Η ανακοίνωση ότι το ΕΠΑΜ και ο Δημήτρης Καζάκης θα
συνεργαστούν εκλογικά με τη δεξιά Δημοκρατική Αναγέννηση του Στέλιου
Παπαθεμελή, ήταν ίσως για αρκετούς μια έκπληξη. Ταυτόχρονα ήταν όμως για όλους
το τέλος της φιλόδοξης προσπάθειας για αντιμνημονιακή πολιτική παρέμβαση με
μαζικούς όρους, που θα απευθυνόταν σε όσους νιώθουν προδομένοι από τη ΝΔ και το
ΠΑΣΟΚ, πέρα όμως από την Αριστερά και χωρίς τα «εμπόδια» που κουβαλά.
Με μια αριστερόστροφη ανάλυση για την κρίση και το
χρέος, αλλά και με απόσταση ασφαλείας από τη σοσιαλιστική προοπτική και τον
κομμουνισμό, με μαχητικό λόγο ενάντια σε τρόικα, τράπεζες και πολιτική
ολιγαρχία, αλλά χωρίς σαφή αναφορά στο εργατικό κίνημα, ο Δ. Καζάκης και το
ΕΠΑΜ προσπάθησαν να κερδίσουν από την κρίση του πολιτικού συστήματος τον κόσμο
που δίσταζε να ταυτιστεί με τις δυνάμεις της Αριστεράς, συχνά με δική της
ευθύνη.
Το ΕΠΑΜ ουσιαστικά επιχείρησε να απευθυνθεί σε ένα
πλατύ ακροατήριο διαφοροποιούμενο από την Αριστερά σε τρία επίπεδα. Το πρώτο
αφορούσε την ανάδειξη της εθνικής ανεξαρτησίας όχι απλά σαν μια απάντηση στις
αποικιοκρατικού χαρακτήρα παρεμβάσεις του ΔΝΤ και της ΕΕ, αλλά και σαν μια
γραμμή που απευθυνόταν σε πλατιά στρώματα, η οποία θα μπορούσε να αγκαλιάσει
ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις που χτυπιούνται από το Μνημόνιο, σε αντίθεση με
μια «στενή» ταξική προσέγγιση. Παραπέρα το ΕΠΑΜ μίλησε στο όνομα της υπέρβασης
Αριστεράς και Δεξιάς, ώστε να επικοινωνήσει με όσους ξέκοβαν από το
δικομματισμό, χωρίς να ζητά προσχώρηση στην Αριστερά. Και τέλος έκανε σημαία τη
διαγραφή του χρέους και την παύση πληρωμών ως στοιχεία μιας άμεσης πολιτικής
διεξόδου χωρίς στοιχεία στρατηγικής και κοινωνικού κινήματος, ώστε να ξεμπλέξει
από το κουβάρι των πολιτικών προϋποθέσεων που κάνουν τις προτάσεις της
Αριστεράς να μοιάζουν υπόθεση του μακρινού μέλλοντος.
Ακολούθησε μια πορεία μετατοπίσεων, ειδικά όσο
πλησίαζαν οι εκλογές. Έτσι το ΕΠΑΜ στα πρώτα του βήματα υιοθέτησε την ασαφή
τοποθέτηση για αναδιαπραγμάτευση της θέσης της χώρας στην ΕΕ, αίτημα που
υπονόμευε την κατηγορηματική εναντίωση στο ευρώ. Στη συνέχεια οι θέσεις του
ΕΠΑΜ προς το 1ο Συνέδριο μιλούσαν για μη αναγνώριση του χρέους και παύση
πληρωμών, για ανατροπή των συμφωνιών και των μέτρων του Μνημονίου και
αναθεώρηση σχέσεων με την ΕΕ, με πρώτο βήμα την έξοδο από την ευρωζώνη. Μετά το
συνέδριό του, το ΕΠΑΜ μίλησε για δημοψήφισμα για τη σχέση της Ελλάδας με την
ΕΕ, αλλά και την ευρωζώνη.
Φτάνοντας στην προεκλογική περίοδο και μέσω της
συνεργασίας με τον Παπαθεμελή, ο πολιτικός λόγος του εκλογικού σχήματος (που θα
κυριαρχήσει) γίνεται ακόμα πιο αόριστος, καθώς μιλούν για καταγγελία των
συμφωνιών, παύση πληρωμών, όχι όμως πια και για διαγραφή του χρέους και
δημοψήφισμα για το ευρώ, ενώ εξαφανίστηκαν οι αναφορές στην ΕΕ. Παράλληλα, την
πλατφόρμα της συνεργασίας διαπερνά ο λόγος του αστικού κατεστημένου
«πατριωτικού χώρου». Τα καλέσματα στην Εκκλησία να αναλάβει ρόλο οργανωτή του
λαού, η μετατροπή του στρατού και της αστυνομίας σε «ένστολο λαό» και το
σύντομο πολιτικό φλερτ με τον Καμμένο, δεν ήταν ούτε τυχαία ούτε μεμονομένα
περιστατικά.
Τη μετατόπιση του ΕΠΑΜ προς το χώρο της λεγόμενης
λαϊκής, πατριωτικής Δεξιάς επισφραγίζει η συνεργασία με μια παλιά καραβάνα της
πολιτικής που από το Κέντρο πήγε στο ΠΑΣΟΚ, μετά στη ΝΔ για να καταλήξει στην
εθνικιστική και θρησκόληπτη Δεξιά. Και αυτό παρά το γεγονός ότι το Συνέδριο του
ΕΠΑΜ είχε αποφασίσει πως οι υποψήφιοί του δεν θα έπρεπε να «έχουν προηγούμενη
επαγγελματική θητεία στην πολιτική».
Οι πατριωτικές αναφορές δεν έδωσαν τη δυνατότητα σε
αυτού του είδους την αντιμνημονιακή στάση να έχει ευρύτερη απήχηση από την
Αριστερά, δεν ήταν κάτι πιο πλούσιο από ένα λόγο με αναφορά στον κόσμο της
εργασίας. Αντίθετα στένευαν την αντίθεση στο Μνημόνιο.
Ταυτόχρονα, για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι η
υπόσχεση υπέρβασης της διάκρισης μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς είναι ασφαλής
δρόμος για τη Δεξιά και μάλιστα την πιο οπισθοδρομική.
Δεν είναι τυχαίο ότι και το άλλο «αντιμνημονιακό»
σχήμα, το Άρμα Πολιτών του Γ. Δημαρά κατέληξε (κατά ένα μέρος του τουλάχιστον,
γιατί κάποιοι θα συνεργαστούν με τον ΣΥΡΙΖΑ) σε συνεργασία με τον Καμμένο,
παρόλο που αυτός ο τυχοδιωκτισμός μάλλον θα αποδεχτεί μοιραίος για το Άρμα
Πολιτών. Οι εξελίξεις αυτές δείχνουν ότι η αντιμνημονιακή πολιτική χωρίς
αναφορά στην καπιταλιστική κρίση και σαφή θέση για την ΕΕ εύκολα καταλήγει στην
ξέρα της εθνικιστικής Δεξιάς.