Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Αντιπολίτευση σύγκρουσης ή υποταγής;


Σε θάλαμο επιτάχυνσης της μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ θα εξελιχθεί ο ρόλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που ανέλαβε στη νέα Βουλή. Ταυτόχρονα, η μετατροπή του σε ενιαίο κόμμα θα ενισχύσει τις γραφειοκρατικές, συντηρητικές τάσεις περιθωριοποιώντας τις πιο ριζοσπαστικές συνιστώσες του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ.



του Δημήτρη Γρηγορόπουλου


Το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος τα παίρνει ...όλα

Η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της νομιμοποίησης της αστικής εξουσίας. Όχι μόνον όμως δεν έχει σχέση με την άμεση δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας, αλλά είναι και σε περιορισμένο βαθμό αντιπροσωπευτική και λόγω των καλπονοθευτικών συστημάτων (μνημειώδες το μπόνους των 50 εδρών!) και λόγω της εκτεταμένης αποχής (30%-40%) που υποθάλπει άμεσα (απογοήτευση) ή έμμεσα (ατομικισμός) η άρχουσα τάξη. Έτσι, η κυβέρνηση εκλέγεται το πολύ από το 1/3 του εκλογικού σώματος. Αν προσθέσουμε και την αποδέσμευση ή και ακύρωση των προεκλογικών δεσμεύσεων, εύλογα συνάγεται το συμπέρασμα ότι η αστική κυβέρνηση είναι ολιγαρχική (έτσι θα τη χαρακτήριζε ο Αριστοτέλης ως εκτροπή της δημοκρατίας) αποξενωμένη και μη αντιπροσωπεύουσα την κοινωνία. Το αστικό όμως Κοινοβούλιο διατηρεί καθολική και ισότιμη ψήφο (άνιση στην πραγματικότητα λόγω καλπονοθείας). Προσδίδει έτσι δημοκρατική νομιμοποίηση και στην κυβέρνηση και στις πράξεις της, ακόμη και τις πιο αντιδημοκρατικές, αφού «εκφράζει» τη βούληση της πλειοψηφίας. Όμως η αστική δημοκρατία παρά την πολιτική και ιδεολογική θωράκισή της δεν είναι στεγανοποιημένη από τους ταξικούς αντιπάλους της. Παρά τη νοθεία, τον εκφοβισμό, το μονοπώλιο των ΜΜΕ, αριστερά κόμματα εξασφαλίζουν την είσοδό τους στο Κοινοβούλιο. Σε οριακές μάλιστα περιπτώσεις, κάποια έχουν αναδειχτεί δεύτερο σε δύναμη κόμμα (ΕΔΑ 1958, ΣΥΡΙΖΑ 2012) ή ακόμα και πρώτο (Αλιέντε 1970). Οι κίνδυνοι είναι μεγαλύτεροι, αν η παρουσία των αριστερών κομμάτων στη Βουλή συνδέεται με την ανάδυση ισχυρού και ριζοσπαστικού κινήματος. Οι άρχουσες τάξεις προσπαθούν να εξαντλήσουν τη δυναμική των αριστερών κομμάτων στη θεσμική νομιμότητα, τα ωθούν να εστιαστούν στους θεσμούς, σε μια απέλπιδα προσπάθεια κατάκτησης της πλειοψηφίας, σε αστικόστροφες συμμαχίες, σε υποβάθμιση και τιθάσευση του μαζικού κινήματος. Ως μηχανισμός ενσωμάτωσης αξιοποιείται και ο θεσμός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο όρος δεν δηλώνει την ιδιότητα απλώς του δεύτερου κόμματος, αλλά το δεοντολογικό πλαίσιο της λειτουργίας του. Δηλαδή, την υποχρέωσή του, πολιτική και ηθική, να κινείται στο πλαίσιο της αστικής πολιτικής και της συγκεκριμένης κυβερνητικής έκφρασής της (συναίνεση - κριτική, προτάσεις). Έτσι, εξασφαλίζεται η ομοιογένεια, η συνέχεια του πολιτικού συστήματος, η συστημική εναλλακτική πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η ομαλή λειτουργία του δικομματισμού. Αν ένα αριστερό κόμμα αντιταχθεί σε αυτήν την πολιτική, δημιουργείται κλοιός αποκλεισμού του από την κυβερνητική εξουσία.

