Η αστική τάξη με το μαστίγιο της κεντροδεξιάς και το καρότο
της κεντροαριστεράς επιδιώκει να περιθωριοποιήσει τις αντικαπιταλιστικές τάσεις
που αναπτύχθηκαν στο έδαφος των κοινωνικών συγκρούσεων την τελευταία διετία.
Πλήγμα μάλιστα δέχονται και οι πιο ανυπόταχτες τάσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ
προς όφελος των πιο δεξιών - συντηρητικών.
του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Ο προσδιορισμός από το ΝΑΡ «αντιφατικό» για το αποτέλεσμα
των εκλογών στις 6 Μαϊου είναι οξυδερκής και ακριβής. Όντως στο αποτέλεσμα συνυπάρχουν και
συγκρούονται δύο αντίρροπες δυνάμεις: Η αντίθεση στο Μνημόνιο, που είναι εν
δυνάμει αντικαπιταλιστική, αλλά και η πραγματική αριστερή και αντικαπιταλιστική
τάση και, από την άλλη η έκφραση αυτής της αντίθεσης ως δευτερεύουσας
ενδοκαπιταλιστικής αντίθεσης, ουσιαστικά για το ποια μορφή και μίγμα θα έχει η
πολιτική της λιτότητας στα γενικά πλαίσια της πολιτικής που επιβάλλεται έξωθεν
από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτό το πολιτικό
νόημα είχε αντικειμενικά η αντιμνημονιακή ψήφος που κατευθύνθηκε σε
συντηρητικές, ακόμη και ακροδεξιές, δυνάμεις. Το ίδιο ισχύει τηρουμένων βέβαια
των αναλογιών, και με την ψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ από αριστερές μάζες, που πείστηκαν
από τη ρητορεία του για καταγγελία του Μνημονίου και τερματισμό της λιτότητας.
Αν και η ψήφος των αριστερών εγκλωβίστηκε σε μιαν εκδοχή αστικής πολιτικής και
διαχείρισης της κρίσης (γι’ αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία μετά την ανακοίνωση του
νεοφιλελεύθερου οικονομικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ), ωστόσο το αριστερό κύμα
που υψώθηκε στις 6 Μαϊου είναι αισιόδοξη υποθήκη για το μέλλον, όταν οι πολίτες
με την πείρα τους θα διαπιστώνουν ότι καμιά εκδοχή διαχείρισης της κρίσης δεν
τους λυτρώνει, αλλά αντικειμενικά τους βυθίζει βαθύτερα στο βούρκο.
Η αποσύνδεση της αντιμνημονιακής ψήφου από τη «φυσική»
αντικαπιταλιστική βάση της και η εξαργύρωσή της στην «καλύτερη» διαπραγμάτευση
του Μνημονίου, διασκεδάζει την ανησυχία των κυρίαρχων και των επικυρίαρχων για
ένα δεύτερο, ισχυρότερο αριστερό κύμα στις εκλογές της 17ης Ιουνίου, που
οπωσδήποτε θα υψωθεί από τις διχασμένες για κοινωνική αλλαγή μάζες. Γιατί
ευελπιστούν ότι θα εκτονωθεί στα αναχώματα μιας «αριστερής» διαπραγμάτευσης του
Μνημονίου. Προς το παρόν, η αστική τάξη μπορεί να κοιμάται ήσυχη. Οι ισχυρές
αριστερές και αντικαπιταλιστικές τάσεις δεν εκφράστηκαν κυρίως με τον
ριζοσπαστικό τους χαρακτήρα, που θα δυνάμωνε την ταξική και λαϊκή πάλη για την
αντικαπιταλιστική ανατροπή. Συνδέθηκαν, άθελά τους και ανυποψίαστα με μια
ενδοκαπιταλιστική διαφωνία για τη μορφή και τους όρους της λιτότητας και της
καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Αν και το διάστημα είναι μικρό, ήδη
καταδεικνύεται με την αναδίπλωση του «ριζοσπαστισμού» δεξιών αλλά και αριστερών
αντιμνημονιακών δυνάμεων, με ποιες πολιτικές δυνάμεις και ποια πολιτική πρέπει
να εκφραστεί στις 17 Ιουνίου η ριζοσπαστική διάθεση των πολιτών, για να μην
εξυπηρετήσει την αντίθετη πολιτική απ’ αυτήν που ονειρεύεται.
