Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Ακτινογραφία του εκλογικού αποτελέσματος



΄Αλλο νομιμότητα κι άλλο λαϊκή νομιμοποίηση. Η διαφορά ανάμεσα στα δύο αναγνωρίζεται στην πολιτική σκηνή όλων των κρατών, απ’ άκρη σ’ άκρη του πλανήτη. Κι αν οι εκλογές της 17ης Ιουνίου κατάφεραν να εξασφαλίσουν την πρώτη για την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΔΗΜΑΡ, είναι αμφίβολο ότι εξασφάλισαν τη δεύτερη, μέσα στις συνθήκες ακραίας πόλωσης που επιβεβαιώθηκαν από το εκλογικό αποτέλεσμα.




της Κατερίνας Κιτίδη


Η Νέα Δημοκρατία αναδείχθηκε πρώτο κόμμα, με τον ΣΥΡΙΖΑ να ακολουθεί κατά πόδας, με διαφορά 2,77%. Το μπλοκ του Mνημονίου, αν και διατήρησε (προσωρινά) τον έλεγχο της πολιτικής ζωής, μοιάζει να υστερεί μπροστά στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο που (αν και πολυδιασπασμένο και εξαιρετικά ανομοιογενές), συλλήβδην αντιστάθηκε στην ευρω-τρομοϋστερία της προεκλογικής περιόδου. Πρόκειται για έναν διχασμό που ήρθε για να μείνει, αφού η σύγκρουση των δύο πλευρών θα αυξάνεται όσο οξύνεται η κρίση. Κι αυτό θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως δεδομένο, όσο καθίσταται σαφές πως η επαναδιαπραγμάτευση πλέον σηματοδοτεί έναν εύσχημο τρόπο για την παράταση της δημοσιονομικής προσαρμογής.

Η πόλωση έχει σαφή κοινωνικά χαρακτηριστικά. Είναι η μεσαία τάξη που έρχεται σε ρήξη με τα λαϊκά στρώματα, είναι ο κόσμος της υπαίθρου που βρίσκεται σε διάσταση με τις εργατικές μάζες των αστικών κέντρων. Οι τελευταίες μετακινήθηκαν σε μεγάλους αριθμούς υπέρ του κόμματος του Τσίπρα, εκτοξεύοντας την Αριστερά στο 32%, αναδιαμορφώνοντας τη σχέση της με τη Δεξιά κι αλλάζοντας τους συσχετισμούς στο εσωτερικό της. Ένα μη αμελητέο ποσοστό των χτυπημένων απ’ την κρίση μικρομεσαίων στρωμάτων συνέχισε να στηρίζει τη συμμορία της Χρυσής Αυγής. Αυτή έδειξε ήδη τον πραγματικό της ρόλο, προαναγγέλοντας επίθεση στην Αριστερά μόλις τρεις μέρες μετά τις εκλογές.

Θα κατορθώσει άραγε η Αριστερά, με αιχμή προς το παρόν τον ΣΥΡΙΖΑ, να διατηρήσει την εκλογική της δύναμη; Το πολυ-διατυπωμένο αυτό ερώτημα παραμένει ανοιχτό, όσο η οικονομικο-πολιτική κατάσταση διατηρείται ρευστή κι όσο ο τελευταίος πασχίζει ακόμη να ...διαμορφώσει χαρακτήρα. Ωστόσο, κανείς δεν πρέπει να παραβλέπει πως το ερώτημα είναι ψευδές. Ζητούμενο δεν είναι η συντήρηση ενός εκλογικού αποτελέσματος, αλλά η αύξηση της ζύμωσης με τα λαϊκά στρώματα, στους χώρους εργασίας και τις γειτονιές, για τη διαμόρφωση ενός αυθεντικά ριζοσπαστικού, αντικαπιταλιστικού προγράμματος, που θα καίει τις γέφυρες με κάθε λογική διαχείρισης. Παρά την πτώση του ποσοστού της, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει κεντρικό ρόλο να παίξει σε αυτό. Οι εκλογές σηματοδοτούν το ξεκίνημα, κι όχι το τέλος του αγώνα.







