Tο σάιτ της συνέλευσης της πλατείας Συντάγματος έχει τίτλο «real democracy» - «πραγματική δημοκρατία», ενώ τα αιτήματα για πραγματική και άμεση δημοκρατία είναι μάλλον τα πιο διαδεδομένα στις πλατείες όλης της Ελλάδας. Κατά ένα περίεργο τρόπο η πάλη για τη δημοκρατία συνδέει τις αγωνιστικές εμπειρίες από τις αραβικές εξεγέρσεις μέχρι τις ΗΠΑ, τον ευρωπαϊκό νότο και τις ισχυρότερες ευρωπαϊκές χώρες. Και μάλιστα το αίτημα παραμένει εκπληκτικά ίδιο απέναντι σε τυραννικά καθεστώτα, βασιλικές οικογένειες, δικτατορίες αλλά και στον αστικό κοινοβουλευτισμό προεδρευομένης ή προεδρικής δημοκρατίας.
Τέτοια μαζική αμφισβήτηση της δυτικής «δημοκρατίας» δεν έχουν ξαναδεί οι νεότερες γενιές.
ΘΑΝΟΣ ΑΝΔΡΙΤΣΟΣ
Κάτι συμβαίνει, ανώτερο από την ανικανότητα και τη διαφθορά του πολιτικού προσωπικού. Κι αυτό είναι η σχεδόν οριστική απομάγευση της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας από κάθε επίφαση έκφρασης των κοινωνικών συμφερόντων, η απώλεια του μανδύα των καθολικών αξιών. Πρόκειται για μια διαδικασία εγγενή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, που στα συντρίμμια της κεϋνσιανής συναίνεσης οικοδομήθηκε η νεοφιλελεύθερη αντιλαϊκή διακυβέρνηση. Ωστόσο, στο έδαφος της ιστορικής καπιταλιστικής κρίσης που κλονίζει ολόκληρο τον κόσμο τα τελευταία χρόνια τα περιθώρια για σχετικά (ή έστω φαινομενικά) πιο ήπιες ή λιγότερο επιθετικές πολιτικές έχουν εξαντληθεί. Κοινός δρόμος που διαβαίνουν συντηρητικές και πρώην σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις είναι η οριστική μετάλλαξη της αστικής δημοκρατίας σε μια κοινοβουλευτική και οικονομική χούντα, που το όπλο της συναίνεσης ή έστω της απόσπασης σιωπηλής αποδοχής δεν εξανεμίζεται αλλά χάνει τον κύριο λόγο από την ιδεολογική και κατασταλτική βία. Πρόκειται για το αναγκαίο πολιτικό συμπλήρωμα τις ακραίας οικονομικής βίας, της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, ενός καπιταλισμού που οδηγείται πραγματικά στην υφαρπαγή και τη λεηλασία αδυνατώντας να βρει τρόπο υπέρβασης των εσωτερικών κρισιακών του τάσεων.
Το αίτημα για «πραγματική δημοκρατία» δεν είναι λίγο, δεν είναι απλό και σίγουρα δεν αποτελεί μια ακίνδυνη και αταξική διεκδίκηση. Το πρώτο και πολύτιμο συμπέρασμα που διατρανώνει το κίνημα των πλατειών είναι η διάθεση, η μαχητική ορμή της κοινωνίας να αποκτήσει μια θέση στο κάδρο της ίδιας της ζωής. Και οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι έχει επιτύχει σημαντικά σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι στη διοχέτευση μιας αδήριτης ανάγκης για δημόσιο βήμα. Για πολλούς από τους αγωνιστές της Αριστεράς, που μεγάλωσαν μέσα σε αμφιθέατρα, ίσως να προκαλεί εντύπωση, αλλά το πιο έντονο στοιχείο των συνελεύσεων στις πλατείες είναι η ακόρεστη και ανολοκλήρωτη επιθυμία για δημόσιο λόγο, για τη δυνατότητα να μιλήσεις και να ακουστείς στους συμπολίτες σου. Ποιος μπορεί να αψηφά το μεγαλειώδες αυτού του γεγονότος; Το δεύτερο είναι η κατάκτηση ώστε να συναποφασίζει ο καθένας για τον αγώνα του, αψηφώντας τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και χωρίς να περιμένει όποια Aριστερά επιλέγει να παρεμβαίνει εκτός του μαζικού κινήματος. Η ίδια η συνέλευση αποφασίζει τις ημερομηνίες και τις μορφές του αγώνα.
