Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Ιδεολογική αντιπαράθεση: Από την επιστήμη στην προπαγάνδα



Η νεοφιλελεύθερη επίθεση δεν περιορίζεται στην οικονομία, την πολιτική, τις κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων. Επεκτείνεται και στο ιδεολογικό πεδίο (φιλοσοφία, επιστήμη, κουλτούρα, ηθική). Αυτή η σφαιρικότητα χαρακτηρίζει κάθε μορφή ανασυγκρότησης της κοινωνίας. Αυτό συμβαίνει και με τον ολοκληρωτικό νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, που ανασυγκροτεί τον καπιταλισμό κεϋνσιανού τύπου.



του Δημήτρη Γρηγορόπουλου






ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΕΚΦΥΛΙΣΜΟΥ

Η νεοφιλελεύθερη επίθεση δεν περιορίζεται στην οικονομία, την πολιτική, τις κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων. Επεκτείνεται και στο ιδεολογικό πεδίο (φιλοσοφία, επιστήμη, κουλτούρα, ηθική). Αυτή η σφαιρικότητα χαρακτηρίζει κάθε μορφή ανασυγκρότησης της κοινωνίας. Αυτό συμβαίνει και με τον ολοκληρωτικό νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, που ανασυγκροτεί τον καπιταλισμό κεϋνσιανού τύπου.

Η ιδεολογία είναι αναγκαία για τη λειτουργία ενός συστήματος γενικά. Η αναγκαιότητα και ο ρόλος της αυξάνει δραματικά σε περιόδους μετάβασης, όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων και της διαπάλης τους. Η λυσσαλέα επίθεση τις τελευταίες δεκαετίες της κεφαλαιοκρατίας κατά της εργατικής τάξης για αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων και ανάκληση των όποιων κατακτήσεων, αφαιρεί απ’ την αστική τάξη τη δυνατότητα χειραγώγησης μέσω παροχών (καρότο), και την επικεντρώνει στην καταστολή (μαστίγιο) και την ιδεολογία (φενάκη). Παρά την ανάπτυξη του ιδεολογικού τομέα, η ποιοτική στάθμη του ακολουθεί την κατιούσα. Η συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου ακόμα και στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες σε μια θάλασσα επιστημονικών - τεχνολογικών κατακτήσεων και συσωρευμένου πλούτου, η ενδημική υψηλή ανεργία, οι πόλεμοι, η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, η εξαθλιωμένη ζωή της πλειοψηφίας των κατοίκων του πλανήτη, δυναμιτίζει τη δυνατότητα αστικής ηγεμονίας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η κυρίαρχη ιδεολογία, παρά το τεράστιο οπλοστάσιο σε μέσα, πολύ δύσκολα πείθει για την ανωτερώτητα της καπιταλιστικής κοινωνίας, αφού η ωμή πραγματικότητα τη διαψεύδει οικτρά. Γι’ αυτό έχει ουσιαστικά εγκαταλείψει τις μεγαλεπήβολες «αφηγήσεις» για μια νέα κοινωνία καθολικής ευημερίας χωρίς κινδύνους, ανταγωνισμούς και συγκρούσεις. Η αστική ιδεολογία δεν προβάλλει πλέον μεγάλες ιδέες και οράματα. Αρκείται στην καλύτερη περίπτωση σε μια «κοινωνική μηχανική», στις βήμα βήμα μικροβελτιώσεις της καθημερινότητας, ενώ κατά κανόνα με τον ευφημισμό «διαρθρωτικές αλλαγές» ή «μεταρρυθμίσεις» δεν εννοεί καν κάποιες μικροβελτιώσεις αλλά την αναίρεση βασικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζομένων. Η απατηλή προπαγάνδα και η κινδυνολογία έχουν μεταβληθεί σε κυρίαρχα στοιχεία της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Κυριαρχεί το ψεύδος, η απολυτοποίηση πλευρών της πραγματικότητας, η τρομοκρατία για τον καταποντισμό της κοινωνίας αν αυτή θελήσει να απαλλαγεί από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική. Η κυρίαρχη ιδεολογία στην κρίση της αντιμετωπίζει φοβικά τη μαρξιστική ιδεολογία. Δεν την αντιμετωπίζει στο πεδίο της μάχης των ιδεών, αλλά στο επίπεδο της ευτελούς προπαγάνδας, του ψεύδους, της στρέβλωσης, της συκοφαντίας, του φόβου. Διακρίνονται ορισμένες βασικές τάσεις στην ιδεολογική υποκουλτούρα του νεοφιλελευθερισμού: Η χρήση σχημάτων του παραδοσιακού αντικομμουνισμού. Η χρήση αριστερών ιδεών (δικαιοσύνη, δημοκρατία, αξιοπρέπεια, μεταρρύθμιση) με άδειασμα του προδευτικού περιεχομένου και τη συντηρητική μετάλλαξή τους (όπως συμβαίνει χαρακτηριστικά με την έννοια της μεταρρύθμισης). Και το άκρο άωτο, η μετάθεση της ευθύνης για τις παθογένειες του συστήματος (όπως το πελατειακό κράτος) στην Αριστερά.

