των εκδοχών. Η υποκειμενική «αφήγηση» του σκοπού και του ταξιδιού προς τη νέα κοινωνία, από τις θεωρητικές και πολιτικές δυνάμεις που προωθούν την επανάσταση, αποτελεί αναγκαίο μέρος της «άμεσης» παρέμβασής τους, μέρος του «άμεσου» τακτικού προγράμματός τους, για να εμπνεύσουν και να ενώσουν ευρύτερες μάζες στον «άμεσο» τακτικό σκοπό της επιβίωσης των εργαζομένων και του λαού μέσω μιας αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης, των φορέων της και του προγράμματός τους.
Ωστόσο, αυτό που βαραίνει ακόμη καταπιεστικά τη σημερινή κατάσταση, είναι ακριβώς η έλλειψη ενός σχετικά συνεκτικού προγράμματος που θα συνδυάζει τη στρατηγική της επανάστασης για τη μετάβαση στον κομμουνισμό της εποχής μας με την τακτική της μετάβασης από τη δυναμική των σημερινών συσχετισμών στην επανάσταση. Χρειαζόμαστε ένα επαναστατικό πρόγραμμα «διπλής μετάβασης». Αλλά και το αντίστοιχο, σχετικά μαζικό, κόμμα, μέτωπο και κίνημα.
Η αστική τάξη παρεμβαίνει με λύσσα και με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις για να εμποδίσει ακριβώς αυτή την εξέλιξη, αξιοποιώντας όχι μόνο τις υποκειμενικές αδυναμίες και αντιθέσεις των σημερινών φορέων του εργατικού κινήματος, αλλά και τις αντικειμενικές δυσκολίες και αντιθέσεις που γεννιούνται μέσα στον ίδιο τον πυρήνα τη σύγχρονης εργασίας και στη συγκρότηση της εργατικής τάξης στην εποχή μας. Πρόκειται για σχέσεις που αντικειμενικά δυναμώνουν την εξάρτηση και υποταγή της εργασίας στο κεφάλαιο, δυναμώνουν τις τάσεις κατακερματισμού, «γκετοποίησης», εξατομίκευσης και εσωτερικού εμφυλίου πολέμου. Πρόκειται για αντιδραστικές τάσεις οι οποίες παρά το γεγονός ότι δεν μπορούν να «νικήσουν» ιστορικά την ανώτερη τάση της συνεργασίας, της κοινωνικοποίησης και διεθνοποίησης της εργασίας, αλλά και της ενότητας, του μετώπου και της αλληλεγγύης της εργατικής τάξης, ωστόσο «αντιστέκονται», είναι παρούσες και περισσότερο από ποτέ απειλητικές. Εκπροσωπούν το μέλλον της πιθανής αυτοκαταστροφής όλων των τάξεων με τη μορφή της αβάσταχτης βαρβαρότητας του παρόντος για τον εργαζόμενο και το λαό.
Από αυτή τη σκοπιά, όχι μόνο υποκειμενικά, αλλά και υλικά - αντικειμενικά, η μετάβαση από το «σήμερα» στην επανάσταση είναι πολύ πιο δύσκολη από την εποχή του Λένιν και των συντρόφων του. Αυτή η ακραία αντίφαση –«πιο εύκολα στον κομμουνισμό, πιο δύσκολα στην επανάσταση»– οδηγεί τη σχέση στρατηγικής και τακτικής σε παροξυσμική αντίθεση, στο πλαίσιο της ενότητάς τους στο συνολικό πρόγραμμα της εποχής μας. Αυτή η αντίθεση παροξύνεται με την κρίση. Αυτή η διπλή σχέση οδηγεί και τις μάζες σε μια ακραία αντιφατική συμπεριφορά. Οδηγεί και τους σχηματισμούς της Αριστεράς σε μεγάλες ακρότητες μέσα στον ίδιο τους τον εαυτό και στις σχέσεις αναμεταξύ τους.
Η λύση αυτής της αντίθεσης θα έρθει τελικά μέσα από την ταξική πάλη, από τις μάζες. Αλλά, όπως γνωρίζουμε, «δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα χωρίς επαναστατική θεωρία». Δεν θα υπάρξει ποτέ κίνημα που θα λύσει επαναστατικά και στην πράξη αυτή την αντίθεση, χωρίς επαναστατική θεωρία που να την έχει ήδη κατανοήσει και «λύσει» θεωρητικά.