Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Θέμα: Αντικαπιταλιστική αριστερή απάντηση... ..



...ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου. 

Το αντικαπιταλιστικό πολιτικό πρόγραμμα πάλης, που διεκδικεί παύση πληρωμών και διαγραφή του δημόσιου χρέους, αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, έξοδο από ευρώ και ΕΕ, για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και δικαιωμάτων, συζητείται όλο και πιο έντονα. Πλήθος ερωτημάτων δημιουργούνται. Στη συζήτηση αυτή, με τη μορφή ερωτήσεων - απαντήσεων, συμβάλλει και το κείμενο που ακολουθεί.


του Βασίλη Γάτσιου






Το «έθνος των εργαζομένων», η άλλη Ελλάδα των εκατομμυρίων ελλήνων και μεταναστών εργαζομένων, ανέργων, νέων, που επιζεί ανασαίνοντας έστω με καλάμι στους βάλτους που την καταδικάζουν ο κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός και η εργοδοτική - δοσμένη στην κυβέρνηση και το κεφάλαιο συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ μπορεί και πρέπει να βροντοφωνάξει: Η «κοινωνική κόλαση» ΕΕ - ΔΝΤ δεν είναι μονόδρομος.




 Υπάρχει αντικαπιταλιστική αριστερή απάντηση στην επίθεση: Άμεση στάση πληρωμών και κατάργηση του ληστρικού, χιλιοπληρωμένου, ιμπεριαλιστικού χρέους και όχι φόρτωμά του στους μισθούς και στις συντάξεις. Αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις τώρα, ώστε να ζούμε αξιοπρεπώς από μια δουλειά (βασικός μισθός 1.400 ευρώ). Άμεσο πέρασμα στο Δημόσιο, με κοινωνικό - εργατικό έλεγχο και χωρίς αποζημίωση, του τραπεζικού συστήματος, των επιχειρήσεων που κλείνουν και των βασικών στρατηγικών τομέων της οικονομίας. Καμιά ιδιωτικοποίηση.
Σύνταξη στα 55, με 30 χρόνια δουλειάς. Πίσω τα κλεμμένα στα Ταμεία, όχι στα «επιδόματα κηδείας» που φέρνει το νέο αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο. Απαγόρευση των απολύσεων, ουσιαστική προστασία των ανέργων. Άμεση μείωση των ωρών εργασίας: 5νθήμερο, 30ωρο για ουσιαστική ζωή και για να υπάρξει απάντηση στο εκρηκτικό πρόβλημα της ανεργίας. Σταθερή δουλειά, καμιά ελαστικοποίηση. Φορολόγηση του κεφαλαίου και κατάργηση των φοροαπαλλαγών / ευνοϊκών φορολογικών ρυθμίσεων. Δήμευση της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας. Πάγωμα και δραστική μείωση των στρατιωτικών δαπανών, επιστροφή των ελληνικών στρατευμάτων από τις ιμπεριαλιστικές εκστρατείες. Δημόσια, υψηλού επιπέδου, δωρεάν παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση. Όχι στην ιδιωτικοποίηση τους, στην υποταγή στα επιχειρηματικά συμφέροντα και την αγορά. Όχι στο δήμο - επιχείρηση και φορομπήχτη! Όχι στους δήμους όργανα του κράτους και της ΕΕ. Όχι στον «Καλλικράτη» και την παραπέρα αντιδημοκρατική -αντιδραστική θωράκιση του κράτους και του πολιτικού συστήματος.
Η υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος, που είναι επιτακτική ανάγκη για τους εργαζόμενους, απαιτεί την απειθαρχία στην ΟΝΕ και τη χρεοκοπημένη Ευρωπαϊκή Ένωση! Τη ρήξη - αντικαπιταλιστική αποδέσμευση από την ΟΝΕ, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Για μια άλλη εργατική σοσιαλιστική διεθνή ένωση και συνεργασία στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. Την πολιτική αυτή μπορεί να επιβάλει μόνο ένα πολιτικό - ταξικό εργατικό κίνημα, αντίστασης και ανατροπής της επίθεσης, κλονισμού της πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας του κεφαλαίου, ικανού να διαμορφώσει, μέσα από την επαναστατική διαδικασία, μια αυθεντική εργατική εξουσία.
Η παραπάνω πρόταση του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει ανοίξει τη συζήτηση μέσα στην Αριστερά και στο εργατικό - λαϊκό κίνημα. Το κείμενο που ακολουθεί, με τη μορφή ερωτήσεων - απαντήσεων, προσπαθεί να συμβάλει στη συζήτηση, ειδικά σε ερωτήματα που θέτει ο κόσμος της δουλειάς.





