Tο 2011 ήταν η χειρότερη χρόνια για τους εργαζόμενους μετά από πολλές δεκαετίες. Έζησαν την πιο βάρβαρη επίθεση των δυνάμεων του κεφαλαίου και των πολιτικών τους εκπροσώπων στη χώρα μας και στην Ευρώπη. Οι χιλιάδες απολύσεις, η εκ περιτροπής εργασία, οι μονομερείς μειώσεις μισθών, οι ατομικές συμβάσεις εργασίας, οι πολύμηνες καθυστερήσεις πληρωμών, τα λουκέτα και το πέταγμα εργαζομένων στο δρόμο, μαζί με τον εργοδοτικό «τσαμπουκά» και τον περιορισμό κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων είναι μερικά μόνο στοιχεία της καπιταλιστικής κρίσης που διαμορφώνουν μια νέα πραγματικότητα στην εργατική τάξη και το κίνημά της.
του Νίκου Γουρλά
Ο μεταπολιτευτικός συνδικαλισμός, έτσι όπως διαμορφώθηκε στη δεκαετία του ’80 (στηριγμένος στη διαχείριση, στην ανάθεση, τον κατακερματισμό, τον κομματισμό, και σε μια ιδιόμορφη συνδικαλιστική εργατική αριστοκρατία που ηγεμόνευε μέσω των ΔΕΚΟ) και εδραιώθηκε γραφειοκρατικοποιώντας το συνδικαλιστικό κίνημα και με τη συναίνεση της Αριστεράς ειδικά την περίοδο των κυβερνήσεων Τζαννετάκη και Οικουμενικής, είναι πια παρελθόν. Αμήχανοι οι γραφειοκράτες βλέπουν να χάνεται η γη κάτω από τα πόδια τους, επειδή οι μέχρι τώρα «κοινωνικοί εταίροι» δεν είναι πια σε καμιά περίπτωση «εταίροι». Aφενός, οι γραφειοκράτες δεν αποτελούν κανενός είδους απειλή γι’ αυτούς, αφετέρου αυτό που ενδιαφέρει την εργοδοσία είναι να περάσει τις επιταγές της τρόικας χωρίς καμιά διαπραγμάτευση, «κινεζοποιώντας» τους μισθούς, διαλύοντας την όποια προστασία στην εργασία και στο ασφαλιστικό σύστημα. Την ίδια ώρα αμφισβητούνται από μεγάλες μάζες εργαζομένων, που αποτελούσαν τις συνδικαλιστικές κομματικές τους βάσεις
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δέχτηκε ένα σοβαρό πλήγμα, αφού με την ουσιαστική κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων χάνει ένα σημαντικό στοιχείο συγκρότησης, δράσης και συσπείρωσής της. Ειδικά εκεί, που η μοναδική σχεδόν δράση τους ήταν η υπογραφή συλλογικών συμβάσεων και η διαχείριση επιμέρους ζητημάτων που προέκυπταν από την εφαρμογή τους.
Η περίοδος λοιπόν όπου ο συνδικαλισμός άρχιζε από την κομματική παράταξη και κατέληγε στην πόρτα του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας, πέρασε χωρίς επιστροφή, πράγμα που δημιουργεί νέους όρους και προϋποθέσεις για την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος σε αγωνιστική ταξική κατεύθυνση.
Η υπόθεση των συλλογικών συμβάσεων πρέπει να περάσει στα χέρια των ίδιων των εργαζομένων. Αυτό δεν μπορεί να γίνει πια με όρους διαχείρισης αλλά με όρους οξυμένης ταξικής σύγκρουσης με την εργοδοσία τους μηχανισμούς της και τους πολιτικούς εκπρόσωπους της. Είναι άμεση και επιτακτική ανάγκη να υπάρξει μεγάλη πρωτοβουλία από πρωτοβάθμια σωματεία και ομοσπονδίες για το θέμα των συμβάσεων. Όμως έχει σημασία ακόμα και την ώρα της σύγκρουσης το εργατικό κίνημα να βγάζει συμπεράσματα από την πορεία του, από τις νίκες και τις ήττες του.
