Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Ε. Μπιτσάκης: Οι επιστήμες θεμέλιο του υλισμού

Συνέντευξη στον Γιώργο Λαουτάρη

Το σκοτεινό Σύμπαν, το «θαύμα» του ανθρώπου, ο μυστηριώδης μικρόκοσμος των σωματίων. Πώς στεκόμαστε απέναντι στα σπουδαία ερωτήματα για την ύπαρξη; Αν η μεταφυσική, οι θρησκείες και οι πολυάριθμες μυστικιστικές ή ανορθολογικές θεωρίες κερδίζουν έδαφος και προβάλλονται όλο και περισσότερο ως απάντηση, μπορεί ο υλισμός να σταθεί στο ύψος των προβλημάτων και να τα ερμηνεύσει; Τη διαφωτιστική και αναλυτική αυτή εργασία ανέλαβε ο Ευτύχης Μπιτσάκης με το νέο του βιβλίο Η ύλη και το πνεύμα, το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα.  Η γέννηση του κόσμου μας, η θεωρία του big bang, οι θεωρίες της σχετικότητας, η «συμπεριφορά» των μικροσωματίων, η γέννηση και εξέλιξη της ανθρώπινης νόησης, εξετάζονται υπό το φως της διαλεκτικής. Με γλώσσα, επιχειρήματα και ορολογία που κερδίζουν ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, χωρίς όμως καμία υποχώρηση μπροστά στη «σαγήνη» της απλούστευσης ή από την άλλη πλευρά του ακαδημαϊσμού, το βιβλίο παρουσιάζει εύληπτα τα τελευταία πορίσματα της κοσμολογίας, της φυσικής και της βιολογίας για να θεμελιώσει τον υλισμό.







Ο συγγραφέας επέλεξε να προσεγγίσει το πρόβλημα των σχέσεων ύλης και πνεύματος όχι στο επίπεδο της φιλοσοφικής αφαίρεσης, αλλά διά μέσου των σημερινών φυσικών επιστημών. Όπως εξηγεί στο Πριν ο Ευτύχης Μπιτσάκης, «η διαμάχη υλισμού και ιδεαλισμού στο πεδίο της φιλοσοφίας είναι γνωστή. Όμως οι φυσικές επιστήμες είχαν ανέκαθεν μια φιλοσοφική εμβέλεια. Ειδικά οι επιστημονικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα είχαν καταλυτική επίδραση στη φιλοσοφία. Η φυσική, η κοσμολογία και οι επιστήμες της ζωής έθεσαν νέα φιλοσοφικά ερωτήματα και έδωσαν νέα επιχειρήματα στο σύγχρονο υλισμό, αλλά επίσης τροφοδότησαν νέες μορφές φυσικού ιδεαλισμού».
Δεν σημαίνει βέβαια αυτό ότι αγνοείται η καταστατική διαφορά των φυσικών επιστημών με τη φιλοσοφία: «Αυτή η σύγχυση συναντάται σε κείμενα ενός απλοϊκού υλισμού», υποστηρίζει ο συγγραφέας. Και συμπληρώνει πως «ενάντια στη θετικιστική και μεταμοντέρνα απόρριψη των φιλοσοφικών προτάσεων επειδή δήθεν στερούνται νοήματος, εγώ επιχειρώ να αναδείξω την ενότητα η οποία συνυπάρχει με την καταστατική διαφορά». Επιπλέον, εξηγεί ότι «λέξεις όπως η ύλη, ο χώρος, ο χρόνος, η αλληλεπίδραση, η αιτιότητα κ.λπ. λειτουργούν ως οιωνεί φιλοσοφικές έννοιες στο πεδίο της επιστήμης και ασκούν μια λειτουργία διαμεσολάβησης ανάμεσα στις επιστημονικές έννοιες και τις φιλοσοφικές κατηγορίες». Και υπογραμμίζει: «Ενότητα μέσα στη διαφορά, όπως υποστήριζε ο Λένιν και πριν απ’ αυτόν ο μεγάλος ιδεαλιστής Χέγκελ».