– Ο πρωθυπουργός, ο υπουργός Οικονομικών και άλλοι απολογητές του συστήματος τονίζουν συνεχώς ότι η Ελλάδα θα πληρώσει το χρέος της. Τι σημαίνει αυτό για τους εργαζόμενους; Υπάρχει άλλος δρόμος;

– Πρόκειται για μια απαράδεκτη για τους εργαζόμενους, ταξική επιλογή, που διασφαλίζει τα συμφέροντα του τραπεζικο-πιστωτικού συστήματος (σε Ευρώπη, Ελλάδα και ΗΠΑ) και συνεχίζει την αφαίμαξη υπεραξίας και κοινωνικού πλούτου προς όφελος των σύγχρονων τοκογλύφων. Το χρέος έχει ήδη χρυσοπληρωθεί. Εξάλλου δεν είναι δικό μας, δεν είναι χρέος των εργαζομένων. Εάν συνεχιστεί η ομηρία του χρέους η εκμετάλλευση θα βαθύνει. Δεν θα υπάρχει δυνατότητα για κάλυψη και των στοιχειωδών κοινωνικών δικαιωμάτων. Η επιλογή αυτή δεν είναι μονόδρομος ...καταστροφής!


– Από διαφορετικές πλευρές προτείνεται η αναδιάρθρωση του χρέους, η «ελεγχόμενη πτώχευση», η παύση πληρωμών, η επαναδιαπραγμάτευση και η διαγραφή του χρέους. Ποια λύση είναι προς το συμφέρον των εργαζομένων;

– Οι παραπάνω θέσεις όχι μόνο δεν είναι ταυτόσημες αλλά ορισμένες είναι αντιθετικές. Η θέση για «αναδιάρθρωση» ή και «ελεγχόμενη πτώχευση» προωθείται από αστικούς κύκλους στην Ελλάδα και διεθνώς. Υποστηρίζει ότι πρέπει να πάμε σε μια επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους και αντί να αποπληρώσουμε τα δάνεια σε 5 π.χ. χρόνια να τα επιμηκύνουμε στα 10 ή 15, αλλά με πιο επαχθείς όρους. Είναι μια θέση που εξυπηρετεί τους δανειστές, χωρίς να δίνει φιλολαϊκή λύση αφού επιβαρύνει το δημόσιο χρέος με περισσότερους τόκους.
Η διεκδίκηση για παύση πληρωμών και επαναδιαπραγμάτευση με απαίτηση για διαγραφή του ληστρικού χρέους είναι αναγκαίες επιλογές, οι οποίες μπορούν να επιβληθούν από ένα πανίσχυρο πολιτικό μαζικό εργατικό - λαϊκό κίνημα. Για τους εργαζόμενους η μονομερής παύση πληρωμών και η διαγραφή του χρέους αποτελούν μονόδρομο. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι το ελληνικό Δημόσιο διαγράφει τα χρέη του προς τις ξένες και ελληνικές τράπεζες και τους θεσμικούς επενδυτές σε όφελος των εργαζομένων. Οι τοποθετήσεις των ασφαλιστικών ταμείων σε κρατικά ομόλογα φυσικά θα εγγυηθούν.

