Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Ο σκηνοθέτης των «από κάτω»


Πόσα αλήθεια απ’ όσα μάθαμε από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο μπορούν να χωρέσουν σε ένα σημείωμα με αφορμή το θάνατό του; Μόνο ίσως η αλήθεια για το τι σήμαινε το έργο του για όλους εκείνους που δεν μπορούν ακόμη να πιστέψουν πώς η «πηγή του ποταμού στέρεψε», πώς το «λιβάδι» έπαψε πια να «δακρύζει».




Γράφουν οι  Αιμιλία Καραλή
                    Κωστής Ζουλιάτης



Στο έργο του μπορεί κανείς να δει –αν θέλει, αν μπορεί, αν είναι έτοιμος και πρόθυμος– μια μεγάλη ποίηση. Δεν αναφέρομαι απλώς στην ιδιαίτερη ποιητική των εικόνων του, στον ελλειπτικό και επιγραμματικό λόγο του, στη μουσικότητα των σκηνών του. Αναφέρομαι κυρίως στο ότι στις ταινίες του αποτυπώνεται το πώς «ποιείται» η ιστορία και το πώς οι άνθρωποι «ποιούν» την ιστορία.
Ο Θόδωρος έζησε, όπως έλεγε και ο ίδιος, στους μεγάλους θυμούς της ιστορίας. Η κατοχή, ο πόλεμος, ο εμφύλιος, οι δικτατορίες, η προσφυγιά (κυρίως η εσωτερική προσφυγιά), οι μεταναστεύσεις, τα επαναστατικά οράματα και οι ματαιώσεις τους, η αλαζονεία της εξουσίας και ο έρωτας αποτελούν το υλικό που μεταπλάθει στις ιστορίες που κάθε φορά αφηγείται. Όλα τα προηγούμενα όμως αξιοποιούνται μέσα από τις ζωές των απλών ανθρώπων, αυτών που βιώνουν τις ιστορικές ανατροπές, είτε προκαλώντας τες είτε βιώνοντας τις συνέπειές της.
Στο έργο του πρωταγωνιστούν «καταστάσεις» ανθρώπων: ούτε «τύποι», ούτε «χαρακτήρες». Το βίωμα, το ιστορικό βίωμα που διαμορφώνεται μέσα από την καθημερινή ζωή μεταπλάθεται σε εικόνα, συντίθεται σε μουσική, συμπυκνώνεται σε λόγο. Ο Αγγελόπουλος είναι ο σκηνοθέτης των «από κάτω». Και ο τρόπος που διαρθρώνει τα πλάνα του μνημειώνει τη ζωή τους σε εικόνες - σύμβολα της ανθρώπινης ιστορίας.
Γι’ αυτό και η καθημερινότητα αποτελούσε πάντοτε το υλικό του έργου του. Είχε τη δυνατότητα να ζει και να παρατηρεί τη ζωή, των άλλων και τη δική του, μέσα σε αυτήν και ταυτοχρόνως σε απόσταση από αυτήν. Η διαδρομή με το λεωφορείο, η παρακολούθηση της επικαιρότητας, οι συζητήσεις με τους γύρω του, η μελέτη των εφημερίδων αποτελούσαν αφορμές για να τροφοδοτηθεί ο καλλιτεχνικός του στοχασμός και να μεταπλαστεί σε πλάνο της ταινίας του.
