Σε “πολιτική εξέγερση” κάλεσε τους Γάλους ψηφοφόρους με το
ξεκίνημα της προεκλογικής του καμπάνιας ο υποψήφιος του Μετώπου της Αριστεράς
στις γαλλικές προεδρικές εκλογές Ζαν Λικ Μελανσόν και η εξέλιξη της
προεκλογικής περιόδου δείχνει να του κλείνει το μάτι. Έστω κι αν το προεκλογικό
λεξιλόγιο ενέχει πάντα στοιχεία υπερβολής, είναι πλέον εμφανές πως η Γαλλία ζει
μία από τις πολιτικά πιο έντονες εκλογικές αναμετρήσεις.
Η οικονομική και
κοινωνική κατάσταση στη χώρα μετέτρεψαν μια αρχικά προβλέψιμη και ίσως
αναμενόμενη εκλογική μάχη μεταξύ δύο υποψηφίων, του Νικολά Σαρκοζί της Ένωσης
για το Λαϊκό Κίνημα και του Φρανσουά Ολάντ των Σοσιαλιστών, σε έναν
εξελισσόμενο πολιτικό διάλογο στον οποίο συμμετέχουν ενεργά και με ένταση τόσο
μεγάλο μέρος της γαλλικής κοινωνίας όσο και σχεδόν όλοι οι πολιτικοί χώροι.
Επιπλέον εν μέσω της οικονομικής κρίσης που συνεχίζει να εξελίσσεται στις χώρες
τις Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι γαλλικές προεδρικές εκλογές βρίσκονται στο επίκεντρο
του ενδιαφέροντος των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων αλλά και τον “αγορών” μιας και η
ατζέντα της προεκλογικής περιόδου που χαρακτηρίζεται από ανατροπές, αναμένεται
να καθορίσει τόσο το εκλογικό αποτέλεσμα όσο και τις πολιτικές επιλογές και
κατευθύνσεις του δεύτερου μεγάλου παίχτη της ΕΕ.
Δέκα είναι οι υποψήφιοι που διεκδικούν την προεδρεία της
Γαλλίας, στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές που θα πραγματοποιηθούν στις 22
Απριλίου. Με βάση τις δημοσκοπήσεις που δεν δίνουν την απόλυτη πλειοψηφία σε
κανέναν τους από τον πρώτο γύρο, οι εκλογές αναμένεται να ολοκληρωθούν με την
πραγματοποίηση του δεύτερου γύρου στις 7 Μαΐου. Πέρα από τον νυν πρόεδρο Σαρκοζί
που εξελέγη το 2007 στον δεύτερο γύρο των εκλογών με 53% και τον επικεφαλής του
Σοσιαλιστικού Κόμματος Φρανσουά Ολάντ, βουλευτή και δήμαρχο της πόλης Κορέζ
στην κεντρική Γαλλία το αξίωμα του προέδρου διεκδικούν ο κεντρώος Φρανσουά
Μπαϊρού που συμμετέχει για τρίτη φορά σε εκλογική αναμέτρηση και είχε
συγκεντρώσει 18% των ψήφων στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2007. Το
ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο εκπροσωπείται με την Μαρίν Λεπέν.
Η έκπληξη των εκλογών είναι αδιαμφισβήτητα ο Ζαν Λυκ
Μελανσόν, ευρωβουλευτής και υποψήφιος του Μετώπου της Αριστεράς που σημειώνει
σταθερά δημοσκοπική άνοδο τους τελευταίους μήνες. Υποψήφια των Οικολόγων είναι
η ευρωβουλευτής Εύα Ζολί. Το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα επέλεξε ως υποψήφιό
τους τον Φιλίπ Πουτού και η Εργατική Πάλη τη Ναταλί Αρτό. Το παζλ των
υποψηφιοτήτων συμπληρώνει ο ηγέτης της εθνικιστικής δεξιάς Νικολά Ντιπόν Ενιάν,
με αναφορές στον γκολισμό και ο Ζακ Σεμινάντ που πρόσκειται στον αμερικανό
πολιτειολόγο Λίντον Λα Ρους και δηλώνει υπέρμαχος των “ολιγαρχιών”.
