Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Ασφαλιστικό: Ενιαία έκφραση των εργατικών αναγκών

Mε ποιες διεκδικήσεις θα αντιπαρατεθούν το εργατικό κίνημα και η Αριστερά στον ασφαλιστικό Καιάδα που θα διαμορφωθεί αν περάσουν το έκτρωμα Λοβέρδου και τα συνολικότερα μέτρα της οικονομικής και πολιτικής χούντας κυβέρνησης - ΕΕ - ΔΝΤ -κεφαλαίου;

του Βασίλη Μηνακάκη



Πριν διατυπώσουμε ορισμένες σκέψεις, ας κάνουμε δυο επισημάνσεις. Καταρχήν, είναι μείζονος σημασίας ζήτημα αν και πώς η γραμμή του εργατικού κινήματος θα συνδεθεί με πραγματικές εργατικές ανάγκες, θα εκφράσει ταξικά, εργατικά συμφέροντα στο σήμερα και το αύριο. Αν δεν γίνει κάτι τέτοιο, είναι αδύνατον η γραμμή αυτή να μετασχηματιστεί σε «υλική κινηματική ισχύ», ακόμη κι αν δούμε μαζικότατους αγώνες. Δεν πρέπει να θεωρείται αυτονόητο κάτι τέτοιο – ειδικά αν θέλουμε να κινηθούμε με μια γραμμή αγωνιστικής ταξικής ενότητας κι όχι με μια τακτικίστικη και συντεχνιακή λογική εγκλωβισμού στα δεδομένα του επιμέρους χώρου.
Η ως τώρα πρακτική της Αριστεράς και του συνδικαλιστικού κινήματος κυριαρχείται από το συντεχνιακό πνεύμα, την πάλη για τη «σωτηρία του δικού μας ταμείου», την κινηματική επένδυση στην ιδιαιτερότητα του κάθε εργασιακού χώρου. Έτσι, καθήκον πρώτης γραμμής είναι η ενιαία έκφραση των εργατικών αναγκών – τόσο αμυντικά (να μην απομονωθεί ο κάθε φορά πληττόμενος κλάδος) όσο και επιθετικά (για να διεκδικηθούν ενιαία οι ουσιαστικές εργατικές ανάγκες). Είναι η υπέρβαση του κατακερματισμού των διεκδικήσεων, με έναν τέτοιο τρόπο που θα σφυρηλατεί ένα πανίσχυρο ενιαίο εργατικό μέτωπο απόκρουσης κάθε αντεργατικής αλλαγής (όπου κι αν εκδηλώνεται) και διεκδίκησης των εργατικών δικαιωμάτων της εποχής μας.
Δεύτερον, θεωρούμε αυτονόητη τη μαχητική αντίσταση στο σχέδιο νόμου του Λοβέρδου, άλλο τόσο αυτονόητη, όμως, θεωρούμε την ανάγκη να δοθεί αυτή η μάχη από τη σκοπιά των εργατικών αναγκών, από τη σκοπιά της εργατικής χειραφέτησης. Αν και φαντάζουν αντιθετικές αυτές οι πλευρές, δεν είναι. Αν το εργατικό κίνημα και η Αριστερά «δραπετεύσουν» στη δεύτερη γραμμή, θα αποκοπούν από τους εργαζόμενους. Αν, από την άλλη, καθηλωθούν στην πρώτη, θα μετατραπούν σε ουρά του «κράτους πρόνοιας», θα καταντήσουν να παζαρεύουν τη χειροτέρευση της εργατικής θέσης και, εν τέλει, δεν θα καταφέρουν να ασκήσουν ούτε αποτελεσματική αντίσταση.
Τι είδους κοινωνική ασφάλιση χρειάζονται οι εργαζόμενοι, όμως; Οι εργαζόμενοι έχουν ανάγκη κυρίως από μια «κοινωνία ασφάλειας» και όχι απλώς από ένα σύστημα ασφάλισης. Χρειάζονται μια ασφαλιστική προστασία που θα αναβλύζει απ’ όλους τους πόρους της κοινωνίας και όχι τόσο από έναν ιδιαίτερο μηχανισμό ο οποίος –θεωρώντας την ανασφάλεια ως αναπόφευκτο στοιχείο της κοινωνίας– θα έρχεται εκ των υστέρων να απαλύνει τις συνέπειές της. Γιατί: Μα γιατί ένας ειδικός μηχανισμός κοινωνικής προστασίας –ακόμη και ο πιο προωθημένος– είναι δυνατόν να μετριάσει την ανασφάλεια - συνώνυμο του καπιταλισμού, αδυνατεί όμως να την ακυρώσει.
