Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Λάδι στη φωτιά από Ν. Κορέα-ΗΠΑ

Ψυχροπολεμικό κλίμα επικρατεί στην κορεατική χερσόνησο, με τη συντηρητική κυβέρνηση της Νότιας Κορέας, επικουρούμενη από τις ΗΠΑ, να ρίχνει λάδι στην ένταση με τους βόρειους γείτονές της, ευελπιστώντας ότι έτσι, θα βγει ενισχυμένη στις εκλογές που θα διεξαχθούν στη χώρα στις 2 Ιουνίου
της Ειρήνης Κοσμά




. Η Ουάσιγκτον από την πλευρά της, βρήκε μία πρώτης τάξης ευκαιρία να προωθήσει τα ιμπεριαλιστικά σχέδιά της στη βορειοανατολική Ασία, εκμεταλλευόμενη τη νέα κρίση στις σχέσεις Πιονγιάνγκ - Σεούλ. Στη Νότια Κορέα άλλωστε διατηρεί τη μεγαλύτερη βάση της στην ευρύτερη περιοχή. Αυτή την εβδομάδα, το πολεμικό κλίμα τροφοδότησαν οι αμερικανο-νοτιοκορεατικές ασκήσεις και οι απειλές δια στόματος Χίλαρι Κλίντον για νέες κυρώσεις σε βάρος της Βόρειας Κορέας. Την Πέμπτη, διεξήχθησαν ανθυποβρυχιακά γυμνάσια μεγάλης κλίμακας του πολεμικού ναυτικού της Νότιας Κορέας και των ΗΠΑ, σε διαφιλονικούμενη θαλάσσια περιοχή με τη συμμετοχή δέκα πολεμικών πλοίων, τριών περιπολικών της ακτοφυλακής και με χρήση όπλων κατά υποβρύχιων βομβών.
Ο βορειοκορεατικός στρατός απάντησε με «πλήρη ακύρωση» της συμφωνίας που είχε στόχο την αποτροπή τυχαίων αψιμαχιών με τη Νότια Κορέα. Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού της Βόρειας Κορέας σε μήνυμά του προς το νοτιοκορεατικό στρατό προειδοποίησε επίσης για άμεση επίθεση, αν η Νότια Κορέα παραβιάσει τα σύνορα ανάμεσα στις δύο χώρες στην Κίτρινη Θάλασσα. Η Πιονγιάνγκ έχει διακόψει «κάθε επαφή» με τη Σεούλ, αφότου η Νότια Κορέα την κατηγόρησε και επίσημα για τη βύθιση της κορβέτας Τσενοάν, που σημειώθηκε τον περασμένο Μάρτιο. Η Βόρεια Κορέα απέρριψε τις αιτιάσεις κατηγορηματικά χαρακτηρίζοντας «χάλκευμα» την έκθεση για το ναυάγιο που συνέταξε διεθνής ομάδα ειδικών, οι περισσότεροι από τους οποίους προέρχονταν από χώρες - συμμάχους των ΗΠΑ, όπως η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, η Βρετανία και η Ιαπωνία. Σύμφωνα με την έκθεση, ήταν βορειοκορεατική η τορπίλη που βύθισε το σκάφος. Το ναυάγιο, όπου σαράντα έξι ναυτικοί έχασαν τη ζωή τους, αποτέλεσε την αφορμή που αύξησε κατακόρυφα την ένταση ανάμεσα στις δύο χώρες, οι οποίες τυπικά βρίσκονται σε κατάσταση πολέμου από το 1953, χωρίς να έχουν υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τη λήξη του.
Οι νοτιοκορεάτικες ένοπλες δυνάμεις είχαν ήδη αυξήσει το επίπεδο συναγερμού τους, ωστόσο καμία από τις δύο κορεατικές πλευρές δεν δείχνει έτοιμη για έναρξη πολεμικών εχθροπραξιών. Η εμπλοκή της Ουάσινγκτον όμως, αυξάνει τον κίνδυνο για νέα επεισόδια – ειδικά στη διεκδικούμενη περιοχή ανοικτά των δυτικών ακτών. Απόδειξη, η δραματική επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ της Πιονγιάνγκ και της Σεούλ, στη διάρκεια της επίσκεψης της αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον στο Τόκιο και στη συνέχεια στο Πεκίνο και στη Σεούλ τις προηγούμενες μέρες. Από τις πρώτες δηλώσεις που έκανε στο Τόκιο, φάνηκε ότι πιέζει ασφυκτικά για τη λήψη νέων διεθνών αντιποίνων κατά της Πιονγιάνγκ, αφού δεν απέδωσαν τους επιθυμητούς καρπούς οι έως τώρα προσπάθειες της Ουάσινγκτον για την πλήρη διάλυση του βορειοκορεατικού πυρηνικού προγράμματος.
