Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

ΘEMA: Το αστικό στρατόπεδο στην εποχή μας


Στο πλαίσιο του σταδίου του ολοκληρωτικού καπιταλισμού δημιουργείται ένα επιχειρηματικό - κρατικό σύμπλεγμα, το οποίο μπορεί να κρατά σε ανώτερη από κάθε άλλη εποχή «ομηρία» κάθε κυβέρνηση εντός της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Η επαναστατική στρατηγική και τακτική πρέπει να έχει ως στόχο την κατάλυση και συντριβή του που αποτελεί ένα εξαιρετικά σύνθετο καθήκον.



του Κώστα Μάρκου




Όταν διακηρύσσεις πως αγωνίζεσαι να συμβάλεις στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού, δεν επιτρέπεται να μην γνωρίζεις καλά τον κύριο αντίπαλό σου, χωρίς να το πληρώσεις ακριβά. Σήμερα, τίθενται δυο κρίσιμα ερωτήματα:
Το «αστικό στρατόπεδο» των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών που καλούμαστε να ανατρέψουμε, αποτελεί μόνο μια οικτρή μειοψηφία, όπως υπονοεί, με κάποια δόση υπερβολής, το βασικό σύνθημα «είστε το 1% - είμαστε το 99%» του αμερικανικού κινήματος «Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ»;

Από την άλλη πλευρά, οι «μικροί» και «πολύ μικροί» επιχειρηματίες ανήκουν στα σύμμαχα του προλεταριάτου, μικρομεσαία στρώματα, όπως ισχυριζόταν μια «κλασική» μαρξιστική ανάλυση των προηγούμενων δεκαετιών, ανεβάζοντας το ποσοστό τους σε κλίμακες της τάξης του 30% - 40%;
Το «αστικό στρατόπεδο» δεν είναι, βέβαια, ούτε μικρό ούτε και ενιαίο. Φυσικά περιλαμβάνεται σε αυτό η «στενή» κορυφή της πυραμίδας των ιδιοκτητών και μετόχων των μεγάλων πολυεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτήν. Αντίθετα, στον «αστικό συνασπισμό» εκμετάλλευσης και εξουσίας ανήκει και η πλατιά στεφάνη των ιδιοκτητών μεσαίων, αλλά και μικρών επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται ξένη εργασία (που δεν ταυτίζεται με τη μάζα των αυτοαπασχολούμενων και εκμεταλλευόμενων μεσαίων στρωμάτων). Εκεί ανήκει, επίσης, η μάζα των μάνατζερ αλλά και εκείνο το τμήμα των σχετικά πολυάριθμων και δυναμικά αναπτυσσόμενων, μεσαίων μισθωτών στρωμάτων της επιστημονικής διανόησης, η οποία «διευθύνει ανθρώπους» και συμμετέχει στην ιεραρχία που οργανώνει ή συμμετέχει στην εκμετάλλευση, στη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής. Στο «αστικό στρατόπεδο» ανήκει το ανώτερο πολιτικό, διοικητικό - γραφειοκρατικό, στρατιωτικό, αστυνομικό, δικαστικό και εκπαιδευτικό προσωπικό του κράτους. Στο «στρατόπεδο» αυτό συμπεριλαμβάνονται επίσης οι «διασκεδαστές» της αστικής τάξης (καλοπληρωμένοι ποδοσφαιριστές, καλλιτέχνες κ.ά. – δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί από αυτούς μεταπηδούν εύκολα στις επιχειρήσεις, στη μιντιακή βιομηχανία ή στην αστική πολιτική), το υπηρετικό προσωπικό της αστικής τάξης, όπως και άλλα κοινωνικά στρώματα (π.χ. ανώτερη ιεραρχία της εκκλησίας, του σύγχρονου εγκλήματος κ.ά.).
Μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι στην πλευρά των ιδιοκτητών - εκμεταλλευτών, που ζουν βασικά από την καπιταλιστικά οργανωμένη, ξένη απλήρωτη εργασία των εκμεταλλευόμενων, ανήκει ένα ποσοστό των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών που μπορεί να προσεγγίζει το 20%. Φυσικά, το όλο ζήτημα της ταξικής διάρθρωσης των σύγχρονων καπιταλιστικών σχηματισμών απαιτεί βαθιά και πρωτότυπη μαρξιστική ανάλυση. Ωστόσο, ορισμένες βασικές θεωρητικές εκτιμήσεις κρίσιμης πολιτικής σημασίας για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό ρεύμα μπορεί και πρέπει να διατυπωθούν, ώστε να τεθούν υπό την κριτική της αντικαπιταλιστικής πράξης του εργατικού κινήματος και της μαρξιστικής θεωρίας.

