Τέτοιες ημέρες, τον Μάιο του 1968, ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ
ήταν «εξορισμένος» από τη Γαλλία. Αν και απών όμως, παρέμενε κεντρικό πρόσωπο
της φοιτητικής εξέγερσης. Στις 22 του μήνα είχε μεταβεί στο εξωτερικό και η
γαλλική κυβέρνηση βρήκε την ευκαιρία: Του αφαίρεσε την άδεια παραμονής στη
χώρα, αξιοποιώντας τη ξένη, γερμανική, υπηκοότητά του. Η απαγόρευση εισόδου στη
Γαλλία του «κόκκινου Ντάνι» πυροδότησε τον επόμενο γύρο της νεανικής έκρηξης,
στο Παρίσι.
Διονύσης Ελευθεράτος
Προ ολίγων ημερών, ο Κον Μπεντίτ επιβεβαίωσε πως παρόλες τις
μεταλλάξεις του, διατηρεί την ικανότητα να βρίσκεται σε μία χώρα και να κλέβει
την παράσταση ...σε άλλη. Από το Στρασβούργο χαρακτήρισε «τρελό και ηλίθιο» το
πρόγραμμα της ελληνικής Αριστεράς –τον ΣΥΡΙΖΑ εννοούσε– και διατύπωσε τη
...γραμμή: «Να προσαρμοστεί το Μνημόνιο χωρίς να επηρεαστούν οι απαραίτητες
(sic) μεταρρυθμίσεις». Για φαντάσου... Ο άνθρωπος που κάποτε βρέθηκε στα
οδοφράγματα για να δει νικητή τον «ρεαλισμό του αδύνατου» σήμερα δεν αντέχει
–διότι περί αυτού πρόκειται– μια γραμμή, η οποία μάλιστα συνεχώς λειαίνεται και
στρογγυλοποιείται, στοιχειώδους άρνησης της κοινωνικής εξαθλίωσης. Σημασία δεν
έχει τι ακριβώς (υποτίθεται πως) τον «ερέθισε», ούτε από ποιο «προγραμματικό»
στοιχείο γαντζώθηκε. Αυτά είναι ασήμαντες λεπτομέρειες. Σημασία έχει το ύφος, η
χολή και φυσικά η χρονική στιγμή...
Αυτή ακριβώς η χρονική συγκυρία ανακαλεί
στη μνήμη μας ένα παμπάλαιο ανέκδοτο, που έχει ως πρωταγωνιστές δύο φίλους. «Ρε
συ, απάντησέ μου με ειλικρίνεια: Αν είχες πέντε σπίτια, θα μου χάριζες το
ένα;». «Ασφαλώς ρε, τι φίλος θα ήμουν διαφορετικά;». «Αν είχες πέντε
αυτοκίνητα, θα μου δώριζες το ένα;». «Και το ρωτάς;». «Αν είχες πέντε
πουκάμισα, θα μου έδινες το ένα;». Ο αποδέκτης της ερώτησης κομπιάζει, απαντά
αρνητικά και δέχεται την αυτονόητη ερώτηση: «Πας καλά; Θα μου έδινες σπίτι κι
αυτοκίνητο, αλλά όχι πουκάμισο;». Η απάντηση: «Δεν καταλαβαίνεις τη διαφορά; Τα
πέντε πουκάμισα τα έχω...». Ο Ντάνι λοιπόν ...ξανακοκκίνισε, αυτή τη φορά από
θυμό για τις «τρέλες» της ελληνικής Αριστεράς, τώρα που η κατάσταση –σε Ελλάδα
και Ευρώπη– βρίσκεται σε «κόκκινο συναγερμό». Σε περιόδους κατά τις οποίες δεν
κρινόταν κάτι σημαντικό, πουλούσε ανέξοδο αντικομφορμισμό. Την άνοιξη του 2010
εκστόμιζε τη φράση «είστε τελείως τρελοί», μιλώντας στο Ευρωκοινοβούλιο. Τρελοί
τότε δεν ήταν οι αριστεροί, αλλά οι γραφειοκράτες της Κομισιόν. «Κερδίσαμε
χρήματα σε βάρος της Ελλάδας κι αυτό είναι απαράδεκτο», φώναζε. Τον Οκτώβριο
του 2011 χαρακτήριζε παράλογη την απαίτηση να μειωθεί το ελληνικό έλλειμμα από
10% σε 6% σε ένα χρόνο. «Ούτε η Γερμανία δεν θα κατόρθωνε κάτι τέτοιο»,
παρατηρούσε ο Κον Μπεντίτ και τόνιζε ότι πρέπει να γίνουν στην Ελλάδα
«μεταρρυθμίσεις αποδεκτές από την κοινωνία». Τον Φεβρουάριο του 2012 τα έβαζε
με «τους νεοφιλελεύθερους Ταλιμπάν της ΕΕ που επιμένουν ότι η Ελλάδα πρέπει να
κόψει συντάξεις». Έλεγε μάλιστα πως το Βερολίνο χρωστά στην Ελλάδα 81
δισεκατομμύρια ευρώ, από την κατοχή. Αυτά, τότε. Στα εύκολα...
Στην πρόσφατη προεκλογική επίσκεψη του με τους Οικολόγους-Πράσινους
Τώρα μιλά ο
«κόκκινος Ντάνι» και νομίζεις ότι ακούς τον ...γαλάζιο Αντώνη. Το Σαμαρά,
φυσικά. Έκπληξη; Καμία. Μόνο «τρελοί και ηλίθιοι» θα έτρεφαν αυταπάτες. «Μην
μας απελευθερώνετε, θα το κάνουμε οι ίδιοι», διατεινόταν ένα από τα συνθήματα
του Μάη του ’68. Ας το στείλουμε διασκευασμένο στον Κοντ Μπεντίτ: Αρκετούς
«σωτήρες» έχουμε, δεν χρειαζόμαστε την αφεντιά του. Χρειαζόμαστε κάμποσα
στοιχεία από το πνεύμα του ’68, αλλά όχι την «κοκκινοπράσινη» καρικατούρα του
Μάη. Μας φθάνουν τα κεντροαριστερά ξέφτια του δικού μας ’73 – δεν έχουμε δα
τόσες ανοχές και αντοχές...