Η συντριβή του συγκεκριμένου δικομματισμού στις εκλογές της
6ης Μαϊου ήταν απόρροια ενός κύματος αριστερής αμφισβήτησης, έστω κι αν αυτή,
στην παρούσα φάση, εκφράστηκε με συντηρητικές και διαχειριστικές πλατφόρμες.
Ωστόσο, το εγχώριο και εξωχώριο αστικό μπλοκ εύλογα ανησυχεί και θα επιχειρήσει
να εξουδετερώσει ή να αποστειρώσει τις αριστερές και αντικαπιταλιστικές
δαιθέσεις, ενόψει μάλιστα της όξυνσης της κρίσης και των αντιθέσεων. Αδήριτη
ανάγκη για να τελεσφορήσει αυτή η κορυφαία επιδίωξη, είναι η ανασυγκρότηση και
ενδυνάμωση των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών της αστικής τάξης σε μια
λογική αλληλοτροφοδότησης.
Σε κοινωνικό επίπεδο, αυτή η πολιτική θα επιδιώξει να
συνασπίσει σε αρραγές μέτωπο όλα τα στρώματα της αστικής τάξης. Μεγάλο βάρος
επικεντρώνει στα μεσαία στρώματα που δεν έχουν καταστραφεί, που έχουν «κάτι να
χάσουν» και στους υπαλλήλους ή εργαζομένους που διατηρούν έστω τη θέση τους. Σε
αυτά τα στρώματα καλλιεργείται ο φόβος ότι η αριστερή πολιτική είναι συνώνυμη
του χάους, ότι απειλεί τα συμφέροντα και ότι αντίστροφα, η πιστή στις επιταγές
της Ευρωπαϊκής Ένωσης πολιτική θα οδηγήσει στην έξοδο από την κρίση και στην
ανάπτυξη με την τήρηση της τάξης στην οποία τα συντηρητικά στρώματα έχουν
ιδιαίτερη ευαισθησία.
Στο πολιτικό επίπεδο φιλοδοξούν να δημιουργήσουν ένα
ευρύτατο τόξο δυνάμεων, που θα εκτείνεται από την ακροδεξιά (ΛΑΟΣ) ως τους
νεοφιλελεύθερους, την παραδοσιακή Δεξιά, τον εθνικοπατριωτικό χώρο, τη
σοσιαλδημοκρατία, τους οικολόγους και θα περιλαμβάνει και τον ΣΥΡΙΖΑ ή ένα
μεγάλο μέρος του. Για να υλοποιηθεί αυτή η φιλόδοξη στρατηγική, είναι αναγκαία
η υπέρβαση στους κόλπους αυτών των δυνάμεων της αντίθεσης φιλομνημονιακός -
αντιμνημονιακός (που ουσιαστικά έχει συντελεστεί με τη μετουσίωσή της σε απλή
διαφορά διαπραγματευτικών προτάσεων). Στοχεύει ακόμη στην υπέρβαση της
αντίθεσης Δεξιά - Αριστερά, στην πράξη βέβαια, γιατί στα λόγια θα διατηρείται ή
και θα οξύνεται για τις ανάγκες του δικομματισμού. Η ιδιότυπη αυτή συμμαχία θα
έχει ως άξονα και συγκολλητική ουσία τη φιλοευρωπαϊκή ιδέα (Ευρωπαϊκή Ένωση),
την ανάπτυξη και τον πατριωτισμό, ενώ ως αντίπαλο δέος τοποθετεί την
αντικαπιταλιστική Αριστερά, σε μια καρικατούρα ανεύθυνης, αναχρονιστικής,
ουτοπικής πολιτικής. Αυτό βέβαια το τόξο δεν θα είναι κομματικά ενιαίο. Θα
δομηθεί με άξονα ένα νέο και πολωτικό (όπως στη δεκαετία του ’80) δικομματισμό
ή και σε δευτερεύουσες ομαδοποιήσεις, με τη μορφή της πολυκομματικής η
πολυτασικής κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς παράταξης, στοιχείο ευλυγισίας,
που δεν υπήρχε στον μέχρι πρότινος δικομματισμό.