Αξιωματική αντιπολίτευση και οι σειρήνες της συναίνεσης

‘Εχει παρατηρηθεί ότι ιδίως σε συνθήκες που ένα αριστερό κόμμα με μικρομεσαία δύναμη την εκτινάξει στο λαό και τη Βουλή, τότε θα βρεθεί αντιμέτωπο με το δίλημμα: Ή να ακολουθήσει τον δρόμο της σύγκρουσης που είναι σπαρμένος κινδύνους, αλλά είναι ο μόνος που οδηγεί στη νίκη ή να πορευτεί ακίνδυνα στη βασιλική οδό, που δεν οδηγεί όμως έξω από το σύστημα. Η διχοστασία ανάμεσα στις δύο τάσεις αποτυπώνεται γλαφυρά από τη λαϊκή μούσα:

«Βασίλη μ’, κάτσε φρόνιμα, να γίνεις νοικοκύρης και ν’ αποκτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες.
– Εγώ μάνα δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης και να ’μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι των γερόντων. Θα πάρω το τουφέκι μου, θα ζώσω το σπαθί μου και θα ’βγω δίπλα στα βουνά, να πάω να βρω τους κλέφτες».
Στα καθ’ ημάς, πρόσφατο σχετικά παράδειγμα ενσωμάτωσης αριστερού κόμματος, που γρήγορα εκτινάχθηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποτελεί το ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ ιδρύθηκε το 1974. Στις 17/11/1974 γίνονται οι πρώτες μετά τη δικτατορία εκλογές. Σε αυτές το ΠΑΣΟΚ συμμετέχει με το μαξιμαλιστικό σύνθημα «στις 18 σοσιαλισμός». Λαμβάνει το 13,85% των ψήφων. Σε τρία όμως μόλις χρόνια, στις εκλογές της 20/11/1977 αναδεικνύεται σε αξιωματική αντιπολίτευση με ποσοστό 25,34% και μπαίνει σε κυβερνητική τροχιά. Το 1978 εγκαταλείπει τη σοσιαλιστική στρατηγική και υιοθετεί την ΕΛΕ (Εθνική Λαϊκή Ενότητα) δηλαδή, στην ουσία μια πολιτική συνεργασίας των τάξεων και εκσυγχρονισμού του συστήματος με δειλή κεϋνσιανή διαχείριση. Βαθμιαία, ιδίως τη σημιτική περίοδο, προσχωρεί στο σοσιαλνεοφιλελευθερισμό, για να καταλήξει στη λαομίσητη πολιτική των μνημονίων, που βιώνουμε.

Η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ έχει χαρακτηριστικές ομοιότητες με την περίπτωση του ΠΑΣΟΚ. Βέβαια, η ενσωμάτωση του ΠΑΣΟΚ δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε και την ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Συνηγορεί όμως μάλλον υπέρ της δεύτερης. Το ΠΑΣΟΚ είχε προβάλει ως άμεσο στόχο τον σοσιαλισμό, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναιρεί το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα αλλά προσθέτει κεϋνσιανές πινελιές. Αν το ΠΑΣΟΚ με μια μαξιμαλιστική στόχευση απεμπόλησε τις αρχές υπό τη λογική και την πίεση του κυβερνητισμού, εύλογα μικρότερες αντιστάσεις θα προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ στην αστικοποίησή του, ενόψει του κυβερνητικού στόχου. Έπειτα, είναι ορατές οι τεράστιες πιέσεις που ασκούνται στον ΣΥΡΙΖΑ από τις αστικές δυνάμεις. Μετά την αποτυχία να τον παγιδεύσουν στη στρούγκα του κυβερνητισμού (με όρους απρόσφορους γι’ αυτόν) επιστρατεύουν όλες τις δυνάμεις για να τον ενσωματώσουν στην «εθνική» ομάδα της διαπραγμάτευσης με την Κομισιόν. Ακόμη, με έκδηλη αγωνία επιχειρούν πολιτικοί και δημοσιογράφοι να εκμαιεύσουν από εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ ότι «δεν θα κατεβάσουν τον κόσμο στο δρόμο». Αυτός είναι ο εφιάλτης τους και όχι οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί. Αυτοπίεση για την ενσωμάτωσή του ασκεί και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ με την οιονεί αγιοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αναζητώντας τις ευλογίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διεκδίκηση του κυβερνητικού θώκου και την ευόδωση των όποιων διαπραγματεύσεων με αυτήν, θα έχει την τάση συνεχώς να υποχωρεί. Σημαντικό μοχλό πίεσης στην ίδια κατεύθυνση αποτελεί το γεγονός της μαζικής μετακίνησης ψηφοφόρων σε ελάχιστο χρόνο από το ΠΑΣΟΚ κυρίως (περίπου 1 εκατ.). Αυτοί οι ψηφοφόροι δεν είναι απλώς δυσαρεστημένοι. Έκαναν ένα άλμα προς τ’ αριστερά, μετέωρο όμως. Γιατί με τη συντηρητική πλευρά της συνείδησής τους είναι εθισμένοι σε μια κρατικίστικη λογική μικροπαροχών από το κράτος. Η μη ανάληψη της κυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ θα ωθεί ένα μεγάλο μέρος αυτών των μαζών να πιέζει τον ΣΥΡΙΖΑ σε συναίνεση προς την κυβερνητική πολιτική, για να υπάρξουν έστω επιμέρους βελτιώσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ ή στην ορμή του κυβερνητισμού του θα γίνει δορυφόρος τέτοιων προταγμάτων ή θα αναλάβει το δύσκολο καθήκον να διαπαιδαγωγήσει αγωνιστικά αυτές τις μάζες, με τον κίνδυνο έστω απωλειών.
Ανησυχητική για την όποια αποτροπή της ενσωμάτωσης του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ανακοίνωση της μετατροπής του σ’ ενιαίο κόμμα, χωρίς αυτοτελείς κομματικά συνιστώσες. Αυτή η εξέλιξη προδίδει συντηρητική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, εγκαθίδρυση συγκεντρωτισμού και γραφειοκρατίας, φίμωση της αριστερής πολυφωνίας, που θα μπορούσε να αποτελέσει φραγμό στη σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η μονολιθικότητα πάντα συνδέεται με συντηρητική και αστικού χαρακτήρα στροφή. Και ασφαλώς καθησυχάζει τους αστούς, ανησυχεί όμως τους αριστερούς. Οι αριστερές όμως συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ θορυβούν με τη σιωπή τους...

