Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Η μεγάλη αυταπάτη της εξόδου από την ευρωζώνη

Μια απάντηση στον Λεωνίδα Βατικιώτη

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΛΩΝΙΑΤΗΣ


Θέλω να ευχαριστήσω τον Λ. Βατικιώτη για την τιμή που μου έκανε να ασχοληθεί με τις σκέψεις που εξέφρασα στο άρθρο μου στην Αυγή της 17/5 με τίτλο «Το αδιέξοδο της εξόδου από το ευρώ» αφού έτσι μου προσφέρει μία ευκαιρία να εξηγήσω καλύτερα τις απόψεις μου. (Βλέπε εδώ το κείμενο μου  «Το αδιέξοδο... της εξόδου από το ευρώ» και εδώ το δικό του κείμενο   «Βαπτίζουν πρόοδο τη θύελλα του κεφαλαίου». 

 Δεν νομίζω, ωστόσο, ότι περιποιεί τιμή στον ίδιο ο τρόπος με τον οποίο χαρακτήρισε και μεταχειρίστηκε το κείμενό μου και εμένα προσωπικά. Γιατί ενώ ισχυρίζεται πως καταφεύγω σε «προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, ειρωνείες και παραποιήσεις των επιχειρημάτων υπέρ της εξόδου από το ευρώ», δεν μπαίνει στον κόπο να υποδείξει ούτε ένα σχετικό παράδειγμα από το γραπτό μου ως την ελάχιστη μαρτυρία.






Σε αντιδιαστολή, ο Λ. Βατικιώτης γίνεται ο ίδιος προσβλητικός προς εμένα όταν μιλάει για «λαθροχειρίες του αρθρογράφου της Αυγής» αναφερόμενος στο ότι χρέωσα το σύνθημα «έξω από την ΕΟΚ» στον Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ –όπως λέει ο ίδιος– το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» από την δεκαετία του ’70 ως σήμερα προέρχεται «από τα κάτω και αριστερά». Να διευκρινίσω αμέσως, λοιπόν, πως δεν ήταν στις προθέσεις μου να αποδώσω την πατρότητα του συνθήματος στον Α.Παπανδρέου αλλά να καταδείξω την οικειοποίηση ενός φαινομενικά επαναστατικού συνθήματος από μία σοσιαλδημοκρατική ηγεσία. Επίσης, αναφέρθηκα μόνο στη δεκαετία του ’70 όταν το σύνθημα πρωτίστως είχε πέσει από την αριστερή βάση του ΠΑΣΟΚ, που μετέπειτα διαγράφηκε στην πλειοψηφία της. Τέλος, εάν παρά ταύτα πλανώμαι σε κάτι, ο κ. Βατικιώτης μπορούσε κάλλιστα να το υποδείξει χωρίς να μου αποδώσει κακή πρόθεση. Ένα λάθος δεν ισοδυναμεί με «λαθροχειρία», πολύ περισσότερο με «λαθροχειρίες». Αυτού του είδους η αντιμετώπιση υποδηλώνει κακοπιστία και προκατάληψη.
Βεβαίως, ο Λ. Βατικιώτης ενοχλήθηκε επειδή στην κριτική που ασκώ στους αριστερούς υποστηρικτές της εξόδου από το ευρώ, ισχυρίζομαι πως:
Πρώτο, προσομοιάζουν στους Λουδίτες των αρχών του 19ου αιώνα (τότε κατέστρεφαν τις μηχανές, ενώ τώρα στρέφονται κατά του ευρώ ως νομισματικού εργαλείου).
Δεύτερο, διέπονται από μία οικονομιστική θεώρηση της κοινωνικής αλλαγής στην Ελλάδα (παύση πληρωμών - έξοδος από ευρώ - κρατικοποιήσεις τραπεζών - υποτίμηση δραχμής - έλεγχοι κεφαλαίων και εμπορίου κ.λπ.) χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τις επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων αυτών στο ελληνικό σε σχέση με το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα, το επίπεδο ταξικής συνείδησης, τους πολιτικούς συσχετισμούς των δυνάμεων, τον κεντρικό ρόλο του αστικού κράτους στις προτεινόμενες οικονομικές αλλαγές και, κυρίως, τη σοσιαλιστική προοπτική (βλ. αδυναμία οικοδόμησης σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα).
Τρίτο, χρησιμοποιούν το τριτοκοσμικό θεωρητικό αναλυτικό σχήμα «κέντρου-περιφέρειας» μεταφέροντας το μηχανικά στην ευρωζώνη για να ερμηνεύσουν την πηγή του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας και της υπερχρέωσης της ελληνικής οικονομίας και, κατ’ επέκταση, της ανάγκης εξόδου από το ευρώ.