Οι αριστερές κυβερνήσεις και η επανάσταση

Οι αριστερές και μαρξιστικής αναφοράς θεωρητικές απόψεις που τείνουν να μειώνουν αυτά τα ποσοστά, ενώ εμφανίζονται ως υπεραισιόδοξες, ακόμη και «επαναστατικές», σαν ταξική αφετηρία, τελικά, έχουν μια προδιάθεση συνδιαλλαγής με κοινωνικά τμήματα του κεφαλαίου που βαφτίζονται «παραγωγική» ή «εθνική αστική τάξη», «μικρομεσαία» ή «μεσαία μισθωτά στρώματα της διανόησης», τα οποία συμπεριλαμβάνονται στο «λαό» κ.λπ. Στην πράξη, το πολιτικό αποτέλεσμα είναι στο όνομα των πραγματικά αναγκαίων «κοινωνικών συμμαχιών» της εργατικής πολιτικής, να ισχυροποιείται η συμμαχία της αστικής πολιτικής με τα πραγματικά μικρομεσαία εκμεταλλευόμενα στρώματα, αλλά και η ηγεμονία της πάνω στην εργατική τάξη. Σύγχρονη παραλλαγή αυτών των ρευμάτων είναι η λαθεμένη άποψη ότι σύσσωμη η μισθωτή επιστημονική και τεχνική διανόηση της παραγωγής ανήκει στα μικρομεσαία στρώματα ή ακόμη και στη σύγχρονη εργατική τάξη.

Οι δε «θεωρίες των σταδίων» της κοινωνικής επανάστασης βασίζονταν και «δικαιώνονταν» πάνω σε μια ανάλυση της αστικής ταξικής διαστρωμάτωσης η οποία απολυτοποιούσε τις υπαρκτές αντιθέσεις εντός του «αστικού στρατοπέδου». Η επαναστατική εργατική πολιτική, βέβαια, πρέπει να υπολογίζει κάθε διαφοροποίηση στο στρατόπεδο του αντιπάλου, να εκμεταλλεύεται και να ενισχύει και την παραμικρή ρωγμή. Επιχειρεί ακόμη και να ουδετεροποιεί κάποια κατώτερα αστικά στρώματα. Αλλά επ’ ουδενί δεν επιτρέπεται να συμμαχεί με κάποια από αυτά, πολύ περισσότερο με τμήματα από τα ανώτερα. Γιατί τα διαφορετικά αστικά στρώματα μπορεί να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τα μερίδια εκμετάλλευσης, ωστόσο δεν πρόκειται ποτέ να απεμπολήσουν «ειρηνικά» το γενικό δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας επί της εκμετάλλευσης. Από αυτή τη σκοπιά δεν υπάρχει η δυνατότητα κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης με κανένα από αυτά τα αστικά στρώματα.
Τα πολύμορφα στρώματα της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας που εκμεταλλεύονται άμεσα ή έμμεσα τη μισθωτή εργασία, με ηγεμονική «κορυφή» τα πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια, αποτελούν την πλατιά κοινωνική βάση των πολύμορφων οργάνων της αστικής πολιτικής, που συγκροτούν τον αστικό συνασπισμό εξουσίας, με πυρήνα το σύγχρονο αστικό κράτος.

