Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Γιατί αρνείται την ανατρεπτική κοινή δράση το ΚΚΕ;

Aρχές Μάρτη παραδόθηκε στα κεντρικά όργανα ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ η πολιτική πρόταση του Κεντρικού Συντονιστικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με επιδίωξη τη συνάντηση αντιπροσωπειών, στο πλαίσιο της συνολικής πρότασης προς τις μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς και του κινήματος για τη συγκρότηση ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής της επίθεσης του κεφαλαίου, της ΕΕ, του ΔΝΤ, της κυβέρνησης Παπαδήμου - ΠΑΣΟΚ - ΝΔ και κάθε διάδοχης διαχειριστικής κυβέρνησης του κεφαλαίου, από το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Η ηγεσία του ΚΚΕ αρνήθηκε τη ζωντανή επικοινωνία. Το Σάββατο όμως 24 Μάρτη δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη με υπογραφή Π.Ι. μονοσέλιδο άρθρο επί του θέματος. Στο άρθρο επισημαίνεται πως «το πρώτο» που συμπεραίνεται από αυτή την πολιτική πρωτοβουλία, «είναι η δημιουργία σύγχυσης στην εργατική τάξη από το κάλεσμα συσπείρωσης σε ένα πλαίσιο πάλης κοινό, ενώ την ίδια ώρα κάθε πολιτική δύναμη θα ζυμώνει τη δική της στρατηγική».



του Αλέκου Αναγνωστάκη






 Ο Π.Ι. αναρωτιέται «γιατί χρειάζεται πολιτική συνεργασία και μάλιστα “ενιαίο πολιτικό κέντρο”, συγκροτημένο ...από ανομοιογενείς δυνάμεις που η στρατηγική τους διαφέρει ριζικά». «Οι αντίθετες γραμμές πάλης», συνεχίζει, «δεν εμπόδισαν τη διοργάνωση πανεργατικών απεργιών».
  
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γράφει ο Π.Ι. προτείνει «ανατροπή των μνημονίων, των κυβερνήσεων του κεφαλαίου, της ΕΕ και του ΔΝΤ, όχι όμως και της εξουσίας του κεφαλαίου, αποσπώντας την οικονομία από την πολιτική... Βάζει ζήτημα ανατροπής της κυβέρνησης αλλά κρύβει ποια κυβέρνηση ή εξουσία θα το κάνει. Προφανώς μια κυβέρνηση διαχείρισης, αυτό βγαίνει από τα συμφραζόμενα» καταλήγει. «Η πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ», συμπεραίνει, «ακυρώνει στην πράξη τη στρατηγική του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό. Εμποδίζει την εργατική τάξη να προσεγγίσει και να πραγματοποιήσει αυτό το στόχο ... εμποδίζει την πολιτική ωρίμανση των συνειδήσεων των εργαζομένων, την προετοιμασία τους για πάλη ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου».

Στο σύντομο αυτό σημείωμα παρακάμπτονται οι αποφάσεις των συνεδρίων του ΚΚΕ ότι: «Το ΚΚΕ επιδιώκει τη συνεργασία με πολιτικές δυνάμεις που αποδέχονται την αναγκαιότητα σύγκρουσης με τον ιμπεριαλισμό και τα πολυεθνικά μονοπώλια, υπερασπίζονται τα δικαιώματα των εργαζομένων, τη λαϊκή κυριαρχία και ανεξαρτησία της χώρας. Η συνεργασία μπορεί να εκφραστεί με τη μορφή συντονισμού, πολλαπλών συσπειρώσεων και κοινής δράσης για ορισμένα συγκεκριμένα προβλήματα, στα οποία διαπιστώνεται συμφωνία». Η ουσία και οι τρόποι υλοποίησης αφορά το ίδιο το ΚΚΕ, του οποίου η πολιτική κρίνεται.

