Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Χρυσή Αυγή: Συγκοινωνούν δοχείο με τα αστικά κόμματα



Η Χρυσή  Αυγή αυξάνει την επιρροή της, κερδίζει την ανοχή και «νομιμοποίηση» από ένα όχι ευκαταφρόνητο τμήμα πολιτών, που δεν ανήκει πολιτικά σε αυτήν, αλλά επηρεάζεται. Ταυτόχρονα, κλιμακώνει τους τραμπουκισμούς της και δημιουργεί κλίμα τρομοκρατίας με τα επελαύνοντα τάγματα εφόδου. Αυτά τα φαινόμενα πρέπει να μας ανησυχήσουν και να μας προβληματίσουν σοβαρά για τον χαρακτήρα και την αντιμετώπιση αυτού του καπιταλιστικού εξαμβλώματος.



του Δημήτρη Γρηγορόπουλου




Ασφαλώς, πρέπει να χρησιμοποιούμε έννοιες - κλειδιά για την ερμηνεία αυτού του φαινομένου. Δεν πρέπει όμως να αρκεστούμε σε αυτές, αλλά να αναζητήσουμε τις ιδιαιτερότητες του νεοναζισμού, και της ακροδεξιάς γενικότερα, στην εποχή της σύγχρονης κρίσης και ιδιαίτερα στη χώρα μας.
Βεβαίως, ισχύει και στη σοβούσα κρίση η αιτιώδης σχέση της με το φασιστικό φαινόμενο. Ο νεοναζισμός, ανεξάρτητα από το τι πιστεύει ο κάθε ανεγκέφαλος χρυσσαυγίτης, σε τελευταία ανάλυση είναι μια ριζοσπαστική αστική απάντηση στην κρίση με στόχο την ενσωμάτωση ριζοσπαστικοποιούμενων στρωμάτων στην αστική πολιτική (έστω στη φασιστική της διάσταση) για την αποτροπή μιας «ανεξέλεγκτης» ενίσχυσης του εργατικού λαϊκού κινήματος και της Αριστεράς και για την υπεράσπιση του συστήματος ακόμη και με αντιδημοκρατική εκτροπή. Ιδεολογικοί πυλώνες του φασισμού είναι η εχθρότητα κατά του αστικού πολιτικού συστήματος, για να εισπράττει πολιτική επιρροή από τη χρεωκοπία της αστικής πολιτικής, ο εθνικισμός (προστασία της «καθαρότητας» του αίματος) και ο ρατσισμός, φυλετικός (στο στόχαστρο ιδίως έγχρωμοι και μουσουλμάνοι), και δευτερευόντως κοινωνικός (ομοφυλόφιλοι, πόρνες, επαίτες κ.ά.) και ο αντικομμουνισμός, αφού τη ριζοσπαστική Αριστερά τρέμει το σύστημα. Γι’ αυτό, η ιθύνουσα τάξη και οι πολιτικές δυνάμεις της, παρά τη σχετική αντίθεσή τους με το φασισμό, τον ενισχύουν ποικιλότροπα και αποτελούν, όχι υποχρεωτικά με συνεννόηση, συγκοινωνούντα δοχεία με αυτόν. Χαρακτηριστικό δείγμα η αλληλεξάρτηση και αλληλοτροφοδοσία της κρατικής και της φασιστικής βίας κατά των μεταναστών, η μεγαλοποίηση και στοχοποίηση κι από τις δυο μεριές του παρεμπορίου των μεταναστών, όχι όμως και της καπιταλιστικής πηγής και αποληξής του.

Πάντως, η Χρυσή Αυγή, πέρα από τα βασικά γνωρίσματα ενός φασιστικού κόμματος, παρουσιάζει σημαντικές ιδιαιτερότητες, που πρέπει κανείς να τις λάβει υπόψη στην ανάλυση και την αντιμετώπισή της.