Οι «κόκκινες γραμμές» για το ταξικό εργατικό κίνημα
Στην πρώιμη εποχή του εργατικού κινήματος, τα αιτήματα για νομιμοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης στους τόπους δουλειάς είχαν δεσπόζουσα θέση. Οι άθλιες συνθήκες ζωής και εργασίας κατά τα πρώτα στάδια της εκβιομηχάνισης, προκάλεσαν πολύ νωρίς αυθόρμητες αντιδράσεις των εργατών, που εκδηλώνονταν συχνά σε βίαιες εργατικές εξεγέρσεις, που οι περισσότερες πνίγονταν στο αίμα. Μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις που συνδέονται με το λεγόμενο «κοινωνικό ζήτημα». Μέσα από αυτές τις συγκρούσεις, διαμορφώθηκαν όροι και προϋποθέσεις –έπειτα από σκληρούς αγώνες– για την αναγνώριση και κατοχύρωση, έστω και σε εμβρυώδη μορφή, των πρώτων εργατικών δικαιωμάτων για την ελευθερία της συνδικαλιστικής δράσης, πρόπλασμα των όποιων μετέπειτα μεγάλων κατακτήσεων.
Σε αυτά τα πρώτα βήματά του το εργατικό κίνημα είχε να αντιμετωπίσει την καπιταλιστική βαρβαρότητα, που επιδίωκε την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσπαση απόλυτης υπεραξίας μέσω της επιμήκυνσης του χρόνου εργασίας, της απειλής της ανεργίας, της απλήρωτης εργασίας κ.λπ. Οι όροι της διαπραγμάτευσης της εργατικής δύναμης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία καθορίζονταν εξ ολοκλήρου από το κεφάλαιο. Οδηγούσαν στην εξαθλίωση την εργατική τάξη, μέχρι ακόμα και το σημείο της μη δυνατότητας αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (εργατικά ατυχήματα, ασθένειες, πρώιμο γήρας κ.λπ.). Μαζί με την αποστέρηση στοιχειωδών δικαιωμάτων, με διοικητικά και κατασταλτικά μέσα, όπως η απαγόρευση των συνενώσεων των εργατών, η άρνηση του δικαιώματος ψήφου, στερούσαν από τους εργαζόμενους κάθε δυνατότητα να αλλάξουν ή έστω να επηρεάσουν την κυριαρχία του κεφαλαίου.
Βλέπουμε ότι και στις μέρες μας όλα τα παραπάνω επαναλαμβάνονται, με διαφορετικές φυσικά μορφές, που όμως στον πυρήνα τους δεν έχουν καμιά διαφορά. Σήμερα, για παράδειγμα, ποιος τολμά να ζητήσει ειδικά στον ιδιωτικό τομέα υπερωρίες; H διευθέτηση του χρόνου εργασίας που επιβάλλουν οι εργοδότες μονομερώς δεν αποβλέπει μόνο στη μείωση του κόστους του εργάσιμου χρόνου αλλά εμπεριέχει και κλοπή, αφού αναγκάζουν τους εργαζόμενους σε άλλες περιόδους που υπάρχει δουλειά να δουλεύουν ακόμα και πάνω από δώδεκα ώρες, νύχτες, Κυριακές και αργίες, χωρίς να πληρώνονται παραπάνω όπως ορίζουν οι συμβάσεις. Σε αυτά αν προστεθεί ότι αυξάνεται ραγδαία η απλήρωτη εργασία με ή χωρίς λουκέτα, αλλά και τα κόλπα των εργοδοτών με την υπαγωγή στο άρθρο 99, τα φέσια στα ασφαλιστικά ταμεία, τη μαζική ανεργία κ.λπ. έχουμε τη νέα εξαθλίωση της εργατικής τάξης, που μέρα με τη μέρα χειροτερεύει.