Θυμάμαι τη διήγησή του για το υλικό στο οποίο στηρίχτηκε η περίφημη σκηνή του γάμου στην ταινία του Το μετέωρο βήμα του πελαργού (1991). Δύο ήταν οι πρωτογενείς του εμπειρίες. Η μια ήταν μια είδηση από τη Γαύδο στις αρχές του ’70. Είχε πεθάνει στο νησί κάποιος, αλλά δεν υπήρχε παπάς για να ψάλει τη νεκρώσιμη ακολουθία. Οι καιρικές συνθήκες ήταν δύσκολες και δεν μπορούσε να πάει ο ιερέας από την Κρήτη απέναντι για να λειτουργήσει. Έτσι έστησαν το φέρετρο στο λιμάνι της Γαύδου και ο παπάς από την Κρήτη απέναντι έψαλε την ακολουθία «στέλνοντάς» τη στην προκυμαία του νησιού όπου βρισκόταν ο νεκρός. Η δεύτερη ήταν μια είδηση του 1990. Μετά το άνοιγμα των συνόρων Αζερμπαϊτζάν - Ιράν, άνθρωποι από τα παραμεθόρια χωριά έψαχναν να βρουν συγγενείς τους από τους οποίους είχαν χωριστεί βίαια όταν επισημοποιήθηκαν τα σύνορα μεταξύ των χωρών. Επειδή τα χρόνια είχαν περάσει, οι κάτοικοι είχαν κρεμάσει στο στήθος τους φωτογραφίες των συγγενών τους από την παιδική τους ηλικία για μπορέσουν να αναγνωριστούν μέσα από αυτές.
Αυτός ο παραλογισμός των τεχνητών φραγμών μεταξύ των ανθρώπων, των συνόρων που «τρελαίνουν» συναντήθηκε με μια είδηση που πέρασε στα ψιλά των ελληνικών εφημερίδων 20 χρόνια πριν. Ο Αγγελόπουλος αναδεικνύει το βάθος αυτών των καταστάσεων δημιουργώντας τη σκηνή στο Μετέωρο βήμα με τη νύφη από τη μια μεριά του ποταμού –φυσικού και πολιτικού συνόρου– και το γαμπρό από την άλλη. Χωρίς λόγια, μόνο τη σιωπή και το ποτάμι να ενώνει τα δυο στέφανα που έριξε ο παπάς μετά την τελετή. Για άλλη μια φορά η σιωπή και η εικόνα στον Αγγελόπουλο συνιστούν την πιο ηχηρή παραγωγή λόγου και ταυτοχρόνως την πιο έντονη πηγή συναισθημάτων.
Μα για να μεταπλαστεί το άμεσο βίωμα σε γενικευμένη εμπειρία χρειάζονταν και άλλες προϋποθέσεις. Ο Αγγελόπουλος δεν είχε μόνο ένα ιδιαίτερο καλλιτεχνικό όραμα αλλά ταυτοχρόνως και ένα κοινωνικό - πολιτικό όραμα. Η μυθοπλασία του δεν αναδείκνυε μόνο τη στιγμή ή το γεγονός· ενέτασσε τα προηγούμενα σε μια πολιτική, δηλαδή ανθρώπινη ιστορική προοπτική. Δεν ήταν περιστασιακός θεατής ή σχολιαστής της ιστορίας, αλλά αναδείκνυε τις βαθύτερες δομές της και τους ορίζοντές της. Ποτέ οι ταινίες του δεν είχαν κάποιο συμβατικό τέλος αλλά υποδήλωναν πάντοτε μια αρχή. Γι’ αυτό και προκαλούσαν πάντοτε συζητήσεις, αμφιθυμικά συναισθήματα. Οι θεατές του έργου του άλλοτε γίνονταν «συνένοχοί» του και άλλοτε πολέμιοί του. Ποτέ όμως δεν έμεναν αδιάφοροι. Πάντοτε μας έδινε λόγο και επιλογές. Και τα προηγούμενα σχετίζονται πάντοτε με το νόημα που δίνει κάποιος και ειδικότερα ένας επαναστάτης στη ζωή του. Όπως εξάλλου έλεγε πάντοτε, η επανάσταση ήταν στοιχείο του έργου του.
