Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Εργασία λάστιχο επιδιώκουν τρόικα κυβέρνηση, ΣΕΒ


Του Βασίλη Μηνακάκη

Ας ξεκινήσουμε από το ρεπορτάζ. Ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κουτρουμάνης και η τρόικα, πριν τη διακοπή των διαπραγματεύσεων που δεν πρόκειται να αλλάξει την ατζέντα και την κατεύθυνσή τους, στη συνάντηση που είχαν την περασμένη Δευτέρα συζήτησαν την απαίτηση των «δανειστών μας» για πλήρη κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων και θεσμοθέτηση ειδικών επιχειρησιακών συμβάσεων με μισθούς κάτω και από αυτούς της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Επιπλέον, συζήτησαν τη θεσμοθέτηση τοπικών συμβάσεων με μισθούς χαμηλότερους των κλαδικών σε περιοχές ειδικού ενδιαφέροντος. Όπως πάντα, πρόσχημα για τη νέα εκστρατεία κατά της συλλογικής θέσης των εργαζομένων και των μισθών τους είναι η «ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας».

Η απαίτηση αυτή έρχεται ως συνέχεια των προηγούμενων πιέσεων για γενίκευση στον ιδιωτικό τομέα των ειδικών επιχειρησιακών και των ατομικών συμβάσεων (που θεσμοθετήθηκε με το νόμο 3899/2010, ο οποίος επιτρέπει χαμηλότερους μισθούς των κλαδικών). Επίσης, αποτελεί απόρροια της εκτίμησης των τροϊκανών (και των επενδυτικών συμφερόντων που βρίσκονται πίσω τους) ότι οι επιχειρησιακές συμβάσεις δεν είχαν τα «προσδωκόμενα» αποτελέσματα: Ως τώρα έχουν υπογραφεί μόλις 10 ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις, ενώ ως τις 30 Μαΐου εκκρεμούσαν στο Πρωτοδικείο 112 αιτήσεις δημιουργίας επιχειρησιακών σωματείων.

Σύμφωνα πάντα με τις πληροφορίες, ο κ. Κουτρουμάνης κράτησε πολύ... σθεναρή στάση. Κατ’ αρχάς παρουσίασε –προφανώς για να δείξει πόσο καλά «παίρνει τα γράμματα» η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ– τα στοιχεία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας για το πρώτο εξάμηνο του 2011, τα οποία δείχνουν ραγδαία άνοδο των ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Επιπλέον, δεσμεύτηκε ότι θα προχωρήσει άμεσα στην εξάλειψη των γραφειοκρατικών προβλημάτων που εμποδίζουν τη σύναψη ειδικών επιχειρησιακών συμβάσεων. Πιο συγκεκριμένα, δεσμεύτηκε ότι το Σεπτέμβριο θα προωθήσει νομοθετικές ρυθμίσεις που θα καταργούν την υποβολή αιτιολογικής μελέτης στο Συμβούλιο Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΚΕΕ) για την ανάγκη υπογραφής ειδικής επιχειρησιακής σύμβασης, θα επιταχύνει την ίδρυση επιχειρησιακών σωματείων μέσω ταχύτερης έκδοσης αποφάσεων από 6 μήνες σε 1,5 μήνα και θα προωθήσει ένα σύστημα κριτηρίων που θα πιστοποιεί πιο «αντικειμενικά» την προβλεπόμενη από το νόμο υποχρεωτική εκπροσώπηση του 51% για την επέκταση μιας κλαδικής σύμβασης και θα ελέγχει με ακρίβεια την αντιπροσωπευτικότητα των συμβαλλομένων μερών. Στην κατεύθυνση αυτή, θα ζητούνται στοιχεία αρχαιρεσιών, λίστες μελών και μισθών που θα αφορούν και σε μη μέλη.

Ας πάμε, όμως, και λίγο πέρα από το ρεπορτάζ. Στην επιλογή για κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων δεν είναι σωστό να αναζητήσουμε μόνο τις πιέσεις της τρόικας. Το χτύπημα κάθε θεσμού που κατοχυρώνει έστω στοιχειωδώς, θεσμικά και συλλογικά την –ούτως ή άλλως αδύναμη– εργατική πλευρά έναντι της εργοδοτικής, δεν είναι μόνο της τρόικας επιδίωξη.

Είναι παράλληλα πάγια και σταθερή επιδίωξη του ΣΕΒ. Μια επιδίωξη που συρρικνώνει τις εργατικές αποδοχές και αποδυναμώνει τη συλλογική εργατική θέση, ενισχύει την κερδοφορία του κεφαλαίου και του προσφέρει ανάσες από την κρίση. Γι’ αυτό και δεν είδαμε ούτε και θα δούμε κανένα τμήμα του ελληνικού κεφαλαίου να «παραπονείται» για τούτες τις πιέσεις της τρόικας.

Οφείλουμε, ταυτόχρονα, να αναρωτηθούμε: Γιατί οι τροϊκανοί δείχνουν τέτοια επιμονή στο θέμα της «αγοράς εργασίας»; Αφού αυτή δεν έχει άμεση σχέση με τα δημόσια οικονομικά και την αποπληρωμή του χρέους, τι ακριβώς επιδιώκουν;

Για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα, πρέπει να ενώσουμε τις ψηφίδες ενός παζλ: Τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις και το πακέτο των 50 δισ. («αξιοποίηση» δημόσιας περιουσίας), την καταβαράθρωση της χρηματιστηριακής αξίας μερικών από τις υπό ιδιωτικοποίηση ΔΕΚΟ (που θα επιτρέψει στους επίδοξους αγοραστές τους να τις αγοράσουν σε εξευτελιστικές τιμές), τις προ ημερών απαιτήσεις του γερμανού υφυπουργού Οικονομικών, Στέφαν Καπφέρερ για δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών με μηδενική φορολογία και μισθούς εξαθλίωσης (για να επενδύσουν γερμανικά κεφάλαια), αλλά και τις πανευρωπαϊκές κατευθύνσεις του προ μηνών εγκεκριμένου «συμφώνου για το ευρώ» περί όλο και πιο μερικών κι εξατομικευμένων συμβάσεων και μισθών που θα είναι συγκρίσιμοι με τους ανταγωνιστές της ΕΕ (π.χ. την Κίνα).

Που πάει να πει ότι όσα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια σκοπεύουν να βρουν κερδοφόρα διέξοδο στη ρημαγμένη από τα μνημόνια, τα μεσοπρόθεσμα κ.λπ. Ελλάδα, σκοπεύουν να το κάνουν μόνο αν από πριν έχουν «ρημάξει» τα εργατικά δικαιώματα, αν έχουν συντρίψει τους μισθούς και αν –και τούτη την πολιτική πλευρά δεν πρέπει να την ξεχνάμε ποτέ– έχουν απελευθερώσει πλήρως τις εργασιακές σχέσης και διαλύσει κάθε ιστό συλλογικής συσπείρωσης και πάλης (προγενέστερο ή μελλούμενο) και κάθε σκέψη ότι τέτοιος ιστός μπορεί να δημιουργηθεί στο εκρηκτικό κοινωνικό τοπίο που θα διαμορφωθεί.