Έχει νόημα η προσπάθεια συγκρότησης πολιτικής
πρωτοπορίας στην εποχή μας; Πώς θα αναδυθεί μια σύγχρονη επαναστατική αντίληψη,
υπερβαίνοντας τη γραφειοκρατική προσέγγιση του παραδοσιακού κομμουνιστικού
κινήματος και τη διαλυτική στάση ρεφορμιστικών και αναρχικών τάσεων; Eπί αυτών
των ερωτημάτων τοποθετείται το Κείμενο Εργασίας για το Πανελλαδικό Σώμα του ΝΑΡ
με θέμα το «Υποκείμενο της αντικαπιταλιστικής πάλης και της κομμουνιστικής
απελευθέρωσης»
του Μιχάλη Παπαμακάριου
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά στην ανάγκη ανανακάλυψης
εκ νέου σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο των σχέσεων πρωτοπορίας - τάξης και
της εκ νέου διαμόρφωσης τους μέσα στη φωτιά του ταξικού αγώνα της εποχής μας.
Η ύπαρξη και συγκρότηση πρωτοποριών με ποικίλο βαθμό
πολιτικής συνειδητότητας δεν είναι μια αυτάρεσκη επινόηση όποιων αυτόκλητα
αποδίδουν στον εαυτό τους τέτοιο ρόλο. Η δυνατότητα να συνειδητοποιηθεί και να
κατανοηθεί η πραγματικότητα και να αναπτυχθεί δράση για την αλλαγή της δεν
πραγματώνεται ισόμετρα σε όλες τις τάξεις, σε όλες τις εποχές και σε όλους τους
ανθρώπους, όπως άλλωστε δείχνει η ιστορία των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων.
Γι’ αυτούς τους λόγους, η γέννηση πρωτοποριών αποτελεί «νόμο» κίνησης και
εξέλιξης της ταξικής πάλης και της εργατικής τάξης. Οι πρωτοπόρες δυνάμεις ενσαρκώνουν
την πιο προωθημένη έκφραση των χειραφετητικών τάσεων που ενυπάρχουν στην
κοινωνική συγκρότηση και συμπεριφορά της εργατικής τάξης, αλλά αντεπιδρούν με
τη σειρά τους στην κίνησή της, επηρεάζοντας την πολιτική της κατεύθυνση.
Πρόκειται για μια ιστορική και διαλεκτική σχέση, που δοκιμάζεται και
επισφραγίζεται μέσα στην πορεία της ταξικής πάλης και όχι σε επίπεδο
διακηρύξεων.
Είναι διαφορετικής φύσης ζήτημα η αυθαίρετη και
αντι-ιστορική «κατάργηση» των πρωτοποριών και άλλο οι προβληματισμοί και οι
κριτικές για τη σχέση πρωτοπορίας - τάξης, τόσο σαν αποτίμηση της ιστορίας του
εργατικού κινήματος, όσο και πολύ περισσότερο σαν ανάπτυξη σύγχρονης θεωρίας
για την εξελισσόμενη διαλεκτική τους σχέση για το παρόν και το μέλλον του
κινήματος. Κατά τη γνώμη του Κειμένου Εργασίας του ΝΑΡ, οι πρωτοπορίες
αποτελούν προωθημένο «απόσπασμα» - αντανάκλαση της ιστορικής κίνησης της
εργατικής τάξης, των δυνατοτήτων και των αντιφάσεών της και όχι μια διαδικασία
αποσπασμένη από αυτή την κίνηση. Δεν υποκαθιστούν ούτε αντικαθιστούν το μαζικό
πολιτικό αγώνα της τάξης, δεν «κάνουν» την επανάσταση ούτε «παίρνουν» την
εξουσία εξ ονόματος και για λογαριασμό της εργατικής τάξης. Με αυτή την έννοια,
η μετατροπή της εργατικής τάξης από «τάξη καθ’ εαυτήν» σε «τάξη για τον εαυτό
της» απαιτεί την αλληλεπίδραση των ριζοσπαστικών τάσεων που ξεπηδούν αυθόρμητα
από τον ίδιο της τον κοινωνικό χαρακτήρα, τόσο στον οικονομικό - κοινωνικό όσο
και στο γενικότερο πολιτικό αγώνα, με τη συνειδητή έκφραση αυτών των τάσεων.
Οι πρωτοπορίες ποικίλλουν ως προς το επίπεδο της
πολιτικής συνείδησης και συγκρότησης. Έτσι προκύπτουν και λειτουργούν
πρωτοπορίες του πολιτικού αγώνα για τα οικονομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα
της εργατικής τάξης, όπως είναι για παράδειγμα τα σχήματα και συσπειρώσεις σε
χώρους εργασίας, σπουδών, γειτονιών και πόλεων. Υπάρχουν πρωτοπορίες που
συγκροτούνται στη βάση της αντίθεσης με την κυρίαρχη στρατηγική του αστικού
συνασπισμού εξουσίας σε μια συγκεκριμένη περίοδο, όπως είναι τα συνολικά
πολιτικά μέτωπα. Πρωτοπορίες κατά κύριο λόγο στρατηγικού και θεωρητικού
χαρακτήρα (κομμουνιστικά ή άλλα εργατικά κόμματα). Πρωτοπορίες θεωρητικών και
διανοουμένων που παράγουν απελευθερωτική θεωρία και αντιπαρατίθενται με την
αστική ιδεολογία. Πολιτιστικές και καλλιτεχνικές πρωτοπορίες που αντιμάχονται
τον αγοραίο πολιτισμό, από τη σκοπιά του πολιτισμού της χειραφέτησης. Καθεμιά
από αυτές τις πρωτοπορίες έχει την αυτοτέλειά της, την ειδική αξία της και τον
ιδιαίτερο χαρακτήρα της.