Προτεραιότητα το σύστημα δίνει στην ανασυγκρότηση της
κεντροδεξιάς που τη θεωρεί βάθρο του και την πιο αξιόπιστη δύναμή του. Η Δεξιά
στις εκλογές της 6ης Μαϊου, παρά τη συντριβή της ΝΔ και τον κατακερματισμό της,
συγκέντρωσε υψηλά ποσοστά (περίπου 45%) κατανεμημένα σε φιλομνημονιακές και
αντιμνημονιακές δυνάμεις. Είναι επιτακτική λοιπόν ανάγκη να επανασυσπειρωθούν
αυτές οι δυνάμεις σ’ έναν πολιτικά και ιδεολογικά ενιαίο χώρο. Αυτή η
επανασυγκρότηση συντελείται με ταχείς ρυθμούς λόγω εκλογών και με ποικιλία
μορφών: Ήδη η ΔΗΣΥ (αναστέλλοντας τη λειτουργία της) προσχώρησε στη ΝΔ, παρά
τους οξύτατους αφορισμούς και χαρακτηρισμούς που είχαν ανταλλάξει
(χαρακτηριστικός αστικός πολιτικός αμοραλισμός). Με το ΛΑΟΣ το παζάρι δεν ευοδώθηκε
και προκρίθηκε η μέθοδος της αποφλοίωσής του από τα πιο προβεβλημένα στελέχη
του, με πολιτικά ανταλλάγματα βέβαια. Η φιλελεύθερη συμμαχία (Δράση -
Δημιουργία ξανά), χωρίς να συμμαχήσει ανοιχτά με τη ΝΔ, εντάχτηκε στο ευρωπαϊκό
μέτωπο και τάχτηκε κατά της «αντιευρωπαϊκής» πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Μεγάλο τμήμα
των ψηφοφόρων της ήδη απορροφάται από την πολωτική εκστρατεία του Σαμαρά.
Μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στην κεντροδεξιά συγκρότηση υπό τη ΝΔ προβάλλουν οι
Ανεξάρτητοι Έλληνες και λόγω των υψηλών εκλογικών ποσοστών, αλλά και λόγω της
έντονης πατριωτικής και αντιΕΕ ρητορικής τους. Παρουσιάζουν όμως ήδη μια
σχετική πτώση, που τους ωθεί σε πιο «υπεύθυνες» θέσεις. Δεν αποκλείουν πλέον τη
συμμαχία με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, χωρίς όμως τους αρχηγούς τους. Οι Ανεξάρτητοι
Έλληνες και η ΔΗΜΑΡ έχουν μιαν ιδιάζουσα αξία για το κομματικό σύστημα, ανάλογα
βέβαια και με την επίδοσή τους στις εκλογές, γιατί μπορούν να συμμετάσχουν και
σε κεντροαριστερά και σε κεντροδεξιά ή και σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Η
Χρυσή Αυγή δεν ενσωματώνεται βέβαια στην επίσημη Δεξιά και το κράτος (αν και
αυτό ήδη συντελείται). Κυρίως πιέζεται, για να περιοριστεί σ’ ένα ανεκτό για το
σύστημα όριο (για να αξιοποιείται απ’ αυτό ως εφεδρεία και συμμορία) και για να
φυλλορροήσει σημαντική μερίδα των ψηφοφόρων της στη ΝΔ ή και σε άλλα αστικά
κόμματα.
Η κεντροδεξιά λοιπόν στη νέα μορφή της οικοδομείται ως
πολυτασικός πόλος, στους κόλπους όμως της ΝΔ. Αυτή η κεντροδεξιά φέρει
ευφημιστικά μάλλον το πρόσημο «κέντρο». Γιατί η κεντροδεξιά της μεταπολίτευσης,
επιχειρώντας να διεμβολίσει τον κεντρώο πολιτικό χώρο είχε ορισμένα δημοκρατικά
χαρακτηριστικά. Η νέα κεντροδεξιά κινείται σε μια σαφώς πιο συντηρητική
κατεύθυνση. Στον μεν πολιτικό τομέα επανέρχεται σε μια φοβική πολιτική με στόχο
την Αριστερά και τους μετανάστες, ενώ στον οικονομικό τομέα ενστερνίζεται μιαν
ακραία νεοφιλελεύθερη στάση. Αυτή η συντηρητική στροφή δεν είναι βέβαια τυχαία
ούτε αποτελεί προσωπική επιλογή απλώς του Σαμαρά. Εκφράζει την ανάγκη του
συστήματος να δυναμώσει την τακτική του μαστίγιου λόγω της όξυνσης των
αντιθέσεων, για να επιβάλει τάξη και ηρεμία, να τρομοκρατήσει και να δυσφημήσει
το κίνημα και την Αριστερά.