– Μήπως μετά τη διαγραφή του χρέους προκύψει πρόβλημα δανεισμού αφού δεν θα μας δανείσουν ξανά οι «αγορές»;

– Το «εμπάργκο» των αγορών, όπως έχει δείξει η εμπειρία άλλων χωρών, σε παρόμοιες περιπτώσεις διαρκεί συνήθως δυο με τρία χρόνια. Υπάρχουν όμως κι άλλες πρακτικές, όπως ο διακρατικός δανεισμός από χώρες εντός κι εκτός ΕΕ, όπως η Κίνα, η Βενεζουέλα, οι αραβικές χώρες, η Ρωσία κ.ά. που διαθέτουν άφθονα πλεονάζοντα κεφάλαια. Πρόσφατα η Κίνα δάνεισε τη Σερβία με επιτόκιο 3%.
Η διαγραφή του χρέους θα αποτινάξει από τις πλάτες του ελληνικού Δημοσίου ένα ασήκωτο φορτίο. Αρκεί ν’ αναφερθεί πως με βάση τον κρατικό προϋπολογισμό, που έχει ανατραπεί προς το χειρότερο, οι πληρωμές τόκων (12,3 δισ. ευρώ) είναι διπλάσιες από τις πληρωμές συντάξεων (6,4 δισ.), ενώ τα χρεολύσια (29,1 δισ.) ξεπερνούν τις δαπάνες προσωπικού (26,5 δισ.)! Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς μόνο με αυτά τα στοιχεία ότι η διαγραφή του χρέους όχι μόνο δεν θα δημιουργήσει πρόβλημα στους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα, αλλά απεναντίας σε συνδυασμό με την αύξηση των συντελεστών της άμεσης φορολόγησης του μεγάλου κεφαλαίου στο 45% και παραπάνω θα δημιουργήσει πλεονάσματα, που το κίνημα μπορεί να επιβάλει να αξιοποιηθούν υπέρ των εργατικών και λαϊκών αναγκών.
Όλα τα παραπάνω έχουν συνεπές αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο μόνο όταν εντάσσονται στην πάλη για τη ρήξη με την αστική στρατηγική σχετικής και, σήμερα, απόλυτης μείωσης των εργατικών μισθών και την αντίθεση με τη συμμετοχή της χώρας στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας, για ρήξη με τις καπιταλιστικές και ιμπεριαλιστικές ολοκληρώσεις. Για παράδειγμα, ακόμη και αστικές κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν τη στάση πληρωμών, την επαναδιαπραγμάτευση και τη διαγραφή μέρους του χρέους, υπέρ όμως της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης των χωρών τους, για να εντείνουν την εκμετάλλευση και να επανενταχθούν ομαλά στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας. Η δική μας πρόταση εντάσσεται σε ένα διαφορετικό, συνολικό αντικαπιταλιστικό πλαίσιο.

– Η διαγραφή του χρέους δεν θα οδηγήσει τις ελληνικές τράπεζες σε χρεοκοπία και κατ’ επέκταση και τις ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν δανειστεί; Τι θα γίνει με τις θέσεις εργασίας όσων δουλεύουν σ’ αυτές, αλλά και με τα χρήματα των μικροκαταθετών;

– Τόσο για γενικότερους λόγους ελέγχου του πιστωτικού τομέα, όσο και για να μην οδηγήσει η διαγραφή του χρέους σε κατάρρευση των τραπεζών και επομένως και της οικονομίας, απαιτείται η κρατικοποίηση των τραπεζών, μαζί και των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, μεταφορές, επικοινωνίες, συγκοινωνίες, μεγάλες βιομηχανίες κ.λπ.), χωρίς αποζημίωση, με πλήρη διασφάλιση των θέσεων εργασίας και κάτω από εργατικό και κοινωνικό (λαϊκό) έλεγχο. Με αυτό τον τρόπο θα προστατευτούν και οι μικροκαταθέσεις των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων.
Η κρατικοποίηση των τραπεζών πρέπει να συνοδευτεί με τη νομοθετική κατοχύρωση του αποκλειστικού δικαιώματος της Τράπεζας της Ελλάδας στη δημιουργία χρήματος με εργατικό - κοινωνικό έλεγχο. Πρόκειται για μια πολιτική διεκδίκηση που έρχεται σε ρήξη με τη λειτουργία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και της ΕΕ.