Στο σύνολό τους και στη διαλεκτική αλληλεπίδρασή
τους, οι πρωτοπορίες αυτές αποτελούν το «κόμμα με την ευρεία και ιστορική
έννοια» (Μαρξ). Παράγουν πολύμορφα ταξική συνείδηση και έναν νέο ταξικό
«πολιτισμό». Συμβάλλουν, σε διαφορετικά βέβαια επίπεδα, στην ανάπτυξη
επαναστατικής θεωρίας, πολιτικής σκέψης και δράσης, συντελώντας στην αλλαγή των
ταξικών συσχετισμών.
Έτσι και ο πρωτοπόρος ρόλος μιας συλλογικότητας
σχετίζεται με την ικανότητά της να ερμηνεύει την κοινωνικοπολιτική κατάσταση,
να διατυπώνει και να προωθεί αποτελεσματική γραμμή που επιδρά σε ευρύτερες
λαϊκές δυνάμεις, να εξασφαλίζει την ιστορική διάσταση και τη συνέχεια του
κινήματος, να καλλιεργεί τη συλλογική δράση, να είναι παρούσα σε κάθε
αγωνιστικό ξέσπασμα, να προωθεί τη γενίκευση - συνολικοποίηση της πάλης. Σε
τελική ανάλυση, οι πρωτοπορίες επαληθεύουν τον πρωτοπόρο ρόλο τους όταν η δράση
τους κατατείνει στο να περνά η άσκηση της εργατικής πολιτικής στα χέρια των
ίδιων των εργαζομένων.
Οι αφετηριακές αυτές θέσεις βάλλονται από δύο
διαφορετικές σκοπιές: Αφενός, από τα γραφειοκρατικά αποστεωμένα ρεύματα
κομμουνιστικής αναφοράς, που αναγορεύουν την ενίσχυση ή την ανοικοδόμηση της
κομμουνιστικής πρωτοπορίας στο «άλφα και το ωμέγα» του πολιτικού αγώνα, σε
βάρος τελικά και του κόμματος και του μετώπου και του κινήματος. Αφετέρου, από
εκείνους που αποθεώνουν τις κινηματικές και απαξιώνουν τις πολιτικές και
στρατηγικές δυνατότητες της εποχής – ένα ευρύτατο φάσμα δυνάμεων, που ξεκινούν
από τη διαχειριστική Αριστερά για να φτάσουν ως την αυτονομία και τον
αναρχισμό, οι οποίες υποκαθιστούν στην πράξη τις «επάρατες» πρωτοπορίες με τις
κοινοβουλευτικές ομάδες ή τις ομάδες κρούσης στο όνομα του κινήματος.
Πολύ περισσότερο σήμερα, στην εποχή της ολομέτωπης
επίθεσης ενός ολοκληρωτικού καπιταλισμού σε κρίση, το «πέρασμα» από τους αγώνες
για τα οικονομικά - κοινωνικά δικαιώματα σε ένα πολιτικό κίνημα της εργατικής
τάξης και των σύμμαχων κοινωνικών στρωμάτων ικανού να ανατρέψει την επίθεση και
την αστική τάξη πραγμάτων δεν γίνεται αυθόρμητα ή εξελικτικά. Για να κατακτηθεί
η πολιτική συνείδηση - συγκρότηση που απαιτούν η ανατροπή της επίθεσης, η
επανάσταση, η κομμουνιστική απελευθέρωση, χρειάζεται το ταξικό ένστικτο, η
αυθόρμητη συνειδητοποίηση της ταξικής θέσης και οι εμπειρίες της πάλης να
γονιμοποιηθούν με στοιχεία κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης, φιλοσοφικής θεώρησης,
ιστορικής «όρασης», προγραμματικής - στρατηγικής στόχευσης, με στοιχεία που
μπορούν να εξασφαλίσουν μορφές προλεταριακής συγκρότησης μόνιμες και όχι
ασυνεχείς, ενιαίες θεωρητικά και στρατηγικά. Απαιτείται λοιπόν ο ουσιώδης -
ποιοτικός μετασχηματισμός που προκύπτει από την αλληλεπίδραση του κινήματος και
των πρωτοπόρων δυνάμεών του, σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιον τρόπο, ώστε η
ιστορική κίνηση της ίδιας της εργατικής τάξης να δημιουργεί όρους για την
επίτευξη των άμεσων και των στρατηγικών της συμφερόντων. Είναι ακριβώς το
στοιχείο της ιστορικής αντιπαράθεσης που χαρακτηρίζει την εποχή μας, που
υπογραμμίζει με τον πιο έντονο τρόπο όχι μόνο την ανάγκη γέννησης πρωτοποριών
αλλά και την ενοποίηση - συγχώνευση και μετασχηματισμό τους σε μια νέα
στρατηγικού τύπου και ιστορικών προδιαγραφών πρωτοπορία - φορέα του
κομμουνιστικού προγράμματος του 21ου αιώνα.