Το κύριο χαρακτηριστικό του αστικού κράτους στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό της εποχής μας, είναι ότι σε σχέση με την προηγούμενη εποχή, συμπλέκεται οργανικά και ταυτόχρονα υποτάσσεται βαθύτερα στις ανταγωνιζόμενες γιγαντιαίες πολυεθνικές - πολυκλαδικές επιχειρήσεις, που φαίνεται ότι ολοκληρώνεται σε μια νέα μορφή: το επιχειρηματικό - κρατικό σύμπλεγμα.

Πρόκειται για ένα «νέο» μηχανισμό, για έναν υπεραναπτυγμένο, πολύμορφο, πανάκριβο, διεφθαρμένο και παρασιτικό μηχανισμό που διαπλέκει οργανικά τις κρατικές λειτουργίες με τις πολυεθνικές - πολυκλαδικές επιχειρήσεις και το αντίστροφο. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω χωρίο από άρθρο στους Νιου Γιορκ Τάιμς: «Έχουμε δημιουργήσει μία νέα τάξη “κρατικο-ιδιωτικών” συμμαχιών, ενδυναμώνοντας όσους είναι εντός εις βάρος αυτών που είναι εκτός, ενδυναμώνοντας τους ισχυρότερους θεσμούς εις βάρος των μικρών και την κεντρική εξουσία στην Ουάσινγκτον εις βάρος του κράτους και των πολιτειών». Μέσα από αυτή τη «διαπλοκή», οργανώνεται μια νέα, πολύ πιο στενή σχέση ανάμεσα στους μηχανισμούς ιδιωτικής και κρατικής καταστολής (αστυνομία και φυλακές στις ΗΠΑ), στους ιδιωτικούς και κρατικούς στρατούς (κατοχή στο Ιράκ), στους μηχανισμούς ιδιωτικής και κρατικής ιδεολογικής - πληροφοριακής κατεργασίας («υπερκράτος» των ΜΜΕ), στο κοινοβουλευτικό και αστικό κομματικό σύστημα με την ιδιωτική βιομηχανία του θεάματος και της πολιτικής κ.ά.

Υποβαθμίζεται έτσι η σχετική αυτονομία του «παλιού» κράτους απέναντι στην «οικονομία», η οποία επηρέασε στρεβλά τις θεωρητικές επεξεργασίες στο επαναστατικό κίνημα στις αρχές του 20ού αιώνα για τον ρόλο του κράτους. Το «εποικοδόμημα» τείνει να γίνει «βάση» με τη βιομηχανοποίηση της πολιτικής. Προοπτικά, αυτή η τάση επηρεάζει και το μετεπαναστατικό - μεταβατικό εργατικό κράτος, το συνδέει πιο άμεσα με τις διαδικασίες σοσιαλιστικού - κομμουνιστικού προσανατολισμού στην παραγωγή, κάνει «πιο εύκολο» τον «μαρασμό του κράτους» στη διεθνική εργατική παραγωγική κοινότητα του κομμουνισμού.

Ωστόσο, άμεσα, ενώ το αστικό κράτος εμφανίζεται αποδυναμωμένο από τις οικονομικοπολιτικές λειτουργίες του, στην ουσία ενισχύεται στο πλαίσιο του επιχειρηματικού - κρατικού συμπλέγματος, αποκτώντας πρόσθετη δύναμη από την οργανική συνεργασία με τα ξένα και εγχώρια υπερμονοπώλια, τα οποία με τη σειρά τους ενισχύονται από τις λειτουργίες του κράτους.