– Για κρατικοποιήσεις κάνουν λόγο και ορισμένοι αστοί οικονομολόγοι. Σε τι διαφέρουν οι προτεινόμενες κρατικοποιήσεις με τον εργατικό έλεγχο; Ποια η διαφορά μεταξύ κρατικοποίησης και κοινωνικοποίησης;

– Κρατικοποίηση σημαίνει το πέρασμα των επιχειρήσεων στα χέρια του κράτους και εθνικοποίηση, το πέρασμα επιχειρήσεων που ελέγχονται από ξένα κεφάλαια στο ελληνικό κράτος. Και επειδή σήμερα το ελληνικό κράτος είναι αστικό σημαίνει αντικειμενικά (και ανεξάρτητα από προθέσεις) δυνάμωμα του συλλογικού καπιταλιστή. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε αυταπάτες ή ότι επιλέγουμε την ενίσχυση του απρόσωπου συλλογικού καπιταλιστή, δηλ. του αστικού κράτους σε σχέση με τους ιδιώτες καπιταλιστές. Η κρατικοποίηση έρχεται σε ρήξη με την κύρια γραμμή του σύγχρονου καπιταλισμού, τις ιδιωτικοποιήσεις, αδυνατίζοντας τη θέση των υπερμονοπωλίων που ελέγχουν το αστικό κράτος. Δεύτερο, γιατί ειδικά σε συνθήκες κρίσης όπως οι τρέχουσες το θέμα του κλεισίματος ακόμα και μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων μπαίνει στην πρώτη γραμμή με αποτέλεσμα χιλιάδες εργαζόμενοι να κινδυνεύουν με απόλυση. Τρίτο, γιατί η κρατικοποίηση με εργατικό έλεγχο μπορεί να αξιοποιηθεί για την κάλυψη άμεσων κοινωνικών αναγκών, για τη διασφάλιση των θέσεων εργασίας και του κοινωνικού πλούτου που κινδυνεύει με απαξίωση και ευρύτερα να συμβάλει στην πάλη του εργατικού κινήματος για τη συνολική επαναστατική ρήξη προς το στρατηγικό στόχο της κοινωνικοποίησης.
Σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζουμε την κρατικοποίηση (ακόμη και την κρατικοποίηση σε συνθήκες εργατικής εξουσίας) με την κοινωνικοποίηση που είναι δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Κοινωνικοποίηση σημαίνει κατοχή και χρήση των μέσων παράγωγης όχι από ξεχωριστά φυσικά ή νομικά πρόσωπα, αλλά από το σύνολο της κοινωνίας. Σημαίνει κοινή ιδιοκτησία και νομή των μέσων παραγωγής. Επομένως δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνικοποίηση μέσα στο πλαίσιο καμιάς ταξικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Ο Φρ. Ένγκελς μιλάει για «διαδικασία κοινωνικοποίησης» δηλαδή για μια πορεία η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη της εργατικής εξουσίας και ιστορικά ολοκληρώνεται στον κομμουνισμό.