Ηκρίση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού αντανακλάται (σχετικά βέβαια) και στη φιλοσοφία, τις κοινωνικές επιστήμες, τον πολιτισμό, την ηθική. Οι αστοί επιστήμονες δεν έπαψαν βέβαια να καλλιεργούν τις κοινωνικές επιστήμες. Συνήθως όμως περιορίζονται σε επιμέρους θέματα ή σε αναλύσεις σχολαστικού χαρακτήρα, που δεν εφοδιάζουν με θεωρητικές αντιλήψεις την κυρίαρχη πολιτική. Μεγάλοι αστοί διανοητές, όπως ο Χάγιεκ, ο Κέυνς, ο Φρίντμαν, ο Σουμπέτερ κ.ά., που αποτελούν τους θεωρητικούς πατέρες των κυρίαρχων πολιτικών του κεϋνσιανισμού και του νεοφιλελευθερισμού, λείπουν. Εξαίρεση, ο Χάμπερμας, που εξακολουθεί να επηρεάζει την αστική σκέψη, και ορισμένοι οικονομολόγοι, μικρότερου όμως βεληνεκούς όπως οι Στίγκλιτς, Κρούγκμαν, Ρουμπινί κλπ. Το σύστημα δημιουργεί μαζικά τους οργανικούς του διανοούμενους με δέλεαρ την ακαδημαϊκή καριέρα, την προβολή, τη θέση του συμβούλου, την πολιτική σταδιοδρομία. Οι οργανικοί διανοούμενοι, κυρίως οικονομολόγοι, λόγω της σοβούσας κρίσης, δεν παράγουν θεωρητικό έργο με το οποίο τροφοδοτούν και εμπνέουν την πολιτική. Συμβαίνει το αντίστροφο. Η πολιτική έχει μετατρέψει τη θεωρία σε θεραπαινίδα της, καθορίζει το περίγραμμα ιδεών στο οποίο αυτή θα κινηθεί, την υποβιβάζει σε απολογητική ή και προπαγανδιστική απλώς των επιλογών της.
Οι οικονομολόγοι, ιδίως, ακολουθώντας υποτακτικά τους ελιγμούς και τις σκοπιμότητες της πολιτικής χάνουν κάθε επιστημονική αξιοπιστία. Διαπρεπείς οικονομολόγοι των οίκων αξιολόγησης βαθμολογούσαν με 3Α τις αμερικανικές τράπεζες, λίγες μέρες πριν σκάσει η φούσκα των ενυπόθηκων δανείων. Γνωστοί έλληνες οικονομολόγοι επικροτούσαν την ψευδολογία των Παπανδρέου - Παπακωνσταντίνου ότι μέσα στο 2011 η χώρα μας θα ξεπεράσει την κρίση και θα δανειστεί  από τις αγορές, άλλοι, που επιχειρηματολογούσαν κατά του πρώτου μνημονίου (οικονομολόγοι προσκείμενοι στη ΝΔ, που προήχθησαν σε υπουργούς...), συνηγόρησαν υπέρ του δεύτερου και της άκρως υφεσιακής πολιτικής της τρικομματικής. Πρότυπο οργανικού διανοούμενου ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, που παρά τη λειτουργική του αυτονομία, αντί να νουθετεί την εκάστοτε κυβέρνηση, ευθυγραμμίζεται δουλοπρεπώς με τις επιλογές της. Η υποβάθμιση των οικονομικών επιστημόνων σε αναλυτές ή και απολογητές της ασκούμενης πολιτικής δημιουργεί μια όσμωση με τους οικονομολογούντες πολιτικούς και δημοσιολόγους. Διαμορφώνεται ένα τύπος διανοούμενου που συγκερνά κάποια στερεότυπα θεωρίας με προπαγανδιστικά σχήματα. Αυτό το είδος διανοούμενου εμφανίζεται συχνά στις στήλες της Καθημερινής. Με ένα αμάλγαμα εκλαϊκευμένης θεωρίας και προπαγάνδας στηρίζουν την κυβερνητική πολιτική, αλλά και την εμπνέουν, σε ένα βαθμό.
Αυτό το υβρίδιο θεωρητικίζουσας προπαγάνδας και προπαγανδιστικής θεωρίας είναι το όργανο παραγωγής ιδεολογικών - προπαγανδιστικών σχημάτων στην οικονομία αλλά και στα άλλα βασικά θέματα (κράτος, θεσμοί, κόμματα, διεθνείς σχέσεις κλπ.). Είναι ακόμα βασικό όργανο πολεμικής κατά της μαρξιστικής ιδεολογίας και της Αριστεράς. Τα σχήματα αυτά σε πιο θεωρητική ή προπαγανδιστική εκδοχή, ανάλογα με το χρήστη και το κοινό, χρησιμοποιούνται ευρέως στην πάλη ιδεών. Ανάμεσα στον εσμό τέτοιων ιδεών μπορεί να σταχυολογήσει κανείς τρεις βασικές (και περισσότερες) που χρησιμοποιούνται κυρίαρχα από τα κατώτερα επίπεδα ως τα ανώτερα. Αυτά τα ιδεολογήματα επιχειρούν να στρεβλώσουν το ρόλο και την εικόνα της Αριστεράς. Η αδυναμία της άρχουσας τάξης να πείσει με θετικό λόγο για την πολιτική της, την ωθεί στον αρνητικό λόγο, δηλαδή, σε μια επιχείρηση αμαύρωσης της Αριστεράς, ώστε να μην επωφεληθεί απ’ την κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας και πολιτικής. Τα ιδεολογήματα αυτά εμφανίζουν τη μαρξιστική αντίληψη ως διαψευσμένη στην πράξη και μη εφαρμόσιμη, ως ενσάρκωση συντηρητικού πνεύματος ανασταλτικού για την κοινωνική πρόοδο, ως ιδεολογία κυρίαρχη στην ελληνική κοινωνία, που ήταν καθοριστική για τις παθογένειές της. Με άλλα λόγια, η άρχουσα τάξη προσπαθεί να φορτώσει την ιδεολογική και πολιτική κρίση της και στην Αριστερά, ώστε με την αλληλοεξουδετέρωση των «πάνω και των κάτω» να επιβιώνει η αστική τάξη, έστω σε μια τελματωμένη κοινωνία.
Πρώτο: o αγοραίος αντικομμουνισμός της περιόδου του ψυχρού πολέμου έχει υποκατασταθεί από έναν ακραίο εμπειρισμό και το αντίστοιχο κριτήριο επαλήθευσης. Λέει αυτή η αντίληψη: Η μαρξιστική θεωρία είναι επιστημονικά άκυρη, αφού πουθενά δεν εφαρμόζεται ή αφού, όπου επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί, απέτυχε παταγωδώς. Παρά το «θεωρητικό» περικάλυμμα του εμπειρισμού, στην ουσία πρόκειται για προπαγανδιστικού χαρακτήρα αφορισμό, που θεωρεί ουτοπική μιαν εδρασμένη στο μαρξισμό κοινωνία, άρα και επικίνδυνη, κατά τον Πόπερ, την εφαρμογή της στην πράξη. Εξάλλου, και η χρήση της παρατηρείται κυρίως στην τρέχουσα ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση, αλλά με απήχηση και στη λαϊκή συνείδηση, αφού ο εμπειρισμός της μπορεί να πείσει για την ανεδαφικότητα και ανευθυνότητα των αριστερών αντιλήψεων και προτάσεων. Πρόκειται για συγκαλυμμένη προπαγάνδα, αφού η θεωρητική στήριξή της είναι σαθρή. Η απολυτοποίηση των φαινομένων, το πραγματιστικό κριτήριο της αλήθειας, η στατική αντιδιαλεκτική αντίληψη της ιστορίας δεν έχουν σχέση με την αλήθεια. Η εμπειριστική προπαγάνδα διαστρεβλώνει την αλήθεια. Τα πρώτα πειράματα εγκαθίδρυσης σοσιαλιστικής κοινωνίας επαλήθευσαν τις θεμελιώδεις αρχές της μαρξιστικής θεωρίας: την καθοριστικότητα της ταξικής πάλης, την επανάσταση, την κατάληψη της εξουσίας και την ίδρυση μιας εργατικής δημοκρατίας των συμβουλίων, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και τον παγκοινωνικό σχεδιασμό, την εξάλειψη της ανεργίας και ένα όχι υψηλό αλλά αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Η κατάρρευση αυτών των καθεστώτων οφείλεται στην εγκατάλειψη του μαρξισμού από την εκμεταλλευτική γραφειοκρατία που επικράτησε τελικά σε αυτές τις κοινωνίες.