Mια πύρρειο νίκη για τη Νέα Δημοκρατία «γέννησε» η κάλπη της 17ης Ιουνίου. Με την αποχή να βγαίνει «πρώτο κόμμα» και τους πολίτες να ψηφίζουν κατά πλειοψηφία αντιμνημονιακά, η παράταξη του Αντώνη Σαμαρά έλαβε την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση, σημειώνοντας ένα από τα χειρότερα ποσοστά στην ιστορία της!
Βασικό χαρακτηριστικό της προεκλογικής περιόδου ήταν αναμφίβολα η ιδεολογική τρομοκρατία. Για χρόνια θα μείνουν χαραγμένα στη μνήμη των Ελλήνων τα εκβιαστικά διλήμματα που έθεταν ξένοι πολιτικοί και μέσα ενημέρωσης, αλλά και οι ντόπιοι χειροκροτητές τους, προκειμένου ο λαός να ψηφίσει το κόμμα που θα εφαρμόσει κατά γράμμα τις εντολές τους. Αυτό το κλίμα φόβου ήταν που επέτρεψε στη Νέα Δημοκρατία να συσπειρώσει ψηφοφόρους από το κέντρο και τη Δεξιά και να κερδίσει σχεδόν 11 μονάδες σε σχέση με τα αποτελέσματα της 6ης Μαΐου. Με τη βοήθεια ανθρώπων που «έκλειναν τη μύτη τους και το ’ριχναν στον Σαμαρά» (όπως μας εκμυστηρεύτηκαν αρκετοί ψηφοφόροι έξω από εκλογικά τμήματα), η Νέα Δημοκρατία κατόρθωσε να σκαρφαλώσει στο 29,7% ξεπερνώντας κατά 2,8% το ΣΥΡΙΖΑ.

Επανεδραίωσε την κυριαρχία της σε παραδοσιακά κεντρώες και δεξιές περιφέρειες, όπως η Α’ Αθήνας, ενώ «θριάμβευσε» σε περιοχές όπως ...η Εκάλη (70%), η Φιλοθέη-Ψυχικό (51,5%), η Κηφισιά (44,7%) και η Βάρη-Βούλα-Βουλιαγμένη (43,4%). Η νίκη της σε αυτά τα νεοφιλελεύθερα κάστρα, τα οποία τον Μάιο είχαν στραφεί σε μεγάλο ποσοστό στη Δράση και τη Δημιουργία Ξανά, συντέλεσε και στην καταβαράθρωση των δύο τελευταίων. Ειρήσθω εν παρόδω, η πρόσκαιρη συνεργασία των δύο αυτών κομμάτων, που έλαβε 1,59%, δεν κατάφερε να προσελκύσει ούτε καν τους ψηφοφόρους που είχε μόνος του ο Στέφανος Μάνος στις εκλογές του ΜαÀου (1,8%). Όσο για τις υπόλοιπες μονάδες της ΝΔ, αυτές τις απέσπασε κυρίως από τους Ανεξάρτητους Έλληνες και το ΛΑΟΣ (που προεκλογικά της «χάριζε» αφειδώς στελέχη), αλλά και από τη συνεργασία της με τη Δημοκρατική Συμμαχία της Ντόρας Μπακογιάννη. 

Έτσι, το κόμμα του Αντώνη Σαμαρά κατόρθωσε να συγκεντρώσει 1.824.342 ψήφους. Δηλαδή, σχεδόν μισό εκατομμύριο λιγότερες σε σχέση με το 2009! Πρόκειται για αποτυχία ολκής για τη δεξιά παράταξη που, ενώ σε άλλες εποχές θα πριόνιζε μεμιάς την καρέκλα του αρχηγού της, τώρα τον οδήγησε θριαμβευτικά στην πρωθυπουργία. Με το «δωράκι» που της έκανε ο καλπονοθευτικός νόμος Παυλόπουλου, η ΝΔ συγκέντρωσε 129 έδρες, όντας σε θέση να αποκτήσει άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και μόνο με τη συνεργασία του ΠΑΣΟΚ – το οποίο είδε τα ποσοστά του να μειώνονται ακόμη πιο πολύ.