Βγάζει το «υπερταξικό» του ένδυμα σε όφελος της σχετικά αδιατάρακτης κερδοφορίας και της πολιτικής ηγεμονίας της αστικής πολιτικής πάνω στην εργατική πολιτική. Αποδυναμώνεται από τις δευτερεύουσες «πανκοινωνικές λειτουργίες» του για να ενδυναμώσει την πρωτεύουσα λειτουργία του, την ταξική. Γίνεται πολύ πιο απόμακρο, αντιδραστικό, καταπιεστικό. Στην εποχή της  νέας και βαθύτερης ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού, το σύγχρονο κράτος προετοιμάζει και προετοιμάζεται για τον ακήρυκτο, «εσωτερικό», κοινωνικό εμφύλιο πόλεμο κατά των εκμεταλλευομένων, αλλά και για την «εξωτερική» προέκτασή του με άλλα μέσα, τον στρατιωτικό, «ιμπεριαλιστικό» πόλεμο. Αυτή τη διαδικασία υποκρύπτουν οι όροι της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, «ευέλικτο», «επιτελικό» ή κράτος «στρατηγείο».

Στο πλαίσιο αυτό, μειώνεται σχετικά ο ρόλος του κοινοβουλίου και ο έλεγχός του πάνω στις αστικές κυβερνήσεις. Οι κυβερνήσεις μοιάζουν όλο και περισσότερο με «περιστρεφόμενη πόρτα» μέσω της οποίας επιχειρηματίες και μάνατζερ μετατρέπονται σε υπουργούς, συμβούλους και το αντίστροφο (Ναόμι Κλάιν), μέχρι την ολοκλήρωση της «τάσης Μπερλουσκόνι», όπου οι ίδιοι οι επιχειρηματίες αναλαμβάνουν άμεσα την κυβερνητική διαχείριση (κυβερνήσεις Παπαδήμου, Μόντι). Το επιχειρηματικό - κρατικό σύμπλεγμα κρατά σε ανώτερη από κάθε άλλη εποχή «ομηρία» κάθε κυβέρνηση εντός της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Όχι μόνο τις «καθαρόαιμες» αστικές, αλλά ακόμη και τις μελλοντικές μικροαστικές, «φιλολαϊκές» κυβερνήσεις, που μπορεί να εμφανιστούν ως «υποπροϊόν» του επαναστατικού αγώνα, είτε κατ’ όνομα «αριστερές», «εργατικές», 
«αντικαπιταλιστικές» ή ακόμη και κατ’ όνομα «επαναστατικές». Τέτοιες κυβερνήσεις θα είναι επίσης «όμηροι» του επιχειρηματικού - κρατικού συμπλέγματος, στο βαθμό που δεν συγκρούονται με τον αστικό συνασπισμό εξουσίας, στο βαθμό που δεν στηρίζονται στα ανεξάρτητα εργατικά και λαϊκά όργανα επαναστατικής πολιτικής με επιδίωξη τη νικηφόρα επανάσταση.

Με τα «όργανα αστικής πολιτικής», η «στενή» ανώτατη κορυφή της αστικής πυραμίδας ρυθμίζει τους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της χώρας και στις διεθνείς εξωτερικές σχέσεις της, κρατά σε συνοχή τις πολυποίκιλες κατώτερες μερίδες του στρατοπέδου της, οι οποίες συμμετέχουν στην εκμετάλλευση από υποδεέστερες και μεταβαλλόμενες θέσεις. Οργανώνει τις συμμαχίες με τα μεσαία στρώματα. Προωθεί την ηγεμονία της πολιτικής της στην εργατική τάξη και τελικά, διατηρεί την ταξική κυριαρχία της εκμετάλλευσης, που αποτελεί και τον στρατηγικό σκοπό της. Έτσι επιτυγχάνει την περίφημη «κοινωνική συναίνεση» της πλειοψηφίας, η οποία έχει σαν υλική κοινωνική βάση τις τάσεις εξάρτησης που ενυπάρχουν αντικειμενικά και δεσπόζουν «υπό κανονικές συνθήκες» στη συγκρότηση της εργατικής τάξης και στα μεσαία στρώματα, ενώ ποτέ δεν αποσύρει το «πιστόλι κάτω από το τραπέζι». Και όταν η «συναίνεση» αμφισβητείται έμπρακτα, όπως ειδικά στην εποχή μας, το «αστικό στρατόπεδο» δεν διστάζει να το ανεβάσει στο τραπέζι.

