Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

ΘΕΜΑ: Πτώχευση ή επαναδιαπραγμάτευση και έξοδος από το Ευρώ;

Αναπόφευκτο το  «δυστυχώς επτωχεύσαμεν»

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ

ΝΟΜΙΜΟ ΑΙΤΗΜΑ Η ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΡΕΟΥΣ

Παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του έλληνα πρωθυπουργού και το πέπλο σιωπής του ελληνικού Τύπου,  η προσφυγή στο μηχανισμό του ΔΝΤ και της ΕΕ κατέστησε το (απίθανο μέχρι πριν λίγους μήνες) ενδεχόμενο χρεοκοπίας του ελληνικού καπιταλισμού κάτι παραπάνω από βέβαιο. Οι όροι ωστόσο της συζητούμενης αναδιάρθρωσης θωρακίζουν τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των ξένων πιστωτών,
αντίθετα με την επαναδιαπραγμάτευση - διαγραφή που ζητούν οι εργαζόμενοι.

του Λεωνίδα Βατικιώτη





Θέατρο του παραλόγου είναι αυτό που παίζεται στην Ελλάδα με άξονα τις προοπτικές αποπληρωμής του δημόσιου χρέους. «Πρόκειται να προβείτε σε αναδιάρθρωσή του», ρώτησε τον πρωθυπουργό ο ισπανός δημοσιογράφος της Ελ Παΐς την προηγούμενη Κυριακή, επαναλαμβάνοντας ό,τι ακριβώς συζητιέται καθημερινά σε όλο, μα όλο τον διεθνή Τύπο. «Όχι», απάντησε ορθά κοφτά ο Γιώργος Παπανδρέου για να συμπληρώσει ότι αποτελεί ζήτημα αξιοπιστίας για την Ελλάδα να επιστρέψει τα χρήματα στους δανειστές της!
Ο πρωθυπουργός του ΔΝΤ κι όλη μαζί η κυβέρνηση, που προσποιείται ότι δεν υφίσταται θέμα αναδιαπραγμάτευσης του χρέους, ψεύδονται. Κοροϊδεύουν τον ελληνικό λαό όταν υποστηρίζουν πως οι προοπτικές εξυπηρέτησης του είναι ομαλές και προβλέψιμες. Ρίχνουν στάχτη στα μάτια του προσπαθώντας να κερδίσουν χρόνο κι ευχόμενοι να είναι κάποιος άλλος, ο επόμενος, αυτός που θα επαναλάβει τα λόγια του Τρικούπη, «δυστυχώς επτωχεύσαμεν».
Ο Παπανδρέου όμως και ο Παπακωνσταντίνου είναι πολύ φυσιολογικό να μη ενδιαφέρονται για τι θα γίνει το 2011 ή το 2012, καθώς το πιο πιθανό είναι να έχουν εγκαταλείψει και τη χώρα: ο ένας για τις ΗΠΑ κι ο άλλος για την Ολλανδία ή κάποια άλλη χώρα όπου θα πάει να συνεχίσει να δουλεύει για κάποιον μισητό διεθνή ιμπεριαλιστικό οργανισμό, τον ΟΟΣΑ ή το ΔΝΤ, όπως έκανε πριν έρθει στην Ελλάδα. Το πρόβλημα όμως το έχουμε όλοι εμείς που θα συνεχίσουμε να ζούμε εδώŸ
Αυτήν την περίοδο η κυβέρνηση εξαπατά τον κόσμο, κάνοντας επίδειξη δημιουργικής λογιστικής και απατών – ό,τι ακριβώς έκαναν κι οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Οι ανακοινώσεις του υπουργείου για αύξηση των δημόσιων εσόδων και μείωση του ελλείμματος δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα καθώς είναι αποτέλεσμα μιας άτυπης στάσης πληρωμών του Δημοσίου προς όλους τους προμηθευτές που προετοιμάζει το έδαφος για απολύσεις, χρεοκοπίες και ύφεση της οικονομίας.