Η Ναταλί Αρτό της Εργατικής Πάλης
Έχοντας πλέον μπει στην τελική ευθεία της εκλογικής
αναμέτρησης ακόμα και οι λέξεις των υποψηφίων δείχνουν άλλωστε τις προθέσεις
τους. Στα προεκλογικά τηλεοπτικά διαφημιστικά σποτ που έκαναν πρεμιέρα την
εβδομάδα που πέρασε είναι εμφανές πως το κοινωνικό ζήτημα θα κρίνει τα
αποτελέσματα. Εξού και ο Νικολά Σαρκοζί δηλώνει στους γάλλους ψηφοφόρους πως
“τους έχει ανάγκη” για μια ισχυρή Γαλλία και ο Φρανσουά Ολάντ κάνει σημαία του
την ισότητα και προτάσσει λέξεις όπως η δικαιοσύνη, η ελπίδα και η αλλαγή. Όμως
οι λέξεις δεν είναι αρκετές για να καλύψουν θέσεις και προθέσεις που έχουν
δοκιμαστεί στο παρελθόν.
Το πανταχού παρόν φάντασμα της οικονομικής κρίσης είναι ίσως
ο πιο ισχυρός διαμορφωτής τόσο της γαλλικής κοινής γνώμης όσο και της
προεκλογικής ατζέντας των υποψηφίων στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές. Δεν
είναι επομένως καθόλου τυχαίο που με την δημοσιοποίηση του μανιφέστου της
προεκλογικής του καμπάνιας, με τη μορφή επιστολής προς τους γάλλους ψηφοφόρους,
ο Νικολά Σαρκοζί προειδοποίησε ότι σε περίπτωση μη εκλογής του η Γαλλία
κινδυνεύει να είναι η επόμενη Ελλάδα και να βρεθεί αντιμέτωπη με οικονομική
κατάρρευση. Δεν θα μπορούσε όμως να είναι διαφορετικά, μιας και η χώρα διανύει
μία πρωτόγνωρη προεκλογική περίοδο που δεν σημαδεύεται μόνο από τις τηλεοπτικές
αναμετρήσεις των υποψηφίων, αλλά και από απεργιακές κινητοποιήσεις όπως αυτές
των εργαζομένων στη χαλυβουργία Αρσελόρ Μιτάλ για την υπεράσπιση θέσεων
εργασίας.
Παρά τις προσπάθειες του Νικολά Σαρκοζι να χειραγωγήσει την
εκλογική συζήτηση στρέφοντάς τη στο ζήτημα της ασφάλειας, χρησιμοποιώντας
ειδικότερα το περιστατικό των δολοφονιών στην Τουλούζη σαν αφορμή ώστε να
καταφέρει να τραβήξει και ψηφοφόρους της Μαρίν Λεπέν που δεν δίστασε να
εξαπολύσει ρατσιστικές ισλαμόφοβες κορώνες, η οικονομική κρίση και οι
κοινωνικές της επιπτώσεις βρίσκονται σταθερά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος
των ψηφοφόρων. Η κοινωνική ανασφάλεια έχει αποτυπωθεί ακόμα και σε δημοσκοπικά
ευρήματα που έχουν δημοσιευτεί στον γαλλικό τύπο. Οι απαντήσεις σε δημοσκόπηση
που δημοσιεύτηκε στο οικονομικό περιοδικό Λες Εκό, και χρονικά συνέπεσε με το
περιστατικό στην Τουλούζη, στην ερώτηση “με τι οφείλουν να ασχοληθούν κατά
προτεραιότητα οι υποψήφιοι για την προεδρεία” το 52% των ερωτηθέντων απάντησε
με την εργασία, το 42% με την αγοραστική ικανότητα, το 27% με τη δημόσια υγεία
και μόνο το 24% με το χρέος και το έλλειμμα, το 23% με την ανασφάλεια και το
11% με τη μετανάστευση. Αυτό το κοινωνικό υπόβαθρο εξηγεί εν μέρει και την
εντυπωσιακή δημοσκοπική άνοδο του Ζαν Λυκ Μελανσόν. Στο μεταξύ η οικονομική
κρίση δεν κάνει διάλειμμα σεβόμενη την προεκλογική περίοδο. Παρά το γεγονός ότι
ο Νικολά Σαρκοζί ισχυρίζεται πως “διακρίνει μείωση στην αυξητική τάση της ανεργίας”
υπολογίζεται πως κάθε μέρα 1000 νέοι άνεργοι προστίθενται τόσο στους καταλόγους
του γαλλικού ΟΑΕΔ όσο και στους εκλογικούς καταλόγους.
Στο κενό έπεσε η προσπάθεια του Σαρκοζί να αλλάξει την
ατζέντα των εκλογών απομακρύνοντας τα κοινωνικά θέματα και ιεραρχώντας, στη
θέση τους, το μεταναστευτικό και την εγκληματικότητα.
