Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Αριστερά και έθνος στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία


Η  στάση της ελληνικής Αριστεράς στα εθνικά ζητήματα υπήρξε βασική συνιστώσα της πολιτικής της στον μεταπολεμικό κόσμο. Αυτό δεν αποτέλεσε ελληνική πρωτοτυπία αλλά μια παγκόσμια μετατόπιση των επίσημων κομμουνιστικών κομμάτων που πλέον έδιναν άλλη αξία και νόημα στην εθνική τους πολιτική. Εδώ θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε αυτήν τη μετατόπιση με δυο τρόπους. Ο πρώτος είναι αναδεικνύοντας τη θέση της ελληνική Αριστεράς σε ένα συνοριακό ζήτημα την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κι ο δεύτερος συζητώντας το δημόσιο μεταπολεμικό λόγο της Αριστεράς πάνω στα εθνικά θέματα. Στον περιορισμένο χώρο ενός άρθρου βεβαίως δεν είναι δυνατόν να εξετασθεί το ζήτημα ολόπλευρα, αλλά θα γίνει προσπάθεια να αναδειχτούν κάποια ενδεικτικά στιγμιότυπα κατά την αλλαγή ισορροπίας μεταξύ ταξικού-εθνικού στην πολιτική της Αριστεράς.



του Γιώργου Μιχαηλίδη




Όταν αναλύουμε ιστορικά τη στάση μιας πολιτικής δύναμης πάνω σ’ ένα ζήτημα, λαμβάνουμε υπόψη μας το διεθνές κι εσωτερικό ιστορικό πλαίσιο και τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας σχετικά με τα κίνητρα, τις αιτίες και τους στόχους των πολιτικών υποκειμένων. Ο δημόσιος λόγος όπως εκφράζεται μέσα από τις ανακοινώσεις και τα έντυπά της εκάστοτε δύναμης αποτελεί κι αυτός με τη σειρά του έναν δείκτη ο οποίος όμως συχνά υποτιμάται. Θα αντέτεινε κάποιος ότι αυτό γίνεται γιατί πολλές φορές αυτός καθορίζεται από τρίτους εξωιδεολογικούς παράγοντες όπως οι συνθήκες ημι-παρανομίας στις οποίες δρούσε η ελληνική αριστερά στο μετακατοχικό κράτος. Η άποψη αυτή δεν στερείται σοβαρότητας, παρ’ όλα αυτά ο λόγος που επιλέγει να εκφέρει δημοσίως ένας πολιτικός φορέας συμβάλλει στη δημιουργία συνειδήσεων, στη διαπαιδαγώγηση του κόσμου που έρχεται σε επαφή μ’ αυτόν. Πολύ συχνά αποτελεί και καθρέφτη της εσωτερικής κατάστασης, των ιδεών, της κουλτούρας και της πολιτικοποίησης που επικρατεί εντός του. Στο θέμα που μας απασχολεί, είναι προφανής μια αλλαγή του λόγου της ελληνικής Αριστεράς περί του έθνους στην περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε σχέση με την περίοδο του μεσοπολέμου. Η αλλαγή αυτή αποκρυσταλλώνεται σε προγραμματικό επίπεδο σε μια περίοδο δεκαετίας. Αυτό βέβαια είναι εμφανές ιδίως στην περίπτωση του κομμουνιστικού ΚΚΕ εν συγκρίσει με τις υπόλοιπες αριστερές οργανώσεις που συγκροτούσαν το ΕΑΜ κι αργότερα την ΕΔΑ. Ο λόγος της Αριστεράς πλέον θα περιλάμβανε ολοένα και πιο πολλά “πατριωτικά” και “εθνικιστικά” στοιχεία. Προοδευτικά, η έννοια της “εθνικής ενότητας” θα καταλάμβανε ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι στην αριστερή ρητορεία. Αυτό βέβαια, όπως θα δούμε, δεν είναι ξεκομμένο από τις πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της Αριστεράς, τους νέους της στόχους και τη νέα της τακτική όπως διαμορφώνονται σταδιακά κατά την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία.