Οι περικοπές στην υγεία, στα προνοιακά επιδόματα, οι αυξήσεις στις παροχές της κοινής ωφέλειας, διευρύνουν σε όλο και μεγαλύτερη έκταση την καταστροφή της εργατικής δύναμης, αφού περιορίζουν τη δυνατότητα αναπαραγωγής της, οδηγώντας στην εξαθλίωση μεγάλες πια μάζες εργαζομένων. Η απειλή της ανεργίας σε συνδυασμό με τη βία της επιβίωσης, η οργή, η απελπισία, αλλά και η έλλειψη ορατής πολιτικής διεξόδου δημιουργούν ένα εκρηκτικό μίγμα που ειδικά στη νέα γενιά έχει δραματικές επιπτώσεις στο πώς βλέπει το εργασιακό της μέλλον, οδηγώντας την σε επιλογές παραίτησης από τον αγώνα για μια θέση εργασίας (με ό,τι αυτό σημαίνει για την οικογένεια και το μέλλον της) ή φυγής από τη χώρα.
Όμως και στον τομέα των δικαιωμάτων έχουμε σοβαρές αλλαγές. Η σύγχρονη καταστολή στους τόπους δουλειάς ξεκινά από την άρνηση της εργοδοσίας του δικαιώματος να υπάρχουν σωματεία και οποιασδήποτε μορφής συνδικαλιστική παρέμβαση και φτάνει στην ανοιχτή καταπάτηση ακόμα και αυτών των ελαχίστων προστατευτικών νόμων για την συνδικαλιστική δράση, αγνοώντας ακόμα και αυτή την αστική νομοθεσία. Οι περιπτώσεις της απόλυσης του πρόεδρου της Eτζίαν Έρλαϊνς, είτε οι απολύσεις ιδρυτικών μελών σωματείων είναι φαινόμενα της τελευταίας διετίας.
Σε αυτές τις καραμπινάτες παρανομίες από τους μηχανισμούς της ελληνικής δικαιοσύνης, δεν υπάρχει κανενός είδους παρέμβαση για την προστασία των εργαζομένων, παρά μόνο η βασανιστική διαδικασία των δικαστικών αγωγών από τους παθόντες, που κάνουν 3 και 4 χρόνια να εκδικαστούν. Σε παλιότερες εποχές αρκούσε η προσφυγή σε ασφαλιστικά μέτρα για να επαναπροσληφθεί ο εργαζόμενος. Αυτή η διαδικασία σχεδόν δεν εφαρμόζεται πότε και όλες οι υποθέσεις συνδικαλιστικών διώξεων οδηγούνται σε τακτικές δικάσιμες που είναι αβέβαιη η έκβασή τους αφού παρατηρείται τελευταία αύξηση των αποφάσεων που ευνοούν την εργοδοσία. Μέχρι τότε φυσικά στους τόπους δουλειάς των απολυμένων βασιλεύει η τρομοκρατία, η υποταγή και η σύνθλιψη κάθε φωνής που πάει να αντισταθεί. Όμως το σοβαρότερο είναι ότι ακόμα και αυτή την έστω κολοβή προστασία που παρέχει ο νόμος 1264 οι εργοδότες την καταπατούν συνειδητά, προετοιμάζοντας ίσως το έδαφος για την κατάργηση ή την τροποποίηση του 1264, που θα καταργεί ακόμα και αυτό το ελάχιστο δίχτυ προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης. Οι απολύσεις 80 συνδικαλιστών τους τελευταίους μήνες, είναι η καλύτερη απόδειξη ότι στο συνδικαλιστικό κίνημα έχει εφαρμοστεί ένα άτυπο «ιδιώνυμο».
Μια άλλη μορφή καταστολής από την εργοδοσία είναι η οργάνωση ισχυρού εργοδοτικού μηχανισμού που χρησιμεύει στην τρομοκράτηση και τo κτύπημα της όποιας προσπάθειας για συνδικαλιστική οργάνωση γίνει. Τελευταία παρατηρούμε φαινόμενα όπου εργοδοτικό σωματείο που ίδρυσαν στελέχη εταιρείας που σε αυτό έγραψαν τη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων με εκβιασμούς και απειλές, να παρευρίσκεται σε τριμερή, όπου θα συζητιόταν το θέμα απόλυσης ιδρυτικού μέλους σωματείου. Όχι φυσικά για να υποστηρίξει τον εργαζόμενο, αλλά για να δικαιολογήσει την εργοδοσία ότι «καλώς απέλυσε την εργαζόμενη γιατί δεν ανταποκρινόταν στις υποχρεώσεις της»! Ακόμα, εμφανίζονται φαινόμενα που θυμίζουν τις συγκρούσεις εργαζομένων στην Αμερική των αρχών του προηγούμενου αιώνα, με στρατολογημένους τραμπούκους από τις εταιρείες. Η περίπτωση της εταιρείας σεκιούριτι ICTS που οδήγησε 100 περίπου εργαζόμενους έξω από την Eπιθεώρηση Eργασίας για να «διαμαρτυρηθούν» τραμπουκίζοντας τους επιθεωρητές εργασίας αλλά και σωματεία που κατήγγειλαν τις αυθαιρεσίες της εταιρείας, είναι χαρακτηριστικά.