Η παρούσα κατάσταση είναι αρκετή για να απειλεί την θέση του
Σαρκοζί στην προεδρία της χώρας, αλλά και οι επιδώσεις του στο παρελθόν δεν
αποτελούν εξαίρεση. Ο συντηρητικός πρόεδρος που κατά τη διάρκεια της θητείας
του έβλεπε τη δημοτικότητά του να μειώνεται έχει πλέον κατακτήσει τον
χαρακτηρισμό του “προέδρου των πλουσίων”. Κατά τη διάρκεια της προεδρικής του
θητείας έχει διαπιστωθεί η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων στη χώρα. Η Γαλλία
ήταν από τις ελάχιστες πλούσιες χώρες στον πλανήτη που δεν παρουσίαζε αύξηση
στο ποσοστό κοινωνικής ανισότητας από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι και
τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Αυτό άλλαξε επί προεδρίας Σαρκοζί. Επιπλέον η
θητεία του χαρακτηρίστηκε από την αντιδραστική μεταρρύθμιση του
συνταξιοδοτικού, με αύξηση των ορίων ηλικίας, που τον έφερε αντιμέτωπο με μια
σειρά μεγαλειωδών απεργιακών κινητοποιήσεων που τον έφεραν αντιμέτωπο με όλο το
φάσμα της γαλλικής κοινωνίας, από τους μαθητές μέχρι τους συνταξιούχους. Και σε
συνδυασμό με τις αποκαλύψεις οικονομικών σκανδάλων η εικόνα χειροτέρευσε.
Σαν απάντηση σε όλα αυτά ο Νικολά Σαρκοζί χρησιμοποιεί
ιδεολογήματα μιας ισχυρής Γαλλίας και δεν φαίνεται να μετακινείται βήμα από την
αντιδραστική του πολιτική. Επιμένοντας σε μια πολιτική λιτότητας και
εντάσσοντας το ζήτημα του χρέους στην προεκλογική συζήτηση δεν απαντά στο
ζήτημα της εργασίας και της δημοκρατίας παρά με υποσχέσεις για καταγραφή και
υποχρεωτική εργασία των μακροχρόνια ανέργων, μείωση της αποδοχής μεταναστών,
έξοδο της χώρας από τη συνθήκη Σένγκεν αν η Ευρώπη δεν εντατικοποιήσει την
προστασία των συνόρων της και προτάσεις δημοψηφισμάτων.
Με τον Σαρκοζί να εμμένει στην θρησκεία των αγορών οι πρώτες
δημοσκοπήσεις για τα αποτελέσματα των γαλλικών προεδρικών εκλογών έφεραν τον
υποψήφιο των Σοσιαλιστών Φρανσουά Ολάντ να κερδίζει με ευκολία και με διαφορά
την πρώτη θέση τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο γύρο. Ο Ολάντ βέβαια δεν
παρουσιάζει κάποια καινοτομία στις προτάσεις και τα χαρακτηριστικά τους
υπακούουν στο μοτίβο που θέλει τους σοσιαλιστές σε όλη την Ευρώπη να
υποτάσσονται σε νεοφιλελεύθερες πολιτικές και στην παντοδυναμία της αγοράς. Αν
και στην προσπάθειά του να πιάσει τον παλμό του κλίματος δυσαρέσκειας των
γάλλων πολιτών ντύνει την προεκλογική του καμπάνια με τη λέξη δικαιοσύνη, οι
προεκλογικές του εξαγγελίες περιστρέφονται γύρω από μέτρα που στοχεύουν στην
εξισορρόπηση του προϋπολογισμού, με λιτότητα μέχρι το 2017 ακόμα κι αν
συνδυάζεται με περισσότερη φορολογία. Όπως είναι αναμενόμενο από τον υποψήφιο
του κόμματος που ανέδειξε στελέχη όπως ο Ντομινίκ Στρως Καν του ΔΝΤ, οι
προτάσεις του δεν απειλούν τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα ούτε στα λόγια. Ο
Ολάντ έχει προτείνει μέτρα όπως η φορολόγηση κατά 75% στα εισοδήματα άνω του
ενός εκατομμυρίου ευρώ, η πρόσληψη 60.000 εκπαιδευτικών που όμως θα
πραγματοποιηθούν παράλληλα με απολύσεις από άλλους τομείς του δημοσίου, η
κατάργηση κάποιων σκανδαλωδών φοροαπαλλαγών που θέσπισε ο Σαρκοζί. Μαζί με
αυτά, βέβαια, υπογραμμίζει την προσήλωσή του στη δημοσιονομική πειθαρχία και
απλά χρωματίζει τι λιτότητα με άλλα χρώματα. Δεν είναι τυχαίο που περιγράφεται
από εφημερίδες της αριστεράς σαν “Ολαντρέου”, κάνοντας λογοπαίγνιο με το όνομα
του έλληνα πρώην πρωθυπουργού. Με δεδομένες τις συστημικές του θέσεις παρουσιάζει
πλέον μια οπισθοχώρηση στα δημοσκοπικά αποτελέσματα με τον Σαρκοζί να τον
πλησιάζει και να τον ξεπερνά σε κάποια από αυτά. Οι δημοσκοπήσεις τους φέρουν
πλέον να περιστρέφονται γύρω από το 29% με άλλες εταιρίες να δίνουν προβάδισμα
στον Ολάντ και άλλες στον Σαρκοζί.
