Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Το ασκέρι του Ερντογάν πασά

Το 2011 θα μείνει στην ιστορία ως η πρώτη χρονιά από την ίδρυση του τουρκικού κράτους που η πολιτική ηγεσία όχι μόνο είχε λόγο στις κρίσεις των στρατιωτικών αξιωματούχων αλλά πρακτικά αμφισβήτησε τις αποφάσεις του συμβουλίου εθνικής ασφάλειας για την ανάδειξη των αρχηγών των τριών όπλων.


Μερικές φορές μια φωτογραφία μπορεί να περιγράψει τις πολιτικές ισορροπίες σε μια χώρα καλύτερα από στρατιές δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών και σχολιαστών. Και η φωτογραφία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να περπατά με αυτοπεποίθηση ακολουθούμενος από δεκάδες στρατηγούς, μετά την ολοκλήρωση του τελευταίου συμβουλίου εθνικής ασφάλειας, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της δύναμης της εικόνας.



του Άρη Χατζηστεφάνου


Κερδίζοντας συνεχείς μάχες εδώ και δυο χρόνια, από τη στιγμή δηλαδή που ξέσπασε το σκάνδαλο Βαριοπούλα για τα σχέδια πραξικοπήματος από την πλευρά αρκετών στρατηγών, ο Ερντογάν κέρδισε ουσιαστικά και τον πόλεμο απέναντι στο στρατιωτικό κατεστημένο. Η παραίτηση των τεσσάρων κορυφαίων στελεχών του ΓΕΕΘΑ και η άμεση αντικατάστασή τους από στελέχη που τυγχάνουν της αποδοχής της κυβέρνησης, αποτελεί ορόσημο στην ιστορία των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων.
Ορισμένοι σχολιαστές στην Τουρκία υποστήριξαν ότι η υπόγεια επίθεση κατά των τούρκων «πασάδων» έγινε με τα ίδια μέσα που και οι ίδιοι χρησιμοποιούσαν εναντίον της τουρκικής Αριστεράς και των Κούρδων μαχητών: Πολιτικές δίκες με σαθρό κατηγορητήριο και προαποφασισμένη έκβαση. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μια περίπτωση η αστυνομία έλαβε πληροφορίες εναντίον του αξιωματικού Εμρά Καρατζά, για συμμετοχή σε δίκτυο κατασκοπίας και εκβιασμών, αλλά τελικά συνέλαβε τον Εμρά Κουτζούκακτζά, ο οποίος τελικά αθωώθηκε στο δικαστήριο.

Στην πραγματικότητα, ακόμη και αν υπήρξαν παρατυπίες και πολιτικές σκοπιμότητες στις δικαστικές διώξεις, αποτελεί κοινή παραδοχή ότι οι στρατηγοί έπρεπε να απομακρυνθούν. Παραφράζοντας ένα παλιό ανέκδοτο, θα λέγαμε ότι ακόμη και αν ο Ερντογάν δεν ήξερε γιατί τους τιμωρούσε... αυτοί ήξεραν. Από τα στοιχεία της δικογραφίας άλλωστε προκύπτει ότι αρκετά προβεβλημένα στελέχη του στρατού δεν είχαν εγκαταλείψει ποτέ την ιδέα ενός ακόμη πραξικοπήματος, παρά το γεγονός ότι σε βάθος χρόνου οι πιθανότητες επιτυχίας ενός τέτοιου εγχειρήματος ήταν ελάχιστες.

Το βέβαιο είναι ότι σε λιγότερο από δύο χρόνια ο Ερντογάν κατάφερε να στείλει στη φυλακή περίπου το 12% των στρατηγών, ναυάρχων και πτεράρχων της χώρας, αρκετοί από τους οποίους προαλείφονταν για τη θέση του αρχηγού γενικού επιτελείου ενόπλων δυνάμεων. Το 2011 θα μείνει στην ιστορία ως η πρώτη χρονιά από την ίδρυση του τουρκικού κράτους που η πολιτική ηγεσία όχι μόνο είχε λόγο στις κρίσεις των στρατιωτικών αξιωματούχων αλλά πρακτικά αμφισβήτησε τις αποφάσεις του συμβουλίου εθνικής ασφάλειας για την ανάδειξη των αρχηγών των τριών όπλων.
Είναι χαρακτηριστικό λόγου χάρη ότι το δίδυμο Ερντογάν - Γκιουλ μπλόκαρε την εξέλιξη στην ιεραρχία του στρατηγού Ασλάν Γκιουνέρ, ο οποίος στο παρελθόν είχε αρνηθεί να χαιρετίσει τη σύζυγο του προέδρου, επειδή φορούσε μουσουλμανική μαντίλα.
Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθούν για πρώτη φορά στην κορυφή της ιεραρχίας αξιωματικοί οι οποίοι δεν έχουν θητεύσει στις δομές του ΝΑΤΟ και δεν έχουν εκπαιδευτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως συμβαίνει αδιάλειπτα από τις αρχές της δεκαετίας του ’50. «Θα υπάρξουν οργανωτικά προβλήματα στο δεύτερο μεγαλύτερο στρατό της βορειοατλαντικής συμμαχίας;» αναρωτιόταν σε μακροσκελές άρθρο της η αμερικανική εφημερίδα Νιου Γιορκ Τάιμς, στέλνοντας έτσι και μια σαφή προειδοποίηση προς τον Ερντογάν να μη διανοηθεί να διαταράξει τις ιστορικές σχέσεις του τουρκικού ΓΕΕΘΑ με το αμερικανικό πεντάγωνο.