Με τη συντριβή του ΠΑΣΟΚ, που δεν φαίνεται περιστασιακή αλλά
δομική (αποξένωση από τις κοινωνικές του ρίζες, φυλλορρόημα των στελεχών και
οπαδών του σε άλλα κόμματα) ο κενροαριστερός πόλος του κομματικού συστήματος
έχει βαθιά τρωθεί. Οδεύει σε μιαν αναμόρφωση, που αδυνατεί όμως να
αποκαταστήσει την εικόνα του στον κόσμο που έχει ανεπανόρθωτα πληγωθεί.
Εξάλλου, πιέζεται και εκτοπίζεται ήδη από τον «αριστερό» κυβερνητισμό του
ΣΥΡΙΖΑ σε δευτερεύοντα ρόλο. Πάντως, φαίνεται να έχει συμβιβαστεί με αυτή την
εξέλιξη, έχει αποδεχτεί την προοπτική κεντροαριστερής κυβέρνησης (χωρίς να
αποκλείει σύμπραξη και με τον άλλο πόλο), στην οποία δεν θα έχει ρόλο ηγεμόνα.
Προσπαθεί όμως να βελτιώσει τη θέση του στην κεντροαριστερά παράταξη και
γενικότερα στο κομματικό σύστημα, διεκδικώντας θέση «τρίτου πόλου» μεταξύ ΝΔ
και ΣΥΡΙΖΑ. Στον υπό διαμόρφωση σοσιαλδημοκρατικό χώρο εντάσσεται αυτοδίκαια και
η ΔΗΜΑΡ. Είχε φιλοδοξίες ευρύτερου ρόλου, όταν μεσουρανούσε δημοσκοπικά. Η
εκλογική όμως προσγείωση και ο χαρακτήρας της ως συμπληρωματικής και ενδιάμεσης
δύναμης, την επιφορτίζει με μια τέτοια αποστολή, που ευσυνείδητα υπηρέτησε στη
διαδικασία των διερευνητικών εντολών. Αποτελεί τον επίζηλο σύμμαχο του ΣΥΡΙΖΑ
(η ερωτοτροπία θα δυναμώσει μετά τη συντηρητική στροφή του δεύτερου). Στο φλερτ
ανταποκρίνεται η ΔΗΜΑΡ, έχει όμως μια εκλεκτική προτίμηση προς ευρύτερες (ΠΑΣΟΚ
- ΝΔ) συμπράξεις, όπως περίτρανα απέδειξε μετά τις εκλογές. Στον χώρο κινείται
και η Κοινωνική Συμφωνία της Κατσέλη, που προσπαθεί να εκφράσει μια σύγχρονη
ήπια σοσιαλδημοκρατική άποψη, αν και περιλαμβάνεται στους κορυφαίους εμπνευστές
και εκτελεστές της μνημονιακής πολιτικής. Αυτό όμως καθόλου δεν εμπόδισε τη
σύναψη συμμαχίας με τον ΣΥΡΙΖΑ. Και οι Οικολόγοι ουσιαστικά στον
σοσιαλδημοκρατικό χώρο κινούνται, χωρίς όμως να αποκλείουν συνεργασία και με
άλλους φορείς. Μεγαλύτερη συγγένεια δείχνουν προς τη ΔΗΜΑΡ, ενώ θεωρούν ακραίες
και παράλογες τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ (βλ. δηλώσεις του μέντορά τους Κον Μπεντίτ
σε πρόσφατη εκδήλωσή τους).
Οι δυνάμεις που ήδη κινούνται στο σοσιαλδημοκρατικό -
κεντροαριστερό χώρο, δεν έχουν αντιρρήσεις στη δημιουργία της παράταξης.