Το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προτείνουν στο εργατικό και λαϊκό κίνημα ένα ενιαίο πολιτικό πλαίσιο στόχων πάλης (παύση πληρωμών, διαγραφή του χρέους, ριζική μείωση του χρόνου εργασίας, σταθερή εργασία με αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις, σε βάρος των κερδών του κεφαλαίου) που έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με το νόμο της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης των εργαζομένων και της νεολαίας που υλοποιεί η πολιτική των αστικών κυβερνήσεων από τη δεκαετία του ’90 και με υπεραντιδραστική ποιότητα με αφορμή τη σε εξέλιξη καπιταλιστική κρίση. Στόχοι που έρχονται σε ευθεία ρήξη στο νόμο συνδυασμού των εθνικών και διεθνών πλευρών της καπιταλιστικής κυριαρχίας (έξοδος από το ευρώ, την ΟΝΕ και την ΕΕ). Σε αντίθεση με το νόμο της αστικής πολιτικής ηγεμονίας απέναντι στον ανεξάρτητο πολιτικό ρόλο του μαζικού κινήματος (υπεράσπιση του δημοκρατικού δικαιώματος οργάνωσης των αγώνων, ανατροπή των μνημονίων και των κυβερνήσεων του κεφαλαίου). Βασικό στοιχείο του προγράμματος είναι η προώθηση της πιο ευρείας αγωνιστικής ενότητας και του συντονισμού των εργατικών αγώνων, ώστε το εργατικό κίνημα να αποσπά νίκες και κατακτήσεις προς όφελος των εργαζομένων, να κλονίζει την καπιταλιστική στρατηγική. Είναι στόχοι πάλης που συνδέονται (χωρίς να ταυτίζονται) με την αναγκαιότητα της εργατικής εξουσίας, όχι λιγότερο με τη δραματική αναγκαιότητα αναχαίτισης, ανατροπής της σε εξέλιξης κανιβαλικής πολιτικής. Και το αντίθετο. Στόχοι που συνδέονται με την άμεση αναγκαιότητα «να ανασάνει ο λαός», να ζήσει την ελπίδα νικηφόρων ανατροπών –ως μέτρο της αυτοπεποίθησης και της προοπτικής του κινήματος– όχι λιγότερο απ’ όσο με την αντικαπιταλιστική επανάσταση και τελικά την εργατική εξουσία. Κατακτήσεις που θα επιβάλλονται σε κάθε είδους αστική κυβέρνηση από το υπουργείο των υπουργείων, το υπουργείο των λαϊκών αγώνων. Από το βαθιά δημοκρατικό εκβιασμό της συλλογικής εργατικής θέλησης και αγώνα των σύγχρονων κολασμένων, που δεν έχουν πλέον να χάσουν παρά μόνο τις ηλεκτρονικές τους αλυσίδες. Από τους εργάτες που ωθούνται στον αγώνα από τις ανάγκες της ζωής. Αυτής της ζωής. Αλλά ταυτόχρονα μπορούν και πρέπει να εμπνέονται από την Εργατική Δημοκρατία και τον Κομμουνισμό του 21ου αιώνα ως δυνητικά δημόσια αγαθά που επαγγέλλονται, σχεδιάζουν και επιδιώκουν οι πρωτοπόροι αριστεροί, κομμουνιστές και αντικαπιταλιστές αγωνιστές.
Με ανάλογο ιστορικά και πολιτικό τρόπο σύμφωνα με τον οποίο, καταμεσής των περασμένων ανάλογων κρίσεων και στις μητροπόλεις του καπιταλισμού επιβλήθηκαν, με τον εργατικό επαναστατικό αγώνα, διαφιλονικούμενες επί μέρους νίκες στο ύψος των μισθών, στο χρόνο εργασίας, την υγιεινή, ασφάλεια και τη σύνταξη. Αγώνες, νίκες και κατακτήσεις που τιμούμε (και το ΚΚΕ) στα δικά μας γιορτάσια. Κατακτήσεις που από τη μια αποτελούν προσωρινό και διαφιλονικούμενο ρήγμα στη συνέχεια των νόμων της αστικής κυριαρχίας, από την άλλη –υπό την απαραίτητη προϋπόθεση της συνειδητής δράσης επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος, ταξικά αναγεννημένου εργατικού κινήματος και αντικαπιταλιστικού μετώπου που συγκροτούνται εν θερμώ– μπορεί να οδηγήσουν σε μια ποιοτικά ανώτερη καμπή της ταξικής πάλης, ως την επιβολή της εργατικής εξουσίας. Από αυτή τη σκοπιά, η προτεινόμενη πολιτική από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ (με ελλείψεις, λάθη και παραλείψεις) που απορρίπτεται από την ηγεσία του ΚΚΕ, αποτελεί και έμπρακτη απόδοση τιμής στη «δικιά μας ιστορία».
Αναρωτιόμαστε, ανάμεσα στη δικαιωματικά διεκδικούμενη «ψήφο στο ΚΚΕ», και στη «Λαϊκή εξουσία, λαϊκή Οικονομία», δεν χωρά τίποτα; Ή μήπως χωρούν η νικηφόρα ανατροπή της προωθούμενης αστικής πολιτικής, η ανατροπή των πραγματικών πολιτικών συσχετισμών μεταξύ κεφαλαίου - εργασίας, σε όφελος των λαϊκών και αριστερών δυνάμεων, η ισχυρή αυτοπεποίθηση του εργατολαϊκού κινήματος, μια νέα ιστορική περίοδος διάλυσης των αυταπατών, προσέγγισης της επαναστατικής διαδικασίας από τις ίδιες και για τις ίδιες τις δυνάμεις της εργασίας και του λαού;
Φαίνεται ότι οι συνολικοί αντικαπιταλιστικοί στόχοι πάλης εργατικών συμφερόντων αντιμετωπίζονται από την ηγεσία του ΚΚΕ ως ανέφικτοι, λόγω αρνητικών συσχετισμών και απραγματοποίητοι, έστω σχετικά και ανολοκλήρωτα, χωρίς την κατάληψη της εξουσίας. Γι’ αυτό δραπετεύουν από το σκληρό σήμερα διά του οράματος, υποβιβάζοντας και αντιμετωπίζοντας τους αντικαπιταλιστικούς στόχους πάλης ως στόχους που μπορούν να υλοποιηθούν από αστικές κυβερνήσεις (άρα ρεφορμιστικούς) και όχι ως στόχους της τωρινής ανατρεπτικής εργατικής πάλης που συνδέονται, χωρίς να ταυτίζονται, πολιτικά, με τη στρατηγική της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και της εργατικής εξουσίας.
Ότι αδυνατούν να αντιληφθούν και να ερμηνεύσουν την παλιρροϊκή εμφάνιση του κινήματος, με εναλλαγή άμπωτης και πλημμυρίδας. Τα ερχόμενα, τα αναγκαία. Γι’ αυτό απωθούν στα ενδότερα της σκέψης πως ακόμα και μια αστική κυβέρνηση που διαδέχεται την προηγούμενη που έπεσε από τη δράση του απαλλαγμένου από το παραλυτικό δίλημμα «αν πέσει αυτή η κυβέρνηση μετά τι» λαϊκού παράγοντα, είναι για σύντομο διάστημα –όπως η ιστορία επαληθεύει– πιο ευάλωτη από το εργατικό κίνημα. Απωθούν επίσης στα ενδότερα της μνήμης και της σκέψης πως συνεργασίες και κοινές δράσεις για καθοριστικούς λαϊκούς στόχους ανάμεσα σε πολιτικές δυνάμεις με στρατηγικές διαφορές εμφανίζονται διαρκώς στην ιστορία και στη γεωγραφία των λαών.

