Εξτρεμιστές της Δεξιάς και της θρησκείας επενδύουν στην κρίση
ΟΜιτ Ρόμνι, εξηντατετράχρονος κυβερνήτης της Μασσαχουσέτης, πήρε την πρώτη του νίκη στις προκριματικές εκλογές της Αϊόβας για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων με προβάδισμα μόλις οκτώ ψήφων από το δεύτερο υποψήφιο, Ρικ Σαντόρουμ, πρώην γερουσιαστή της Πενσυλβανίας, καταγράφοντας ίσως το πιο οριακό αποτέλεσμα εκλογικής διαδικασίας στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί του πόσο διχασμένο φάνηκε το εκλογικό σώμα των Ρεπουμπλικάνων της πολιτείας, με τον Ρόμνι να κερδίζει 30.015 ψήφους και το 24,6% του εκλογικού σώματος, τον Σαντόρουμ 30.007 ψήφους. Ακολούθησαν ο τεξανός Ρον Πολ με 26.219 ψήφους και 21,4%, ο Νιούτ Γκρίνγκριτσ με 13,3%, ο κυβερνήτης του Τέξας Νικ Πέρι με 13,3% και η βουλευτής της Μινεσότα Μισέλ Μπάκμαν με 5%.
Της Κατερίνας Σταυρούλα
Τα αποτελέσματα της πρώτης εκλογικής αναμέτρησης για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών χρωματίζει η άμεση αντίδραση των επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Μπαράκ Ομπάμα που δεν έδειξαν κανένα δισταγμό στους χαρακτηρισμούς τους, κάνοντας λόγο για «εξτρεμιστές υποψήφιους». «Το εξτρεμιστικό πρόγραμμα του “κόμματος του τσαγιού” κέρδισε μια καθαρή νίκη», δήλωσε ο διευθυντής της προεκλογικής εκστρατείας του Ομπάμα, Τζιμ Μεσίνα, προσθέτοντας ότι «κοιτάζοντας αυτό το τσίρκο στην τηλεόραση, μπαίνουμε στον πειρασμό να σκεφτούμε ότι όλο αυτό είναι σχεδόν γελοίο. Αλλά δεν πρόκειται για αστείο. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι».
Τα χαρακτηριστικά όσο και ο λόγος των υποψηφίων των Ρεπουμπλικάνων αν και συχνά υποτιμούνται ως γραφικά, μπορούν να δικαιολογήσουν τις τελευταίες προτάσεις των δηλώσεων Μεσίνα. Ο επικεφαλής, Μιτ Ρόμνι, δηλώνει φανατικός μορμόνος και μελετητής της Βίβλου. Χρησιμοποιώντας την επιτυχή του καριέρα στις επιχειρήσεις για να εδραιώσει το προφίλ του τεχνοκράτη που μπορεί να λύσει τα προβλήματα της οικονομίας των ΗΠΑ, δεν είναι τυχαίο που δέχεται σκληρή κριτική ότι είναι ένας πρόεδρος στέλεχος για την εξυπηρέτηση της τάξης των στελεχών επιχειρήσεων. Ο ίδιος με δηλώσεις του έχει βρεθεί στο στόχαστρο των προοδευτικών κινημάτων. Χαρακτηριστικά όταν εγκαινίασε την προεκλογική του καμπάνια στην Αϊόβα και αντιμέτωπος με τη συλλογικότητα «Πολίτες για τη βελτίωση των κοινοτήτων» που τον ρωτούσαν επίμονα αν σκοπεύει να κόψει τα όποια προγράμματα δημόσιας ασφάλισης, υγείας και υγειονομικής βοήθειας υπάρχουν, προσπάθησε να ξεφύγει λέγοντας πως δεν θα αυξήσει τη φορολογία των πολιτών. Ο διάλογος έληξε όταν του επισημάνθηκε επίμονα ότι οι εταιρείες στη χώρα απολαμβάνουν ουσιαστικά φορολογική ασυλία κι εκείνος απάντησε με τη δήλωση «οι εταιρείες είναι οι άνθρωποι», σκιαγραφώντας τον πυρήνα της οικονομικής πολιτικής που προτείνει και που κάνει τους προοδευτικούς αναλυτές των Ηνωμένων Πολιτειών να κάνουν λόγο για σαφή του θέση στον «ταξικό πόλεμο» που διεξάγεται στη χώρα.