Πρώτο: Εμφανίζεται ως ριζοσπαστικό, αντισυστημικό κόμμα και τάσσεται εναντίον του Μνημονίου. Αν και από τη ρητορική της απουσιάζει παντελώς η οποιαδήποτε αιχμή κατά του καπιταλισμού (με εξαίρεση, θυμική όμως, τους τοκογλύφους, τραπεζίτες) φιλοτεχνεί με αρκετή επιτυχία την εικόνα μιας ανανεωτικής, μη φθαρμένης και φιλολαϊκής πολιτικής δύναμης, που υπερασπίζει –υποτίθεται– το λαό από την εφαρμοζόμενη πολιτική.

Βέβαια, για τη συγκάλυψη του σκληρού πυρήνα της καπιταλιστικής - ναζιστικής ιδεολογίας της Χρυσής Αυγής ευθύνη φέρουν και τα αστικά ΜΜΕ, το σχολείο, τα αστικά κόμματα βέβαια, αλλά σ’ ένα βαθμό και η Αριστερά, γιατί δεν αποκαλύπτουν, όσο και όπως πρέπει, το θηριώδες ερπετό που κρύβεται στο κέλυφος μιας ψευδώνυμης φιλολαϊκότητας.

Δεύτερο και κυριότερο: Το δυνατό σημείο της Χρυσής Αυγής δεν είναι απλώς ότι «υπερασπίζει» μια φιλολαϊκή πολιτική, αλλά το ότι με τις επεμβάσεις της (βίαιες κατά κανόνα) δημιουργεί την εντύπωση ότι δίνει λύσεις σε προβλήματα που απασχολούν την καθημερινότητα του πολίτη (ασφάλεια, εγκληματικότητα, μεταναστευτικό, παρεμπόριο, συσσίτια και προσφορά αίματος σε Έλληνες μόνο!). Τα προβλήματα αυτά (και γενικά τα λαϊκά προβλήματα) οξύνονται οδυνηρά από την κρίση, αλλά και από την ανικανότητα και απροθυμία των αστικών κυβερνήσεσων να τα αντιμετωπίσουν (εξάλλου, αυτές και τα αφεντικά τους τα δημιουργούν). Στο κενό της αστικής πολιτικής διεισδύει η Χρυσή Αυγή, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση του «λαϊκού ήρωα» που δήθεν συγκρούεται με την αβελτηρία του συστήματος. Αν εδραιωθεί στο λαϊκό ασυνείδητο αυτή η εντύπωση, η «νομιμοποίηση» της Χρυσής Αυγής θα προσλάβει επικίνδυνες διαστάσεις. Σ’ ένα τέτοιο κλίμα εντάσσεται η επικρότηση των επιθέσεων της Χρυσής Αυγής από το συνδικαλιστικό όργανο των μικροπωλητών. Όμως ο κάθε πολίτης μπορεί από την πείρα του να καταλάβει ότι τα προβλήματά του δεν τα δημιουργεί ο μετανάστης αλλά η πολιτική των μνημονίων και της κρίσης και ότι δεν τα λύνει η ψευτοπαλικαριά του Κασιδιάρη και του Καιάδα, αλλά η δική του αντίσταση στην πολιτική που τον εξαθλιώνει.
Τρίτο: Η Χρυσή Αυγή έχει μεγάλη πρόσβαση στους κατασταλτικούς μηχανισμούς, ιδιαίτερα στην αστυνομία. Αυτή η διαπλοκή έχει αποδειχτεί ουκ ολίγες φορές, με χαρακτηριστική έκφραση πρόσφατα τις ενθουσιώδεις επευφημίες των ένστολων στην άφιξη των εκπροσώπων της Χρυσής Αυγής στο Καλλιμάρμαρο, αλλά και τη θρασύτατη συμμετοχή του φρουρού του Μπαρμπαρούση στην επίθεση κατά των μεταναστών. Αυτή η επιρροή της Χρυσής Αυγής στους ένοπλους όχι μόνον εξασφαλίζει ένα ευρύ και φανατικό δυναμικό οπαδών και ψηφοφόρων, αλλά εμπνέει και ανησυχίες για το ρόλο αυτού του κυκλώματος στην αντιμετώπιση του κινήματος σήμερα και στο μέλλον.
Τέταρτο: Η Χρυσή Αυγή, αν εδραιωθεί ως τρίτη δημοσκοπικά δύναμη και αυξάνει την επιρροή της, ενδεχομένως θα κληθεί να συμμετάσχει ή να στηρίξει κυβερνητικό σχήμα με την επίκληση εθνικού κινδύνου και αποφυγής της ακυβερνησίας. Η συγκρατημένη στάση της ΝΔ απέναντι στη Χρυσή Αυγή (παρά τους κάποιους λεονταρισμούς του Δένδια) περισσότερο κατατείνει στο σωφρονισμό της Χρυσής Αυγής, ώστε να γίνει πιο προσαρμόσιμη στο σύστημα, παρά στην αποφασιστική αντιμετώπισή της. Όσο κι αν ένα τέτοιο σενάριο δεν φαίνεται πολύ πιθανό, δεν πρέπει να αποκλειστεί, με τη μια ή την άλλη μορφή, αφού προηγηθεί η απαραίτητη «λείανση» της Χρυσής Αυγής.