Προσεγγίζοντας περισσότερο την ουσία του ζητήματος, ο καθηγητής Σολί Οζέλ από το πανεπιστήμιο Μπιλγκί της Κωνσταντινούπολης, σημείωνε ότι οι αλλαγές στην ιεραρχία του στρατεύματος δεν απειλούν τη λειτουργία του αλλά εκφράζουν τη μετατροπή της Τουρκίας από ένα «κράτος εθνικής ασφαλείας» σε ένα «κράτος εμπόρων». Είναι γεγονός ότι οι αλλαγές αυτές δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές αποκομμένες από τη γενικότερη κατάσταση της τουρκικής οικονομίας και την ανάδειξη νέων ηγετικών ομάδων στην κορυφή της τουρκικής αστικής τάξης.

Όποιο και αν ήταν το παρασκήνιο της παραίτησης της ηγεσίας των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, η ίδια η κίνηση σηματοδοτεί το οριστικό τέλος μιας ιστορίας που ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι επίγονοι του Κεμάλ Ατατούρκ απομακρύνθηκαν από το προσκήνιο γιατί πολύ απλά είχαν χάσει εδώ και χρόνια την «αξία χρήσης» τους σαν υποκατάστατο της αστικής τάξης της Τουρκίας. Φυσικά, ο ρόλος που τους ανέθεσε ο Κεμάλ Ατατούρκ προκειμένου να οικοδομήσει την αστική δημοκρατία που επιθυμούσε, να αντικαταστήσουν δηλαδή την αστική τάξη των Ελλήνων και των Αρμενίων, είχε εκπληρωθεί εδώ και αρκετές δεκαετίες. Ο τουρκικός στρατός όμως είχε αποκτήσει πλέον τις δικές του ρίζες στο πολιτικό και οικονομικό οικοδόμημα οι οποίες του επέτρεπαν να επιβιώνει ακόμη και σε πείσμα των συνθηκών. Όταν όμως, από τη δεκαετία του ’80 άρχισε να πριονίζει το κλαδί στο οποίο καθόταν, δηλαδή τον ιδιότυπο οικονομικό κρατισμό του κεμαλισμού, υπέγραψε τη θανατική του καταδίκη. Μόνο οι πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Κούρδων και τα ανοιχτά μέτωπα με γειτονικές χώρες μπορούσαν πλέον να κρατήσουν στη ζωή τους Τούρκους πασάδες οι οποίοι, χρόνο με το χρόνο, έχαναν τη λαϊκή νομιμοποίηση ή έστω ανοχή που απολάμβαναν στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα. Η σύμπραξη των παλαιών οικονομικών ελίτ με τις νέες οικονομικές δυνάμεις του πολιτικού ισλάμ, που εκπροσωπούσε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ήταν αναμενόμενο να δώσει τη χαριστική βολή στην ισχύ του Γενικού Επιτελείου.

Η αλλαγή αυτή βέβαια δεν σηματοδοτεί αναγκαστικά τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό της τουρκικής κοινωνίας. Όσο καλοδεχούμενη και αν είναι η αποκαθήλωση των «πασάδων», είναι γεγονός ότι θα προκαλέσει στρεβλώσεις στις δομές εξουσίας του τουρκικού κράτους. Μια πραγματικά δημοκρατική διακυβέρνηση, ακόμη και στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, θα απαιτούσε ελευθερία του Τύπου, ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και μια πολιτική αντιπολίτευση ικανή να αμφισβητήσει τις αποφάσεις της κυβέρνησης. Στην Τουρκία του Ερντογάν όμως και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά είναι από αμφισβητήσιμα έως ανύπαρκτα. Η κυβέρνηση συνεχίζει να φυλακίζει δημοσιογράφους και να επιλέγει τους εκλεκτούς της για το δικαστικό σώμα, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση αδυνατεί να διαχειριστεί ακόμη και τα του οίκου της. Παράλληλα, το αντιδημοκρατικό όριο του 10% για την είσοδο στην εθνοσυνέλευση, ουσιαστικά ακυρώνει μία στις δύο ψήφους των Τούρκων πολιτών.

Οι στρατηγοί δεν υπήρξαν ποτέ η κατάλληλη λύση για να διορθωθουν οι πολιτικές ανισσοροπίες του τουρκικού κράτους. Κάποιος όμως πρέπει να καλύψει γρήγορα το πολιτικό κενό που αφήνουν πίσω τους.