Η άλλοτε «μεγάλη» και δήθεν «σοσιαλιστική» παράταξη υποχώρησε στο 12,28%, από 13,18% τον Μάιο, κερδίζοντας συνολικά 33 έδρες.  Σε σχέση με το 2009, όταν την είχαν προτιμήσει περισσότεροι από 3 εκατομμύρια άνθρωποι, έχασε πάνω από τα δύο τρίτα των δυνάμεών της. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εταιρεία Pulse, μόλις 27% από τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ του 2009 παρέμειναν στο κόμμα, τη στιγμή που το 28% μετακινήθηκε στο ΣΥΡΙΖΑ και το 10% στη Δημοκρατική Αριστερά. Ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ πλέον βρέθηκαν στο στρατόπεδο των Ανεξάρτητων Ελλήνων, στο ΚΚΕ ή ακόμη και τη Χρυσή Αυγή.

Η ήττα του μοιάζει δραματική στα πάλαι ποτέ «πράσινα προπύργια» της Αχαΐας και της Κρήτης, τα οποία τώρα βάφτηκαν ...ροζ. Σε δημοσκόπηση της Public Issue λίγο πριν από τις εκλογές, μόλις το 24% των ερωτηθέντων ψηφοφόρων του δήλωσαν ότι θα το στηρίξουν επειδή «είναι το καλύτερο ή επειδή το εμπιστεύονται», ενώ μόνον το 7% απάντησε ότι θα το στηρίξει γιατί εκφράζεται από το πρόγραμμά του! Είναι προφανές ότι το κόμμα που έσυρε τη χώρα στο Μνημόνιο δεν κατάφερε να πείσει ούτε τους δικούς του για την επαναδιαπραγμάτευση που υποσχόταν προεκλογικά.
Οι πολίτες ξέρουν καλά ότι, μαζί με τη Νέα Δημοκρατία, το κόμμα του Ευάγγελου Βενιζέλου είναι η καρδιά του μνημονιακού μπλοκ, στο ακραία πολωμένο πολιτικό σκηνικό.

Παρά την προπαγάνδα, που έκανε λόγο μέχρι και για συνθήκες πυρηνικού ολοκαυτώματος αν «η Ελλάδα δεν τηρήσει τις δεσμεύσεις της», τα κόμματα του Μνημονίου (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Δράση - Δημιουργία Ξανά) συγκέντρωσαν το 43,53% των ψήφων. Όλα τα υπόλοιπα, που απαρτίζουν το αντιμνημονιακό στρατόπεδο, εξακολουθούν να υπερτερούν σε ψήφους ακόμη κι αν αφαιρέσουμε την αμφιταλαντευόμενη ΔΗΜΑΡ, η οποία συναίνεσε τελικά στο σχηματισμό κυβέρνησης με τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ. Το πολιτικό μόρφωμα του Φώτη Κουβέλη, το οποίο έχει συγκεντρώσει τις κάποτε κραταιές «εκσυγχρονιστικες» δυνάμεις, κατάφερε να αυξήσει ανεπαίσθητα τις δυνάμεις του, περνώντας από το 6,11% στο 6,26%, αλλά χάνοντας δύο έδρες απ’ τις 19 που κέρδισε τον Μάιο. 

Είναι σαφές, λοιπόν, ότι ο λαός κάθε άλλο παρά «επέλεξε το Μνημόνιο», όπως ακκίζονται οι καθεστωτικοί δημοσιογράφοι. Μάλιστα, στη διχασμένη πολιτική αρένα, ενίσχυσε τόσο πολύ την Αριστερά, ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ για πρώτη φορά να αντιπροσωπεύουν μαζί σχεδόν το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος! Το κόμμα στο οποίο ηγείται ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να έχασε την πρωτοκαθεδρία, αλλά εξαπλασίασε τις δυνάμεις του σε σχέση με το 2009, περνώντας από το 4,6% στο 16,78% το Μάιο και στο 26,89% την προηγούμενη Κυριακή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ καθιέρωσε την πρωτιά του σε περιοχές όπως η Β’ Αθήνας, η Αττική και η Β’ Πειραιά, σημειώνοντας μεγάλα ποσοστά σε λαϊκές συνοικίες της πρωτεύουσας, όπως το Αιγάλεω, το Περιστέρι, η Δραπετσώνα, το Πέραμα και ο Κορυδαλλός. «Τράβηξε» συνειδητοποιημένους αριστερούς ψηφοφόρους από το ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλα εξωκοινοβουλευτικά κόμματα, οι οποίοι δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τους συνδυασμούς της εξουσίας. Ωστόσο, μεγάλο μέρος των σημερινών υποστηρικτών του (περίπου 1.000.000) προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ, τους Ανεξάρτητους Έλληνες και τη ΝΔ.