– Πιθανή έξοδο της χώρας από την ΟΝΕ και το ευρώ και επαναφορά ενός εθνικού νομίσματος θα συνοδευτεί με υποτίμησή του; Τι συνέπειες θα υπάρξουν;

– Η ένταξη στο ευρώ και στην ΟΝΕ είχαν πολύπλευρα αντιδραστικό αντεργατικό ρόλο. Η παράδοση της νομισματικής και οικονομικής πολιτικής στους τραπεζίτες της ΕΚΤ, η επιβολή ασφυκτικών κανόνων (ύψος ελλείμματος κ.λπ.), η πρωτοφανής ακρίβεια και το κλείδωμα μιας ισοτιμίας για την ένταξη της δραχμής στο ευρώ (κυρίως σύμφωνα με τα συμφέροντα του γερμανικού κεφαλαίου, με μοναδικό γνώμονα την άλωση των εμπορικών ισοζυγίων των μεσογειακών και άλλων χωρών), οδήγησαν στο μονόδρομο της υποτίμησης της αξίας της εργατικής δύναμης των εργαζομένων στην Ελλάδα. Γι’ αυτό πρέπει να αποτιναχθεί ο «ζουρλομανδύας» του ευρώ και της ΟΝΕ, να έρθουμε σε ρήξη συνολικά με την ΕΕ.
Η εισαγωγή ενός εθνικού νομίσματος θα επέφερε τη σχετική του υποτίμηση ως προς το ευρώ και το δολάριο. Οι άμεσες συνέπειες θα φανούν στην άνοδο του δημόσιου χρέους κατ’ αντιστρόφως ανάλογο ποσοστό με αυτό της υποτίμησης. Αν για παράδειγμα γίνει υποτίμηση 20% τότε και το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί κατά 20%. Γι’ αυτό η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος και η διαγραφή του δημόσιου χρέους πάνε αναγκαστικά μαζί.

– Μήπως η έξοδος από το ευρώ είναι αρνητική για τους εργαζόμενους, καθώς με ένα υποτιμημένο εθνικό νόμισμα θα μειωθεί η αξία των μισθών;

– Υποτίμηση σημαίνει σχετική απαξίωση των εργατικών μισθών και ημερομισθίων. Γι’ αυτό το εργατικό κίνημα πρέπει να παλέψει για αυξήσεις των μισθών και των συντάξεων μεγαλυτέρου ύψους από ότι το ύψος της υποτίμησης έτσι ώστε η σχέση μισθών - κερδών να αλλάξει δραστικά υπέρ της εργασίας και κατά του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, με την πάλη για αποφασιστικό έλεγχο στις τιμές, για κατάκτηση δωρεάν, δημόσιων και ποιοτικών υπηρεσιών υγείας, παιδείας, κοινωνικής ασφάλισης.





Εργατικός έλεγχος και όχι συνεργασία
Ο εργατικός έλεγχος αμφισβητεί ότι αποδέχεται η "συμμετοχή"- την εξουσία των ιδιοκτητών 


– Ο εργατικός έλεγχος δεν οδηγεί το εργατικό κίνημα σε ενσωμάτωση, όπως η «συμμετοχή» στις διοικήσεις των επιχειρήσεων;