Ξεκινάτε το βιβλίο σας από τη φιλοσοφική παράδοση, ειδικά από τους προσωκρατικούς. Γιατί;

Επειδή οι προσωκρατικοί έθεσαν πρώτοι τα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα, υπερβαίνοντας την αφελή ανιμιστική αντίληψη για τη φύση. Έθεσαν τα φιλοσοφικά ερωτήματα και τα αντιμετώπισαν από τη σκοπιά μιας φυσιοκρατικής οντολογίας. Η φύση κατά τους προσωκρατικούς είναι αδημιούργητη και τα φυσικά φαινόμενα προκαλούνται από φυσικά αίτια. Βεβαίως, οι θεοί υπάρχουν. Είναι όμως φυσικά όντα, δημιουργήματα και όχι δημιουργοί της φύσης.
Αλλά αντίθετα με τον αυθόρμητο υλισμό των προσωκρατικών, ο Καρτέσιος, ο Κέπλερ, ο Νεύτων, οι περισσότεροι από τους δημιουργούς των νεώτερων επιστημών δέχονταν την ύπαρξη του δημιουργού και τη δημιουργία ex nihilo, εκ του μηδενός. Τι μεσολάβησε για να υπάρξει αυτή η φιλοσοφική οπισθοδρόμηση;

Η έννοια του δημιουργού δεν υπάρχει στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Ο Δημιουργός του Πλάτωνα δεν δημιουργεί από το μηδέν. Οι Ιδέες, το «όντως ον», προϋπάρχουν και ο θεός ως αγαθός, δημιουργεί τον κόσμο με υλικό τις Ιδέες, κατά το καλύτερο δυνατό πρότυπο. Η έννοια του δημιουργού ο οποίος δημιουργεί από το μηδέν προέρχεται, ως γνωστόν, από την εβραϊκή παράδοση. Η κυριαρχία του χριστιανισμού στη Δυτική Ευρώπη μετά τη διάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η εχθρική στάση της εκκλησίας απέναντι στις αναδυόμενες επιστήμες, συνολικά η επικράτηση του χριστιανισμού ως κυρίαρχης ιδεολογίας κατά το Μεσαίωνα και μετά, εξηγούν αυτή τη φιλοσοφική οπισθοδρόμηση.
Αλλά, όπως σημειώνετε στο προηγούμενο βιβλίο σας, Από την πυρά στον άμβωνα, από την εποχή του Νεύτωνα μέχρι σήμερα η εκκλησία επιχειρεί να αξιοποιήσει τα δεδομένα των επιστημών για να θεμελιώσει το δόγμα της…

Αυτή η αλλαγή δεν είναι ανεξήγητη. Το μηχανιστικό Σύμπαν του Νεύτωνα ήταν συμβατό με την έννοια του Δημιουργού. Ακόμα και το Σύμπαν των θεωριών του Αϊνστάιν, η ιδεαλιστική σκέψη επιχείρησε να το εξηγήσει ως δημιούργημα του Μεγάλου Αρχιτέκτονα. Το σημερινό βιβλίο είναι εκτός των άλλων και μια συστηματική ανασκευή των δήθεν επιστημονικών επιχειρημάτων των σημερινών μορφών φυσικού ιδεαλισμού.
Γιατί όμως ακόμα και ο επιστημονικά θεμελιωμένος σημερινός υλισμός παραμένει μειοψηφικός στις σημερινές κοινωνίες;

Το φαινόμενο δεν είναι ανεξήγητο. Όπως γράφει ο Μαρξ, κυρίαρχη ιδεολογία κάθε κοινωνίας είναι η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης. Και η ιδεολογία της αστικής τάξης είναι κατά κανόνα μηχανιστική και ιδεαλιστική. Υπάρχει όμως και δεύτερος λόγος: Η απατηλή γοητεία του ιδεαλισμού και ειδικά της θρησκείας η οποία αποτελεί καταφύγιο και ελπίδα με το απατηλό φως της υπέρβασης. Ο υλισμός, δεχόμενος τη θνητότητα του ανθρώπινου όντος, δεν ασκεί καμία γοητεία και δεν υπόσχεται μετά θάνατον ζωή.
Ο υλισμός δέχεται την αυθυπαρξία της ύλης. Ο ιδεαλισμός δέχεται κάποια πνευματική αρχή, θεό, απόλυτο πνεύμα κ.λπ. Υποστηρίζετε ότι και οι δύο αρχές, ως αρχές δεν αποδεικνύονται. Υλισμός και ιδεαλισμός είναι λοιπόν εξίσου μη αποδείξιμοι; Είναι ισοδύναμοι;