Το πιο σημαντικό όμως είναι η τάση ώστε οι πλατείες να μετατραπούν όχι απλά σε μια κινηματική συνάντηση αλλά σε μια «Βουλή των κάτω», μια αντιεξουσία του αγωνιζόμενου κόσμου που έρχεται σε ανοιχτή σύγκρουση με τις αποφάσεις του κοινοβουλίου και μάλιστα να δηλώνει την ανυπακοή σε αυτές. Σαφώς απέχει ακόμα από αυτό το στόχο, για την επίτευξη του οποίου θα πρέπει να συνδεθεί με αγωνιστικές και «από τα κάτω» πρωτοβουλίες στους χώρους δουλειάς και με τα πρωτοβάθμια σωματεία. Ωστόσο αυτή η προοπτική είναι που ανησυχεί τόσο πολύ τα αστικά επιτελεία και τα καθεστωτικά ΜΜΕ. Για το λόγο αυτό και μετά την ανοχή ή και συμπάθεια που για τους δικούς τους λόγους έδειξαν αρχικά, τώρα ουρλιάζουν εν χορώ για τους κινδύνους για τη «δημοκρατία» και το «πολίτευμα».
Μάλλον μέχρι τώρα δεν υπήρχε εκτροπή, αλλά ομαλή δημοκρατική λειτουργία. Η εικόνα μερικών θλιβερών χαρτογιακάδων να περιφέρουν τις γραβάτες τους σε επίσημες συσκέψεις που αποφασίζουν πόσες χιλιάδες θα χάσουν τη δουλειά τους και πόσα εκατομμύρια θα ζουν στη φτώχεια είναι δημοκρατία, αλλά εκατοντάδες χιλιάδες λαού στο δρόμο όχι. Η μετατροπή κάθε αστικοδημοκρατικού θεσμού σε τυπικό διεκπεραιωτή των αποφάσεων των δανειστών και των τοκογλύφων είναι φυσιολογική. Η απόφαση για να βγει όλη η ελληνική γη και η περιουσία του ελληνικού λαού στο σφυρί είναι σύννομη με το «δημοκρατικό πολίτευμα». Και ακόμα περισσότερο, ένα κόμμα που βγήκε με σύνθημα «λεφτά υπάρχουν» και εφάρμοσε την πιο αντιλαϊκή πολιτική από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έχει τη λαϊκή εντολή, ενώ οι «αγανακτισμένοι» που βρίσκονται στα όρια της επιβίωσης είναι απειλή.
Όπως έλεγε από παλιά ο Μαρξ «ο αστός συμπεριφέρεται στους θεσμούς του καθεστώτος του όπως ο Εβραίος προς το νόμο. Τους παρακάμπτει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση που του είναι δυνατό, θέλει όμως και να τους τηρούν οι άλλοι». Έτσι μπορεί να στερεί κάθε εξουσία ακόμα και στις ίδιες της ταξικές διαδικασίες του κοινοβουλευτισμού, μπορεί να μεταφέρει όλες τις αρμοδιότητες στους κλειστούς κύκλους της πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας, μπορεί να αγνοεί επιδεικτικά τον κοινωνικό παράγοντα στο σύνολο του, αλλά ο λαός οφείλει να στέκεται προσοχή απέναντι στους ίδιους διαλυμένους θεσμούς. Ε, αυτό πια φαίνεται να αλλάζει. Και μαζί του θα αλλάξει και το πολιτικό σύστημα όπως το ξέραμε. Σε ποια κατεύθυνση όμως;
Μια πιθανή προοπτική θα είναι ο μερικός μετασχηματισμός αυτής της τάξης πραγμάτων ώστε να μείνουν όλα ίδια. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να επιστρατευτεί το γνώριμο όπλο των εκλογών, του ανασχηματισμού της κυβέρνησης, της εθνικής συναίνεσης, των κυβερνήσεων συνεργασίας, ακόμα και ενός δημοψηφίσματος με εκβιαστικά διλήμματα. Αλλαγές προσώπων, πέταγμα στην πυρά των καμένων και διεφθαρμένων χαρτιών, εμφάνιση στο προσκήνιο «ειδικών» τεχνοκρατών, αλλά μια πολιτική ίδια, ένας στενός πυρήνας εξουσίας άθικτος. Κάθε τέτοια προσπάθεια οφείλει να βρει επιθετική απάντηση από το κίνημα και την Αριστερά. Μια Αριστερά όμως που φαίνεται πως δεν θέλει με τίποτα να αναλάβει τον ιστορικό της ρόλο, φοβάται όπως ο διάολος το λιβάνι κάθε ανατροπή της ομαλότητας και του κοινοβουλευτικού βολέματός της. Από τη μια το ΚΚΕ που με υποτιθέμενη αριστερή φρασεολογία απέχει από τις ζωντανές μαχητικές διαδικασίες και από την άλλη ο Συνασπισμός που το μόνο που έχει να προτείνει είναι εκλογές, δημοψήφισμα (πρόταση που καταψηφίστηκε από κινηματική σκοπιά από τη συνέλευση) και κάθε άλλο πιθανό σενάριο εκτόνωσης των εκρηκτικών δυνατοτήτων που γεννά ο λαϊκός ξεσηκωμός.