Η ελληνική Αριστερά, ιδίως το ΚΚΕ, βγήκε απ’ τον εμφύλιο πόλεμο με το στίγμα της “προδοσίας της Μακεδονίας”. Το αστικό στρατόπεδο μιλούσε επίσημα αλλά και μέσω του Τύπου του για το “ξενοκίνητο” ΚΚΕ. Στην προσπάθειά τους να απαντήσουν σ’ αυτή την επίθεση, το ΚΚΕ κι η εαμική Αριστερά προσπαθούσαν να αντιστρέψουν αυτήν την εικόνα αποδεικνύοντας ότι οι πραγματικοί πατριώτες βρίσκονται στην Αριστερά και οι αληθινοί εθνοπροδότες στο αστικό στρατόπεδο. Αυτή η αντιπαράθεση κατέλαβε κεντρική θέση στην περίοδο που εξετάζουμε γεγονός που συνιστά, κατά τη γνώμη μας, νίκη του αστικού στρατοπέδου. Το ακόλουθο απόσπασμα από άρθρο του Ζαχαριάδη, γραμμένο το 1951, είναι ενδεικτικό αυτής της νέας πραγματικότητας: “Το κίνημα της εθνικής ενότητας πρέπει να κινητοποιήσει και να αξιοποιήσει όλα αυτά τα εθνικά πατριωτικά στοιχεία και να τα διοχετεύσει σ’ έναν ακατανίκητο εθνικό ξεσηκωμό για τα πάτρια, για τα ιερά και τα όσια «υπέρ των βωμών και εστιών», για το πραγματικό εθνικό συμφέρον ενάντια στην ιεροσυλία, τη βεβήλωση και την αρπαγή της αμερικανοκρατίας και των προσκυνημένων. Το ελληνικό φιλότιμο είναι τεράστια λαϊκή πατριωτική δύναμη που πρέπει να την επιστρατεύσουμε στον ενεργητικό, εθνικό, αντιαμερικανικό αγώνα” (Νίκος Ζαχαριάδης, Νέος Κόσμος, Δεκέμβριος 1951, σελ. 4). Αυτή η παράξενη μίξη μιας αντι-ιμπεριαλιστικής συναισθηματικής γλώσσας με παραδοσιακά εθνικιστικά σχήματα θα εμφανιζόταν στο εξής συχνά στα κείμενα της ελληνικής Αριστεράς. Εξάλλου, η μεταπολεμική σταλινική θεωρία υποστήριζε ότι η εργατική τάξη είχε γίνει ο φρουρός των εθνικών συμφερόντων τα οποία προδίδονταν από τους καπιταλιστές (Ι. Σμιρνόφ, “Τα έθνη και το μέλλον τους”, Νέος Κόσμος, Ιανουάριος 1950 σελ. 34, 35).