Μπορεί να σφάλλω σε κάποιον ή και στους τρεις αυτούς χαρακτηρισμούς. Πρόκειται όμως για τρεις απολύτως πολιτικούς χαρακτηρισμούς που σκοπό είχαν να κεντρίσουν μία συζήτηση και δεν υποκρύπτουν καμία διάθεση προσβολής ή ειρωνείας. Στην πρώτη, μάλιστα, και πιο τραβηγμένη ας πούμε περίπτωση του Λουδισμού (για το κίνημα του οποίου αναφέρω πως είχε αγνές και ευγενείς προθέσεις) η σύγκριση που επιχειρώ έχει συμβολική και μόνον αξία, αφού αυτό που θέλω να δείξω είναι πως όσοι θεωρούν την αρχιτεκτονική της ευρωζώνης υπεύθυνη για την ελληνική κρίση χρεών χτυπάνε το σαμάρι (ευρώ) και όχι το γάιδαρο (καπιταλισμό).
Ο Λ. Βατικιώτης όμως πιάνεται από το χαρακτηρισμό αυτό για να πει ότι σε αντιδιαστολή με την ανωριμότητα που αποδίδω στο ρεύμα εξόδου από το ευρώ: «Η δική του άποψη αντίθετα, που θεωρεί δεδομένη την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην ΕΕ και την ύπαρξη του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κέντρου ως φυσική νομοτέλεια και προοδευτική εξέλιξη, θεωρείται πιο ώριμη. Επί της ουσίας ιδεολογική αφετηρία του αποτελεί ένα ερμηνευτικό σχήμα που άνθησε τη δεκαετία του ’90 βάσει του οποίου τα έθνη - κράτη εγκαταλείπουν το προσκήνιο της ιστορίας, όπως περίπου οι δεινόσαυροι, δίνοντας τη θέση τους σε πιο εξελιγμένες μορφές όπως οι υπερεθνικές καπιταλιστικές ολοκληρώσεις».

Φυσικά τίποτα απ’ όλα αυτά δεν υπάρχει στο κείμενο μου που σχολιάζει ο Λ. Βατικιώτης και εάν είχε υπόψη του άλλα άρθρα που έχω γράψει σχετικά θα γνώριζε πως ούτε «δεδομένη» θεωρώ την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην ΕΕ ούτε, βεβαίως, «φυσική νομοτέλεια και προοδευτική εξέλιξη» την ύπαρξη ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κέντρου. Εάν ήθελε να ασχοληθεί με την ουσία της διαφοράς μας και να αποφύγει όλες αυτές τις αυθαιρεσίες, θα είχε επικεντρωθεί σε μία πρόταση του άρθρου (2η παράγραφος) όπου λέω πως «για το εργατικό κίνημα το ζητούμενο δεν είναι μέσα ή έξω από το ευρώ (…) αλλά η αλλαγή των σχέσεων εκμετάλλευσης στην παραγωγή και την κοινωνία σε Ελλάδα, Ευρώπη και όλο τον κόσμο». Το γεγονός ότι επικρίνω τις προτάσεις της Πρωτοβουλίας για έξοδο από το ευρώ, δεν σημαίνει πως θεωρώ ότι τα πράγματα καλώς έχουν στην ευρωζώνη, πως ο καταμερισμός εργασίας είναι φυσικός, ή πως δεν υπάρχουν ανισότητες και το όλο σύστημα όπως λειτουργεί δεν ευνοεί τα πλούσια κράτη (Γερμανία κ.λπ.).