Είναι άμεσο καθήκον μας απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα να ορίσουμε τις «κόκκινες γραμμές» που το ταξικό εργατικό κίνημα δεν θα κάνει βήμα πίσω από αυτές.
Πρώτο, καμιά ανοχή σε απόλυση συνδικαλιστή ή συναδέλφου, που ασκεί το νόμιμο δικαίωμα της συνδικαλιστικής δράσης, χρησιμοποιώντας πέρα από τις νομικές διαδικασίες, τις διαμαρτυρίες και τα ψηφίσματα, τη συγκρότηση επιτροπών αγώνα, που θα οργανώνουν μαζικές διαμαρτυρίες όχι μόνο έξω από τις επιχειρήσεις, αλλά και έξω από τα σπίτια των εργοδοτών ή στελεχών της εταιρείας. Μαζική παρουσία στα δικαστήρια όταν εκδικάζονται υποθέσεις απολυμένων συναδέλφων μας.
Δεύτερο, τσάκισμα των εργοδοτικών μηχανισμών τρομοκράτησης των εργαζομένων, όπου αυτοί υπάρχουν, με όρους φυσικά μαζικής λαϊκής πάλης, ονομαστικές καταγγελίες στο διαδίκτυο, ενημέρωση ευρύτερα της κοινωνίας ακόμα και στον τόπο κατοικίας τους για το βρόμικο ρόλο που παίζουν απέναντι στους συναδέλφους τους.
Tρίτο, δυνάμωμα της εργατικής αλληλεγγύης, ειδικά σε χώρους που προκηρύσσεται απεργία, επίσχεση κ.λπ., μαζικές απεργιακές φρουρές, συγκρότηση λαϊκών επιτροπών αγώνα με φορείς της περιοχής για την υπεράσπιση του αγώνα των εργαζομένων.
Tάτερτο, απέναντι στη νέα καταστολή που ετοιμάζεται με την απαγόρευση των διαδηλώσεων στο κέντρο της Αθήνας, πρέπει να συγκροτήσουμε άμεσα πλατιά επιτροπή αγώνα με τη συμμετοχή συνδικαλιστών, διανοουμένων, φοιτητών νομικών κ.λπ. για την περιφρούρηση του δικαιώματος να διαδηλώνει ο λαός.
Το εργατικό κίνημα να ξαναβρεί το δρόμο της ιστορικής αποστολής του
Από την εποχή που ο Ένγκελς γράφει το βιβλίο Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία μέχρι τις πρώτες εργατικές ενώσεις, κλιμακώνονται οι πρώτοι εργατικοί αγώνες (συχνά αιματηροί) που διευρύνουν τις εργατικές κατακτήσεις. Οι πρώτες μεγάλες συγκρούσεις διαμορφώνουν μια ριζοσπαστική και συγκρουσιακή αντίληψη απέναντι στο κεφάλαιο και στους πολικούς του εκπρόσωπους, ενώ οι εργαζόμενοι έρχονται σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες. Μέσα από αυτήν τη διαπάλη ιδρύονται τα πρώτα εργατικά σοσιαλιστικά κόμματα.