Η χρεοκοπία δεν ήταν δεδομένη για την Ελλάδα ούτε μέχρι τις αρχές του χρόνου. Όπως είχε φανεί με τον πιο καθαρό τρόπο την περίοδο της πρωθυπουργίας Σημίτη, μια σοβαρή αύξηση των ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ (που ομολογουμένως δεν είναι εύκολα επαναλαμβανόμενη όπως μαρτυρά το γεγονός πως καμιά άλλη χώρα της ΕΕ δεν άγγιζε τέτοιους ρυθμούς) εξασφάλιζε την αργή μεν αλλά σταθερή αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους στην πάροδο του χρόνου. Ο τρόπος ήταν έμμεσος και τεχνητός, μιας και επιτυγχανόταν λόγω της αύξησης του ΑΕΠ – του παρανομαστή δηλαδή του κλάσματος. Παρ’ όλα αυτά το δημόσιο χρέος μπορούσε να εξυπηρετείται ομαλά και η αποπληρωμή του φαινόταν θέμα χρόνου. Εδώ φυσικά εξετάζεται η δυνατότητα και μόνο εξυπηρέτησής του κι όχι η αναγκαιότητα, κατά πόσο δηλαδή είναι σκόπιμο να συνεχίσει να εξυπηρετείται ένα χρέος που δεν κάλυψε κοινωνικές ανάγκες, ενώ η αποπληρωμή του αποκλείει εκ προοιμίου την άσκηση και της πιο απλής αναδιανεμητικής πολιτικής. Θέμα αναδιάρθρωσης λοιπόν δεν υπήρχε μέχρι πρόσφατα, ούτε για την Ελλάδα, ούτε για καμία άλλη χώρα.




Το ζήτημα της δυνατότητας αποπληρωμής του ελληνικού χρέους τέθηκε σε εντελώς νέες βάσεις, μετά τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών κι ειδικότερα μετά την προσφυγή στον κατ’ ευφημισμό μηχανισμό σωτηρίας ΔΝΤ - ΕΕ κι όχι μετά την άνοδο των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων. Για να επιβεβαιωθεί εκ νέου ότι ήταν προτιμότερο να πληρώναμε 6%, 7%, 8% ακόμη και μεγαλύτερα επιτόκια αντί της προσφυγής στο ΔΝΤ, να υπενθυμίσουμε ότι όσο διάστημα το ελληνικό Δημόσιο πλήρωνε αυτά τα απαράδεκτα και τοκογλυφικά επιτόκια δεν είχε δει το φως της δημοσιότητας κάποια προβολή της επίδρασης του επαυξημένου κόστους στο δημόσιο χρέος που να προοιωνίζεται τη σημαντική του άνοδο.
Αντίθετα με σήμερα! Το μνημόνιο συνεργασίας της ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα, προβλέπει με κάθε επισημότητα ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας στο τέλος του 2012 θα φθάσει το 149%. Μετά δηλαδή την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, του θεσμού της διαιτησίας, των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και την επίλυση επιτέλους του προβλήματος της γενιάς των 700 ευρώ με τον εντελώς απροσδόκητο τρόπο της μετατροπής τους σε γενιά των 550 ευρώ, το δημόσιο χρέος θα έχει φθάσει σε επίπεδα απλώς μη διαχειρίσιμα. Τότε η δυνατότητα να βγει το ελληνικό Δημόσιο και να ζητήσει δανεικά από την αγορά (αυτό δεν ήταν επίσημα το ζητούμενο της δανειοδότησης με τα 110 δισ. και της θεραπείας - σοκ που ακολούθησε;) απλώς δεν θα υφίσταται, γιατί αν οι τοκογλύφοι κάνουν πάρτι με το χρέος στο 115% του ΑΕΠ, αν τυχόν και πάει στο 149% τότε θα κάνουν όργια. Μάλιστα, αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, το χρέος θα αυξηθεί πολύ παραπάνω από 149%, επειδή η ύφεση θα είναι μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη (-4% για το τρέχον έτος και -2,5% το 2011 αναφέρεται στο μνημόνιο), επομένως το ΑΕΠ θα μειωθεί δραματικά κι έτσι το χρέος θα εκτοξευθεί. Τότε ο πρωθυπουργός θα έχει καταφέρει για μια ακόμη φορά το απίθανο: Aπό τα δύο κακά (ΔΝΤ ή χρεοκοπία;) να πετύχει και τα δύο!