 Έτσι το ΚΚΕ θα δήλωνε στην απόφαση της 3ης Ολομέλειας το 1952 ότι: “Το καινούριο έργο του συντρόφου Στάλιν…δίνει μια καινούρια ανεκτίμητη βοήθεια και στο Κόμμα μας και στην πάλη που κάνει ενάντια στην αμερικανοκρατία και το μοναρχοφασισμό, για τη λαϊκή επιβίωση, για την εθνική ανεξαρτησία, τη δημοκρατία και την ειρήνη, το σοσιαλισμό. Και στην Ελλάδα, η αστική τάξη, η πλουτοκρατία πέταξε στο βούρκο τη σημαία της εθνικής τιμής και ανεξαρτησίας, τη σημαία των δημοκρατικών ελευθεριών. Τώρα, περισσότερο και από πριν, η ύπαρξη του έθνους, της ανεξαρτησίας του, εξαρτώνται απ’ τον αγώνα που θα κάνει για την επιβίωση και το μέλλον του, ενάντια στους ξένους βέβηλους κατακτητές και την εσωτερική εθνοπροδοσία. Η μεγαλοαστική τάξη, η πλουτοκρατία, όλο και πιο πολύ, όλο και πιο ανοικτά ξεκόβει απ’ τα συμφέροντα του έθνους, απ’ το ίδιο το έθνος. Μετατράπηκε και μετατρέπεται σε αντεθνικό, ξενοκίνητο, κοσμοπολίτικο εξάρτημα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Πατριωτισμός και έθνος απ’ τη μια και πλουτοκρατία και εθνοπροδοσία απ’ την άλλη, είναι δύο αντίπαλες, ανειρήνευτα εχθρικές παρατάξεις. Το έθνος μπορεί να σταθεί και να ζήσει μόνο παλεύοντας ενάντια στο ξεπούλημα και τον εθνικό αφανισμό όπου το οδηγάει η πλουτοκρατική εθνοπροδοσία, ενάντια στην απεμπόληση των εθνικών συμφερόντων απ’ τους προσκυνημένους στην αμερικανοκρατία”(ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα, Τόμος 7 1949-1955, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1955, σελ. 327).
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο νεοσυσταθείς συνασπισμός της ΕΔΑ, δήλωνε στη διακήρυξή του για τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1951: “το αίμα του ο Λαός μας και μαζί του όλοι εμείς θα το χύσουμε χωρίς φειδώ και χωρίς υπολογισμό για να υπερασπιστούμε και το τελευταίο λιθάρι της Ελληνικής μας πατρίδος. Αλλά δεν θα θυσιάσουμε ούτε ποτέ θα συνεργήσουμε για να θυσιαστεί ούτε και μία μόνο σταγόνα αίματος ελληνικού έξω από την Πατρίδα μας και για σκοπούς ξένους προς τα αποκλειστικά, εθνικά συμφέροντα του Λαού μας…” (Δημοκρατική, 28/8/1951).