Αυτό θέλησε να υποστηρίξει ο ευσεβής Πλανκ στο φανταστικό διάλογο με τον Αϊνστάιν που παραθέτω στο τέλος του βιβλίου. Όμως ο Αϊνστάιν δεν δέχεται την άποψη του Πλανκ. Κατά τον Αϊνστάιν οι σημερινές επιστήμες θεμελιώνουν τον υλισμό. Επίσης, κατά τον Αϊνστάιν είναι δυνατόν να εξηγήσουμε τη γέννηση της ιδέας του θεού και να οικοδομήσουμε μια μονιστική – υλιστική αντίληψη για τη φύση, όχι κλειστή αλλά αντίθετα ανοιχτή στις σημερινές επιστήμες, ενώ η άποψη της δημιουργίας βρίσκεται μόνιμα σε σύγκρουση με τις επιστήμες και ειδικότερα με τις επιστήμες της ζωής.

Ας δεχτούμε λοιπόν ότι «οι επιστήμες θεμελιώνουν τον υλισμό». Πώς εξηγείτε λοιπόν ότι ρεαλιστικές φυσικές θεωρίες, όπως οι θεωρίες του Αϊνστάιν και η κβαντική μηχανική, τροφοδότησαν νέες μορφές ανορθολογισμού και μυστικισμού;

Η διαμάχη υλισμού και ιδεαλισμού, ορθολογισμού και ανορθολογισμού διατρέχει ολόκληρη την ιστορία της φιλοσοφίας από την αρχή του ρήγματος με τον Δημόκριτο και τον Πλάτωνα. Ως προς την ειδική θεωρία της σχετικότητας: Η μετατροπή της μάζας σε ενέργεια θεωρήθηκε αφυλοποίηση της ύλης. Το ίδιο η μετατροπή μαζικών σωματίων σε μη μαζικά. Αλλά η ύλη είναι φιλοσοφική κατηγορία ανύπαρκτη στις εξισώσεις της φυσικής και η ιδεαλιστική ερμηνεία της σχέσης μάζας και ενέργειας προϋποθέτει ένα επιστημονικό σφάλμα: Την ερμηνεία της σχέσης μάζας και ενέργειας στο τρισδιάστατο ευκλείδειο πλαίσιο και όχι στο τετραδιάστατο σύμπαν του Μινκόφσκι. Τώρα, ως προς τη δήθεν έλλειψη αιτιοκρατίας στη μικροφυσική, η οποία υποτίθεται ότι θεμελιώνει την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, η οποία με τη σειρά της παραπέμπει στο Δημιουργό: Στη φύση λειτουργούν περισσότερες από μία μορφές αιτιοκρατίας. Η μηχανιστική των Νεύτωνα και Λαπλάς, η πιο σύνθετη, δυναμική των θεωριών του Μάξγουελ και του Αϊνστάιν, η κλασική στατιστική μορφή και όπως υποστηρίζω, ο κβαντικός στατιστικός καθορισμός στο χώρο της μικροφυσικής. Η θέση αυτή δεν είναι αυθαίρετη. Προκύπτει από τη διαλεκτική δυνατότητας και πραγματικότητας, τη διαλεκτική του δυνάμει και ενεργεία που πρώτος επεξεργάστηκε ο Αριστοτέλης και στη συνέχεια κυρίως ο Χέγκελ και ο μαρξισμός.
Κατά την άποψή σας λοιπόν η ειδική θεωρία της σχετικότητας θεμελιώνει το μονισμό της ύλης. Ποιες ήταν όμως οι επιστημολογικές και φιλοσοφικές συνέπειες της λεγόμενης Γενικής θεωρίας της Σχετικότητας;