Στην εποχή μας ισχύει περισσότερο από ποτέ το συμπέρασμα του Μαρξ από τους εμφύλιους πολέμους στη Γαλλία, το οποίο ανέπτυξε σε ανώτερο βαθμό ο Λένιν στο Κράτος και επανάσταση: Η εργατική πολιτική πρέπει να έχει ως πρώτο στρατηγικό στόχο τη συντριβή, το τσάκισμα του αστικού κράτους με την επανάσταση και την αντικατάσταση της αστικής κρατικής μηχανής, αρχικά από το κράτος εργατικής ηγεμονίας και μετά, από την ολοκληρωμένη «δημοκρατία του προλεταριάτου» (ή και «δικτατορία του προλεταριάτου»).

Ρεφορμιστικές απόψεις για το κράτος

Ωστόσο, το σύγχρονο ολοκληρωτικό επιχειρηματικό - κρατικό σύμπλεγμα δεν καταλαμβάνεται δι’ εφόδου με μια αυθόρμητη «λαϊκή εξέγερση», όπως ονειρεύονται πολλοί, αντιγράφοντας δογματικά ή απλουστεύοντας απελπιστικά την κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων – η οποία δεν ήταν παρά η «τελική στρατιωτική πράξη» μιας περίπλοκης επαναστατικής διαδικασίας. Από την άλλη πλευρά και πολύ περισσότερο, το επιχειρηματικό - κρατικό σύμπλεγμα δεν «εξανθρωπίζεται», δεν μεταρρυθμίζεται, δεν «αλώνεται από τα μέσα» κατακτώντας «θέσεις» στους μηχανισμούς του, μέσα από κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες και κυβερνήσεις, όπως υποστηρίζουν διάφορα ρεύματα του δεξιού ευρωκομμουνισμού και του ρεφορμισμού.

Το επιχειρηματικό - κρατικό σύμπλεγμα, το κράτος της εποχής μας όμως, δεν είναι και απόρθητο φρούριο, απέναντι στο οποίο το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να δημιουργήσουμε «αυτοδιαχειριζόμενες κομμούνες» και «αντιθεσμούς», στην εξωτερική αυλή του ή και μέσα σε αυτό, πετώντας που και που καμιά μολότοφ στους «θεσμούς» του, «χωρίς να πάρουμε την εξουσία». Αντίθετα, το επιχειρηματικό - κρατικό σύμπλεγμα τείνει να «αποσυναρμολογείται» στην εποχή μας, κάτω από την κίνηση της ιστορικής κρίσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και των θεμελιωδέστερων νόμων του κεφαλαίου, εκδήλωση της οποίας είναι και η βαθιά, δομική, μακρόχρονη κρίση των δημοσιονομικών του αστικού κράτους και η κρίση κρατικού χρέους, στα πλαίσια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