Ένας καθοριστικός παράγοντας γι’ αυτήν τη στροφή, ήταν η σταδιακή προτεραιότητα που έλαβε το εθνικό ζήτημα έναντι του ταξικού από το επίσημο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και συγκεκριμένα στην Ελλάδα το σκεπτικό ότι ήταν μια εθνικά εξαρτημένη χώρα και άρα χρειαζόταν μια κυβερνητική αλλαγή που θα κατέληγε στην πραγμάτωση της εθνικής της ανεξαρτησίας. Όπως περιέγραψε πολύ επιτυχημένα ο J. Meynaud, η αντίληψη αυτή ότι η βασική αντίθεση στην Ελλάδα ήταν αυτή μεταξύ των εθνικών και ξένων/ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, οδήγησε την Αριστερά και ειδικά την ΕΔΑ να αποφασίσει για την ανάγκη συνεργασίας με τις “εθνικές-πατριωτικές δυνάμεις” όλου του πολιτικού φάσματος ενάντια στην ολιγαρχία, πρώτα ως υπηρέτη των ξένων συμφερόντων και μόνο δευτερευόντως υπό ένα ταξικό σκεπτικό (J. Meynaud, Πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, Μπάυρον, Αθήνα 1965, σελ. 201).
Με βάση υπαρκτές δυσκολίες και αντιφάσεις του αστικού μπλοκ σε περιπτώσεις όπως της Κύπρου, η Αριστερά θα προσπαθούσε πλέον να διασπάσει το αστικό στρατόπεδο με όχημα τα εθνικά θέματα και κυρίως το κυπριακό, το οποίο συχνά μετατρεπόταν σε πρώτο πρόταγμά της. Για παράδειγμα, για την κατανόηση της τακτικής της ΕΔΑ το 1956 και ιδίως μετά τον εξορισμό του Μακαρίου στην Κύπρο, αρκεί να διαβάσουμε το πρωτοσέλιδο της Αυγής της 25ης Μαρτίου 1956, ημέρα εορτασμού της ελληνικής επανάστασης: “Για την ανένδοτη υπεράσπιση της Αυτοδιάθεσης των Κυπρίων αδελφών μας. Η ΕΔΑ υπέρ μιας κοινής εθνικής πολιτικής και κυβερνήσεως πατριωτικής συνεργασίας. Καμιά κομματική αξίωση: Μόνος οδηγός, το συμφέρον του έθνους” (Αυγή, 25/3/1956). Η πεποίθηση της Αριστεράς στα μέσα της δεκαετίας του ‘50 ήταν ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να πετύχει μια συγκυβέρνηση με τμήματα της αστικής τάξης που θα οδηγούσε την Ελλάδα έξω απ’ το δυτικό συνασπισμό, στο “κλαμπ” των ουδετέρων. Οι ταξικοί αγώνες δεν είχαν πάψει όμως όλο και πιο συχνά υποτάσσονταν στην εθνική πολιτική, όπως την αντιλαμβανόταν η Αριστερά. Είτε όμως η τελευταία χαρασσόταν με πιο στενό εθνικό σκεπτικό (ΕΔΑ) είτε σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος (ΚΚΕ) το σημαντικό πλέον ήταν ότι αιχμή του δόρατος είχαν πάψει να είναι οι εργατικοί αγώνες κι η επαναστατική ανατροπή του καθεστώτος.
Αυτή η αντιστροφή στις προτεραιότητες της Αριστεράς επηρεαζόταν επίσης από τη σοβιετική θεωρία περί ειρηνικής συνύπαρξης των δύο συστημάτων. Όπως δήλωσε πριν τον Χρουτσόφ ο ίδιος ο Στάλιν το 1949: “Παρ’ όλη τη διαφορά των οικονομικών συστημάτων και των ιδεολογιών, η συνύπαρξη αυτών των συστημάτων και ο ειρηνικός διακανονισμός των διαφορών που υπάρχουν ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τις ΗΠΑ όχι μόνο είναι δυνατοί μα και απόλυτα αναγκαίοι για τα συμφέροντα της παγκόσμιας ειρήνης” (Νέος Κόσμος, 15/4/1949). Παρομοίως, την παραμονή της Διάσκεψης της Γενεύης το 1956, ο Μπουλγκάνιν θα δήλωνε ότι η διαφορά μεταξύ των δύο κοινωνικών συστημάτων δεν αποτελούσε εμπόδιο. Μοιάζει λοιπόν λογικό που η εφημερίδα της ΕΔΑ, η Αυγή, θα τυπωνόταν την Πρωτοχρονιά του ’56 φέροντας τον τίτλο “1955: Ο χρόνος που έθαψε τον Ψυχρό Πόλεμο”.
Αντίστοιχα, τα γενικά καθήκοντα του ΚΚΕ, το 1956, -χρονιά της αποσταλινοποίησης- περιγράφονταν ως εξής: “πανεθνική ενότητα όλων των πατριωτικών-προοδευτικών δυνάμεων της χώρας στην πάλη για μια ανεξάρτητη, δημοκρατική Ελλάδα, για την ειρήνη” (Βλ. Αυγή, 17/6/1956. Επίσης, Νέος Κόσμος, Οκτώβριος 1956, σελ. 18). Παρομοίως, η πρώτη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ την ίδια χρονιά θα αποφάσιζε ότι “Η αλλαγή στον τόπο μας θα είναι εθνική, δημοκρατική –όχι σοσιαλιστική. Εθνική ανεξαρτησία, απαραβίαστο της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας. Δυνατότητα συμμαχιών με το Κέντρο και την πατριωτική Δεξιά για την εθνική-δημοκρατική αλλαγή!” (Ι. Πασαλίδης, Αυγή, 22/7/1956).