Είναι απίθανα τα σενάρια για μια αλλαγή προς δεξιά αντιδημοκρατική προοπτική; Σαφώς και όχι. Το ακραίο αιματοκύλισμα και το δόγμα της πυγμής μπορεί να είναι η απάντηση στην κοινωνική ανυπακοή αλλά δεν μπορεί να αναστέλει τις κινηματικές μας επιδιώξεις. Ακόμα και το σενάριο μιας νέας χούντας, ίσως όχι στρατιωτικής αλλά οικονομικοπολιτικής, υπάρχει στα χαρτιά των κυρίαρχων αν δεν τους βγουν άλλα σχέδια. Αλλά αυτό δεν είναι ο ρόλος της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς; Να παρεμβαίνει ώστε ο συσχετισμός δυνάμεων να μην επιτρέπει τις πιο ακραίες καπιταλιστικές πολιτικές αλλά να ανοίγει δρόμους χειραφέτησης. Και δεν μπορεί οι πιθανοί κίνδυνοι του μέλλοντος να μας κάνουν να αισθανόμαστε ασφαλείς στην αγκαλιά του κοινοβουλευτισμού; Εκτός αν περιμέναμε ότι η τεράστια κοινωνική αναμέτρηση που κυοφορείται θα είναι στρωμένη με ροδοπέταλα.
Είναι η στιγμή που χωρίς κανένα δισταγμό οφείλουμε να δηλώσουμε ότι η αστική δημοκρατία, είτε με τη σημερινή μορφή της κοινοβουλευτικής δικτατορίας είτε με κάποια φαντασιακή βελτίωση της, δεν αποτελεί ορίζοντα και κατάληξη των επιδιώξεων μας αλλά ούτε και δρόμο προς μια νέα σοσιαλιστική - κομμουνιστική κοινωνία. Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι η πραγματική δημοκρατία ξεκινά από την οικονομία και τα μέσα παραγωγής. Σαφώς ο επαναστατικός δρόμος δεν έχει καμιά σχέση με τον ακροδεξιό ή και φιλοδικτατορικό αντικοινοβουλευτισμό, ο οποίος πράγματι υφίσταται και αποτελεί μεγάλη απειλή. Ούτε βέβαια και με τις νέες βοναπαρτιστικές βλέψεις που επίσης αναδεικνύονται. Αναγεννιέται μέσα στην απελπισία η αναζήτηση των νέων «σωτήρων». Όμως, αλήθεια, πόσα πολλά υπέφερε αυτή η χώρα από τους «σωτήρες» της; Σωτήρες, μεσσίες, ηγέτες οι Βενιζέλοι, οι Καραμανλήδες, οι Παπανδρέου, κι ένας λαός να βολοδέρνει μέσα στη φτώχεια και τη μιζέρια και μια Αριστερά να γυροφέρνει τα οράματα και τις αυταπάτες της. Δεν έχει φτάσει πια η στιγμή να σπάσουμε αυτό το φαύλο κύκλο; Γιατί η πραγματική ζωή πάντοτε διαφέρει από ένα αθλητικό αγώνα. Δεν αρκεί μια ωραία ντρίμπλα ή ένα τρίποντο στη λήξη από έναν από μηχανής θεό για να αλλάξουν τα πράγματα. Αντίθετα οφείλουμε να βροντοφωνάξουμε μαζί με την Πατυ Σμιθ ότι «People have the power», «ο λαός έχει τη δύναμη».
Σαφώς η πραγματική δημοκρατία χρειάζεται περισσότερα από τις λαϊκές συνελεύσεις που γίνονται καθημερινά, πόσο μάλλον από τις προσπάθειες για νέες γραφειοκρατίες που γενννιούνται από τις λανθασμένες συχνά αναγνώσεις της άμεσης δημοκρατίας. Όμως αυτό δεν πρέπει να μας φοβίζει. Αντίθετα, και οι συλλογικότητες, οφείλουν μέσα σε αυτή τη δύσκολη πραγματική και όχι φαντασιακή πολιτική μάχη να ανοίγουν συνεχώς νέους δρόμους και κυρίως να μπολιάζουν με δείγματα της εργατικής δημοκρατίας του μέλλοντος μας. Και μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην αρχή του δρόμου, όπως έγραψε και ο Ντ. Μπενσαΐντ: «Η αγανάκτηση είναι μια αρχή. Αγανακτούμε, ξεσηκωνόμαστε και μετά βλέπουμε».