Αυτή η διαδικασία διακρινόταν από μια βαθιά ποιητικότητα. Ο Αγγελόπουλος δεν ήταν μόνο ποιητής των εικόνων. Ήταν ποιητής με τη συμβατική χρήση του όρου. Οι αρχετυπικοί μύθοι των τραγωδιών –όχι μόνο των αρχαίων, αλλά και εκείνων που επαναλαμβάνονται ως τις μέρες μας– η δημοτική ποίηση, οι έλληνες και ξένοι ποιητές αποτέλεσαν το υπόβαθρο της δικής του ποιητικής ικανότητας. Εξάλλου αυτά τα εντοπίζουμε άμεσα και έμμεσα στα έργα του. Γνώστης της ποίησης όσο λίγοι, σφράγισε το λόγο των προσώπων του με την επιγραμματικότητα και το βάθος εκείνο που δεν διακρίνει μόνο τους ποιητές, αλλά και –κυρίως– το λαϊκό γλωσσικό αίσθημα, το οποίο τους κυριεύει και γι’ αυτό το κυριεύουν. Υπάρχουν φορές που ακούγοντάς τον νομίζεις ότι αφουγκράζεσαι τον παλμό της γλώσσας να δονείται με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να καταλήγει σε έκρηξη. Απελευθερώνει όλα τα συστατικά που τη συγκροτούν: Tη μνήμη, την ευαισθησία, την αγωνία, τον αγώνα, την αρμονία, τη σκληρότητα, τη μελαγχολία, το όνειρο. Αρκεί μόνο να αναλογιστούμε τους τίτλους των ταινιών του για να το συνειδητοποιήσουμε.
Κάθε έργο του Αγγελόπουλου ήταν μια πλήρης πολιτιστική επίθεση εναντίον όλων εκείνων που εξευτελίζουν τον άνθρωπο. Ήταν πάντοτε μια πρόσκληση να αναστήσουμε ένα καινούριο συλλογικό όνειρο, να βρούμε τις λέξεις - κλειδιά που θα ξαναδώσουν το λόγο στην ιστορία και θα σταματήσουν την επέλαση της αγοράς και των απολογητών της. Το εγχείρημά του ήταν δύσκολο. Όμως όπως όλοι όσοι αγαπάνε τη ζωή, έτσι και ο Θόδωρος τρόμαζε από τις ευκολίες.
Αφομοιώνοντας τη μεγάλη κινηματογραφική παράδοση, διαμόρφωσε έναν από τους πιο ιδιαίτερους κινηματογραφικούς τρόπους. Στις ταινίες του γυρνούσαμε και συνεχώς θα γυρνάμε για να πλουτίζουμε το δικό μας τρόπο για να δούμε τον κόσμο, να τον κατανοήσουμε για να μπορέσουμε να τον αλλάξουμε. Προτού γυρίσει ένα πλάνο, προτού γράψει μια γραμμή, πάντοτε αναρωτιόταν για το νόημά τους: Tο τι καινούριο θα πρόσθετε σε ό,τι είχε ήδη κάνει, ποιους νέους δρόμους θα άνοιγε στην τέχνη του, πώς θα συναντηθεί με τους θεατές του.
Τώρα πια που ο Θόδωρος Αγγελόπουλος έφυγε, μένει να ξαναπερπατήσουμε τους δρόμους του, να ξαναμπούμε μέσα στα μεγάλα του πλάνα, τα τόσο ονειρικά αλλά και τόσο πραγματικά, να ξανασκεφτούμε τα όσα μας άφησε. Ας προσπαθήσουμε να βρούμε το τοπίο πίσω από την ομίχλη, ας επιμείνουμε για το ταξίδι στα Κύθηρα, ας βγάλουμε τη σκόνη από το χρόνο. Η άλλη θάλασσα μας περιμένει, το λιβάδι πρέπει να ξαναρχίσει να δακρύζει, το βήμα πρέπει να σταματήσει να είναι μετέωρο, το βλέμμα πρέπει να αγκαλιάσει περισσότερα και καλύτερα από όσα αντίκρισε εκείνο του Οδυσσέα.
Οι ιστορίες που μας αφηγήθηκε ο Αγγελόπουλος αποτελούν μέρος της δικής μας ιστορίας, της ανθρώπινης ιστορίας. Την έζησε, τη βίωσε, μας την παρέδωσε. Αξιοποίησε το παρελθόν, το ενσωμάτωσε στο παρόν για να το προβάλει στο μέλλον. Το τέλος του δεν είναι παρά μια καινούρια αρχή. Ας προσπαθήσουμε να φτάσουμε κι εμείς το «τρίτο φτερό», την ουτοπία, δηλαδή να φτάσουμε εκεί που δεν μπορούμε.