Κατ’ αρχάς, η Γενική θεωρία της Σχετικότητας δεν είναι θεωρία «σχετικότητας». Είναι μια θεωρία γενικευμένης αντικειμενικότητας, δοθέντος ότι οι νόμοι της διατηρούν την ίδια μορφή σε όλα τα συστήματα αναφοράς, αδρανειακά ή μη. Ως προς το φυσικό της περιεχόμενο, η Γενική θεωρία της Σχετικότητας είναι μια νέα θεωρία της βαρύτητας, ιστορική υπέρβαση της θεωρίας του Νεύτωνα. Η θεωρία αυτή αποτέλεσε το μαθηματικό πλαίσιο για τη διατύπωση κοσμολογικών προτύπων. Ανάλογα με τις συνθήκες, προβλέπει ένα σύμπαν κλειστό, ανοιχτό, παλλόμενο κ.λπ. Ιστορικά κυριάρχησε το πρότυπο του διαστελλόμενου σύμπαντος, κατά το οποίο το Σύμπαν προήλθε από μια αρχική έκρηξη, ένα «big bang», όπως ήταν ο ειρωνικός όρος του σπουδαίου Άγγλου αστροφυσικού Φρεντ Χόιλ. Ποιες είναι οι βασικές προϋποθέσεις αυτού του προτύπου; Πριν από την έκρηξη δεν υπήρχε χώρος και χρόνος. Η ύλη ήταν συγκεντρωμένη σε μηδενικό όγκο, σε άπειρη θερμοκρασία. Μετά την έκρηξη, το Σύμπαν συνεχίζει να διαστέλλεται. Ποια είναι όμως η φυσική σημασία των τεσσάρων βασικών παραδοχών του προτύπου; Πριν από την έκρηξη δεν υπήρχε χώρος. Συνεπώς, η έκρηξη έγινε στο πουθενά. Πριν από την έκρηξη δεν υπήρχε χρόνος. Άρα η έκρηξη έγινε στο ποτέ. Οι έννοιες άπειρη θερμοκρασία και άπειρη πυκνότητα στερούνται επίσης νοήματος: Το άπειρο δεν επιδέχεται μέτρο, καθότι «αεί γε έτερον και έτερον», σύμφωνα με τον ορισμό του Αριστοτέλη. Συνεπώς, οι τέσσερις βασικές παραδοχές του big bang στερούνται νοήματος. Γι’ αυτό υποστηρίζω ότι πρόκειται για οιωνεί μεταφυσικό πρότυπο. Αλλά η υπόθεση του big bang έχει υπέρ της ισχυρά επιχειρήματα. Αντίθετα όμως επιχειρήματα έχουν και οι αντίπαλοι. Το πρότυπο π.χ. προϋποθέτει ότι η ύλη του Σύμπαντος είναι κατανεμημένη με τρόπο ομοιογενή και ισότροπο. Αλλά τα σημερινά παρατηρησιακά δεδομένα αποδεικνύουν ότι η ύλη του προσιτού μέρους του Σύμπαντος χαρακτηρίζεται από άκρα ανομοιογένεια. Κατά το πρότυπο, η ηλικία του Σύμπαντος καθορίζεται από την τιμή της σταθεράς του Χαμπλ. Ποια είναι όμως η τιμή αυτής της σταθεράς; Κατά το πρότυπο, η μετατόπιση του φάσματος των γαλαξιών οφείλεται στη διαστολή του Σύμπαντος. Σύμφωνα όμως με άλλες υποθέσεις, η μετατόπιση οφείλεται στη «γήρανση» του φωτός. Σύμφωνα με το κυρίαρχο πρότυπο, τα κβάζαρς, ουράνια αντικείμενα με ισχυρή μετατόπιση του φάσματός τους, πρέπει να βρίσκονται στις εσχατιές του ουρανού. Σύμφωνα με πρόσφατες παρατηρήσεις, αντίθετα, τα κβάζαρς εξακοντίζονται με τεράστιες ταχύτητες από την καρδιά των γαλαξιών με τους οποίους συνδέονται με «γέφυρες» ύλης. Θα μπορούσα να συνεχίσω τα υπέρ και τα κατά. Δύο μόνο γενικές παρατηρήσεις: Σύμπαν σημαίνει καθετί που υπάρχει. Δεν μπορούμε συνεπώς να μιλάμε για Σύμπαν, αλλά για κόσμο, για το προσιτό σήμερα μέρος του Σύμπαντος. Άρα, δεν μπορούμε να μιλάμε για γέννηση του Σύμπαντος. Το προσιτό σήμερα μέρος του Σύμπαντος μπορεί να προήλθε από μια ή από ένα τεράστιο αριθμό εκρήξεων, όμως στον υπάρχοντα χώρο και χρόνο και από υπάρχουσα ύλη. Αλλά νομίζω ότι πρέπει να σταματήσω. Όποιος ενδιαφέρεται για μια συστηματική ανάλυση, μπορεί να συμβουλευτεί τα βιβλία μου Η εξέλιξη των θεωριών της φυσικής και το Η ύλη και το πνεύμα.
Αλλά αν το κυρίαρχο πρότυπο παρουσιάζει αδυναμίες, γιατί θεωρείται σαν το πραγματικό πρότυπο του Σύμπαντος;

