Και τον άλλο μήνα πάλι εκλογές. Σαν να κάνουμε την τακτική
μας εκδρομή προς τις κάλπες, ως εξάσκηση δημοκρατίας και συνείδησης. Όπου
σταδιακά, καθώς οι δρόμοι δεν γίνονται πιστευτοί, τα μικρά κουτιά με τις
θελήσεις μας καλούνται να αποκαταστήσουν την κλονιζόμενη αυτοπεποίθησή μας ως
λαϊκού κινήματος και να δώσουν υποσχέσεις ανατροπών και αποκατάστασης της
διασαλευθείσας οικονομικής μας τάξης. Οι φρούδες ελπίδες επιστρέφουν και πάλι
με τη μορφή των «αμείλικτων» εκλογικών διλημμάτων που υπόσχονται ψωμί και
τριαντάφυλλα ρεαλιστικά και εφικτά, έναντι μιας ασαφούς υπόσχεσης αγώνων.
του Θανάση Σκαμνάκη
Έχει γεμίσει η ιστορία μας με τέτοια εφικτά σχέδια και
διλήμματα, που κάθε φορά στο παρελθόν μας οδηγούσαν σε νέα αδιέξοδα και τα
οποία κάθε φορά αναζητούσαν την επόμενη εφικτή λύση, λιγότερο μαχητική ωστόσο
από την προηγούμενη. Μα, κάθε φορά. Έτσι πορευτήκαμε με το μάστορα του εφικτού
Ανδρέα Παπανδρέου και τους διαδόχους του επί μια τριακονταετία και πλέον. Και
φτάσαμε ως εδώ. Αλλά τώρα λέμε πως είναι η μεγάλη ευκαιρία της Αριστεράς. Όχι
μια ευκαιρία με λαϊκές εξεγέρσεις και άλλα τέτοια παλαιικά. Αλλά μια ευκαιρία
με κάλπες και κυβερνήσεις. Και γιατί τώρα μου έρχεται τόσο επίμονα στο νου ο
Μιχάλης Κατσαρός και εκείνο το πολυθρύλητο «Κατά Σαδδουκαίων»; Ίσως γιατί η
ποίηση είναι πάντα μια καταφυγή ή ίσως, πάλι, γιατί δίνει απαντήσεις:
«Στις έξι και τριάντα στη Ρώμη
να μπαίνεις σαν έμπορας ή
καμηλιέρης
μεταμορφωμένος σε συνοδό χρυσού
και άσημο επισκέπτη –κι όμως στον
κόρφο σου να φέρνεις μυστικά γράμματα του Δεκριανού–
κι αμέσως να διαδίδεται
στις αγορές
μέσα στα ανάκτορα/ ότι κατέφθασε ένα πρόσωπο
ν’ ανατινάξει την
πόλη.
Ύστερα ν’ ανεβαίνεις τα αξιώματα
στους διαδρόμους να σε σταματούν
έντρομα πρόσωπα
ο γραμματέας του αυτοκράτορος έμπιστα να ρωτά
να τερματίζεται
η δεξίωσις
η φήμη να μεταφέρει το μπόι σου
να μεταφέρει τ’ άλογό σου –
ξανθός όμορφος ο εχθρός του βασιλείου
έχει χιτώνα πράσινο και κάτω το ξίφος
τα μάτια του αστραπές και συνωμοσία
περιπλανάται σε υγρές αυλές και μυστικά
οπλοστάσια – συγκάλεσε εκτάκτως Σύνοδο
κλείστε καλά τις εξώπορτες
ν’
ασφαλιστείτε.
Κι εσύ ήσυχα πάνω σε ξύλινα τραπέζια και καπηλειά
να
προετοιμάζεις την ένδοξη παρουσία –
όμως – να εκφυλίζεσαι μετά σε αγοραίο
ρήτορα/ να κεραυνώνεις τα πλήθη με λόγους
να ξεχνάς τον προορισμό σου
να
ξεχνάς τ’ άλογό σου
να προσπαθείς να φτάσεις με υπομνήματα τον αυτοκράτορα
να
ζητάς πίστωση χρόνου
οι γραμματείς να σου απορρίπτουν την αίτηση –
Πώς
γίνεται τόσο εσύ να ξεπέσεις;
Η ένδοξη Ρώμη σε περίμενε τόσους αιώνες
σε προφητείες έλεγε
τον ερχομό σου/ κι εσύ αφομοιώθηκες;».