Πριν την εντυπωσιακή ανατροπή των δημοσκοπικών αποτελεσμάτων
για την τρίτη θέση που έφερε ο Μελανσόν, η υποψήφια του ακροδεξιού Εθνικού
Μετώπου και νεότερη κόρη του Ζαν Μαρί Λεπέν, Μαρίν Λεπέν έδειχνε να παίζει
ρυθμιστικό ρόλο. Χρησιμοποιώντας όπως ήταν αναμενόμενη τη γλώσσα του φόβου,
θέτοντας την ασφάλεια και την αστυνόμευση στο επίκεντρο των εξαγγελιών της,
αναγκάστηκε γρήγορα να μετατοπιστεί προς το πεδίο της οικονομίας εμφανιζόμενη
όλο και περισσότερο ως υπερασπιστής της αγοραστικής δύναμης των γάλλων πολιτών.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι με στόχο να παραμείνει σε θέση ισχύος στο
προεκλογικό παιχνίδι κατέληξε σε ένα προεκλογικό διαφημιστικό σποτ που
αναφέρεται αποκλειστικά σε σειρά οικονομικών μέτρων, καλλιεργώντας το προφίλ της
μόνης πραγματικά ανεξάρτητης από συμφέροντα υποψήφιας. Μέχρι στιγμής όμως δεν
έχει καταφέρει να αναχαιτίσει τις συνεχείς πτωτικές τάσεις των δημοσκοπήσεων
που τη φέρνουν πλέον στην τέταρτη θέση με ποσοστό 13%.
Με την προεκλογική συζήτηση να σύρεται από την εντυπωσιακή
άνοδο του υποψηφίου του Μετώπου της Αριστεράς Ζαν Λικ Μελανσόν συνεχώς προς τα
αριστερά αναγκάζοντας τους δύο διεκδικητές της προεδρίας να μετατοπίζουν τα
θέματα της προεκλογικής τους καμπάνιας προς τις κοινωνικές ανάγκες η Ευρώπη
παρακολουθεί με αμείωτο ενδιαφέρον μια πολύ σημαντική εκλογική αναμέτρηση.
Είναι άλλωστε αναμενόμενο, το αποτέλεσμα να κρίνει και τις ισορροπίες στις
σχέσεις μεταξύ των δύο ισχυρότερων εταίρων της ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση η
γερμανική οικονομική και πολιτική ηγεμονία στην ευρωπαϊκή ένωση που δείχνει να
εδραιώνεται και λόγο της οικονομικής κρίσης προκαλεί ανησυχία στην γαλλική
αστική τάξη που στήριζε στον Σαρκοζί τις ελπίδες της να αποτελέσει τον κυρίαρχο
οικονομικό πόλο και μέσω συμμαχιών με τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία. Με το
σχέδιο να μην έχει προχωρήσει και τον Σαρκοζί να έχει στραφεί στην Άνγκελα
Μέρκελ, η συζήτηση για την ισορροπία του γαλλογερμανικού άξονα έχει επανέλθει
στο προσκήνιο. Δεν είναι τυχαίο ότι σε ανύποπτο χρόνο η γερμανίδα καγκελάριος
έχει δηλώσει τη στηριξή της στον Νικολά Σαρκοζί τη στιγμή που από την πλευρά
του ο Ολάντ κάνει επαφές με τους σοσιαλδημοκράτες.