Εξάλλου, αυτός ο εμπειρισμός είναι ακραία φαινομενολογικός και αντιδιαλεκτικός. Γιατί, ό,τι δεν υπάρχει σήμερα, αποκλείεται να υπάρξει αύριο, αν συντρέξουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις; Μήπως και ο καπιταλισμός είναι αιώνιος, ή, εγκαθιδρύθηκε κάτω από καθορισμένες ιστορικές συνθήκες; Έπειτα αγνοείται η διαλεκτική των αντιθέσεων και η σχέση δυνατότητας - πραγματικότητας. Ό,τι υπάρχει σε μια κοινωνία ως δυνατότητα άρνησης, αποτελεί δυνατότητα υπέρβασής της. Η κοινωνικοποίηση της παραγωγής, ιδιαίτερα με την παγκοσμιοποίηση, παρά την ανορθόλογη καπιταλιστική ιδιοποίησή της, αποτελεί όχι απλώς δυνατότητα αλλά επιτακτική αναγκαιότητα, λόγω της σήψης του καπιταλισμού, το τελευταίο σκαλοπατάκι, όπως έλεγε μεταφορικά ο Λένιν, για την κοινωνικοποίηση των παραγωγικών σχέσεων. Αλλά και ο αφορισμός ότι ο δημόσιος τομέας στη χώρα μας λόγω της υπερτροφίας του είναι «σοβιετικού» τύπου και ότι επομένως πρέπει να ιδιωτικοποιηθεί, δεν συγκεντρώνει ούτε τις εμπειρικές ενδείξεις, αφού τα 2/3 περίπου των δημοσίων επιχειρήσεων ξεπουλήθηκαν μετά την ΟΝΕ από κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.