Δύο αστικές στρατηγικές

Όμως, η διαφωνία μου έχει να κάνει με την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει το κίνημα των εργαζομένων απέναντι σε δύο αστικές επιλογές: Αυτήν της παραμονής σε μία νομισματική ζώνη ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών και κινήσεων κεφαλαίων, και αυτήν της προστασίας της εθνικής οικονομίας με την επιστροφή στη δραχμή, την υποτίμησή της, τον περιορισμό της κίνησης κεφαλαίων, την εκτύπωση πληθωριστικού χρήματος και την άσκηση βιομηχανικής πολιτικής.

Πρόκειται, δηλαδή, ουσιαστικά για ένα δίλημμα που έχει τεθεί στο ιστορικό παρελθόν στο εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα ως «ελεύθερο εμπόριο ή προστατευτισμός» και έχει απαντηθεί μεθοδολογικά από τους κλασσικούς μαρξιστές ως εξής: Εάν δεν μιλάμε για μία φτωχή και καθυστερημένη καπιταλιστικά χώρα (αποικιακή ή μισοαποικιακή που δεν διαθέτει και χρειάζεται να δημιουργήσει βιομηχανία για να μπορέσει να αναπτυχθεί) όπου δικαιολογείται η λήψη προστατευτικών μέτρων, τότε οι κομμουνιστές δεν υποστηρίζουν ούτε το ελεύθερο εμπόριο, ούτε τον προστατευτισμό, αλλά σφυρηλατούν τη δική τους ανεξάρτητη σοσιαλιστική πολιτική με στόχο την κατάργηση της μισθωτής εργασίας χωρίς να την υποτάσσουν στα συμφέροντα ούτε του κοσμοπολίτικου ούτε του εθνικού κεφαλαίου.

Μαρξ και Ένγκελς υπήρξαν σκληροί επικριτές του ελεύθερου εμπορίου, χωρίς ωστόσο να ασπασθούν ποτέ από άποψη αρχής τον προστατευτισμό και το δίκαιο ή θεμιτό εμπόριο. Η πρώτη καινοτομία που έκαναν ήταν να αρνηθούν να δεσμευτούν από το δίλημμα: ελεύθερο εμπόριο ή προστατευτισμός. Ήδη από το 1845, ο Ένγκελς έγραφε στον Julius Campe: «Δεν έχουμε την πρόθεση να υπερασπιστούμε τους προστατευτικούς δασμούς περισσότερο από το ελεύθερο εμπόριο, αλλά μάλλον να επικρίνουμε τα δύο συστήματα, από τη δική μας σκοπιά. Δική μας σκοπιά είναι η κομμουνιστική». (Μαρξ και Ένγκελς, Άπαντα ή MECW 38, σ. 34)