Εξάλλου, και στην πολιτισμένη Ευρώπη η συμμετοχή ακροδεξιών κομμάτων στις κυβερνήσεις αποτελεί πλέον σύνηθες φαινόμενο. Αλλά και στα καθ’ ημάς υπάρχει ήδη η εμπειρία της συμμετοχής του ακροδεξιού ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου.
Πέμπτο: Αποδείχτηκε ότι η ψήφος στη Χρυσή Αυγή δεν ήταν απλώς ψήφος διαμαρτυρίας. Ούτε μετά την εκλογική εκτόνωση η επιρροή της εξανεμίστηκε. Είχε κι έναν τέτοιο χαρακτήρα, αλλά εξέφραζε τις ανάγκες και προσδοκίες ορισμένων στρωμάτων (μικροεπιχειρηματίες, άνεργοι, νέοι) που είναι απογοητευμένοι από το σύστημα κι αναζητούν μια νέα, άφθαρτη, ριζοσπαστική –όχι όμως αριστερή– πολιτική έκφραση. Για το κοινωνικό υπόβαθρο της Χρυσής Αυγής πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη κι έναν ιστορικό παράγοντα, που συνήθως παραβλέπουμε. Η Χρυσή Αυγή (όπως και το ΛΑΟΣ) δεν εμφανίστηκαν σ’ ένα πολιτικό κενό σαν μετεωρίτες. Στην ελληνική κοινωνία είναι υπαρκτό ένα παραδοσιακό ακροδεξιό ρεύμα, που συνήθως ενσωματωνόταν στα συντηρητικά αστικά κόμματα. Από τη δικτατορία του παππού Πάγκαλου, τη φασιστική 4η Αυγούστου του Μεταξά, τους Κουίσλινγκ και τους γερμανοτσολιάδες της κατοχής, το μετεμφυλιακό αστυνομικό κράτος των εξοριών και εκτελέσεων, ως την απριλιανή επτάχρονη χούντα και τη χουντική εθνική παράταξη, που το 1977 ενσωματώθηκε στη ΝΔ. Για μια εικοσαετία περίπου η ακροδεξιά δεν έχει αυτόνομη πολιτική έκφραση. Το 2000 ιδρύεται το ΛΑΟΣ, που το κληρονομεί πολιτικά η Χρυσή Αυγή, σε ριζοσπαστική ακροδεξιά κατεύθυνση, όπως απαιτεί η οξεία κρίση του συστήματος. Έχει λοιπόν και από το παρόν και από το παρελθόν δεξαμενές στήριξης η Χρυσή Αυγή. Δυστυχώς, δεν αποτελεί εφήμερο πολιτικό μόρφωμα, αλλά εδραίο και ριζωμένο. Το κίνημα πρέπει να αντιπαρατεθεί αποφασιστικά στη Χρυσή Αυγή, όχι παρορμητικά αλλά εκτιμώντας ψύχραιμα τα κλασικά και ιδιότυπα χαρακτηριστικά της.
Πρώτο: Η ανάπτυξη του αντικαπιταλιστικού αγώνα, η ασυμβίβαστη υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, η πάλη για τα προβλήματα που καταδυναστεύουν το λαό, χωρίς εξαιρέσεις (ανεργία, πείνα, φόροι, δικαιώματα αλλά και ασφάλεια, εγκληματικότητα, μεταναστευτικό κ.ά.) με την ένταση, τη συνέπεια και την αποτελεσματικότητά της θα αποδεικνύει στις μάζες ότι ο αγώνας κατά του συστήματος είναι μονόδρομος για τη λύση των προβλημάτων τους. Και ασφαλώς ότι δεν θα σωθούν οι συντάξεις των γερόντων από την υπό τη συνοδεία χρυσαυγιτών είσπραξή τους (αν θα υπάρχουν). Ούτε θα μειωθεί η ανεργία από το ξυλοφόρτωμα των μεταναστών. Η Χρυσή Αυγή δεν προσφέρει λύσεις, αλλά αποτελεί ανάχωμα γι’ αυτές, στρέφοντας (όσο μπορεί) τη λαϊκή οργή κατά ταλαίπωρων αποδιοπομπαίων τράγων κι αφήνοντας στο απυρόβλητο τον καπιταλισμό και την κρίση του, που ματώνει τον ελληνικό λαό.