Στον απόηχο της Οκτωβριανής Επανάστασης έγινε δυνατόν το συνδικαλιστικό κίνημα να έχει σημαντικές κατακτήσεις. Το 8ωρο, η καθιέρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η εξάπλωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και ιδιαίτερα η ασφάλιση κατά της ανεργίας κ.λπ., είναι κατακτήσεις αυτής της περιόδου. Εκφράστηκαν και στην Ελλάδα, ίσως λίγο καθυστερημένα. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κατακτήσεων ήταν αποτέλεσμα σκληρών ταξικών συγκρούσεων από το επαναστατικό ρεύμα του εργατικού κινήματος. Του ρεύματος που διεκδικούσε μαζί με τη βελτίωση των άμεσων συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης και την ανατροπή του καπιταλισμού. Όλα αυτά αλλάζουν με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929. Η συρρίκνωση της παραγωγής, η πτώση των μισθών και η μαζική ανεργία οξύνουν τις ταξικές αντιθέσεις. Δημιουργούνται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες συνθήκες επαναστατικής κατάστασης και κίνδυνοι ανατροπής των αστικών καθεστώτων.
Η αντιμετώπιση της κρίσης με το Νιου Ντιλ και τις κεϊνσιανές πολιτικές στη διάρκεια του μεσοπολέμου, απαιτούσε τη θεσμοποίηση των συνδικάτων. Με το μοντέλο λοιπόν της κοινωνικής ενσωμάτωσης της μισθωτής εργασίας, που οικοδομήθηκε μεταπολεμικά με την τριμερή συνεργασία για τον έλεγχο των ταξικών συγκρούσεων, δημιουργούνται οι συνθήκες για την ηγεμονία του ρεφορμιστικού ρεύματος στο εργατικό κίνημα. Η παραίτηση από το αίτημα για υπέρβαση του καπιταλισμού και η μετατόπιση του προσανατολισμού του εργατικού κινήματος στην γραμμή των μεταρρυθμίσεων και των σταδιακών αλλαγών, που βελτίωναν τη θέση του εργαζομένου εντός του συστήματος της μισθωτής εργασίας, ήταν η προϋπόθεση που άνοιξε το δρόμο για τη θεσμοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων και τη συμμετοχή τους ως «ισότιμων» κοινωνικών εταίρων, σε μορφές τριμερούς συνεργασίας κράτους, κεφαλαίου και εργασίας.
Στη δεκαετία του ’80 η στρατηγική που διαδέχτηκε την κεϊνσιανή - σοσιαλδημοκρατική διαχείριση (ριγκανοθατσερισμός, νεοφιλελευθερισμός, Νέα Οικονομία κ.λπ.) αλλάζει το τοπίο. Η εργατική τάξη αντιμετωπίστηκε με εξαιρετικά επιθετικό τρόπο. Κοινωνικά δικαιώματα –σταθερός μισθός, ωράρια εργασίας, ορισμένοι περιορισμοί στις απολύσεις, κοινωνικές παροχές ανακούφισης - περιορισμού της ανεργίας, ένα μέσο ως χαμηλό επίπεδο παροχών υγείας, παιδείας και σύνταξης, σωματεία και συλλογικές συμβάσεις κ.λπ.– είναι πλέον βαρίδια για το σύστημα. Επομένως, αυτή η εργατική τάξη, όπως ζει και δουλεύει, δεν χωρά πλέον στον καπιταλισμό της νέας εποχής, που επιζητά την καταστροφή και αναδιάρθρωση των μέχρι τώρα εργασιακών σχέσεων. Η κρίση κάνει ακόμα πιο επιθετική αυτή την τάση, δημιουργώντας συνθήκες πλήρους εξαθλίωσης για μεγάλα κομμάτια εργαζομένων (τρία εκατομμύρια κάτω από το όριο της φτώχειας κ.λπ.).
Με βάση την παραπάνω ζοφερή κατάσταση, σε ποια βάση θα γίνει η ανασυγκρότηση του ταξικού εργατικού κινήματος που θα ανατρέψει τους συσχετισμούς, που θα δημιουργήσει τη βάση για νέα αναδιάταξη των δυνάμεών του; Χρειαζόμαστε ένα εργατικό κίνημα ταξικό, αγωνιστικό, ανεξάρτητο, ενωτικό και νικηφόρο, που να υψώσει αποτελεσματική αντίσταση στην επίθεση του κεφαλαίου. Που θα προβάλει ξανά τα απελευθερωτικά οράματα της εργατικής τάξης, συνδεδεμένα με την ταξική πάλη του σήμερα, με αναβαθμισμένο τον πολιτικό του ρόλο, ένα κίνημα που δεν θα παραμένει στα πλαίσια των «αγώνων του κλάδου μας» ή του να «σώσουμε ό,τι σώζεται». Η εργατική τάξη δεν διαμορφώνει ταξική συνείδηση και πολύ περισσότερο, δεν ανυψώνεται σε επαναστατική τάξη όσο μένει εγκλωβισμένη στα στενά συντεχνιακά όρια των «δικών της», «καθαρά εργατικών» στόχων.
