Η γενναιοδωρία έπρεπε να είναι κρίσιμο, θεμελιακό,
συστατικό της ηθικής και πολιτικής φυσιογνωμίας των κομμουνιστών. Ικανή να
αναρτάται σε αψεγάδιαστες σημαίες, ή σε καταπατημένες αριστερές συνειδήσεις. Να
μπορεί να κατανέμει ίσα τα αντίδωρά της. Να υπονομεύει ακλόνητες βεβαιότητες
του κόσμου χωρίς να υπονομεύει τους ανθρώπους που δηλώνουν βέβαιοι.
του Θανάση Σκαμνάκη
Να
κλονίζεται, να αμφιβάλλει και να μάχεται. Όχι ως αναζήτηση του παραδείσου, προ
ή μετά θάνατο, που συνεπαίρνει όσους γερνούν και ετοιμάζουν τις υποθήκες για
την ψυχή τους. Δεν είναι μια άμυνα του οργανισμού σε κακοήθη κοινωνικά
νοσήματα. Είναι εκείνο «τα θεμέλιά μου στα βουνά», ογκώδης κατασκευή που δεν
την μετατοπίζουν οι συγκυρίες. Είναι… Ή έπρεπε να είναι… Αλλά η πραγματικότητα
κινείται πάντα με τους δικούς της τρόπους. Και κυρίως με τις αντιθέσεις της.
Οπότε το πρέπει δεν συμβαίνει πάντα. Ή συναντάται ως δυνατότητα και όχι ως
αλήθεια. Αυτό δεν το καθιστά λιγότερο αναγκαίο – και δεν συνιστά λόγο απαξίωσης
του παρόντος, στο όνομα ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος και ενός ευέλπιδος
μέλλοντος. Είναι η διαλεκτική, που λένε και οι διαβασμένοι. Τα αντίθετα που
ενυπάρχουν στο ένα. Που γεννάνε το μεγαλείο και ταυτόχρονα τη μηδαμινότητα. Που
ζητούν ηρωισμό και μαζί μια σπιτική θαλπωρή. Που κάνουν τον καθέναν μας πεδίο
σκληρής σύγκρουσης. Τον άνθρωπο που πεθαίνει από πείνα για να μην υπογράψει
δήλωση μετανοίας και την ίδια ώρα διεκδικεί το δικαίωμα ιδιοκτησίας σε ένα
μικρό σουγιά, τον οποίο δεν παραχωρεί στους συντρόφους του. Που παραχωρεί τον
εαυτό του αλλά κρατά ένα μικρό κομμάτι σαν ανεξήγητο πείσμα. Που νικάει στη
μεγάλη αναμέτρηση αλλά ηττάται σε μικρές. Και που αυτό δεν καθιστά λιγότερο
μεγαλειώδη τη θυσία του, το αντίθετο θα μπορούσα να ισχυριστώ – αν και σε
κάποιους, που θέλουν να βλέπουν μόνο το όλον και αγνοούν τη σύγκρουση, που
αποδέχονται μόνο «αταλάντευτους» αγωνιστές, που θεωρούν την αμφιβολία θανάσιμο
αμάρτημα, θα φαινόταν ιερόσυλο. (Χωρίς να καταλαβαίνουν πόσο κακό κάνουν έτσι στον
εαυτό τους, στην υπόθεση που υπηρετούν, στο κόμμα που υπερασπίζονται. Και
κυρίως στην πραγματικότητα που θέλουν να αλλάξουν).
Κοντολογίς, δεν φτάνει μόνο να παλεύεις, πρέπει να
ξέρεις και πώς. Κι όταν έρχονται τα δύσκολα είναι που μετριέται το μέγεθος του
καθενός μας. Χρησιμοποίησε μια υπέροχη έκφραση ο Κίμων Ρηγόπουλος στο
προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας, αναφερόμενος στην ηθική και ιστορική επίδραση
του παλιού εξόριστου κομμουνιστή: «Το αίσθημα της ηθικής υπεροχής διαπερνούσε
την αριστερή μου συνείδηση για να γονιμοποιήσει τον αγώνα, που χωρίς αυτό θα
περέμενε ισοβίως άνοστος, ισοβίως άγονος, ισοβίως δέσμιος των δυσμενών
συσχετισμών».
Η επίκληση των ηθικών επιταγών δεν γίνεται τώρα για
να θωρακίσουμε τις συνειδήσεις μας που πολιορκούνται από εφικτά ερωτήματα
εκλογικού ή και υπαρξιακού χαρακτήρα. Είναι για να υπομνήσει από πού θα
ξεκινήσουμε και πάλι τις σκέψεις μας προκειμένου να κάνουμε την ιδέα μας
καθημερινή πολιτική, η οποία θα κατανοεί τη δυσκολία και την αντιφατικότητα του
παρόντος και θα ξαναδίνει στο σχέδιό μας την ουσιαστική και βαθύτερη λάμψη του.