Κρίνεται όμως ότι ούτε επάρκεια δυνάμεων ούτε δυναμική ανάπτυξης διαθέτουν ούτε
έντονη ιδεολογική εμβέλεια στις προοδευτικές μάζες. Γι’ αυτό, θεωρείται ότι από
μόνες τους δεν επαρκούν, για να συγκροτήσουν ένα νέο ισχυρό κεντροαριστερό πόλο
του δικομματισμού. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που ωθεί το σύστημα σε μια
προσπάθεια ανοικτής ενσωμάτωσης του ΣΥΡΙΖΑ. Ο αρραβώνας έχει μεγάλες
πιθανότητες επιτυχίας, αφού και η δεξιόστροφη ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, στη μέθη της
εξουσίας, προς την ίδια κατεύθυνση κινείται. Η ένταξη του ΣΥΡΙΖΑ στον
κεντροαριστερό χώρο εξασφαλίζει την επάρκεια και την ελκτικότητά του. Το
κεφάλαιο με το μαστίγιο του κεντροδεξιού χώρου και το καρότο του
κεντροαριστερού ευελπιστεί να εξουδετερώσει και να αποστειρώσει τις
αντικαπιταλιστικές δυνάμεις και δυναμικές. Παράλληλα, κατοχυρώνει τη νομιμοφροσύνη
του ΣΥΡΙΖΑ και υποχρεώνει σε σιωπή και αναδίπλωση τις αριστερές τάσεις στους
κόλπους του (βλ. τη θέση της ΚΟΕ ότι είναι ανεπίκαιρη η θέση της για έξοδο από
την ΕΕ). Και το κυριότερο, δημιουργεί προς τ’ αριστερά ένα ισχυρό ανάχωμα (που
μέχρι τώρα δεν το είχε) υποδοχής και ευνουχισμού αριστερών, αντικαπιταλιστικών
και κομμουνιστικών τάσεων και οργανώσεων στην ελληνική κοινωνία. Έτσι όμως
αναβιώνει ο πιο επικίνδυνος για κοινωνία τύπος δικομματικού συστήματος: Ο
συνδυασμός άγριου συντηρητισμού και κίβδηλου αριστερού λόγου.
Στόχος η ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ
Η προεκλογική πόλωση
προοίμιο του νέου δικομματισμού
Το πιο μεγάλο στοίχημα (colpo grosso) των δυνάμεων του
αστισμού στην ανασυγκρότηση των κοινωνικών και πολιτικών μετώπων τους είναι η
ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ (ή μεγάλου τμήματός του) και πρώτιστα, του αριστερού
κύματος που συμπαρασύρει. Η αναχρονιστική κινδυνολογία του Σαμαρά κατά του
ΣΥΡΙΖΑ είναι για τις πρώτες και βασικές ανάγκες του συστήματος. Για τη
συγκρότηση ενός κυρίαρχου συντηρητικού πόλου, που θα πολώνει και θα
συσπειρώνει. Μ’ έναν όμως πόλο και απολειφάδια του άλλου, το σύστημα δεν μπορεί
να κυβερνήσει στις σκληρές αναμετρήσεις που επωάζει η όξυνση της κρίσης.
Λοιπόν, ο δικομματισμός ηττήθηκε, ζήτω ο νέος δικομματισμός! Η επιχείρηση
δελεασμού του «αντίπαλου» δέους και μετάλλαξής του σε συγκολλητική ουσία του
«προοδευτικού» πόλου (κεντροαριστερού) έχει μπει στην ευθεία. Ο αστικός
δικομματισμός είναι ευφυής θεσμός του συστήματος, αναγκαίος για τη διακυβέρνησή
του και την αναπαραγωγή του καπιταλισμού. Αν ο συντηρητικός πόλος είναι το έρμα
του σκάφους, ο «προοδευτικός» είναι η βιτρίνα του. Αμφότεροι, χωριστά και ως
σύστημα, συσπειρώνουν τη μεγάλη πλειοψηφία στις καλές τους μέρες, ακυρώνοντας
τις δυνατότητες ριζοσπαστικής συσπείρωσης. Χρυσές μέρες προσδοκά το σύστημα με
την επιχειρούμενη ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Μέρες του ’81, εποχή που σημαδεύτηκε
από το βέλτιστο για το σύστημα συνδυασμό αριστερής ρητορείας και αστικής
πολιτικής. Όχι συμπτωματικά, ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοαναγορεύτηκε κληρονόμος της
«δημοκρατικής παράταξης», εκτοπίζοντας τους άλλους κληρονόμους. Η ιδιοποίηση
αυτής της πολιτικής κληρονομιάς επιβεβαιώνει ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δειχνει να
αποδέχεται το ρόλο ενός «νέου ΠΑΣΟΚ».