Όμως το ζητούμενο από εργατική σκοπιά δεν μπορεί να είναι ο «μετριασμός» της ανασφάλειας –η οποία σήμερα γιγαντώνεται–, αλλά η άρση της. Το ζητούμενο αυτό αντιβαίνει ριζικά με το πλαίσιο του «κράτους πρόνοιας» και –περισσότερο– με το πλαίσιο που διαμορφώνουν τα αντιδραστικά μέτρα κυβέρνησης - ΕΕ - ΔΝΤ - κεφαλαίου. Άρα, ο αγώνας για ουσιαστική ασφαλιστική προστασία δεν μπορεί παρά να είναι βαθύτατα αντικαπιταλιστικός και ανατρεπτικός, να σφραγίζεται από την απαίτηση να καταργηθεί η μισθωτή σχέση εκμετάλλευσης.
Επιπλέον, ο αγώνας για ουσιαστική ασφαλιστική προστασία δεν μπορεί να περιορίζεται σε «στενά» ασφαλιστικές διεκδικήσεις και στην ατζέντα που ορίζει ο αστικά διαμορφωμένος μηχανισμός κοινωνικής προστασίας. Είναι αναγκαίο να περιλαμβάνει διεκδικήσεις κατά των απολύσεων και των ελαστικών σχέσεων εργασίας, της λιτότητας, των εξοντωτικών ρυθμών και των άθλιων συνθηκών εργασίας κ.λπ. Χωρίς τέτοια μέτρα οι όποιες ρυθμίσεις στο σύστημα ασφάλισης θα μοιάζουν με ασπιρίνες για την πνευμονία.
Η οικοδόμηση μιας κοινωνίας που θα «παράγει» ασφάλεια και όχι ανασφάλεια δεν ακυρώνει, προφανώς, την ανάγκη και ειδικών μηχανισμών κοινωνικής προστασίας. Όμως, ποιος θα πρέπει να είναι ο χαρακτήρας τους; Οι εργαζόμενοι έχουν ανάγκη από ένα δίκτυο κοινωνικής ασφάλισης που δεν θα αναπαράγει (κοινωνικά και πολιτικά) τη σχέση μισθωτής εκμετάλλευσης και τον εμπορευματικό χαρακτήρα της εργατικής δύναμης, αλλά θα συνδέεται με την πάλη για ανατροπή τους. Σε αυτή τη βάση, ο ορίζοντας και το πνεύμα των διεκδικήσεων του εργατικού κινήματος δεν μπορεί να είναι η επιστροφή στην εποχή του κεϋνσιανισμού, του «κράτους πρόνοιας», γατί ακόμη και αυτοί οι θεσμοί δεν αντιπροσώπευαν με απελευθερωτικό κριτήριο τις εργατικές ανάγκες και γιατί μια τέτοια επιστροφή σήμερα είναι σήμερα εξωπραγματική.
Μήπως, λοιπόν, το εργατικό κίνημα πρέπει να εγκαταλείψει τη μάχη για την υπεράσπιση των «κεκτημένων»; Κατηγορηματικά όχι. Το εργατικό κίνημα οφείλει να πρωτοστατήσει στους αγώνες για την απόκρουση της νέας αντιασφαλιστικής επίθεσης. Ταυτόχρονα, όμως, οφείλει να δίνει τη μάχη αυτή από τη σκοπιά των εργατικών αναγκών και της χειραφετητικής οπτικής και όχι από τη σκοπιά της διατήρησης και διαχείρισης της υπάρχουσας κατάστασης.
Για το εργατικό κίνημα, συνεπώς, η υπεράσπιση των εργατικών και νεολαιίστικων ασφαλιστικών δικαιωμάτων δεν πρέπει να ταυτίζεται, σε κάθε φάση των μεταρρυθμίσεων, με το ασφαλιστικό στάτους που διαμόρφωσε η προηγούμενη φάση της αντιασφαλιστικής επίθεσης, το οποίο συλλήβδην βαφτίζεται «κεκτημένα». Το σύνθημα, επομένως, που αντιπροσωπεύει τα εργατικά συμφέροντα δεν είναι το «κάτω τα χέρια από τα κεκτημένα», αλλά το «κάτω τα χέρια από τις ασφαλιστικές μας ανάγκες».  Δεν είναι το «κάτω τα χέρια από τα ταμεία μας», αλλά το «κάτω τα χέρια από τα ασφαλιστικά δικαιώματά μας».