Ή μήπως ο Χωμενίδης του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Τσιριμώκος της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας και ο Λευτέρης Αποστόλου του ΚΚΕ, που υπέγραψαν την ίδρυση του ΕΑΜ ήταν φορείς ταυτόσημων στρατηγικών στόχων; Ή αυτοί, οι μη ταυτόσημοι στόχοι και όχι η ουσία της τότε πολιτικής του ΚΚΕ, ενέχονται για όσα επακολούθησαν; Και στα εργατικά συμβούλια;
Η ηγεσία του ΚΚΕ αλλά και άλλοι σύντροφοι φαίνεται δεν έχουν εκτίμηση του βάθους, της έκτασης, της διάρκειας της κρίσης και των κινδύνων που εγκυμονεί η προωθούμενη αστική πολιτική.
«Υπάρχει μια τάση να θεωρούμε πως αυτό που βλέπουμε στην παρούσα στιγμή είναι κι αυτό που θα συνεχίσουμε να βλέπουμε. Ξεχνάμε όμως πόσο συχνά αιφνιδιαστήκαμε από τις αναπάντεχες καταρρεύσεις θεσμών, από εκπληκτικές αλλαγές στη σκέψη των ανθρώπων, από απρόσμενες εξεγέρσεις ενάντια σε τυραννίες, από την ταχεία καθίζηση συστημάτων εξουσίας που έμοιαζαν ανίκητα» (Χάουαρντ Ζιντ). Γι’ αυτά μιλούμε και κατ’ ανάγκη θα συνομιλήσουμε και (συν)πράξουμε.