– Όταν μιλάμε για εργατικό έλεγχο στις ιδιωτικές ή στις κρατικοποιημένες αστικές επιχειρήσεις φυσικά και δεν εννοούμε τα διάφορα φληναφήματα περί «συμμετοχής των εργαζομένων» και «εποπτικών συμβουλίων» που καθιέρωσε η σοσιαλδημοκρατία παλιότερα και το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80, η οποία αποσκοπούσε στη διαιώνιση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Η δημιουργία μιας «διοικούσας εργατικής αριστοκρατίας των εκπροσώπων», αλλά και ψευδαισθήσεων γενικά στους εργαζόμενους ότι δουλεύουν για τη «δική τους επιχείρηση», βοήθησε και βοηθά στην παραπέρα ενσωμάτωση και στον εκφυλισμό του εργατικού κινήματος μέσω της ταξικής συνεργασίας.
Ο εργατικός έλεγχος δεν έχει τίποτα κοινό με τη λογική της «συμμετοχής». Ακόμα και στην πιο μερική και ασταθή μορφή εκδήλωσής του, ο εργατικός έλεγχος αμφισβητεί ακριβώς αυτό που δέχεται η «συμμετοχή», δηλαδή την εξουσία των ιδιοκτητών στο πλαίσιο της επιχείρησης. Αμφισβητεί το διευθυντικό δικαίωμα. Δεν μπορεί να καταργήσει από μόνος του το διευθυντικό ρόλο της κεφαλαιοκρατίας στο επίπεδο της οικονομίας, ούτε τη μισθωτή εργασία συνολικά. Όμως ο εργατικός έλεγχος, όπως προτείνεται από τη σκοπιά της επαναστατικής Αριστεράς διακατέχεται από τη λογική ενός εν δυνάμει εργατικού θεσμού αντι-εξουσίας που δεν «χωράει» μέσα στον καπιταλισμό, όσο κι αν εμφανίζεται στο εσωτερικό του, όπως συνέβη ημιαυθόρμητα στην Αργεντινή, με τα κατειλημμένα εργοστάσια. Προϋπόθεση για να μην εκφυλιστούν τα κατειλημμένα εργοστάσια σε «νησίδες αυτοδιαχείρισης» εκ μέρους «ιδιοκτητών εργατών», αποτελεί η ύπαρξη ενός ταξικού μαζικού εργατικού κινήματος με αντικαπιταλιστικό πολιτικό προσανατολισμό.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το αίτημα του εργατικού έλεγχου πρέπει να παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες της επαναστατικής κατάστασης. Η εργατική τάξη για να γίνει ικανή να κατακτήσει την εργατική εξουσία και το σοσιαλισμό - κομμουνισμό, αλλά και για να αντιμετωπίσει τις καταστροφικές συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης είναι ανάγκη να δοκιμάσει στην πράξη τα όρια και τις δυσκολίες έστω και ατελών μορφών εργατικού έλεγχου. Το αμέσως επόμενο διάστημα με το βάθεμα της κρίσης οι καταλήψεις εργοστασίων που θα κλείνουν ή θα απολύουν μαζικά, σε συνδυασμό με την αμφισβήτηση του «διευθυντικού δικαιώματος» (και της ιδιοκτησίας) του εργοδότη, μπορεί και πρέπει να αποτελέσουν μια από τις βασικές αιχμές πάλης του εργατικού κινήματος.



¨Εξοδος από την Ε.Ε 



– Μπορεί να εφαρμοστεί μια τέτοια πολιτική εντός της ΕΕ;

– Σίγουρα όχι, γι’ αυτό και η έξοδος από την ιμπεριαλιστική λυκο-συμμαχία αποτελεί μονόδρομο στη διαδικασία της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Με όσα έχουν συμβεί μέχρι τώρα έχει αρχίσει μια σχετική και ασταθής ακόμα απονομιμοποίηση της ΕΕ στις συνειδήσεις ευρύτερων λαϊκών μαζών. Γι’ αυτό και η αντικαπιταλιστική Αριστερά θέτει από σήμερα τον πολιτικό στόχο της αντικαπιταλιστικής αποδέσμευσης από την ΕΕ. Στην πάλη για την υλοποίηση ενός προγράμματος στόχων όπως αυτοί που περιγράψαμε παραπάνω όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι θα συνειδητοποιούν πως η ΕΕ δεν αλλάζει και δεν μπορεί να μετατραπεί από ΕΕ του κεφαλαίου σε ΕΕ των εργαζομένων, αλλά μόνο να ανατραπεί. Για να αντικατασταθεί από μια άλλη σοσιαλιστική - κομμουνιστική διεθνοποίηση των λαών της Ελλάδας, της Ευρώπης και όλου του κόσμου.