Δεύτερο: Κατά τους δημοσιολόγους του νεοφιλελευθερισμού η μαρξιστική ιδεολογία, επειδή ακριβώς είναι εξωπραγματική, αδυνατεί να κατανοήσει την αναγκαιότητα των «μεταρρυθμίσεων» και αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην πραγματοποίησή τους. Ο μαρξισμός ανακηρύσσεται προπύργιο του συντηρητισμού! Πρόκειται για διαστροφή της πραγματικότητας εμπνευσμένη απ’ τα τεχνάσματα των αρχαίων σοφιστών («τον κρείττω λόγον ήττω»), που επαίρονταν δηλαδή για την ικανότητά τους να παρουσιάζουν το μαύρο για άσπρο και το αντίστροφο. Το τέχνασμα είναι αγοραίο, αλλά ενδεχομένως αληθοφανές, αν μείνει κανείς στην εμπειρική επίφαση. Το σχήμα είναι το εξής: Ό,τι είναι νέο είναι προοδευτικό, ό,τι είναι αντίθετο σε αυτό είναι συντηρητικό και αντιδραστικό. Εδώ απολυτοποιείται η μορφή (νέο - παλιό) και αγνοείται το περιεχόμενο (ωφέλιμο ή βλαβερό και για ποιον). Αν όμως ξύσουμε λίγο την επιφάνεια, προβάλλει το αποκρουστικό πρόσωπο του υπεραντιδραστικού νεοφιλελευθερισμού. Αυτό το ρεύμα σκέψης και πολιτικής θεωρεί πρόοδο και μεταρρύθμιση την ανάκληση κατακτήσεων και δικαιωμάτων που με πολύχρονους αγώνες και αίμα οι εργαζόμενοι κατοχύρωσαν. Ο εργαζόμενος με το φόβητρο της ανεργίας και της εξαθλίωσης χάνει κάθε θεσμική προστασία (βλ. κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων από τις άθλιες μνημονιακές κυβερνήσεις), εγκαταλείπεται στο έλεος του καπιταλιστή, στην ατομική σύμβαση ή και στην αδήλωτη εργασία. Είναι λοιπόν προοδευτικός αυτός που προωθεί «μεταρρυθμίσεις» που πισωδρομούν την εργασία στην εποχή της ολοήμερης διάρκειας (αναστολή - δύση ήλιου), της καθημερινής πρόσληψης, στον αυθαίρετο καθορισμό της αμοιβής ή και της μη αμοιβής; Eίναι προοδευτικός αυτός που αλλάζει επί τα χείρω την κατάσταση των εργαζομένων και των πολιτών και συντηρητικός αυτός που αγωνίζεται για την προστασία των δικαιωμάτων, τη διεύρυνσή τους, την άνθησή τους σε μιαν ανώτερη σοσιαλιστική κοινωνία; Κι όμως αυτό το επιχείρημα επικαλούνται με σοβαροφάνεια επιστήμονες, πολιτικοί, δημοσιολογούντες. Ο tempora o mores!