Σε περιόδους ιστορικών κρίσεων, όπως αυτή της τωρινής περιόδου, εντείνονται οι τάσεις ανταγωνισμού στις κορυφές του κεφαλαίου, παίρνοντας το προβάδισμα από τις τάσεις συνεργασίας. Ο «συλλογικός καπιταλιστής» παύει να είναι και τόσο συλλογικός, ενώ παράλληλα, αδυνατίζει αντικειμενικά η υλική δυνατότητα για «εθελοντική συναίνεση» της εκμεταλλευόμενης πλειοψηφίας.
Η αστική ηγεμονία και κυριαρχία στηρίζονται πλέον όλο και περισσότερο στη διάσπαση της εργατικής τάξης και των σύμμαχων στρωμάτων, στην υποδαύλιση των αντικειμενικών εσωτερικών διαιρέσεων και στην οργάνωση του κοινωνικού κανιβαλισμού, κάτω από την αρχή «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων». Το προβάδισμα παίρνει η τρομοκρατία, ο εκβιασμός, ο φόβος που «φυλάει τα έρημα». Έτσι όμως, μειώνονται αντικειμενικά οι δυνατότητες ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμονίας της αστικής τάξης πάνω στην εργατική τάξη και οι δυνατότητες κοινωνικής συμμαχίας της με τα μεσαία στρώματα.

Παρόλ’ αυτά, η επαναστατική κατάλυση και συντριβή του επιχειρηματικού - κρατικού συμπλέγματος της εποχής μας, στο πλαίσιο του ευρύτερου αστικού συνασπισμού εξουσίας, αποτελεί εξαιρετικά πολύμορφο και πολύπλοκο καθήκον. Δεν θα λυθεί με μια «επαναστατική αστραπή», ούτε μπορεί να υπερπηδηθεί ή να προσπεραστεί, όπως περίπου υποστηρίζει ο Χόλογουεϊ.
Απαιτεί μια σύνθετη επαναστατική διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει μια σειρά από καμπές και άλματα της ταξικής πάλης, με κέντρο την περιπετειώδη συγκρότηση μιας «Κάτω Βουλής» των αντικαπιταλιστικών, ανταγωνιστικά αυτοτελών ταξικών οργάνων της εργατικής επαναστατικής πολιτικής, που είναι «απέναντι» και συγκρούονται με την «Άνω Βουλή», δηλαδή, με τα όργανα αστικής πολιτικής, σε συνθήκες μιας σχετικά μακρόχρονης και παλινδρομικής επαναστατικής κατάστασης.

ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

«Επιστέγασμα» της νίκης της επανάστασης

 ΟΙ ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ

Αυτή η ιστορική περίοδος βαθύτατων σπασμών της ταξικής πάλης μπορεί να εμπεριέχει και «ενδιάμεσες» κυβερνήσεις, όπως είπαμε, κατ’ όνομα «αριστερές», «λαϊκές», «εργατικές», ακόμη και «αντικαπιταλιστικές» ή «επαναστατικές». Ας μην ξεχνάμε ότι η αντικειμενικά αστική κυβέρνηση Κερένσκι αυτοχαρακτηριζόταν αλλά και «αναγνωριζόταν» από μη ταξικά συνειδητές δυνάμεις και μάζες, ως «προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση». Αντικειμενικά, ο ρόλος αυτών των κυβερνήσεων θα είναι να οδηγήσουν σε μια προσωρινή ανάπαυλα της ταξικής πάλης, με αντικειμενικό σκοπό τους την ενσωμάτωση της ανόδου του ριζοσπαστισμού και της επαναστατικής προοπτικής του εργατικού και λαϊκού κινήματος, την επιστροφή στην ομαλότητα της διαταραγμένης κερδοφορίας των επιχειρήσεων, του κοινοβουλευτισμού και των διεθνών καπιταλιστικών σχέσεων.

Το ταξικό επαναστατικό αντικαπιταλιστικό εργατικό κίνημα μπορεί να αξιοποιήσει τις ιδιόμορφες κατακτήσεις της αντικαπιταλιστικής ανατροπής που γεννούν σαν υποπροϊόν ταλαντευόμενες φιλολαϊκές κυβερνήσεις, όπως αυτές που προαναφέραμε, χρησιμοποιώντας τότε, με μεγάλη περίσκεψη και για ορισμένο χρονικό διάστημα, τα όπλα της «κριτικής στήριξης», «ανοχής», για να τεστάρουν οι ίδιες οι μάζες τέτοιες κυβερνήσεις, ώστε να αξιοποιήσει την εμπειρία τους με σκοπό να συγκροτήσει τα όργανα «δυαδικής εξουσίας». Ώστε να ανέβει η ταξική πάλη σε ένα νέο επίπεδο, στο επίπεδο της «εθνικής επαναστατικής κρίσης» με διεθνική αλληλεπίδραση, η οποία θα θέσει επί τάπητος και θα διεκδικήσει υλικά, μαζικά και πρακτικά «όλη την εξουσία».