– Μήπως τα παραπάνω αιτήματα σπέρνουν ρεφορμιστικές αυταπάτες, καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση στους εργαζόμενους ότι μπορούν να υλοποιηθούν εντός του καπιταλισμού; Μήπως είναι αιτήματα που δεν μπορούν να μπουν σε συνθήκες αστικής κυριαρχίας, αλλά μόνο σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης ή μετά την κατάκτηση της εξουσίας;

– Απέναντι στις παραπάνω κριτικές αυτό που πρέπει να αντιπαρατεθεί είναι η σημασία εντοπισμού και ανάδειξης των δρόμων εκείνων που προετοιμάζουν τις συνειδήσεις των εργαζομένων να κατανοήσουν μέσα από την ίδια τους την πείρα την αναγκαιότητα αλλά και τη δυνατότητα της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού, μέσα από την πάλη για τα άμεσα και μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους. Ορισμένα σημεία από τους στόχους πάλης που προτείνουμε αν ιδωθούν αποσπασματικά και ξεκομμένα από το ενιαίο πολιτικό πλαίσιο και την προοπτική που συγκροτούν, την ενιαία πολιτική λογική που έχουν, και πάνω απ’ όλα το φορέα τους που είναι το ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα και μια άλλη επαναστατική Αριστερά, θα μπορούσαν να υιοθετηθούν ακόμη και από ρεφορμιστές, ειδικά κάτω από την πίεση του λαού. Σήμερα πάντως συναντούν τη συστηματική άρνηση τόσο των αστικών δυνάμεων όσο και των ρεφορμιστικών ρευμάτων.
Η πολιτική όμως αυτή δεν μπορεί να υλοποιηθεί στο σύνολό της από καμία αστική κυβέρνηση. Είναι στόχοι πάλης ενός πολιτικού εργατικού - λαϊκού κινήματος για να τους παλέψει και να τους κατακτήσει, σε συνδυασμό με τη διεκδίκηση ανατροπής και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο της εξουσίας. Μπορεί να επιβάλει σχετικά μέρος αυτών, ανολοκλήρωτα και όχι σταθερά, ακόμα και σε αστικές κυβερνήσεις. Είναι στόχοι πάλης που μπορούν να προκαλέσουν ρήγματα και κλονισμούς στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας με τη δυνατότητα κατακτήσεων για τους εργαζόμενους. Κατακτήσεων, που από τη μια θα βρίσκονται έξω από το συγκεκριμένο πλαίσιο της γενικής ανοχής και αντοχής των νόμων του συστήματος και από την άλλη θα βρίσκονται έξω και από τα αναγκαία όρια της ολοκληρωμένης και σταθερής ικανοποίησης και –περισσότερο– της κατοχύρωσης των εργατικών αιτημάτων και συμφερόντων. Η όξυνση αυτής της αντίθεσης θα φέρνει στο προσκήνιο, το ζήτημα της εξουσίας, της επανάστασης ή αντεπανάστασης. Η κατάσταση αυτή είτε θα εξελιχθεί προς τη δυαδική εξουσία, την επαναστατική κατάσταση και την επανάσταση, είτε προς την αντεπίθεση του αστικού μπλοκ. Ακόμη και σε τέτοιες συνθήκες, τα επαναστατικά κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα δεν μπορούν να μπουν σε κυβερνητικά παιχνίδια.
Μπορούν, ωστόσο, να εκμεταλλευθούν τις ποιοτικά ανώτερες δυνατότητες για τη γρήγορη πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική προετοιμασία των εργατικών - λαϊκών δυνάμεων –αναγκαίο μέρος της οποίας θα είναι και ο γενικός εξοπλισμός του λαού– με στόχο το πέρασμα στην αντικαπιταλιστική επανάσταση, που θα ανοίξει το δρόμο για μια νέα ποιοτικά ανώτερη και οξύτερη μορφή ταξικής πάλης με στόχο την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας - δημοκρατίας και παραπέρα της κομμουνιστικής διεθνιστικής απελευθέρωσης.