Τρίτο: Κολοφώνας της θεωρητικο-προπαγανδιστικής αθλιότητας είναι η επιχείρηση μετάθεσης των ευθυνών για τα δεινά της ελληνικής κοινωνίας από την αστική τάξη και τους πολιτικούς εκπροσώπους της στην Αριστερά και στο εργατικό κίνημα. Είναι ν’ απορεί κανείς με το θράσος των εμπνευστών και διακινητών αυτής της άποψης, που είναι πολύ της μόδας στους λόγους των αστών πολιτικών, στα τηλεοπτικά πάνελ, στον αστικό τύπο. Ποια είναι η «λογική του επιχειρήματος»; Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση ενός από τους θεωρητικολογούντες δημοσιογράφους της Καθημερινής (5/8/2012). Αυτός ο κύριος, ενώ παραδέχεται ότι στον καπιταλισμό σοβεί κρίση που προκαλεί ο νεοφιλελευθερισμός, κατατάσσει την Ελλάδα σε μια εξωγήινη διάσταση, αφού, για αυτήν δεν ισχύει η παραπάνω εκτίμηση. Τι, φταίει λοιπόν για τις παθογένειες της κοινωνίας μας; Μα απλούστατα η Αριστερά!

Η Αριστερά, σύμφωνα με τον τυπικό οργανικό διανοούμενο του καπιταλισμού σήμερα, αν και ηττημένη στον εμφύλιο, κυριάρχησε ιδεολογικά. Επέβαλε στην κοινωνία, ακόμα και στις αστικές παρατάξεις, τα ιδεολογήματα του κρατισμού και του λαϊκισμού, που ευθύνονται για τη δημιουργία ενός κράτους διογκωμένου, γραφειοκρατικού, αναποτελεσματικού και διεφθαρμένου, που με τη σειρά του ευθύνεται (στο απυρόβλητο ο καπιταλισμός) για την οικονομική κρίση της χώρας. Τώρα, πώς μια Αριστερά ηττημένη, διωκόμενη, αντισυστημική κατόρθωσε να επιβάλει την ιδεολογία της όχι μόνο στην κοινωνία, αλλά και στους κυβερνώντες, αποτελεί λογικό και ιστορικό παράδοξο. Αντί άλλης κριτικής θα συνιστούσαμε στον αναλυτή την εκπόνηση μιας διατριβής, για να φωτίσει τον κόσμο...


Υποχώρηση της αστικής θεωρίας

ΕΠΙΚΕΝΤΡΩΣΗ ΣΤΟ ΜΕΡΙΚΟ, ΑΠΟΥΣΙΑ ΟΛΙΣΤΙΚΩΝ ΘΕΩΡΗΣΕΩΝ


Το αστικό ρεύμα στη φιλοσοφία και στις κοινωνικές επιστήμες σημειώνει υποχώρηση, παρά τις τεράστιες δυνατότητες και τα προνόμια που του εξασφαλίζει το σύστημα. Η υποχώρηση εκδηλώνεται με την επικέντρωση στην θεματολογία του μερικού και την απουσία σχεδόν ολιστικών θεωρήσεων σε πλάτος και βάθος στα κεντρικά ζητήματα της οικονομίας, του κράτους και των θεσμών της κοινωνικής δομής της φιλοσοφίας. Αιτία είναι μάλλον η απόδειξη της κραυγαλέας αναντιστοιχίας των θεμελιωδών φιλελεύθερων προταγμάτων με την αντικειμενική πραγματικότητα και η δυσκολία αξιόπιστης ανάλυσης των βασικών κοινωνικών θεμάτων απ’ τη σκοπιά της κυρίαρχης, στις αστικού προσανατολισμού κοινωνικές επιστήμες, νεοφιλελεύθερης αντίληψης.