Αυτοί τον προτίμησαν ως έναν διαφορετικό φορέα ελπίδας, ο οποίος ίσως θα μπορέσει να ανακόψει τη μνημονιακή κατρακύλα της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην προαναφερθείσα δημοσκόπηση της Public Issue, το 38% όσων θα ψηφιζαν τον ΣΥΡΙΖΑ δήλωσαν ότι θα το κάνουν «για αλλαγή, γιατί είναι κάτι νέο», το 19% λόγω «απογοήτευσης, απόρριψης του δικομματισμού» και το 14% «για καλύτερες μέρες, για να διορθωθούν τα πράγματα». Πρόκειται για τους ψηφοφόρους που θα είναι πιο δύσκολο να συσπειρωθούν σε μια επόμενη εκλογική αναμέτρηση, καθώς δεν υιοθετούν την αριστερή ιδεολογία.

Πάντως, με την εντυπωσιακή αυτή άνοδο, που θύμισε το ιστορικό ποσοστό της ΕΔΑ του 1958 (24,42%), ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε σε ηγεμονική δύναμη της Αριστεράς με 1.655.053 ψήφους και 71 έδρες. Ανέτρεψε τους συσχετισμούς του με το ΚΚΕ, το οποίο είχε την πρωτοκαθεδρία στο χώρο σε όλες τις εκλογικές αναμερήσεις της μεταπολίτευσης, σημειώνοντας εξαπλάσιο ποσοστό απ’ ό,τι το Κομουνιστικό Κόμμα. Αν και το τελευταίο αύξησε τις επιδόσεις του στις εκλογές του Μαΐου, αγγίζοντας το 8,48%, τώρα έχασε 3,98% και 14 έδρες. Σύμφωνα με την Pulse, οι ψηφοφόροι που το προτίμησαν το 2009 τώρα εμφανίστηκαν διχασμένοι ανάμεσα στο ίδιο (40%) και τον ΣΥΡΙΖΑ (36%), ενώ μικρότερα ποσοστά τους προτίμησαν την αποχή, το ΠΑΣΟΚ ή και τη Νέα Δημοκρατία. 

Η εκλογική πτώση του ΚΚΕ είναι συγκρίσιμη με εκείνη των Ανεξάρτητων Ελλήνων, αν και τα αίτια της αιμορραγίας των δύο κομμάτων είναι πολύ διαφορετικά. Το δεξιό συνονθύλευμα του Πάνου Καμμένου, που είχε και προεκλογικά «χαρίσει» τέσσερις βουλευτές του στη ΝΔ, τώρα περιορίστηκε στο 7,51% και στις 10 έδρες. Ωστόσο, το ποσοστό του εξακολουθεί να θεωρείται  αξιοσημείωτο, δεδομένων των συγκεχυμένων συνωμοσιολογικών του ιδεών.

Μάλιστα, αν συγκριθεί με παλαιότερους ευκαιριακούς πολιτικούς σχηματισμούς, όπως η ΔΗΑΝΑ, η ΠΟΛΑΝ ή το ΚΕΠ, προκαλεί εντύπωση το πόσο διατήρησε τις δυνάμεις του, μόνο και μόνο επειδή καταγγέλλει τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ.
Μαζί με τη ναζιστική Χρυσή Αυγή, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες πλέον εδραιώνονται στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας ως αποκύημα της πολιτικής της και αναγκαίο συμπλήρωμά της για το σύστημα. Η πρώτη κατόρθωσε να διατηρήσει τις δυνάμεις της και να αναδειχθεί σε πέμπτο κόμμα, υπερκεράζοντας το ΚΚΕ και τη ΔΗΜΑΡ, με 6,92% και 18 έδρες. Κέρδισε ψήφους απ’ όλο το φάσμα του κέντρου και της Δεξιάς, ενώ την υποστήριξαν περισσότερα από τα μισά μέλη των αστυνομικών δυνάμεων. Η άνοδός της θεωρείται βασική αιτία της εκλογικής κατάρρευσης του ΛΑΟΣ, που ενώ το 2009 βρισκόταν στο 5,63%, το Μάιο κατέβηκε στο 2,9% και τώρα περιορίστηκε στο 1,58%. Πλέον, το «τηλεκόμμα» του Καρατζαφέρη εντάσσεται στους συνδυασμούς που έμειναν εκτός Βουλής, το συνολικό ποσοστό των οποίων έπεσε στο 5,98% από 19% τον Μάιο. Στις συνθήκες ακραίας πόλωσης, το ποσοστό των Οικολόγων Πρασίνων μειώθηκε στο 0,88% (από 2,93%), της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο 0,33% (από 1,19%), του Κινήματος Δεν Πληρώνω στο 0,39% (από 0,88%) και του ΚΚΕ (μ-λ) - Μ-Λ ΚΚΕ στο 0,12% (από 0,25%).