Σε αυτή την περίπτωση ο ίδιος ο ιμπεριαλισμός θα επιβάλει την αναδιάρθρωσή του με την ονομαστική του μείωση (το επονομαζόμενο κούρεμα) κι έναν διακανονισμό που θα μεταφέρει σε βάθος χρόνου την ωρίμανσή του με απεχθείς όρους και με μοναδικό στόχο να μη χάσει όλα του τα χρήματα. Κάτι αντίστοιχο έγινε με τις βαριά υπερχρεωμένες φτωχές χώρες (HIPC) πριν δέκα περίπου χρόνια, που είδαν το χρέος τους να μειώνεται σε λογικά επίπεδα μόνο και μόνο για να αποπληρωθεί κι ως αντάλλαγμα αποδέχθηκαν υπερδεκαετή κι εξοντωτικά προγράμματα λιτόητας. Το θέμα επομένως τίθεται από τον ίδιο τον ιμπεριαλισμό ανεξαρτήτως της δικής μας θέλησης κι άμεσα, όχι στο απώτερο μέλλον. Ακόμη κι ο Economist στο προηγούμενο τεύχος του ανέφερε ότι «οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα πρέπει από τώρα να αρχίσουν να σχεδιάζουν μια συντεταγμένη αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους που θα περιλαμβάνει και τη ζημία τραπεζών που διατηρούν ελληνικά ομόλογα». Το ίδιο ζήτησε την προηγούμενη εβδομάδα και ο οικονομολόγος Ρόμπερτ Μαντέλ, νεοφιλελεύθερος θεωρητικός των νομισματικών ενοποιήσεων κι ο αμερικάνος θεωρητικός Στιβ Χάνκε, σύμβουλος του Ρέιγκαν κι αρχιτέκτονας της δολαριοποίησης της Αργεντινής τη δεκαετία του ’90. Για τον μεν πρώτο, «ίσως χρειαστεί αναδιάρθρωση χρέους για ένα ή δύο ασθενή δημοσιονομικά μέλη της ευρωζώνης», ενώ για τον δεύτερο, «το θανατηφόρο σπιράλ της Ελλάδας θα καταλήξει ή σε αναδιάρθρωση χρέους ή σε ολοκληρωτική στάση πληρωμών».
Η ουσία ωστόσο βρίσκεται στους όρους, με τους οποίους θα γίνει η αναδιάρθρωση του χρέους. Η «αχίλλειος πτέρνα» του ελληνικού δημόσιου χρέους (κατά την έκφραση της Wall Street Journal στις 29 Απρίλη), το οποίο ανέρχεται περίπου στα 300 δισ. ευρώ, είναι ότι το 59% του βρίσκεται στα χέρια ευρωπαϊκών τραπεζών. Θεωρείται σίγουρο ότι αυτή η δομή θα αλλάξει άρδην κατά τους επόμενους μήνες, καθώς οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα εκμεταλλευτούν την περίοδο χάριτος που προσφέρει ο μηχανισμός ΔΝΤ - ΕΕ, με τους εγγυημένους όρους δανειοδότησης, για να ξεφορτωθούν τα ελληνικά χαρτιά. Άλλωστε, δεν θέλει και βαθιά γνώση για να αντιληφθεί κανείς ότι αυτό ακριβώς ήταν το ζητούμενο της ενεργοποίησης του μηχανισμού: Nα κερδίσουν χρόνο οι ξένες τράπεζες που είναι βαριά εκτεθειμένες, έχοντας στο ενεργητικό τους υψηλής αξίας ελληνικά ομόλογα, και να περιορίσουν τις θέσεις τους. Σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το απίθανο, με πραγματικούς όρους, ενδεχόμενο χρεοκοπίας της Ελλάδας κατέστη μαθηματικά βέβαιο για να σωθούν οι τραπεζίτες, χώρια του αδιαμφισβήτητου οφέλους της αστικής τάξης από την καταστρατήγηση των κοινωνικών κατακτήσεων.