Φυσικά, τέτοιες κυβερνήσεις, όπως τις περιγράψαμε παραπάνω και οι αντίστοιχοι συσχετισμοί που τις επιβάλλουν, δεν είναι το ίδιο με κυβερνήσεις αριστερής συμμετοχής στο πλαίσιο μιας σχετικά ομαλής λειτουργίας του κοινοβουλευτισμού, έστω και με «κορμό» κάποια αριστερά κόμματα, όπως προβάλλονται σήμερα. Αριστερά κόμματα που δεν έχουν ούτε στο ελάχιστο μια ανατρεπτική στρατηγική και τακτική, όχι μόνο δεν θα μπορέσουν να οδηγήσουν σε μια αναγέννηση της ιστορικά ενσωματωμένης σοσιαλδημοκρατίας, όπως λέγεται, αλλά οδηγούν σε έναν «αριστεροφιλελευθερισμό», δηλαδή σε έναν νεοφιλελευθερισμό με αριστερή φρασεολογία, κατ’ αναλογία του «σοσιαλφιλελευθερισμού (σοσιαλδημοκρατία στα λόγια - νεοφιλελευθερισμός στην πράξη). Και τελικά θα οδηγήσουν, εάν το ταξικό εργατικό κίνημα και η επαναστατική Αριστερά ενσωματωθούν, σε νέες υποχωρήσεις και ήττες στα βασικά πεδία της κοινωνικής σύγκρουσης.
Από αυτή τη σκοπιά, η αντικειμενικά αριστερή, εργατική και λαϊκή κυβέρνηση θα έρθει σαν επιστέγασμα της νίκης της επανάστασης και όχι σαν αφετηρία της. Θα έρθει μετά από μια ολόκληρη ιστορική περίοδο ταξικών μαχών και αλμάτων που θα συμπεριλαμβάνουν τη συγκρότηση μιας σειράς από πολύμορφα ανεξάρτητα εργατικά και λαϊκά όργανα. Θα «κλείσει» την επανάσταση, δεν θα την «ανοίξει». Θα έρθει μέσα από την «κριτική των όπλων» των εργατικών και λαϊκών οργάνων και όχι μέσα από το κοινοβουλευτικό «όπλο της κριτικής». Αυτό διδάσκει όλη η ιστορία που δεν αντιγράφεται μεν, αλλά και δεν προσπερνιέται χωρίς αιματηρό κόστος, ειδικά σήμερα.
Η πολιτική τακτική της αντικαπιταλιστικής ανατροπής είναι μια πολιτική πρόταση που επιδιώκει να συμβάλει ακριβώς στη συγκρότηση τέτοιων οργάνων - υποκειμένων, για να προσεγγίσει και να επιβάλει η ίδια η εργατική τάξη και τα σύμμαχα στρώματα την επαναστατική συντριβή του αστικού κράτους στο πλαίσιο της ευρύτερης αντικαπιταλιστικής επανάστασης με κατεύθυνση τον κομμουνισμό της εποχής μας. Αυτό το καθήκον απαιτεί, μεταξύ άλλων και ένα σύγχρονο διπλό θεωρητικό έργο για «το Κράτος πριν και μετά την Επανάσταση».

* Το άρθρο αποτελεί βελτιωμένη εκδοχή άρθρου που δημοσιεύθηκε στο τ. 1 του περιοδικού Τετράδια Ανυπότακτης Θεωρίας.