ΚΚΕ και ΕΑΜ για Ανατολική Θράκη και Τουρκία


Εν αναμονή της Διάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων που θα καθόριζε τα μεταπολεμικά σύνορα και τις πολεμικές επανορθώσεις, την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το ΕΑΜ απέστειλε επιστολή με την οποία γνωστοποιούσε τις εθνικές του διεκδικήσεις. Αυτές ήταν: η ένωση των Δωδεκανήσων και της Κύπρου με την Ελλάδα, η ενσωμάτωση της Βορείου Ηπείρου και της Ανατολικής Θράκης και η εξασφάλιση των Ελληνο-Βουλγαρικών συνόρων. Από αυτές η Κύπρος κι η Ανατολική Θράκη δεν υπήρχαν στην ατζέντα διεκδικήσεων της ελληνικής κυβέρνησης αφού στρέφονταν εναντίον της Τουρκίας και της Βρετανίας, σημαντικών συμμάχων του ελληνικού κράτους στον μεταπολεμικό κόσμο. Η ελληνική κυβέρνηση έδινε έμφαση στα ζητήματα της Β. Ηπείρου και της επαναχάραξης των ελληνο-βουλγαρικών συνόρων που στρέφονταν εναντίον χωρών που ήδη τελούσαν υπό σοβιετική επιρροή. Αντιθέτως, σε όλη την περίοδο προπαρασκευής της Διάσκεψης Ειρήνης καθώς και κατά τη διάρκειά της, η Αριστερά έδινε έμφαση στη διεκδίκηση της Κύπρου και της Ανατολικής Θράκης χωρίς βέβαια να αποσιωπά τα υπόλοιπα αίτημα, αλλά μη αναδεικνύοντάς τα με τον ίδιο τρόπο.
Ιδεολογικά, η διεκδίκηση της Αν. Θράκης ήταν ανεξήγητη καθώς δεν υπήρχε ίχνος ελληνικού πληθυσμού εκεί από το 1922 -πέραν των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης- αλλά και κανένα αίτημα απ’ τους τελευταίους για ένωση με την Ελλάδα, όπως υπήρχε με κινηματικούς όρους στην αποικιοκρατούμενη Κύπρο. Η επιχειρηματολογία των ΕΑΜ-ΚΚΕ στηρίχτηκε στο “ιστορικό δίκαιο” των Ελλήνων στην περιοχή αυτή. Η θέση τους ήταν ότι η Αν. Θράκη είχε αφελληνιστεί βιαίως κατά το παρελθόν κι επομένως επρόκειτο για την επανόρθωση μιας ιστορικής αδικίας. Τα επιχειρήματα αυτά επενδύονταν με άλλα όπως ότι η Τουρκία αποτελούσε ένα αντιδραστικό κράτος, κολλημένο στην οπισθοδρομικότητα το οποίο είχε προδώσει τους βαλκάνιους γείτονές του παραμένοντας ουδέτερο κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Ριζοσπάστης, 3 και 7/5/1946).
Προφανώς κι η διεκδίκηση της Αν. Θράκης δεν ήταν αποτέλεσμα μιας ξαφνικής εθνικιστικής φρενίτιδας που κυρίευσε την ελληνική Αριστερά αλλά μέρος του γεωπολιτικού παιχνιδιού για τον έλεγχο των Στενών του Βοσπόρου (Βλ. Ελεύθερη Ελλάδα, 27/2/1946, 11 και 24/4/1946, 11 και 25/6/1946). Έτσι σε άρθρο της Ελεύθερης Ελλάδας στις 30/1/1946, γράφονταν τα εξής: “Η Ελλάδα ζωτικά ενδιαφέρεται για να εξασφαλίζονται τα Δαρδανέλια από την ευρωπαϊκή ενδοχώρα. Η ασφάλεια των Στενών είναι σπουδαίας σημασίας για την Ελλάδα και για τις άλλες χώρες της Μαύρης Θάλασσας και ειδικά για τη Σοβιετική Ένωση…η τουρκική κυριαρχία σε οποιοδήποτε μέρος της Ευρώπης πρέπει να τερματισθεί”.