Ο χάρτης των επενδύσεων στα ελληνικά ομόλογα συμπληρώνεται από ένα ποσοστό της τάξης του 30% που βρίσκεται στα χέρια ελληνικών τραπεζών και εγχώριων ασφαλιστικών ταμείων. Ένα πρώτο, πρόχειρο σχέδιο αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους επομένως, που θα διαμορφωνόταν στα γραφεία του ΔΝΤ ή στο παράρτημά του στην πλατεία Συντάγματος ως βασική του παράμετρο θα είχε τη διαγραφή εκείνου του τμήματος το οποίο κατέχουν τα ασφαλιστικά ταμεία και οι εγχώριες τράπεζες. Ενδεχόμενο που θα οδηγούσε τράπεζες και ταμεία στη χρεοκοπία (εξέλιξη εξαιρετικά αρνητική για το εργατικό κίνημα μια και θα στερούσε όχι μόνο τις συντάξεις αλλά και τη δυνατότητα κρατικοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος) μόνο και μόνο για να διασφαλιστούν οι πιθανότητες να αποπληρώσει το ελληνικό Δημόσιο τους ξένους πιστωτές του. Το σενάριο της αναδιάρθρωσης δεν αποτελεί αποκύημα φαντασίας. Για την υλοποίησή του πιέζει αφόρητα ο ιμπεριαλισμός και εργάζεται εν κρυπτώ το ελληνικό Δημόσιο που έχει προσλάβει κι εξειδικευμένο σύμβουλο.
Το σημαντικότερο ερώτημα όμως, από τη σκοπιά των εργατικών κι ευρύτερων λαϊκών συμφερόντων, δεν αφορά τη δυνατότητα αποπληρωμής του χρέους, αλλά την αναγκαιότητα. Κι εδώ η απάντηση πρέπει να είναι σαφώς αρνητική! Η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους είναι εδώ και καιρό ο ελέφαντας στο στενόχωρο δωμάτιο (ελέω θεσμοθετημένων φοροαπαλλαγών του κεφαλαίου) των ελληνικών δημόσιων οικονομικών. Απομυζά τους δημόσιους πόρους και τα λεφτά των φορολογουμένων απαγορεύοντας την παροχή αυξήσεων σε μισθούς και συντάξεις και τις προσλήψεις δασκάλων, καθηγητών, νοσοκομειακών και γιατρών, που συνιστούν αδήριτη κοινωνική ανάγκη. Προς επίρρωση: Ο φετινός προϋπολογισμός πρόβλεπε να δοθούν για πληρωμές τόκων 12,3 δισ. ευρώ, ενώ για συντάξεις 6,4 δισ. ευρώ. Οι τόκοι δηλαδή απορρόφησαν διπλάσια χρήματα από τις συντάξεις. Ενώ για χρεολύσια δόθηκαν 29 δισ. όταν για δαπάνες προσωπικού προβλέφθηκαν 26,5 δισ. Τα χρεολύσια επομένως ήταν περισσότερα από τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων. Η ίδια ακριβώς κατάσταση υπάρχει εδώ και χρόνια. Το 2009 για παράδειγμα τα χρεολύσια ανέρχονταν σε 29 δισ. ευρώ, ενώ το κονδύλι για αποδοχές δημοσίων υπαλλήλων και συντάξεις 25 δισ.
Η αναγκαιότητα αποπληρωμής του δημόσιου χρέους πρωτίστως αμφισβητείται από τις σκοτεινές διαδρομές που διατρέχουν τα κρατικά ομόλογα, από τη στιγμή που τα εκδίδει οποιοδήποτε κράτος. Η συνεχής υποτίμηση της ονομαστικής τους αξίας κάθε φορά που αλλάζουν χέρι με σκοπό την εξασφάλιση του τόκου έχουν μετατρέψει το δημόσιο χρέος σε έναν πύργο από τραπουλόχαρτα με αποτέλεσμα ακόμη κι από το επονομαζόμενο κούρεμα να μη δημιουργούνται πραγματικές απώλειες εισοδήματος, έστω κι αν υποτεθεί ότι θα μας ενδιέφερε η αξιοπιστία του εκδότη κι η διασφάλιση του εισοδήματος του κατόχου του. Επομένως δεν πρόκειται καν για υποτίμηση. Εν προκειμένω η ονομαστική τιμή θα προσαρμοστεί στο επίπεδο της αγοραίας, που έχει διαμορφωθεί από τον πιο άγριο χορό τοκογλυφίας.