Η πιο λεπτομερής επεξεργασία του θέματος εκ μέρους τους ήταν η ομιλία του Μαρξ Σχετικά με το ζήτημα του ελεύθερου εμπορίου, η οποία εκδόθηκε στις Βρυξέλλες τον Ιανουάριο του 1848, λίγο πριν από τη δημοσίευση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Σε αυτήν, ο Μαρξ αφού άσκησε δριμεία κριτική στις ψεύτικες υποσχέσεις των οπαδών του ελεύθερου εμπορίου για το ότι έτσι εξυπηρετούνται καλύτερα τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και αφού τόνισε πως η ελευθερία του εμπορίου είναι η ελευθερία του κεφαλαίου να συντρίψει τον εργαζόμενο, υποστήριξε: «Όταν έχετε ανατρέψει τα λίγα εθνικά εμπόδια που εξακολουθούν να περιορίζουν την πρόοδο του κεφαλαίου, του έχετε απλώς δώσει έτσι πλήρη ελευθερία δράσης. Όσο αφήνετε τη σχέση της μισθωτής εργασίας προς το κεφάλαιο να υπάρχει, δεν έχει σημασία το πόσο ευνοϊκές είναι οι συνθήκες υπό τις οποίες γίνεται η ανταλλαγή των εμπορευμάτων, πάντα θα υπάρχει μια τάξη η οποία θα εκμεταλλεύεται και μια τάξη που θα την εκμεταλλεύονται».
Και πρόσθεσε: «Όλα τα καταστρεπτικά φαινόμενα τα οποία προκαλεί ο αχαλίνωτος ανταγωνισμός στο εσωτερικό μιας χώρας, αναπαράγονται σε πιο γιγαντιαίες διαστάσεις στην παγκόσμια αγορά». Ωστόσο, ο Μαρξ έκλεισε την ομιλία του με την ακόλουθη δήλωση: «Αλλά, σε γενικές γραμμές, το σύστημα προστασίας των ημερών μας είναι συντηρητικό, ενώ το σύστημα ελεύθερου εμπορίου είναι καταστροφικό. Διασπά παλιές εθνότητες και εξωθεί τον ανταγωνισμό του προλεταριάτου και της αστικής τάξης στο πιο ακραίο του σημείο. Με μια λέξη, το σύστημα ελεύθερου εμπορίου επιταχύνει την κοινωνική επανάσταση. Είναι με αυτή την επαναστατική έννοια και μόνο, κύριοι, που ψηφίζω υπέρ του ελεύθερου εμπορίου».

Βεβαίως, ο Μαρξ ψήφιζε μεταφορικά με την έννοια ότι μεταξύ των δύο κακών –για το εργατικό κίνημα– αστικών πολιτικών, το ελεύθερο εμπόριο είχε τουλάχιστον το πλεονέκτημα να εξωθεί τις καπιταλιστικές αντιφάσεις στο έπακρό τους και με την πόλωση αυτή να ομογενοποιεί και να συσπειρώνει την εργατική τάξη περισσότερο από ποτέ.

Απουσία παραγωγικής βάσης

Με βάση αυτήν τη μαρξική μεθοδολογική προσέγγιση υποστηρίζω κατ’ αρχήν το «όχι» στην πρόταση της εξόδου από το ευρώ. Σε αυτήν, ωστόσο, προσθέτω δύο ακόμη ουσιαστικά πιστεύω επιχειρήματα.
Πρώτο, ότι μία πολιτική εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδώσει τα προσδοκώμενα για μία σειρά από δομικούς λόγους και παράγοντες (έχω αλλού εξηγήσει για την απουσία επαρκούς παραγωγικής και εξαγωγικής βάσης, την αρνητική ιστορική εμπειρία των προηγούμενων νομισματικών υποτιμήσεων, καθώς και το τεράστιο ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό που αναπτύσσεται στην περιοχή και δεν επιτρέπει αυτοδύναμες κινήσεις και πρωτοβουλίες σε αστική βάση).

Δεύτερο, ότι ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι η κεϋνσιανή πολιτική του προστατευτισμού που προωθεί η Πρωτοβουλία και ο Λ. Βατικιώτης μετεξελιχθεί στην πορεία –όπως αφήνεται να εννοηθεί– σε σοσιαλιστικό πρόγραμμα δράσης, ακόμη και έτσι το σοσιαλιστικό εγχείρημα είναι καταδικασμένο στην απομόνωση και τον εκφυλισμό εάν δεν έχει συγχρόνως αναπτυχθεί σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο ένα ρωμαλέο εργατικό κίνημα ικανό να προωθήσει την σοσιαλιστική αλλαγή στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. Γιατί αυτό που ανέπτυξε ο καπιταλισμός (το διεθνή καταμερισμό εργασίας και την παγκόσμια οικονομία) δεν μπορεί ο σοσιαλισμός να τα φέρει πίσω στην προηγούμενη νηπιακή εθνική τους κατάσταση. Αντίθετα πρέπει να τα αξιοποιήσει για να προχωρήσει παραπέρα στην νέα σοσιαλιστική κοινωνία. Αυτή είναι η ιστορική εμπειρία των τελευταίων 100 χρόνων επαναστάσεων και αντεπαναστάσεων με παλινδρόμηση, μάλιστα, στον καπιταλισμό των χωρών που επιχείρησαν τη μετάβαση στο σοσιαλισμό ξεκινώντας από την αυτάρκεια της εθνικής τους οικονομίας.