Δεύτερο: Εκτός από το γενικό πλαίσιο του αντικαπιταλιστικού αγώνα, που θα τεκμηριώνει τη δημοκοπία και αντιδραστικότητα της Χρυσής Αυγής χρειάζεται και στοχευμένη αντιπαράθεση και ανασκευή των εντυπώσεων που χαλκεύει με την «προνοιακή» πολιτική της. Η βία κατά των μεταναστών δεν είναι πανάκεια. Δημιουργεί εντυπώσεις αλλά κανένα πρόβλημα δεν λύνει. Ούτε την εγκληματικότητα περιορίζει, ούτε τη σύνταξη και το μισθό αυξάνει, ούτε τα εργασιακά δικαιώματα υπερασπίζει, ούτε την ανεργία περιστέλλει, ούτε πελάτες εξασφαλίζει για τον μικροπωλητή και τον μικρομαγαζάτορα. Και να υποθέσουμε ότι εν μια νυκτί οι μετανάστες απομακρύνονταν από τη χώρα, θα γλιτώναμε από τα προβλήματα που μας ταλανίζουν; Αυτό δεν το υποστηρίζουν ούτε οι αστοί πολιτικοί. Όσο συνεχίζεται η κρίση και η ύφεση, τα βάσανα του λαού δεν θα έχουν τελειωμό. Έπειτα, η βία και η αυτοδικία (ακόμη κι αν κάποιος τη θεωρεί δικαιολογημένη) δημιουργεί πολύ περισσότερα προβλήματα από αυτά που «λύνει». Καθιερώνεται το δίκαιο της πυγμής. Με όποιον δεν συμφωνώ, τον εξοντώνω. Με αυτή τη λογική η ναζιστική Γερμανία (ίνδαλμα της Χρυσής Αυγής) έκαψε στα κρεματόρια εκατομμύρια Εβραίους, Σλάβους, κομμουνιστές, ομοφυλόφιλους, ανάπηρους) επειδή τους θεωρούσε κατώτερα όντα, που δεν μπορούν να συμβιώνουν με την ανώτερη φυλή των Αρείων. Σε μιαν τέτοια κοινωνία απόλυτης αυθαιρεσίας και απύθμενου μίσους για το διαφορετικό, κανείς δεν ξέρει πότε και γιατί θα έρθει η σειρά του...

Τρίτο: Η πλειοψηφία των πολιτών νιώθουν μουδιασμένοι, ανήσυχοι από την κλιμακούμενη βία της Χρυσής Αυγής. Από την αστική τάξη και τους πολιτικούς της δεν έχουν τίποτε να περιμένουν. Την απάντηση θα τη δώσει το κίνημα. Όχι όμως με μικροσυμπλοκές, που και αναποτελεσματικές θα είναι και θα δίνουν λαβή για κινδυνολογία του «πολέμου των δύο άκρων», αλλά με τη συγκρότηση ενός ρωμαλέου αντιφασιστικού δημοκρατικού κινήματος με αντικαπιταλιστική αιχμή.