Στην αστική μελέτη της καπιταλιστικής οικονομίας, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία, απουσιάζει η συστηματική μελέτη του καπιταλισμού στα βασικά συστατικά του και στις σχέσεις τους, τα αίτια, ο χαρακτήρας και το είδος των κρίσεων, η σχέση οικονομίας και κοινωνικών τάξεων, οικονομίας και εξουσίας.

 Στο ζήτημα του κράτους, η αστική θεωρία δεν έχει κινηθεί πέρα απ’ το κράτος δικαίου. Η νομιμοποιητική λειτουργία του κράτους πρόνοιας έχει σαφώς υποχωρήσει, ενώ κυριαρχεί ένας προπαγανδιστικός μάλλον παρά θεωρητικός αντικρατισμός νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα. Το κομματικό σύστημα αναλύεται απ’ το πρίσμα του δικομματισμού, παρά την κρίση ταυτότητας και των δύο πόλων του, και κυρίως του σοσιαλδημοκρατικού, που έχει μεταλλαχθεί σε σοσιαλνεοφιλελεύθερο κόμμα.

Στην κοινωνιολογική ανάλυση το ταξικό κριτήριο σταθερά αγνοείται παρά την έντονη ταξική πόλωση, για τον καθορισμό της κοινωνικής θέσης απολυτοποιούνται τα κριτήρια του επαγγέλματος, του χαρακτήρα της εργασίας, της μόρφωσης κοκ. Ακραία έκφραση του αστικού ανορθολογισμού αποτελεί η αναγόρευση σε κύριο εχθρό της κοινωνίας των «προνομιούχων» δημοσίων υπαλλήλων, των συνδικαλιστών, των ελεύθερων επαγγελματιών, ενώ από τους κεφαλαιούχους στοχοποιούνται μόνο κάποιοι «κακοί» επιχειρηματίες.
Κυρίαρχη φιλοσοφική τάση αποτελεί ένας νεοφιλελεύθερος εμπειρισμός, που συστηματικά απολυτοποιεί το φαινόμενο, το αποσπασματικό, το τυχαίο, διαχωρίζοντάς το από την ουσία, γιατί έτσι εξυπηρετείται η χαρακτηριστική στη νεοφιλελεύθερη ανάλυση στρέβλωση της πραγματικότητας.

Ο νεοφιλελευθερισμός, απολυτοποιώντας το ρόλο της ανθρώπινης φύσης, αρνείται το κριτήριο της συλλογικότητας στην ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων (Θάτσερ: «Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν άτομα»), ενθαρρύνει τον υποκειμενισμό, την ατομικότητα, τη βουλησιαρχία (η ατομική και συλλογική ιστορία διαμορφώνεται με τη δύναμη της βούλησης ανεξάρτητα από συνθήκες).

ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ
Μεγάλες δυνατότητες αντεπίθεσης
n ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Ο μαρξισμός ως ιδεολογία της εργατικής τάξης, παρά την προσπάθεια απαξίωσής του με την αξιοποίηση της ήττας του υπαρκτού σοσιαλισμού και του κομμουνιστικού κινήματος και την εκτόπισή του από την εκπαίδευση και τα ΜΜΕ, ευνοείται από τις σύγχρονες συνθήκες, γιατί οι αντιλήψεις του επιβεβαιώνονται εμφανώς, ενώ οι αντιλήψεις της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας έρχονται σε συνεχώς εντονότερη δυσαρμονία με την πραγματικότητα.