Στα παραπάνω θα μπορούσε κανείς να συμπληρώσει ορισμένους πολιτικούς παράγοντες αποτρεπτικούς της εξόδου από το ευρώ, όπως τον κίνδυνο διάλυσης της Ευρώπης και ισχυροποίησης έτσι της αμερικανικής ηγεμονίας, ή τον κίνδυνο του πολέμου μεταξύ των αναδιπλούμενων στον προστατευτισμό εθνικών αστικών τάξεων της ΕΕ κατά το πρότυπο του 20ου αιώνα, ή τέλος την έκθεση της ακάλυπτης πλέον Ελλάδας στη τουρκική επιθετικότητα. Όμως, θα πρότεινα εάν υπάρχει πράγματι ενδιαφέρον για διάλογο πάνω σε θέσεις να ακολουθηθεί ιεραρχικά η επιχειρηματολογία που εδώ εξέθεσα.

Τέλος, στη κατηγορία του Λ. Βατικιώτη ότι μιλάω για το ευρώ σαν ένα τεχνικό εργαλείο παραβλέποντας τις κοινωνικές σχέσεις που αποκρύπτει θα ήθελα να τον διαβεβαιώσω πως δεν τις παραβλέπω, όπως π.χ. δεν θεωρώ πως η τεχνολογία και η επιστήμη είναι ουδέτερα εργαλεία του ανθρώπινου πολιτισμού. Αν και εργαλεία και αυτά, βρίσκονται στην κατοχή και υπηρετούν την κυρίαρχη αστική τάξη και τις σχέσεις εξουσίας της. Όπως ακριβώς ισχύει και για το ευρώ: φτιάχτηκε στα μέτρα των ισχυρών της ΕΕ και οι πιο αδύναμες χώρες έσπευσαν να εκμεταλλευθούν κάποια πλεονεκτήματα που πρόσφερε (χαμηλά επιτόκια και πληθωρισμό, φθηνότερο εισαγόμενο πετρέλαιο και πρώτες ύλες, επενδυτική σταθερότητα κ.λπ.) χωρίς να λάβουν τα μέτρα τους για τις ανισορροπίες που συγχρόνως προκαλούνταν. Το θεσμικό πλαίσιο της ευρωζώνης έβαζε τους κανόνες του παιχνιδιού και ορισμένοι παίκτες - χώρες παρερμήνεψαν ή δεν τους έλαβαν καθόλου υπόψη τους, με συνέπεια να επιβαρύνουν τη σημερινή τους κρίση. Όμως η τελευταία δεν προέκυψε από το ευρώ. Το ευρώ την επέτεινε, δεν την δημιούργησε. Γιατί δεν είναι κρίση χρεών των περιφερειακών χωρών μόνον, ούτε καν κρίση της Ευρώπης συνολικά, αλλά όλου του αναπτυγμένου κόσμου και κατ’ επέκταση της παγκόσμιας οικονομίας συνολικά. Όποιος δεν το βλέπει αυτό πάσχει, πράγματι, από ιδεολογική τύφλωση..

Και κάτι ακόμη: το ευρώ εκφράζει κοινωνικές σχέσεις, η νέα δραχμή τι είδους κοινωνικές σχέσεις θα εκφράζει κατά τον Λ. Βατικιώτη; Και γιατί ενοχλείται που μιλάμε για το ευρώ σαν εργαλείο αλλά δεν ενοχλείται όταν ο προχθεσινός συνομιλητής του Δ. Καζάκης σε τελευταίο του άρθρο μιλούσε για τα «αναγκαία μακροοικονομικά εργαλεία: νόμισμα, δημοσιονομική και πιστωτική πολιτική» (βλ. «Η Αργεντινή της Ευρώπης»); Μήπως δύο μέτρα και δύο σταθμά κ. Βατικιώτη;