Δυστυχώς, και οι δηλώσεις των ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ δεν προοιωνίζονται καλές εξελίξεις. Βέβαια, είναι νωρίς. Η μέρα όμως από το πρωί φαίνεται. Πάντως, σε γενικές γραμμές οι δηλώσεις της ηγεσίας του κόμματος συνθέτουν πλαίσιο συμβατό προς τις απαιτήσεις του συστήματος για τη λειτουργία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ώστε να γίνει αποδεκτή ως αυριανή κυβερνώσα δύναμη. Η αντιπολιτευτική γραμμή λοιπόν του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι θα κινηθεί στο εξής πλαίσιο: Πρώτον, «υπεύθυνη» αντιπολίτευση. Αυτή η διαβεβαίωση παρέχεται απ’ όλους. Δεύτερον, κριτική αλλά και κατάθεση προτάσεων «σωρηδόν». Τρίτον, αμφισβήτηση της διαπραγματευτικής ικανότητας της κυβέρνησης - προβολή της δικής του διαπραγματευτικής ικανότητας (ο καλός διαπραγματευτής...). Τέταρτον, θα ψηφίζουν τα θετικά μέτρα της κυβέρνησης (πού τα είδαν;). Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ (Αυγή 21/6/2012) αποδίδει στην κυβέρνηση «ακραίο αντικοινωνικό νεοφιλελευθερισμό». Πρόκειται για τακτική, σαφώς περιορισμένη στα δώματα του Κοινοβουλίου, που όζει «μετριοπάθειας» και «σύνεσης». Γι’ αυτό, εξάλλου, οι εκπρόσωποι της τρικομματικής επιδαψιλεύουν γενναιόδωρα επαίνους στον ΣΥΡΙΖΑ. Έχουν σαφώς υποβαθμίσει τον λαϊκό παράγοντα σε περιθωριακή δύναμη. Λένε περίπου: «Αν υπάρξουν κινητοποιήσεις (δεν θα τις προκαλέσουμε εμείς) θα σταθούμε στο πλευρό των εργαζομένων». Μάλιστα ο Τσίπρας σε συνέντευξή του στο Ρόιτερς υπερέβη τα εσκαμμένα της νομιμοφροσύνης προς τους αστούς, διαβεβαιώνοντας ότι «δεν θα καλέσουμε τους υποστηρικτές μας να βγουν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στα μέτρα της λιτότητας».
Βέβαια, επειδή από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν εξαερώθηκαν εν μια νυκτί οι αριστεροί, επακολούθησε η «διορθωτική» δήλωση Σκουρλέτη που εξέφρασε αυτές τις τάσεις και διαμήνυσε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρωτοστατήσει στους κοινωνικούς αγώνες της επόμενης φάσης». Είναι θεμιτό και δέον οι αριστερές δυνάμεις στον ΣΥΡΙΖΑ να αντιδράσουν, πριν ο συσχετισμός υπέρ της σοσιαλδημοκρατικής τάσης γίνει μη ανατάξιμος. Όμως το κύριο είναι στις άγριες μέρες που έρχονται η αντικαπιταλιστική Αριστερά και το εργατικό λαϊκό κίνημα να βρεθούν με αγώνες στο κέντρο των εξελίξεων, ώστε ο άξονας να μετακινείται προς τα αριστερά.