Υπάρχει κι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο το αίτημα παραγραφής του εξωτερικού δημόσιου χρέους ή επαναδιαπραγμάτευσής του με στόχο τη διαγραφή μεγάλου μέρους του (κάτι που στην πράξη θα κριθεί από τους ταξικούς συσχετισμούς) είναι νόμιμο. Αρκεί να σκεφτούμε πόσα δάνεια υπέγραψε το ελληνικό Δημόσιο φεσώνοντας τον ελληνικό λαό με δισεκατομμύρια για να αγοράσει με αυτά τα λεφτά κορβέτες που στάλθηκαν στον Περσικό Κόλπο υποστηρίζοντας τα αμερικανικά ιμπεριαλιστικά σχέδια ή πόσα εκατομμύρια ξοδεύτηκαν για να αγοραστεί το χαφιεδοσύστημα C4I που όχι μόνο δεν παραλείφθηκε ποτέ αλλά αποτέλεσε και όχημα μίζας προς ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.
Κατά συνέπεια οι εργαζόμενοι δικαιούνται να θέτουν ζήτημα παύσης πληρωμών του δημόσιου χρέους και επαναδιαπραγμάτευσης του, στο πλαίσιο μιας σειράς ακόμη μέτρων, που θα δίνουν διέξοδο προς όφελος των εργαζομένων στη σοβούσα κρίση και ταυτόχρονα θα θέτουν σε αμφισβήτηση την αστική κυριαρχία. Η ίδια τους δε η πάλη θα εξασφαλίσει ότι οι όροι της επαναδιαπραγμάτευσης θα είναι προς όφελός τους κι όχι προς όφελος της Ντόιτσε Μπανκ.




Αναγκαία η παύση πληρωμών του χρέους
 ΝΟΜΙΜΟ ΑΙΤΗΜΑ Η ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΡΕΟΥΣ



Στη βάση των παραπάνω προκαλεί απορία η επιμονή με την οποία η γραμματέας του ΚΚΕ, Αλ. Παπαρήγα και ο Ριζοσπάστης επιτέθηκαν στην «πρωτοβουλία οικονομολόγων και πανεπιστημιακών» με αφορμή το αίτημα για παύση πληρωμών. Η πρωτοβουλία των οικονομολόγων δέχθηκε την προηγούμενη εβδομάδα μια «συμμετρική», «αμφίπλευρη» επίθεση, καθώς πέρα από τον Ριζοσπάστη δέχθηκε την «περιποίηση» και της Αυγής, η οποία σε δύο δημοσιεύματά της τόνισε ότι «πρόσκειται στο Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής» του Αλέκου Αλαβάνου. Κι αυτό παρότι ο ιδρυτής του ΣΥΡΙΖΑ μόλις τη Δευτέρα, κατά τη διάρκεια ομιλίας του σε παρουσίαση βιβλίου, απέρριψε με σαφή τρόπο τη λύση εξόδου από το ευρώ. Πρόταση που μαζί με την παύση πληρωμών αποτελούν την προμετωπίδα της πρωτοβουλίας, που έχει συναντήσει μέχρι στιγμής αναπάντεχα θετική υποδοχή σε εργαζόμενους που ζητούν μια ριζοσπαστική, φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση.
Η κριτική του ΚΚΕ απέρριπτε το αίτημα παύσης πληρωμών συγχέοντας την αναδιάρθρωση που θα επιβάλουν οι τραπεζίτες με την επαναδιαπραγμάτευση που οφείλουν να διεκδικήσουν μαχητικά κι επιθετικά οι εργαζόμενοι για να μην υποστούν τα βάρη της κρίσης.