Αυτή τη στιγμή φαίνεται πως η γαλλική αστική τάξη έχει
στρέψει το ενδιαφέρον της προς τον Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος κάνει λόγο μέχρι
και για αναθεώρηση του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού συμφώνου, αναμένοντας μέσω
αυτού να ισχυροποιήσει περαιτέρω τη θέση της και να αντιστρέψει την πρόσδεση
της Γαλλίας “στα φουστάνια της Μέρκελ” για την οποία οικονομικοί αναλυτές
κατηγορούν τον Σαρκοζί . Όμως οι “Ντάλτον της λιτότητας”, όπως έχει αποκαλέσει
ο Μελανσόν τους Σαρκοζί, Ολάντ και ΛεΠεν έτσι κι αλλιώς δεν έχουν καμία πρόθεση
ρήξης με το υπάρχον προς το συμφέρον των εργαζομένων.
Ρωμαλέο αλλά
αντιφατικό ρεύμα Μελανσόν
Η έκπληξη των γαλλικών προεδρικών εκλογών προήλθε
αναμφισβήτητα από τα αριστερά και με το σλόγκαν “Πάρτε την εξουσία”. Ο
υποψήφιος του Μετώπου της Αριστεράς, Ζαν Λικ Μελανσόν ξεκίνησε με ποσοστά του
να είναι κοντά στο 6% και κατέληξε στις τελευταίες δημοσκοπήσεις να αγγίζει το
15%. Σε τελευταία δημοσκόπηση μάλιστα έφτασε στο 15% (+2,5%) άφησε πίσω τη
Μαρίν Λεπέν με 13% (-2), τον Φρανσουά Μπαϊρού 10% (-2%) και τους (Οικολόγους)
1,5% (-1%) ανατρέποντας τις ισορροπίες και καθιστώντας το Μέτωπο της Αριστεράς
ουσιαστικό ρυθμιστή του πολιτικού σκηνικού.
Ο ίδιος ο Μελανσόν ακολούθησε μια μάλλον απρόβλεπτη πορεία.
Ενεργός ευρωβουλευτής του Μετώπου της Αριστεράς , ενός πολιτικού σχηματισμού
που προήλθε από τη συνεργασία του γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και του
Κόμματος της Αριστεράς, διάσπαση των σοσιαλιστών, και άλλων σχηματισμών της
γαλλικής αριστεράς, , έχει διατελέσει στο παρελθόν υπουργός της κυβέρνησης
Ζοσπέν τη διετία 2000-2002 και τώρα είναι υποψήφιος για την προεδρία της χώρας
με ένα πρόγραμμα και μια ρητορική που έχει καταφέρει να δημιουργήσει ρεύμα στην
κοινωνία και να εξαναγκάσει τόσο τον Ολάντ όσο και τον Σαρκοζί να πάρουν θέση
στη δική του ατζέντα..
Το ρεύμα Μελανσόν έκανε δυναμικά την εμφάνισή του στην
επίσημη έναρξη της προεκλογικής του καμπάνιας όταν ο ίδιος σε μια κίνηση γεμάτη
συμβολισμούς πραγματοποίησε συγκέντρωση την 18 Μάρτη, επέτειο της Παρισινής
Κομούνας, στην πλατεία της Βαστίλης στο Παρίσι συγκεντρώνοντας 120.000
υποστηρικτές του που έφτασαν εκεί με πορείες από διάφορα σημεία της πόλης.
Εκεί, σε μια συνοπτική ομιλία παρουσίασε μια σειρά προτάσεων τις οποίες
αναπτύσσει έκτοτε σε μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις που πραγματοποιεί σε
όλη τη χώρα. Ενδεικτικά εβδομήντα χιλιάδες συγκεντρώθηκαν να τον ακούσουν στην
Τουλούζη, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την αποκάλυψη του περιστατικού των φόνων
που άνοιξε για άλλη μια φορά τη συζήτηση περί ασφάλειας και μεταναστευτικού
στην προεκλογική καμπάνια. Ο αριθμός των συγκεντρωμένων είναι ακόμα πιο
εντυπωσιακός αν σκεφτεί κανείς ότι ο Μελανσόν αρνήθηκε εξ αρχής τόσο να
εκμεταλλευτεί πολιτικά τις δολοφονίες δηλώνοντάς το ξεκάθαρα, ενώ επιτέθηκε και
στον Σαρκοζί και την Λεπέν για υιοθέτηση ρατσισμού και ξενοφοβίας.