Α.Κ

Tαξίδι στην άλλη θάλασσα

Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός, μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει (Γιάννης Ρίτσος)


Ακόμα δεν το έχω χωρέσει. Η λέξη «θάνατος» δίπλα στο όνομα του Θόδωρου Αγγελόπουλου δυσκολεύεται απελπιστικά να ταιριάξει. Διαβάζω συνέχεια τα πρωτοσέλιδα –την οριστική πληροφορία, την καταγραφή μιας τραγωδίας στην εδώ θάλασσα, την πραγματική– για να το πιστέψω. Δεν μπορώ να συγχρονιστώ, βρίσκομαι ακόμα στην άλλη θάλασσα, την πιο πραγματική – την πιο οικεία, την πιο φιλόξενη. Για την ακρίβεια, την πλέον φιλόξενη. Αυτός ίσως να είναι και ο λόγος που νιώθω βασανιστικά ξεκάθαρα ότι έφυγε ένας κοντινός άνθρωπος.
Κοντινοί είναι οι άνθρωποι που τους έχεις μεγάλη ανάγκη, που δημιουργείς δεσμούς μαζί τους, που χρειάζεσαι το άγγιγμά τους, που ανοίγουν πόρτες για να μπει ορμητικά το φως, που προχωράνε στην ομίχλη και φτιάχνουν μέσα της ξέφωτα για να βρίσκουν απάγκιο οι φόβοι και τα βλέμματα, οι δικοί σου φόβοι και τα δικά σου βλέμματα. Κοντινοί είναι οι άνθρωποι που σου δημιουργούν ανάγκες, που σε παίρνουν από το χέρι να προχωρήσετε μαζί στην ομίχλη, απλόχεροι στα ξέφωτα και τσιγκούνηδες στην παραίτηση, που σε αγγίζουν χωρίς να το ζητάς, χωρίς να το χρειάζεσαι, που σε μεγαλώνουν, δεν σε μικραίνουν, που ανοίγουν το ακρινό παράθυρο που μπάζει το φεγγάρι.
Ναι, είχαμε ανάγκη την Άλλη Θάλασσα. Όσο ανάγκη έχουμε και το Θίασο. Είχαμε ανάγκη κάθε θάλασσα του Θόδωρου, κάθε πέρασμα στην άλλη όχθη απόψε, κάθε ανάσα των εικόνων του, κάθε άγγιγμα στην Ιστορία που μας ορίζει. Η άλλη θάλασσα της ποίησής του έγινε το κανάλι για να ταξιδεύουμε στην ουτοπία, τον πιο πραγματικό τόπο που πατήσαμε στη μικρή ζωή μας.
Γι’αυτό, το βιαστικό ταξίδι του Θόδωρου για την άλλη θάλασσα του εδώ κόσμου, πριν ολοκληρώσει το ταξίδι στην άλλη θάλασσα της ουτοπίας, μεγαλώνει τη μελαγχολία, ορίζει τη θλίψη. Και η μελαγχολία του τέλους του αιώνα, που με αγωνία ομολογούσε στο Μετέωρο βήμα του πελαργού, βάρυνε κι άλλο, από τη μελαγχολία των μεγάλων αποχαιρετισμών.
