Η απόφαση της προέδρου της Αργεντινής να
εθνικοποιήσει εκ νέου την πετρελαϊκή εταιρεία YPF που ανήκε στην ισπανική
πολυεθνική Ρεπσόλ κατέστη αναγκαία λόγω της εικόνας κατάρρευσης που επικρατούσε
τα τελευταία χρόνια από τη στιγμή που η εταιρεία έστελνε τα κέρδη στο
εξωτερικό, αρνούμενη να προβεί στις αναγκαίες επενδύσεις.
του Λεωνίδα Βατικιώτη
Κι όμως οι ιδιωτικοποιήσεις και η ασύδοτη δράση του
πολυεθνικού μονοπωλιακού κεφαλαίου από χώρα σε χώρα, δεν αποτελούν μονόδρομο! Η
απόφαση της προέδρου της Αργεντινής, Κριστίνα Κίρχνερ, την προηγούμενη Δευτέρα
να εθνικοποιήσει το 51% του ενεργειακού κολοσσού YPF που ανήκει στην ισπανική
πολυεθνική Ρεπσόλ έδειξε ότι ακόμη και σήμερα, παρά την ύπαρξη μιας σειράς
διεθνών νόμων και συμφωνιών που θωρακίζουν τη δράση των πολυεθνικών, το
πολυεθνικό κεφάλαιο μπορεί να εθνικοποιηθεί και οι υπερεθνικές επενδύσεις να
γίνουν μπούμερανγκ!
Η απόφαση της Κίρχνερ (που συνοδεύτηκε από δήλωση
του υπουργού Οικονομικών ότι το Μπουένος Άιρες θα αποφασίσει το αντίτιμο κι
αυτό μάλιστα εν καιρώ!) δεν αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία. Δυόμισι αιτίες
επέβαλλαν στο Μπουένος Άιρες να κλείσει την παρένθεση που άνοιξε το 1999, όταν
στο απόγειο της εφαρμογής του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων από τον Κάρλος
Μένεμ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η δημόσια YPF πέρασε στα χέρια της
ισπανικής πολυεθνικής, έναντι 13 δισ. δολαρίων. Ο πρώτος και σημαντικότερος
λόγος σχετίζεται με την πορεία παρακμής που διαγράφει το τελευταίο χρονικό
διάστημα το άλλοτε διαμάντι του καπιταλισμού της Αργεντινής. Ως αποτέλεσμα της
απουσίας επενδύσεων και του απαρχαιωμένου τεχνολογικού εξοπλισμού λόγω του ότι
η εταιρεία επέλεγε να στέλνει τα κέρδη στο εξωτερικό αντί να τα επενδύει
(τακτική που αποτελούσε αιτία συνεχών τριβών με την κυβέρνηση), το ενεργειακό
πλεόνασμα ύψους 6 δισ. δολ. που είχε μόλις το 2006 η Αργεντινή, πέρυσι, το 2011
μετατράπηκε σε έλλειμμα 3 δισ. δολ. Η εκ νέου εθνικοποίηση επομένως ήταν πριν
απ’ όλα μια αμυντική κίνηση που στόχευε να επανορθώσει τις ζημιές που προκάλεσε
η ιδιωτικοποίηση. Ταυτόχρονα στόχευε να αποτρέψει και τα χειρότερα. Δηλαδή, την
πώληση της εταιρείας στους Κινέζους. Κι αυτός είναι ο δεύτερος λόγος. Όπως
έγραψαν από την πρώτη τους κιόλας σελίδα οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς την Τετάρτη 18
Απριλίου, η ισπανική ιδιοκτησία βρισκόταν σε προχωρημένες διαπραγματεύσεις με
την κινέζικη Σινοπέκ, που ήδη κατέχει το 40% της βραζιλιάνικης Ρεπσόλ, για να πουλήσουν
το 75% του μετοχικού κεφαλαίου. Το Μπουένος Άιρες ξέροντας τον επιθετικό
χαρακτήρα των κινεζικών επενδύσεων, θέλησε να αποτρέψει την εξαγορά γιατί
αντιλαμβάνονταν τον μη αντιστρεπτό χαρακτήρα που θα προσλάμβαναν πλέον οι
εξελίξεις. Αυτό όμως το γεγονός, η πρόθεση των Ισπανών να πουλήσουν τη
θυγατρική τους στους Κινέζους δείχνει πόσο υποκριτικές είναι οι αντιδράσεις
τους απέναντι στην απόφαση της Κίρχνερ, καθώς η επιχείρηση σε κάθε περίπτωση θα
άλλαζε χέρια. Κι αυτό που επέβαλε η Κίρχνερ ήταν οι δικοί της όροι σε αυτή την
αναπόφευκτη μεταβίβαση.