Τόσο η θετική σκιαγράφηση μιας συμβατής με τα εργατικά συμφέροντα και την κοινωνική χειραφέτηση λογικής, όσο και η διαφοροποίηση με τις και εχθρικές προς αυτά λογικές, αποτελούν τη βάση για τη διατύπωση πιο συγκεκριμένων διεκδικήσεων. Οι διεκδικήσεις αυτές αντιμετωπίζουν την κοινωνική ασφάλιση ως κοινωνικό δικαίωμα πρώτης γραμμής· ως υποχρέωση της πολιτείας απέναντι σε κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από το φύλο, την εθνικότητα, τα χρόνια εργασίας, την ύπαρξη ή μη τυπικών προϋποθέσεων για την απόληψη τούτης ή της άλλης ασφαλιστικής παροχής· ως «ανεξάρτητη μεταβλητή», η κάλυψη της οποίας βρίσκεται όχι σε εξάρτηση αλλά σε απόλυτη προτεραιότητα απέναντι στους δείκτες της ανταγωνιστικότητας ή στις λεγόμενες «αντοχές της εθνικής οικονομίας».  
Στη βάση αυτή, είναι αυτονόητη η διεκδίκηση ενός υψηλού επιπέδου κοινωνικών ασφαλιστικών δικαιωμάτων και παροχών, σε αντιπαράθεση με τη λογική που εναποθέτει την ασφαλιστική προστασία στην «ατομική ευθύνη» του εργαζόμενου, καθώς και η διεκδίκηση μιας καθολικής ασφαλιστικής προστασίας, σε αντιπαράθεση με την ανασφάλιστη εργασία. Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας, του υλικού και πνευματικού πλούτου που παράγουν ο νους και τα χέρια των εργαζόμενων ανθρώπων προσφέρουν πάμπολλες δυνατότητες για μια τέτοια ικανοποίηση των εν λόγω διεκδικήσεων, που θα επιτρέψει τόσο τη ριζική μείωση του χρόνου εργασίας (ως διάρκεια εργαζόμενης μέρας και ως διάρκεια εργάσιμου βίου), όσο και τη γενναία αύξηση των ασφαλιστικών παροχών.
Εξίσου αυτονόητο είναι ένα πλέγμα διεκδικήσεων που τείνουν να μεταφέρουν το οικονομικό βάρος της ασφάλισης στο κεφάλαιο, μειώνοντας ή απαλλάσσοντας την εργατική τάξη από τις άμεσες (εργατική εισφορά) ή έμμεσες (κρατική εισφορά) ασφαλιστικές επιβαρύνσεις. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να ενταχθούν τα  αιτήματα για φορολόγηση των καπιταλιστικών κερδών και των χρηματιστηριακών πράξεων, για αύξηση των εργοδοτικών εισφορών ή το να πληρώνουν για την ασφάλιση μόνο οι εργοδότες και το κράτος. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και το αίτημα για επιστροφή των καταληστευθέντων πόρων των ταμείων.
Αυτά τα οικονομικού χαρακτήρα αιτήματα διαπνέονται από μία αρχή: τη μείωση της υπεραξίας που καρπώνονται οι κεφαλαιοκράτες άμεσα (στην άμεση διαδικασία της παραγωγής - μισθοί) είτε έμμεσα (στη διαδικασία της διανομής και της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης - προϋπολογισμός, κοινωνική ασφάλιση), την επιστροφή στους εργάτες ενός μέρους της έμμεσα υπεξαιρεθείσας από αυτούς υπεραξίας ως την κατάργηση της ίδιας της αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης. Ως εκ τούτου, δεν είναι αιτήματα ενσωματώσιμα, ούτε ρεφορμιστικού και «λογιστικού» χαρακτήρα υποδείξεις προς το αστικό κράτος και τις κυβερνήσεις.
Ένα ακόμη κομβικό στοιχείο είναι η απαίτηση για αποκλειστικά δημόσια ασφαλιστική προστασία, σε αντιπαράθεση τόσο με την ιδιωτική ασφάλιση όσο και με την τάση κυριαρχίας των αγοραίων, ανταποδοτικών, κεφαλαιοποιητικών κριτηρίων στη λειτουργία της κρατικής ασφάλισης.