  
Κοινωνικό και ηλικιακό προφίλ της ψήφου

M εγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κοινωνικό προφίλ των ψηφοφόρων στις εκλογές της προηγούμενης Κυριακής. Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να παγιώνει την επιρροή του στα νεότερα και πιο παραγωγικά τμήματα του ελληνικού πληθυσμού, επαναφέροντας δυναμικά τη συζήτηση περί χάσματος γενεών όσον αφορά στην εκλογική συμπεριφορά.

Στην κατηγορία 18-34, ο ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνει ποσοστό 33%, με τη Νέα Δημοκρατία να περιορίζεται στο 20%. Στην κατηγορία 35-54, ο πρώτος κερδίζει το 34% των ψηφοφόρων, ενώ η δεύτερη σηκώνει λίγο κεφάλι, προσελκύοντας το 24%. Εντυπωσιακή είναι η επιρροή της μόνον στους ψηφοφόρους πάνω από 55 ετών. Εκεί, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ περιορίζεται στο 20%, η ΝΔ φαίνεται να κερδίζει το 39% των ψηφοφόρων. Νεαρή σε ηλικία είναι και η εκλογική βάση της Χρυσής Αυγής, ενώ το ΠΑΣΟΚ παρουσιάζει πολύ χαμηλές επιδόσεις σε όλο το φάσμα των παραγωγικών ηλικιών, καθώς στην κατηγορία 18-34 προσελκύει μόλις το 6%, ενώ στην κατηγορία 35-54 μένει στο 8%. 

Η στροφή προς εναλλακτικές πολιτικές γίνεται πιο κατανοητή εάν λάβουμε υπόψη ότι σχεδόν 7 στους 10 νέους ηλικίας 18-24 δηλώνουν πως έχουν επηρεαστεί από την κρίση στη ζωή και την καθημερινότητά τους. Άλλωστε, στις ηλικίες έως 24 ετών η ανεργία αγγίζει το 52%, ενώ στις νέες γυναίκες, συγκεκριμένα, εκτοξεύεται στο 60,4%. Από πλευράς φύλου, στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ οι γυναίκες υπερτερούν των ανδρών, ενώ το ίδιο συμβαίνει στους Ανεξάρτητους Έλληνες και τη ΔΗΜΑΡ. Τα ποσοστά τους είναι μοιρασμένα μέσα στη Νέα Δημοκρατία, ενώ οι άντρες υπερτερούν στο ΠΑΣΟΚ και τη Χρυσή Αυγή (με διαφορά).

Μαζί με τους συνταξιούχους, η Νέα Δημοκρατία συγκέντρωσε γύρω της τους εργοδότες, τους νοικοκύρηδες κι ανθρώπους απ’ τα αγροτικά κέντρα, τα οποία έχει χτυπήσει λιγότερο η κρίση. Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων της δηλώνει ότι «ζει άνετα, τα καταφέρνει» ακόμη και στις συνθήκες έκτακτης ανάγκης που βιώνουν αρκετά μέρη της χώρας, ενώ το αντίθετο συμβαίνει με τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, που στο μεγαλύτερο ποσοστό τους ομολογούν πως αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Η εκλογική δύναμη του τελευταίου ήταν μεγαλύτερη στα αστικά και ημιαστικά κέντρα, ενώ προσέλκυσε κυρίως φοιτητές, ανέργους, μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα κι έπειτα δημοσίους υπαλλήλους. Πρόκειται για τις κοινωνικές κατηγορίες που βλέπουν όχι μόνο να μειώνεται ραγδαία η ποιότητα ζωής τους, αλλά και να απειλείται η ίδια τους η επιβίωση, ενώ γνωρίζουν πολύ καλά πως θα ζήσουν χειρότερα από τις προηγούμενες γενιές. 