Μια πρώτη αιτία είναι ότι έχει ισχυρά παρατηρησιακά δεδομένα υπέρ του. Αλλά οι κύριες αιτίες είναι ιδεολογικές. Κατ’ αρχάς, η φιλοσοφική σύγχυση ανάμεσα στις έννοιες Κόσμος και Σύμπαν. Και εδώ πρέπει να προσθέσω ότι η θεωρία του Αϊνστάιν είναι μια τοπική θεωρία η οποία συνεπώς αδυνατεί να περιγράψει το Σύμπαν, αν αυτό είναι άπειρο. Και το κυριότερο. Κατά τον Ιερό Αυγουστίνο, ο θεός δημιούργησε το Σύμπαν «ουχί εν χώρω και χρόνω, αλλά μετά του χώρου και του χρόνου». Την ίδια αρχή δέχεται και το κυρίαρχο πρότυπο, το οποίο η εκκλησία είδε ως απόδειξη της δημιουργίας. Η παραδοχή αυτή βέβαια δεν σημαίνει ότι κάθε κοσμολόγος, οπαδός του big bang είναι θρησκευόμενος.
Ο άνθρωπος και το πνεύμα προϊόν της εξέλιξης

Το Σύμπαν είναι άπειρο; Και η θέση αυτή του διαλεκτικού υλισμού έχει θεμέλιο;

Η θέση ότι το Σύμπαν είναι άπειρο είναι φιλοσοφική. Συνεπώς, δεν αποδεικνύεται. Η αντίθετη όμως θέση για το πεπερασμένο, οδηγεί σε αντιφάσεις, όπως ανέλυσαν οι Χέγκελ, Ένγκελς και άλλοι. Η θέση για την απειρότητα αντίθετα, δεν οδηγεί σε αντιφάσεις. Επιπλέον, εναρμονίζεται με την όλη σημερινή κοσμοεικόνα, η οποία θεμελιώνει την απειρότητα των μορφών της ύλης στο χώρο και το χρόνο. Σήμερα εξάλλου γνωρίζουμε ότι οι μορφές της ύλης μεταβλήθηκαν στην πορεία της κοσμικής εξέλιξης και επίσης σήμερα έχουν διατυπωθεί υποθέσεις για δημιουργία ύλης, η οποία προκύπτει με ανάδυση από ένα βαθύτερο επίπεδο οργάνωσης, το υποκβαντικό. Το Σύμπαν με βάση τα σημερινά δεδομένα παρουσιάζεται ως ολότητα εν εξελίξει. Ως αυτοδημιουργούμενο Σύμπαν.
Όμως οι σχέσεις ύλης και πνεύματος, που είναι και ο τίτλος του βιβλίου, ερμηνεύονται με βάση τη φυσική και την κοσμολογία;