Οι προτάσεις του Μελανσόν κινούνται μέσα στα πλαίσια μια
προωθημένης σοσιαλδημοκρατίας αλλά βασίζονται στην σωστή εκτίμηση των κοινωνικών
αναγκών που προκύπτουν από την οικονομική κρίση, ενώ διευρύνονται και σε
περισσότερα επίπεδα πολιτικής παρέμβασης. Έτσι στο πρόγραμμά του περιλαμβάνεται
αύξηση των συντάξεων, αύξηση του κατώτατου μισθού στα 1700 ευρώ από περίπου
1000 που είναι σήμερα, η μονιμοποίηση 800.000 συμβασιούχων ορισμένου χρόνου
στον δημόσιο τομέα, την επιβολή ανώτατου ορίου ετήσιου εισοδήματος που δεν θα
ξεπερνά τα 340.000 ευρώ και 100% φορολόγηση των εισοδημάτων από το όριο και
πάνω.
Στη συζήτηση εντάσσεται η προκήρυξη δημοψηφίσματος για τη
συνέχιση ή όχι της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας, η αποχώρηση της Γαλλίας από
το ΝΑΤΟ και η απόσυρση των στρατευμάτων της από το Αφγανιστάν, η σύναψη
συμμαχιών με αντίστοιχη κατεύθυνση στην Ευρωπαϊκή Ένωση κ.α. Ταυτόχρονα ο
Μελανσόν θέτει και το ζήτημα της εξέλιξης της 5ης γαλλικής δημοκρατίας σε 6η,
μέσα από την δημιουργία συντακτικής εθνοσυνέλευσης.
Την μεγάλη ανταπόκριση που κάνει το Μέτωπο της Αριστεράς να
εμφανίζεται ρυθμιστής του προεκλογικού διαλόγου αυξάνει καθημερινά η στήριξη
που βρίσκει είτε από σωματεία, όπως η CGT είτε ακόμα και από προέδρους χωρών,
όπως του Ισημερινού αλλά και εμμέσως ακόμα πιο απρόσμενα και από την Σεγκολέν
Ρουαγιάλ.
Αυτό κάνει ακόμα πιο επιτακτικό το ερώτημα των κινήσεων της
επόμενης μέρας, όπου όμως οι απαντήσεις δεν είναι ξεκάθαρες. Τόσο ο Μελανσόν
όσο και ο γραμματέας του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος Πιέρ Λοράν ξεκαθαρίζουν
ότι στόχος είναι να αγγίξουν την υψηλότερη δυνατή εκλογική δύναμη αλλά δεν
αρνούνται πως αν δεν συμμετέχουν στον δεύτερο γύρο των εκλογών θα προτείνουν
στους ψηφοφόρους τους να στηρίξουν τον όποιο υποψήφιο της αριστεράς συμμετέχει.
Ειδικά ο Πιέρ Λοράν στο ερώτημα αν το Αριστερό Μέτωπο θα συζητούσε τη συμμετοχή
του σε κυβέρνηση σοσιαλιστών δήλωσε πως αυτό “είναι ένα ερώτημα που θα
απαντηθεί την επομένη των εκλογών” επισημαίνοντας πως μέχρι στιγμής δεν
διαφαίνεται η προοπτική συνεργασίας.
Απρόσμενη στήριξη ήρθε προς την υποψηφιότητα Μελανσόν από
μια ομάδα μελών του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος , ανάμεσά τους και η πρώην
εκπρόσωπος τύπου του NΑΚ, Μυριάμ Μαρτέν, ο Πιερ Φρανσουά Γκρόντ, δεξί χέρι του
Ολιβιέ Μπεζανσενό και η Ελέν Αντάμ, ιστορικό στέλεχος της LCR, που έκριναν ότι
με την επιλογή ως υποψηφίου του Φιλίπ Πουτού το ΝΑΚ οδηγείται σε μια πολιτική
απομόνωσης. Ο Φιλίπ Πουτού, συνδικαλιστής εργάτης αυτοκινητοβιομηχανίας που
πρωτοστάτησε σε έναν νικηφόρο αγώνα ενάντια σε απολύσεις, αν και ως υποψήφιος
αποτελεί ισχυρό συμβολισμό και διατήρησε έναν σταθερό αντικαπιταλιστικό λόγο,
δεν κατάφερε να συγκρατήσει το ρεύμα ψηφοφόρων αλλά και μελών του ΝΑΚ που
φαίνεται πως δεν μπορεί να ξεπεράσει τις αντιφάσεις του.