Η Κλίντον από το Πεκίνο πίεσε τους κινέζους αξιωματούχους να πάρουν θέση στην κρίση λέγοντας ότι Ουάσινγκτον και Πεκίνο έχουν «κοινή ευθύνη» για τη σταθερότητα στην κορεατική χερσόνησο, ενώ από τη Σεούλ εξέφρασε την «καθαρή και αταλάντευτη» υποστήριξή της στην κυβέρνηση του νοτιοκορεάτη προέδρου και στενού συμμάχου των ΗΠΑ, Λι Μιουνγκν Μπακ. Απαίτησε έτσι από τη Βόρεια Κορέα «να σταματήσει τις απαράδεκτες προκλήσεις», ενώ κάλεσε τη «διεθνή κοινότητα και την Κίνα» να πείσουν την Πιονγιάνγκ να αλλάξει στάση γιατί «έχουν ευθύνη και καθήκον». Μετά την ολοκλήρωση των επαφών που είχε στη Σεούλ με τη νοτιοκορεατική ηγεσία, η Κλίντον παραδέχτηκε ότι οι ΗΠΑ ήδη κάνουν διαβουλεύσεις στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και βρίσκονται σε συνεννοήσεις με Νότια Κορέα και Ιαπωνία «και άλλους συμμάχους» προκειμένου να δοθεί στη Βόρεια Κορέα νέα «διεθνής, κατάλληλη απάντηση».
Η Κίνα παρόλο που δέχεται πιέσεις από περιφερειακές δυνάμεις, και κυρίως, από την Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες, φέρεται να «επανεξετάζει» τις σχέσεις της με την Πιονγκγιάνγκ, της οποίας ουσιαστικά είναι ο μοναδικός σύμμαχος. Προς το παρόν όμως, κρατά αποστάσεις από τις προσπάθειες για νέες κυρώσεις κατά της Βόρειας Κορέας και εμφανίζεται επιφυλακτική απέναντι στις κατηγορίες Σεούλ και Ουάσινγκτον ότι πίσω από το βύθιση του Τσεονάν βρίσκεται η Πιονγιάνγκ. Ο κινέζος υφυπουργός Εξωτερικών Ζιαγκ Ζιτζούν δήλωσε μάλιστα ότι το Πεκίνο «μελετά τις πληροφορίες από όλες τις πλευρές με προσοχή και σύνεση». Παρόμοια είναι η στάση και της Μόσχας. Ο ρώσος πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ, που αρχικά είχε δείξει να υιοθετεί τις κατηγορίες Ουάσινγκτον - Σεούλ αναφορικά με την αιτία βύθισης της πολεμικής κορβέτας, κάλεσε σε αυτοσυγκράτηση Σεούλ και Πιονγιάνγκ.
Επιπλέον, ανακοίνωσε ότι θα στείλει στη Νότια Κορέα ομάδα ρώσων εμπειρογνωμόνων για να εξετάσουν τα αποτελέσματα της διεθνούς έρευνας σχετικά με το ναυάγιο της νοτιοκορεατικής κορβέτας. «Πρέπει να έχουμε αποδείξεις 100% που να εμπλέκουν τη Βόρεια Κορέα στο ναυάγιο της κορβέτας», δήλωσε ο εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Ιγκόρ Λιακίν Φρολόφ. Η στάση του Πεκίνου και της Μόσχας φρενάρει τα σχέδια της Ουάσινγκτον, που επιδιώκει περαιτέρω απομόνωση της Βόρειας Κορέας, διατήρηση και διεύρυνση των αμερικανικών βάσεων στην Ιαπωνία, και «κάμψη» των κινεζικών αντιρρήσεων σε ενέργειες που θα αυξήσουν την ένταση στην ευρύτερη περιοχή. Ωστόσο η κλιμακούμενη ένταση που τροφοδοτεί, ήδη έχει ολέθριες συνέπειες στους λαούς της περιοχής που καταδικάζονται να ζουν με την απειλή του πολέμου σε συνθήκες είτε οικονομικής εξαθλίωσης είτε πολιτικής ομηρίας.