Η πλούσια εμπειρία του κινήματος και της Αριστεράς, από την οκτωβριανή επανάσταση μέχρι το κίνημα του Φιντέλ Κάστρο στο πλαίσιο των Αδεσμεύτων τη δεκαετία του ’80, δεν έπεισε το ΚΚΕ για το κεκτημένο και κυρίως για τη δυνατότητα που έχει ένα τέτοιο αίτημα να συσπειρώσει ευρύτερα τμήματα των εργαζομένων σε μια –εκ των πραγμάτων– αντικαπιταλιστική κατεύθυνση για μια χώρα καταχρεωμένη, που το ζήτημα του εξωτερικού χρέους ανέκαθεν συμπύκνωνε ταξικές σχέσεις. Κι εδώ το ταξικό περιεχόμενο κι η αποτίμηση κάθε πρότασης προκύπτει όταν τεθεί το ερώτημα ποιος ωφελείται και ποιος βλάπτεται από το συγκεκριμένο αίτημα.
Κι επίσης όταν τεθεί στο συνολικό της πλαίσιο που με ρητό τρόπο, μαζί με την παύση πληρωμών και την έξοδο από το ευρώ, περιλαμβάνει: τη χορήγηση γενναίων αυξήσεων σε μισθούς και συντάξεις, αθρόες χρηματοδοτήσεις στην παιδεία και την υγεία, αύξηση των φορολογικών συντελεστών των ανωνύμων εταιρειών στο 45%, φραγμούς στην κυκλοφορία κεφαλαίων, κρατικοποιήσεις τραπεζών και στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, άσκηση ενεργής βιομηχανικής πολιτικής με σκοπό τη στήριξη της απασχόλησης και της παραγωγής κοινωνικά χρήσιμων αγαθών και υπηρεσιών, υποτίμηση του νομίσματος κ.ά.
Πρόκειται για αιτήματα που είναι συνεκτικά και αλληλοσυμπληρούμενα παρότι ανολοκλήρωτα και στο σύνολό τους συνθέτουν ένα ασφαλές περίγραμμα άσκησης φιλολαϊκής πολιτικής. Επίσης δεν απευθύνονται στην κυβέρνηση αλλά στους εργαζόμενους και διευκολύνουν το ξεδίπλωμα της εργατικής πάλης και την άνοδο της αυτοπεποίθησης των εργαζομένων.




ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΕΥΡΩ
Όρος άσκησης φιλολαϊκής πολιτικής
ΓΕΝΝΗΤΟΡΑΣ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ

Η έξοδος από το ευρώ αποτελεί αναγκαιότητα στον βαθμό που η υλοποίηση όλων των προηγούμενων στόχων (παύσης πληρωμών, κρατικοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, κ.ά.) θα σημάνει αναπόφευκτα τη ρήξη των δεσμών νομισματικής ενοποίησης με την ιμπεριαλιστική ΕΕ. Η πάλη δε εναντίον της –όρος εκ των ων ουκ άνευ στη διαδικασία ρήξης με τα πολλαπλά επίπεδα αστικής κυριαρχίας– και η αναγκαία αποδέσμευση διευκολύνεται με την έξοδο από το ευρώ και δεν αναιρείται. Η νομισματική ενοποίηση άλλωστε αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο κι «ανώτερο στάδιό» της. Ποτέ δεν θα μπορούσε η Γερμανία να οδηγήσει στα δημοσιονομικά Τάρταρα το Μεσογειακό Κλαμπ, προκαλώντας τον εκτροχιασμό του δημοσιονομικού ελλείμματος και του χρέους του, αν πριν δεν είχε αλώσει τα εμπορικά του ισοζύγια, αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητες που προσέφερε η ΕΕ της κατάργησης των εμπορικών φραγμών και της ενιαίας αγοράς. Τα αντεργατικά πραξικοπήματα στην Ισπανία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα των τελευταίων εβδομάδων (πέραν των πανίσχυρων ταξικών συμφερόντων που εκπροσωπούν στο εσωτερικό της ίδιας της χώρας) είναι η «φυσική» συνέπεια του γερμανικού εμπορικού πλεονάσματος των 12,1 δισ. ευρώ με την Ισπανία το 2009 (31 δισ. ευρώ εξαγωγές μείον 18,9 δισ. εισαγωγές), των 11,2 δισ. ευρώ με την Ιταλία (50,6 δισ. εξαγωγές μείον 39,4 δισ.), των 2,6 δισ. ευρώ με την Πορτογαλία (6,1 μείον 3,5) και των 4,7 δισ. με την Ελλάδα (6,5 δισ. ευρώ εξαγωγές μείον 1,8 δισ. ευρώ εισαγωγές) κοκ.