Κι αν ο δημοσιογράφος του Νέισον Τζόν Νίκολς δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τον Ρόμνι ως «σκοτεινό πρίγκιπα της ολιγαρίας», αυτό δεν σημαίνει ότι οι απόψεις του είναι περιθωριοποιημένες στην προεκλογική καμπάνια των Ρεπουμπλικάνων. Ακόμα και με μικρές παραλλαγές στις οικονομικές προσεγγίσεις, όλοι οι υποψήφιοι ενθαρρύνουν με δηλώσεις τους τα πιο συντηρητικά αντανακλαστικά της αμερικανικής κοινωνίας, ποντάροντας στους κύκλους των νεοσυντηρητικών και του «κόμματος του τσαγιού». Ο Ρικ Σαντόρουμ, καλλιεργώντας το προφίλ του πιστού καθολικού και πατέρα 7 παιδιών και με όραμα να αποκαταστήσει το «μεγαλείο» της Αμερικής «με την προώθηση της θρησκείας, της οικογένειας και της ελευθερίας» φαίνεται από τις μετρήσεις δείγματος ψηφοφόρων ότι στην Αϊόβα είχε τη στήριξη των βαθιά συντηρητικών στρωμάτων και των Ευαγγελιστών. Ο ακόμα πιο προκλητικός Ρον Πολ, με βάση αντίστοιχες μετρήσεις, στηρίχθηκε από ηλικές κάτω των 40 ετών. Η θεματολογία που προωθείται περιστρέφεται σταθερά γύρω από την παντοδυναμία της αγοράς, την αντίθεση ακόμα και στα λειψά προγράμματα δημόσιας περίθαλψης, την εναντίωση στις εκτρώσεις και την ποινικοποίησή τους, την εξαφάνιση των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων. Στο όνομα του χυδαίου φιλελευθερισμού, ο Ρον Πολ φτάνει στο σημείο να αντιτίθεται ακόμα και στην Πράξη Πολιτικών Δικαιωμάτων που 1964 που θεωρεί ότι περιόρισε «την ελευθερία των επιχειρηματιών να αρνούνται την εξυπηρέτηση των μαύρων». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι βρίσκει στήριξη σε διαδικτυακούς τόπους με νεοναζιστικές τάσεις που υποστηρίζουν την «λευκή ανωτερότητα» ή στους κύκλους των χριστιανών επαναδομιστών, του πιο φονταμενταλιστικού τμήματος των Ευαγγελιστών. Την ίδια στιγμή καταλήγει να υποστηρίζει να καταργηθεί το δικαίωμα μη νομιμοποιημένων μεταναστών να έχουν περίθαλψη σε μονάδες εντατικής θεραπείας.
Με το κίνημα των καταλήψεων να διατηρεί λόγο παρεμβαίνοντας στην προεκλογική διαδικασία και προαναγγέλλοντας κατάληψη του Κογκρέσου με σύνθημα «οι επιχειρήσεις δεν είναι άνθρωποι, το χρήμα δεν είναι λόγος», οι καταγγελίες για σχέσεις χρηματοδότησης των υποψηφίων με μεγάλες εταιρείες δεν σταματούν, ενώ την ίδια στιγμή εντύπωση κάνει και το φαινόμενο εμφάνισης «ανεξάρτητης καμπάνιας αρνητικής διαφήμισης» ενάντια στον Γκρίνγκριτς που συνδέεται με στελέχη που στήριζαν τον Ρόμνι και στοίχισε 2,8 εκατομμύρια δολάρια.
Από την άλλη μεριά, η εκστρατεία του Μπαράκ Ομπάμα στερείται έστω και της ελάχιστης λάμψης που εξέπεμπε η πρώτη του εκλογική επιτυχία, όταν όχι μόνο εντός των ΗΠΑ αλλά και εκτός, η πτώση του καθεστώτος Μπους και η άνοδος του πρώτου μαύρου προέδρου των ΗΠΑ είχε δημιουργήσει ελπίδες για μια προοδευτική στροφή στην αμερικανική πολιτική. Η θητεία του όμως στον Λευκό Οίκο απογοήτευσε τους ένθερμους υποστηρικτές του.