Αυτό σημαίνει πως το εργατικό κίνημα θα πρέπει να συνδεθεί και να εκφράσει τα γενικότερα λαϊκά αιτήματα και να τα σφραγίσει με το δικό του ταξικό, αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο και κατεύθυνση. Η μάχη ενάντια στα «χαράτσια» και ο τρόπος που την ενσωμάτωσαν τα σωματεία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η εργατική τάξη παίζει τον πολιτικό της ρόλο μόνο στο βαθμό που γίνεται τάξη για όλο το λαό, με την έννοια ότι οι οργανώσεις της παίρνουν θέση, προβάλλουν λύσεις, αγωνίζονται για ανατροπές στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Πολιτικός αγώνας του εργατικού κινήματος δεν σημαίνει μόνο «πολιτικοποίηση των οικονομικών αγώνων των εργατών», αυτό είναι απλώς μαχητικός ρεφορμισμός ή αναρχοσυνδικαλισμός.
Μέσα σε αυτές τις απαγορευτικές συνθήκες για εργατικές διεκδικήσεις, χρειάζεται να προβληθεί από το ταξικό εργατικό κίνημα ένα πλαίσιο στόχων –πέρα φυσικά από τους κυρίαρχους στόχους για την ανατροπή της κυβέρνησης, για έξοδο από ΕΕ - ευρώ, για διαγραφή του χρέους κ.λπ.– όπως: 35ωρο, κατώτερο εγγυημένο εισόδημα, αύξηση των εργοδοτικών εισφορών για το Aσφαλιστικό, απαγόρευση απολύσεων, εθνικοποίηση στρατηγικών τομέων, αυτοδιαχείριση επιχειρήσεων που κλείνουν, περιορισμός της τοκογλυφίας των τραπεζών, φορολόγηση των χρηματιστηριακών κερδών και των κερδοσκοπικών ροών κεφαλαίων, δέσμευση των κινητών ή ακίνητων περιουσιακών στοιχείων (προσωπικών ή άλλων εταιρειών) του ιδιοκτήτη της εταιρείας που πτωχεύει για να καλυφθούν οι αποζημιώσεις και τα επιδόματα ανεργίας των απολυμένων. Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να συμβάλει στη δημιουργία του ενιαίου εργατικού μετώπου, που θα είναι πεδίο για την οικοδόμηση ενός εργατικού - λαϊκού αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής της επίθεσης, που θα στηρίζεται στην ταξική ενότητα των εργαζομένων, στην κοινωνική συμμαχία τους με τα άλλα λαϊκά στρώματα, στη σύγκλιση όλων των αντιστάσεων αλλά και στην κοινή δράση της Αριστεράς, που θα ανοίγει το δρόμο για την αντικαπιταλιστική ανατροπή.
Η ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος είναι όρος και προϋπόθεση για να προχωρήσουν τα παραπάνω. Η έτσι και αλλιώς ξεπερασμένη δομή του συνδικαλιστικού κινήματος με τους γνωστούς διαχωρισμούς των εργαζομένων σε δημόσιους και ιδιωτικούς, τον απίστευτο κατακερματισμό κλάδων, σωματείων κ.λπ., κατανοείται πλέον από τους εργαζόμενους, μέσα από την πείρα τους, ότι είναι παντελώς άχρηστη και αναποτελεσματική. Οι συντονισμοί πρωτοβάθμιων σωματείων που επιχειρούνται είτε σε κλαδικό, είτε σε γεωγραφικό επίπεδο, παρά τις δυσκολίες και τα προβλήματα που έχουν, είναι η βάση που πρέπει να πατήσουμε για να ανατρέψουμε συσχετισμούς και να δώσουμε περιεχόμενο σε ένα πολιτικό εργατικό κίνημα που θα μπορεί να νικήσει.