Τούτων δοθέντων, του αδιαμφισβήτητα ταξικού και ιμπεριαλιστικού προσήμου που φέρει εγγενώς η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από τα πιο αθώα της παιδικά βήματα, η υπεράσπισή της δεν διευκολύνει την ανάπτυξη της αντικαπιταλιστικής πάλης. Πολύ περισσότερο σήμερα, που η συνεχής αντιδραστικοποίησή της ΕΕ, όπως επιτυγχάνεται με τη συντηρητική αναθεώρηση από την Γερμανία των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας, δείχνει πιο καθαρά το αντιδραστικό της περιεχόμενο. Το αίτημα εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ δεν ισοδυναμεί επομένως με εθνικισμό, στο βαθμό που η υλοποίησή του θα συντελείται σε ένα πλαίσιο ευρύτερων φιλολαϊκών, αντικαπιταλιστικών στόχων. Οι δυνάμεις άλλωστε που χαρακτηρίζουν αναγκαιότητα την παραμονή στο ευρώ και την ΕΕ, αποφεύγουν να απαντήσουν πώς θα εφαρμοστούν οι φιλολαϊκές μεταβολές εντός της ΕΕ, όταν η Γερμανία είναι αποφασισμένη να αναιρέσει ακόμη και τις πολιτικές αναδιανομής των προηγούμενων χρόνων, υποδεικνύοντας τις πιο ωμές ταξικές πολιτικές από την μια άκρη ως την άλλη, μέσω της οργανικής της διασύνδεσης με το ΔΝΤ. Υπό αυτή την έννοια αποδεικνύεται προφητική η επιλογή του γερμανικού ιμπεριαλισμού να τοποθετήσει στην προεδρία της Γερμανίας, τον Χερστ Κέλερ, πρώην επικεφαλής του ΔΝΤ. Ο διορισμός δε του Μισέλ Καμντεσύ (επικεφαλής του ΔΝΤ την εποχή της ασιατικής κρίσης και υπευθύνου για το θάνατο από πείνα χιλιάδων ανθρώπων) από το γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί την προηγούμενη εβδομάδα ως υπεύθυνου για την αναμόρφωση των δημόσιων οικονομικών βεβαιώνει ότι η εμμονή με το ΔΝΤ δεν αποτελεί γερμανική ιδιαιτερότητα. Επιπλέον, όσοι θεωρούν αναγκαιότητα την παραμονή στο ευρώ (και τη θωράκιση της νομισματικής πολιτικής από τις λαϊκές πιέσεις) παραβλέπουν ότι το κοινό νόμισμα αποτελεί γεννήτορα αντιθέσεων και μηχανισμό όξυνσης των ανισοτήτων προς όφελος των ιμπεριαλιστικών σχηματισμών. Ακόμη κι από μηδενική βάση, χωρίς ελλείμματα δηλαδή, να ξεκινούσε η Ελλάδα ή η Πορτογαλία τις ανταλλαγές της με τη Γερμανία στο πλαίσιο μιας νομισματικής ενοποίησης η πορεία δημοσιονομικής κρίσης θα ήταν προδιαγεγραμμένη.
Το ερώτημα από την άλλη που γεννιέται για τη δυνατότητα επιβίωσης και αναπαραγωγής ενός κοινωνικού σχηματισμού αποκομμένου από μορφές ενοποίησης είναι προφανές. Ακόμη κι αν υπήρχε στο παρελθόν, σήμερα δεν υπάρχει. Παρ’ όλα αυτά η ΕΕ δεν αποτελεί μονόδρομο. Αντίθετα το γνώρισμα που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει μια μορφή οικονομικής ενοποίησης, ακόμη και χαλαρής συνεργασίας είναι τα λίγο πολύ συγκρίσιμα επίπεδα παραγωγικότητας της εργασίας (όπως αυτά που υπάρχουν μεταξύ των περισσότερων μεσογειακών χωρών ή των λατινοαμερικάνικων μεταξύ τους) έτσι ώστε να διασφαλίζεται η όσο το δυνατόν λιγότερο άνιση ανταλλαγή.