Η δήθεν αυτόματη ρύθμιση της αγοράς, η ανωτερότητα της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, ο περιορισμός της γραφειοκρατίας και οι δήθεν αδικαιολόγητα υψηλές δαπάνες του κράτους πρόνοιας, διαψεύδονται μετ’ επαίνων από την πραγματικότητα και η ιδεολογική ηγεμονία της αστικής τάξης, δηλαδή η ταύτιση των συμφερόντων της με τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων, κλυδωνίζεται. Η κρίση της δημιουργεί τη δυνατότητα να κατακτήσει ο μαρξισμός την ιδεολογική ηγεμονία και να εφοδιάσει την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα με τις απαιτούμενες γνώσεις για την εκπόνηση της επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής, που θα οδηγήσει στην κομμουνιστική χειραφέτηση της κοινωνίας.

Η εργατική ηγεμονία δεν επιβάλλεται αυτόματα λόγω της κρίσης της αστικής ηγεμονίας, αλλά με αδυσώπητη ιδεολογική πάλη. Η ιδεολογία έχει γενικά ταξικό χαρακτήρα. Καθορίζεται από τη θέση μιας τάξης στην οικονομία και ιδίως από τη σχέση της με τα μέσα παραγωγής. Αποτελεί σύστημα ιδεών φιλοσοφικών, οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών, ηθικών, που εκφράζουν τα συμφέροντα μιας τάξης με τη μορφή αξιών, κανόνων και ιστορικών καθηκόντων. Από ρεύματα αστικής σκέψης (κυρίως το θετικισμό) θεωρείται ασύμβατη η συνύπαρξη στο ίδιο σύστημα ιδεών επιστημονικών ερμηνειών και αξιών και απαιτείται ο αυστηρός διαχωρισμός τους.

Επειδή η σοσιαλιστική ιδεολογία αναγνωρίζει τον ταξικό χαρακτήρα της (συμφέροντα, αξίες, καθήκοντα) θεωρείται από αστικά ρεύματα φενακισμένη (ψευδής) συνείδηση των κοινωνικών φαινομένων. Στην περίπτωση όμως της εργατικής τάξης, τα συμφέροντα και οι αξίες που προβάλλει είναι ηθική μορφή της κοινωνικής πραγματικότητας. Το ιδανικό της σοσιαλιστικής επανάστασης και του αγώνα για αυτήν αποτελεί αντικειμενική αναγκαιότητα για την αποτίναξη του καπιταλιστικού ζυγού. Γι’ αυτό, το ταξικό κριτήριο για την ερμηνεία της κοινωνίας αποτελεί όρο για την εύρεση της αλήθειας (ποια τάξη συνδέεται με την πρόοδο και ποια με την αντίδραση) και όχι εμπόδιο.

Απεναντίας, η αστική ιδεολογία διαστρέφει την πραγματικότητα, προβάλλοντας ως αξία τη συνεργασία των τάξεων, τα αμοιβαία συμφέροντα, τη διατήρηση του καπιταλισμού. Στην περίπτωση αυτή το ταξικό κριτήριο άφευκτα πλαστογραφεί την αλήθεια, γιατί όρος κυριαρχίας της αστικής τάξης είναι η καλλιέργεια της αυταπάτης ότι υπηρετεί το γενικό κοινωνικό συμφέρον. Μήπως και στα καθ’ ημάς δεν εξαπατούν οι κυβερνώντες (σε όλες τις μνημονιακές κυβερνήσεις) το λαό προβάλλοντας την αξία του πατριωτισμού (σωτηρία της πατρίδας), ενώ στην πραγματικότητα διακονούν τα συμφέροντα των τοκογλύφων και φυσικά τα δικά τους;

Θυμόσοφο δείγμα της διαστροφής της κοινωνικής πραγματικότητας από την αστική ιδεολογία αποτελεί η ιστορία της πείνας του κ. Κόινερ (Μπέρτολτ Μπρεχτ): «Για τους άλλους δεν έχει τόση σημασία αν εγώ πεινάω, έχει όμως μεγάλη σημασία ότι είμαι εναντίον της πείνας». Όπερ μεθερμηνευόμενο: To ταξικό κριτήριο απομακρύνει από το οπτικό πεδίο των καπιταλιστών τα αίτια της πείνας και τους τρόπους αντιμετώπισής της. Εκεί όμως που καταναλώνουν φαιά ουσία είναι στους τρόπους που θα σκαρφιστούν (ψέματα, υποσχέσεις, φόβο ή συνδυασμούς τους), για να αποτρέψουν τους εργαζόμενους απ’ το ν’ αγωνιστούν για ν’ απαλλαγούν απ’ την αιτία της δυστυχίας τους, τον καπιταλισμό...