Η ελληνική Αριστερά πίεζε με τον τρόπο της για να ενισχύσει τη διαπραγματευτική δύναμη της ΕΣΣΔ αλλά ταυτόχρονα προσπαθούσε να κερδίσει τις εντυπώσεις του πατριωτικού χώρου στο εσωτερικό. Γι’ αυτό η άποψη ότι το ΚΚΕ σύρθηκε πίσω από τις εθνικιστικές απαιτήσεις του υπόλοιπου εαμικού χώρου για να μη διασπάσει τη συμμαχία δε φωτίζει πλήρως τα γεγονότα. Το ζήτημα της Ανατολικής Θράκης τελικά δε συμπεριλήφθηκε ποτέ στην ατζέντα της Διάσκεψης Ειρήνης. Μετά την τελική απόφαση για τη χάραξη των συνόρων, υπάρχουν ελάχιστες αναφορές του ζητήματος από τα έντυπα της Αριστεράς. Μόνο σε ορισμένες φάσεις του εμφυλίου πολέμου, όταν συζητιόταν η δημιουργία κοινού ελληνο-τουρκικού στρατηγείου στη Δυτική Θράκη εναντίον των ανταρτών, ο Ριζοσπάστης υπενθύμιζε αυτή την αξίωση με τίτλους όπως “βγάζει (σ.σ. η κυβέρνηση) στο σφυρί τη Δυτική Θράκη αντί να πάρουμε και την Ανατολική!” (“Ποιος ξεπουλάει την Ελλάδα”, Ριζοσπάστης, 4/10/1947).
Προβληματική υπήρξε επίσης κι η στάση της Αριστεράς έναντι της Τουρκίας. Ήταν αναμενόμενο ότι η Αριστερά θα κρατούσε μια εχθρική στάση προς το τουρκικό κράτος από τη στιγμή που το τελευταίο είχε τοποθετήσει τον εαυτό του στο δυτικό, καπιταλιστικό στρατόπεδο, υιοθετώντας μια προφανή αντι-σοβιετική στάση. Το σημαντικό γεγονός εδώ ωστόσο δεν είναι η κριτική στην Τουρκία λόγω του αντι-σοβιετικού, αντι-κομμουνιστικού της προσανατολισμού, αλλά ο τρόπος που γινόταν αυτή η κριτική. Αναλυτικότερα, η ελληνική Αριστερά, από το 1946, υιοθέτησε έναν αντι-τουρκικό λόγο που βασιζόταν περισσότερο στα εθνικιστικά στερεότυπα, τα συντηρητικά και αντιδραστικά αντανακλαστικά ενός μεγάλου κομματιού του ελληνικού πληθυσμού παρά σε μια ιδεολογική αντιπαράθεση με την πολιτική του τουρκικού κράτους. Ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα αποτελεί μια προκήρυξη που διένειμαν αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, ενώ Ελλάδα και Τουρκία συζητούσαν στρατιωτική συνεργασία εναντίον των ανταρτών. Εκεί διαβάζουμε:“Τίμιοι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες. Τα ιερά κόκαλα των συναδέλφων σας που άταφα κείτονται στα πεδία των μαχών του Εσκί Σεχίρ, του Αφιόν Καραχισάρ, του Καλέ Κροτό και του Σαγγαρίου, τρίζουν μπροστά στην καινούρια ατιμία. Το τίμιο αίμα τους που θεμελίωσε το Μεγαλείο της Πατρίδας ζητάει από σας να πράξετε το καθήκον σας!” (Ελεύθερη Ελλάδα, 14/10/1947).

Για παράδειγμα, ένα σχετικό άρθρο αριστερής εφημερίδας έγραφε: “Από ότι ξέρουμε εμείς, όλη η νεότερη ελληνική ιστορία, από το μεγάλο αγώνα για την εθνική μας ανεξαρτησία μέχρι σήμερα είναι ένας θανάσιμος αγώνας ολόκληρου του ελληνικού έθνους εναντίον των Τούρκων” (Ελεύθερη Ελλάδα, 29/6/1946).

Ακόμα πιο προβληματικό ήταν το γεγονός ότι η Αριστερά συχνά δομούσε την αντι-τουρκική της πολιτική με τα ίδια χαρακτηριστικά που η Δεξιά έπραττε το ίδιο για την αντι-σλαβική της προπαγάνδα. Είναι δύσκολο σήμερα να φανταστεί κανείς μια αριστερή εφημερίδα να υποστηρίζει ότι η Τουρκία “δεν έχει πια ιστορικά καμιά θέση στην Ευρωπαϊκή ήπειρο και έχει αρκετό έδαφος στην Ασία για την ανάπτυξή της» (Ριζοσπάστης, 22/8/1947).