Ενάντια στη λογική της εκπροσώπησης και του «πλήθους
μοναδικοτήτων»
Η θεωρία και η πρακτική της συγκρότησης πρωτοποριών
στην κοινωνική και πολιτική δράση των εργαζομένων και της νεολαίας έχει δεχθεί
ισχυρά πλήγματα τις τελευταίες δεκαετίες. Η αμφισβήτηση αυτή έχει τη μήτρα της
στη μετάλλαξη και τον εκφυλισμό τόσο του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος,
όσο και άλλων αποπειρών απελευθέρωσης του ανθρώπου. Η αντικατάσταση της
διαλεκτικής της σχέσης πρωτοπορίας - τάξης, με τα φαινόμενα του εργολαβικού
ρόλου «εκπροσώπησης» των εργαζομένων, από τα παραδοσιακά κομμουνιστικά κόμματα
και ο ρόλος της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας στην υπονόμευση και το ξεπούλημα
των εργατικών αγώνων, καθώς και άλλα παρόμοια φαινόμενα, προβληματίζουν σοβαρά
χιλιάδες αγωνιστές και αναπτύσσουν αντιδιαλεκτικές προσεγγίσεις στους τρόπους
εξέλιξης της κοινωνικής, πολιτικής και θεωρητικής πάλης στην εποχή μας.
Ωστόσο, ο βαθύτερος πυρήνας του προβλήματος,
έγκειται στα θεωρητικά σχήματα που «ξεμπερδεύουν» με την εργατική τάξη σαν τη
βασική δύναμη ανατροπής της σημερινής βάρβαρης επίθεσης του κεφαλαίου και δημιουργού
μια ριζικά διαφορετικής κοινωνίας. Αυτά τα θεωρητικά σχήματα, αποτελούν,
φιλοσοφικά και μεθοδολογικά, το alter ego των θεωριών εξύμνησης και αγιοποίησης
της εργατικής τάξης, που κυριάρχησαν στο παρελθόν στα πλαίσια του
κομμουνιστικού κινήματος. Γι’ αυτό άλλωστε δεν είναι τυχαίο το ότι αρκετοί από
τους διαμορφωτές και τους οπαδούς αυτών των θεωρητικών συλλήψεων, έχουν περάσει
από το ένα ρεύμα στο άλλο, υποστηρίζοντας σήμερα την «εξαφάνιση» της εργατικής
τάξης με τον ίδιο φανατισμό, που διέκρινε την πρότερη θητεία τους στο ρεύμα της
«αγιοποίησής» της. Και αφού δεν υπάρχουν πλέον πρωτοπόρες τάξεις αλλά το
«πλήθος των πολλαπλά εκμεταλλευόμενων μοναδικοτήτων», το οποίο μάλλον ως εκ
θαύματος θα συμφωνήσει και θα απελευθερωθεί, βασισμένο σε μια κοινωνικά και
ιστορικά απροσδιόριστη επιθυμία, δεν υπάρχει κανείς λόγος να συζητάμε για τις
σημερινές, ειδικές ή συνολικές πρωτοπορίες του κινήματος και της πολιτικής
πάλης.
Η ζωή βέβαια, συνεχίζει να αναδεικνύει πρωτοπορίες
ακόμη και όταν αυτές δεν έχουν συναίσθηση του ρόλου τους ή διαφωνούν με τον
ίδιο το ρόλο. Για παράδειγμα, ρόλο πρωτοπορίας κατακτούν εργαζόμενοι και
εργάτες που βγαίνουν στην πρώτη γραμμή του αγώνα. Πολλοί από τους μπλόγκερς που
πήραν τη πρωτοβουλία τον Μάη του 2011 να κάνουν τα πρώτο κάλεσμα στο Σύνταγμα,
αποτέλεσαν μια ειδική αγωνιστική πρωτοπορία σε εκείνη τη συγκυρία του κινήματος
ενάντια στο Mνημόνιο. Αντίστοιχο ρόλο έπαιξαν και οι πολύμορφες δυνάμεις και
αγωνιστές που συγκρότησαν τη «συνέλευση της πλατείας» ή οι ομάδες πολιτών που
οργανώνουν την πάλη κατά των χαρατσιών. Αλλά ακόμη και οι δυνάμεις της αναρχίας
που λοιδορούν τις πρωτοπορίες, τις επαναφέρουν μέσα από το δικό τους
διαθλασμένο φακό, με τις «ομάδες κρούσης» που μάχονται ενάντια στις δυνάμεις
καταστολής.