Καινούριους τόπους δεν θα βρούμε, δεν θα βρούμε άλλες θάλασσες, μας γνέφει ο αλεξανδρινός ποιητής. Οι πόλεις θα μας ακολουθούν, στους δρόμους θα γυρνάμε τους ίδιους. Κι εμείς, στους δρόμους και στις πόλεις θα γυρεύουμε πάντα τις άλλες θάλασσες, εκεί μάθαμε αδέξια και λαθραία να γυρεύουμε τις θάλασσες, στις πόλεις αυτές θα ζούμε ως πρόσφυγες –εμείς οι θαλασσινοί– στους δρόμους αυτούς θα σκοτώνονται οι ποιητές μας, στις πόλεις αυτές θα συνωστίζονται όνειρα και ματαιώσεις, εικόνες και αγγίγματα, προκλήσεις και περάσματα, όρια και ξεπεράσματα. Στους δρόμους αυτούς θα τριγυρνά χωρίς σκοπό μια άχρηστη Eλλάδα που σπέρνει θάνατο, πάνω σε μηχανάκια ή τρίκυκλα, σε ώρα υπηρεσίας ή καθ’ υπέρβαση καθήκοντος, άθελά της ή με δόλο, θα σπέρνει θάνατο, στους νέους, στους ποιητές, στους αγωνιστές, στην πλέον πολύτιμη Eλλάδα, σε ό,τι αναπνέει και δεν μυρίζει θάνατο. Ο κινηματογράφος, ό,τι δεν αγαπάει το θάνατο, έγνεφε ένας άλλος ποιητής.
Τώρα όμως οι δρόμοι σκοτεινιάζουν κι άλλο, η πόλη κλείνεται στο σπίτι της, κλείνεται στα σπίτια μας, ο καθένας έχει την πόλη του, καθένας και μια αναβολή, το ταξίδι στην άλλη θάλασσα απομακρύνεται, η ουτοπία ματώνει από τις ματαιώσεις μας, οι ποιητές σωπαίνουν, οι ειδικοί φρουροί δεν φρουρούν τους ποιητές μας, φρουρούν τη σιωπή τους, φρουρούν τους σκοτεινούς καιρούς. Η καθημερινή χυδαιότητα έγινε συνήθειά μας, οι ευαισθησίες μας δεν χωράνε στις αγορές του κόσμου, συνηθίσαμε την όψη του τέρατος, συνηθίσαμε την πόλη και τους δρόμους, η πραγματικότητα έγινε αγοραία κι αυτή, δεν την αναγνωρίζουμε, δεν έχει θάλασσα. Τώρα πια δεν έχει και καπετάνιο.
Στο Βλέμμα του Οδυσσέα, ο Έρλαντ Γιόζεφσον της ταρκοφσκικής Θυσίας, αφηγείται μία στροφή του Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Τη ζωή μου ζω σε κύκλους που όλο αυξαίνουν, που πάνω από τα πράγματα όλο αυξαίνουν, τον τελευταίο μπορεί να μην τον κλείσω, μα θα το προσπαθήσω. Κι ένας άλλος συντοπίτης του ποιητής, του χαμογελάει, από μια περασμένη εποχή, τον ακουμπάει συντροφικά στην πλάτη και μπορεί να του υποσχεθεί πως όλη η παρηγοριά του κόσμου βρίσκεται σε μια ερώτηση. Στους σκοτεινούς καιρούς θα τραγουδάμε ακόμα;
Ναι Θόδωρε, ναι Μπέρτολτ, ναι σημαίες της θλίψης μας, θα τραγουδάμε ακόμα. Για τους σκοτεινούς καιρούς θα τραγουδάμε, όπως μας το ζητήσατε. Η άλλη θάλασσα είναι αυτή η θάλασσα, αυτή που τώρα σε αποχαιρετά και σου υπόσχεται πως όλη η παρηγοριά του κόσμου είναι το ταξίδι σ’ αυτήν εδώ τη θάλασσα, το ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει, το ταξίδι σε έναν κόσμο που δεν άλλαξε όσο κι αν το ονειρευτήκαμε, την περιπέτεια ανάμεσα σ’ένα κάλεσμα κι ένα άλλο, ανάμεσα σ’ ένα αγκάλιασμα κι ένα άλλο, το ταξίδι που μας έμαθες και που τώρα πια χωρίς καπετάνιο, μόνοι –ακόμα πιο μόνοι– θα κάνουμε. Μα θα το προσπαθήσουμε.

Κ.Ζ