Το 35% των ψηφοφόρων της 17ης Ιουνίου δήλωσε στο «έξιτ πολ» πως έμεινε σταθερό στο κόμμα που ψήφιζε πάνοτε. Το 29% αποφάσισε πού θα «το ρίξει» με την προκήρυξη των νέων εκλογών, το 18% διαμόρφωσε την απόφασή του μέσα στις τελευταίες 15 μέρες και ένα 13% την ημέρα των εκλογών. Σύμφωνα με Τα Νέα, ο ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε το προβάδισμα που είχε το Μάιο μεταξύ των αναποφάσιστων, οι οποίοι όμως αυτή τη φορά αποτέλεσαν δεξαμενή και για τη Νέα Δημοκρατία. «Ενδεικτικό είναι πως στις προηγούμενες εκλογές μόνον ένας στους 10 αναποφάσιστους είχε στραφεί στη ΝΔ, ενώ τώρα το κόμμα αυτό επέλεξαν οι 4 στους 10 μεταξύ εκείνων που κατέληξαν στην επιλογή τους τις τελευταίες μέρες», γράφει η εφημερίδα. Από τους υπόλοιπους αναποφάσιστους, η Δημοκρατική Αριστερά προσέλκυσε το 9% και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες κέρδισαν το 8%. Στο ΠΑΣΟΚ και τη Χρυσή Αυγή στράφηκε το 7% των αναποφάσιστων, ενώ στο ΚΚΕ μόνον το 2%.  

Όπως προαναφέρθηκε πάντως, μεγάλος νικητής (και) αυτής της εκλογικής αναμέτρησης ήταν η αποχή, που θύμισε τα ρεκόρ των ευρωεκλογών. Άγγιξε το 37,53%, σημειώνοντας αύξηση 2,6% σε σχέση με τις εκλογές του Μαΐου. Το μεγαλύτερο ποσοστό της συναντάται στη Φλώρινα, όπου έφτασε το 62,25%. Η αποχή ξεπέρασε το 50% και στην Κεφαλλονιά (56,89%), στη Λακωνία (56,18%), τη Λέσβο (55,6%), την Ευρυτανία (54,68%), την Αρκαδία (51,53%) και τη Χίο (51,36%). Πρόκειται κυρίως για επαρχιακούς νομούς. Αντίθετα, στα αστικά κέντρα, η αύξηση της αποχής δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντική.

Η «ανάγνωση» της αποχής είναι διπλή. Αφενός –και κατά κύριο λόγο– οφείλεται στο κλίμα απογοήτευσης που δημιουργεί συλλήβδην ο πολιτικός κόσμος, ο οποίος αντιμετωπίζεται ως ανίκανος να δώσει λύση στα προβλήματα του λαού, ακόμη και σε μια αναμέτρηση που παρουσιάστηκε ως κρίσιμη όχι μόνο για το μέλλον της Ελλάδας, αλλά για την τύχη ολόκληρου του πλανήτη. Αφετέρου –και εξίσου σημαντική– είναι η οικονομική ανέχεια που απαγόρευσε στους ετεροδημότες να ταξιδέψουν στον τόπο όπου έχουν τα εκλογικά τους δικαιώματα για να ψηφίσουν, σε μια περίοδο όπου η «κομματική επιχορήγηση» της μετακίνησής τους έχει συρρικνωθεί δραματικά. Μια τρίτη εξήγηση που δίνεται για την υψηλή αποχή είναι ότι σχετίζεται με τα προβλήματα στους εκλογικούς καταλόγους, οι οποίοι δεν συμπεριέλαβαν τα στοιχεία της νέας απογραφής. Ωστόσο, αυτό μάλλον αποτελεί δευτερεύουσα πτυχή του ζητήματος.