Τέλος, υπήρχε και κάτι ακόμη που επέβαλε την
επίδειξη ισχύος του Μπουένος Άιρες και είναι αμιγώς πολιτικό. Απευθυνόταν δε
πρωτίστως στο εξωτερικό και δη στην Ευρώπη που θεωρεί την κατοχή των νήσων
Μαλβίνες (Φόκλαντς για τους Άγγλους) ως το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο αλλά
και εντός της Αργεντινής. Στόχος εκεί ήταν τα κοσμοπολίτικα τμήματα της
ολιγαρχίας, που διατηρούν στενούς δεσμούς με το διεθνές κεφάλαιο και δεν έχασαν
την ευκαιρία να καταδικάσουν την απόφαση της Κριστίνα Κίρχνερ, όπως για
παράδειγμα ο δήμαρχος του Μπουένος Άιρες, Μαουρίσιο Μάκρι, που αποτελεί το
αντίπαλο δέος της Κίρχνερ, χωρίς φυσικά ούτε να πλησιάζει τα δυσθεώρητα ποσοστά
δημοτικότητάς της που γνώρισαν νέα άνοδο μετά κι απ’ αυτή την απόφαση.
Να σημειωθεί δε πως η εκ νέου εθνικοποίηση της YPF
δεν είναι η πρώτη απόφαση ανάκλησης ιδιωτικοποίησης που λαμβάνεται στην
Αργεντινή μετά το 2001, όταν ανακοινώθηκε η παύση πληρωμών του δημόσιου χρέους.
Προηγήθηκε η εθνικοποίηση της αεροπορικής εταιρείας Αερολίνεας Αργεντίνας, που είχε εξαγοραστεί
από έναν ισπανικό ταξιδιωτικό όμιλο και μια σειρά άλλες αποφάσεις (όπως η
κατοχύρωση του πολιτικού ελέγχου επί της κεντρικής τράπεζας, η επιβολή
ποσοστώσεων επί των εισαγωγών και ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων για να
τερματιστεί η φυγή 21,5 δισ. δολ. μόνο τον προηγούμενο χρόνο) που αμφισβήτησαν
ευθέως τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία. Η μεγάλη ωφελημένη αυτής της διαδικασίας
ήταν πριν απ’ όλους η αστική τάξη της Αργεντινής, η οποία κάλυψε το κενό που
άφησαν πίσω τους οι ξένες επενδύσεις.
Από την άλλη, το κόστος για το ξένο κεφάλαιο και δη
για την Ισπανία είναι τεράστιο και δεν περιορίζεται μόνο στους συμβολισμούς.
Μάρτυρας η ανακοίνωση των 20 πλουσιότερων χωρών του κόσμου (G20) ότι στηρίζουν
την Ισπανία (εννοώντας φυσικά την πολυεθνική Ρεπσόλ και το αίτημά της να
αποζημιωθεί με 10 δισ. δολ.) κι η απειλή εκ μέρους του ευρωκοινοβουλίου και διά
στόματος, Μανουέλ Μπαρόζο, για επιβολή κυρώσεων στην Αργεντινή. Προοπτική που
κατά τη γνώμη μας δεν είναι τόσο πιθανή, λόγω των σημαντικών επενδύσεων που
εξακολουθεί να διατηρεί η Ισπανία στη χώρα που γέννησε τον Τσε και τον Μπόρχες
(Τελεφόνικα, BBVA, Σανταντέρ κ.ά.) και του υπαρκτού κινδύνου για νέες
εκδικητικές αυτή τη φορά εθνικοποιήσεις. Τα έσοδα των ισπανικών πολυεθνικών από
την Αργεντινή ανέρχονται ετησίως σε 20 δισ., ενώ οι ισπανικές επενδύσεις στο
εξωτερικό ισοδυναμούν συνολικά με το 50,6% του ΑΕΠ, όταν μόλις πριν 15 χρόνια
αντιστοιχούσαν στο 3,6% του ΑΕΠ. Πολλές δε ισπανικές πολυεθνικές κερδίζουν
περισσότερα από τη δραστηριοποίησή τους στη Λατινική Αμερική απ’ ό,τι στην
Ισπανία. Το 2011 για παράδειγμα η τράπεζα Σανταντέρ κέρδισε περισσότερα στη
Βραζιλία απ’ ό,τι στην Ισπανία, ενώ τα κέρδη της άλλης κορυφαίας τράπεζας, της
BBVA, ήταν περισσότερα στο Μεξικό απ’ ό,τι στην Ισπανία. Φαίνεται έτσι η
σημασία του πλήγματος που δέχτηκε ο ισπανικός καπιταλισμός με την εθνικοποίηση
της YPF, καθώς τα υπερπόντια κέρδη έρχονται να αντισταθμίσουν τις αυξανόμενες
ζημιές που δημιουργεί η κρίση στο εσωτερικό.