Προφανώς όχι. Οι επιστήμες της λεγόμενης άζωης ύλης θεμελιώνουν έναν επιστημονικό ρεαλισμό τασιακά υλιστικό, δηλαδή την αντικειμενικότητα και γνωσιμότητα της ύλης. Αλλά για να θεμελιώσουμε το δεύτερο αξίωμα του υλιστικού μονισμού έχουμε ανάγκη από τις βιολογικές επιστήμες, οι οποίες σήμερα φωτίζουν τις σχέσεις ύλης και νόησης, αποτελώντας το δεύτερο θεμέλιο ενός σύγχρονου υλισμού.
Συγκεκριμένα: Σήμερα έχει αποδειχτεί στο εργαστήριο ότι οι πρώτες οργανικές ουσίες, τα αμινοξέα, τα πεπτίδια, οι υδατάνθρακες κ.λπ. σχηματίστηκαν αβιογενώς στους αρχέγονους ωκεανούς. Από την αρχική αυτή «σούπα» προέκυψαν οι πρώτοι μονοκύτταροι οργανισμοί. Η διαδικασία σχηματισμού των πρώτων κυττάρων δεν είναι γνωστή, επειδή τα κύτταρα δεν άφησαν απολιθώματα. Σύμφωνα με μια υπόθεση του σοβιετικού Οπάριν, η οποία ξανάρχεται στην επιφάνεια, με βάση τους νόμους της φυσικοχημείας, των κολλοειδών κ.λπ., στο εσωτερικό της αρχικής «σούπας» σχηματίζονταν συσσωματώματα, υποτυπώδεις μορφές – σταγονίδια τα οποία εκδήλωναν έναν υποτυπώδη μεταβολισμό. Τα συσσωματώματα δεν ήταν κύτταρα. Όμως η φυσικοχημεία, η χημεία των κολλοειδών, των ανοιχτών θερμοδυναμικών συστημάτων, η αυτοοργάνωση της ύλης, οι θεωρίες του χάους, των φράκταλς κ.λπ. είναι σύγχρονα εργαλεία για τη μελέτη των διαδικασιών της κυτταρογένεσης. Το πρόβλημα δεν έχει λυθεί. Αλλά όπως γράφει ο Τζάκομπ (βραβείο Νομπέλ), πίσω από την εμφάνιση του κυττάρου δεν κρύβεται κάποια μεταφυσική οντότητα. Και από τη στιγμή που εμφανίστηκαν οι πρώτοι μονοκύτταροι οργανισμοί, η δαρβινική θεωρία, συνολικά οι θεωρίες της φυλογένεσης θεμελιώνουν την παλιά υλιστική θέση ότι ο άνθρωπος είναι προϊόν αυτής της εξελικτικής διαδικασίας. Ότι δεν υπάρχει τομή, μεταφυσικό κενό ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ανώτερα θηλαστικά. Ένα μόνο παράδειγμα. Το γονιδίωμα του ανθρώπου ταυτίζεται κατά 80% περίπου με το γονιδίωμα του χιμπατζή, με τον οποίο μάλιστα έχουμε και ένα κοινό χρωμόσωμα.
Ωραία! Και το πνεύμα; Η νόηση;

Κατ’ αρχάς πρέπει να υπενθυμίσω ότι η Δυτική Εκκλησία διά στόματος του πάπα δέχτηκε ότι η δαρβινική θεωρία δεν είναι απλή υπόθεση και ότι ο άνθρωπος είναι προϊόν της εξέλιξης των ειδών. Φυσικά και ο πάπας υποστήριξε κι αυτός ότι ο άνθρωπος είναι φορέας άυλης, αθάνατης ψυχής. Όμως και αυτό το κατάλοιπο του ιδεαλισμού αναιρείται από τη νευρολογία και την ψυχολογία. Πράγματι, σήμερα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι επιστήμες αυτές θεμελιώνουν την υλιστική θέση, κατά την οποία η νόηση είναι αποτέλεσμα της λειτουργίας του εγκεφάλου, ο οποίος έχει φτάσει σε υψηλό επίπεδο πολυπλοκότητας χάρη στην εργασία και την κοινωνική ζωή. Σήμερα ξέρουμε ότι ο φλοιός, κύρια έδρα της νόησης είναι κατά μέγα μέρος προϊόν της κοινωνικής ζωής των τελευταίων 50-60 χιλιάδων ετών. Συνολικά, σήμερα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι επιστήμες θεμελιώνουν τον υλισμό και ταυτόχρονα αναδεικνύουν τον ιδεολογικό χαρακτήρα των διαφόρων μορφών του φιλοσοφικού ιδεαλισμού.
Τα κοινωνικά φαινόμενα εκδηλώνονται συχνά με στατιστικούς νόμους. Θα μπορούσαμε ίσως να ισχυριστούμε ότι ο κβαντικός στατιστικός καθορισμός θα ταίριαζε ως μοντέλο για τα κοινωνικά φαινόμενα;

Η ομοιότητα είναι αναμφισβήτητη. Όμως εδώ πρόκειται για διαφορετικά επίπεδα οργάνωσης της ύλης. Και κατά τη διαλεκτική, οι νόμοι του ανώτερου επιπέδου προϋποθέτουν τους νόμους του κατώτερου, χωρίς να ανάγονται σ’ αυτούς. Τα ψυχικά φαινόμενα και τα φαινόμενα της νόησης δεν ανάγονται στους νόμους της χημείας και της φυσιολογίας, τους οποίους προϋποθέτουν. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο για τα κοινωνικά φαινόμενα. Και δεν πρόκειται απλώς για βαθμό πολυπλοκότητας. Στα κοινωνικά φαινόμενα και ειδικά στην πολιτική παρεμβαίνει ενεργά ο υποκειμενικός παράγοντας, προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Ο άνθρωπος δεν επικαθορίζεται από τις δομές και η ιστορία δεν είναι ιστορία χωρίς υποκείμενα.