Εξάλλου, ήδη λειτουργεί ένας πολωτικός διπολισμός, πρόβα
νυφικού του δικομματικού ρόλου του ΣΥΡΙΖΑ. Η εξουσιολαγνεία του τον οδηγεί σε
ακραίες αντιδημοκρατικές επιλογές, όπως η ιδιοποίηση της κοινοβουλευτικής
πριμοδότησης (bonus) που καταστρατηγεί τη λαϊκή ετυμηγορία. Δημοκρατία α λα
καρτ για τον ΣΥΡΙΖΑ. Όταν μας συμφέρει... Αλλά τι χρείαν έχωμεν άλλων μαρτύρων;
Την υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ πιστοποιεί το οικονομικό πρόγραμμά του, που στην ουσία
είναι η απόπειρα μιας πιο ήπιας λιτότητας (για ένα διάστημα). Με το αριστερό ή
δεξιό πρόσωπο παγιώνεται η ίδια σε γενικές γραμμές πολιτική της λιτότητας, της
εξαθλίωσης, της εξάρτησης, ίσως με κάποιο χρώμα (στην καλύτερη περίπτωση)
ανάπτυξης τύπου Γουατεμάλας και Μπαγκλαντές (ανάπτυξη, αλλά με παγιωμένη
εξαθλίωση και ανεργία). Χωρίς αυταπάτες και ευγένειες. Ο νέος δικομματισμός
(άγριος συντηρητισμός ΝΔ-εκμαυλιστική ρητορεία ΣΥΡΙΖΑ) παρά τις κάποιες
επουσιώδεις βελτιώσεις, θα παγιώνει τη σφαγή του λαού μας και θα ορθώνει πιο
ισχυρά εμπόδια στην προσπάθεια ανατροπής της βάρβαρης καπιταλιστικής επίθεσης
που είναι η πάγια επιλογή του σύγχρονου καπιταλισμού.
Αντικαπιταλιστική
ανατροπή
Ένας κεντροαριστερός πόλος του συστήματος με ηγετική
παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ ή μεγάλου τμήματός του δεν είναι αποκύημα φαντασίας. Ήδη
συγκροτείται με κινητήρια δύναμη το δέλεαρ της εξουσίας. Ποιο είναι το επίδικο
για την Αριστερά σε τέτοιες σύνθετες και επικίνδυνες εξελίξεις; Δεν είναι
ασφαλώς η δορυφοροποίησή της στη δεξιά πορεία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ούτε ο
παθητικός καταγγελτισμός (ΚΚΕ) αλλά η δυναμική προώθηση, στον λαό γενικά και
στην εκλογική συγκυρία, της αντικαπιταλιστικής ανατροπής ως μόνης αριστερής,
άμεσης και ρεαλιστικής πρότασης. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι από πολλούς
αριστερούς καλοπροαίρετα προβάλλεται η ανάγκη ενίσχυσης του ΣΥΡΙΖΑ από τις
αριστερές δυνάμεις, για να ηττηθεί το σύστημα.
Η ενότητα της Αριστεράς είναι ο κρυφός πόθος όλων των
αριστερών, αλλά είναι πολύ σοβαρό θέμα, για να λύνεται θυμικά και αυθόρμητα ή
με μικροκομματική κερδοσκοπία. Για να μη μετατρέπεται μια συμμαχία σε
ανεμομαζώματα, πρέπει να αντιμετωπίζεται λογοκρατικά και στη βάση αρχών. Για
παράδειγμα, η επίθεση φιλίας του ΣΥΡΙΖΑ στο ΚΚΕ (άλλο ότι αυτό έτσι κι αλλιώς
δεν συνεργάζεται) και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε ισχυρά στοιχεία επικοινωνίας. Μια
τέτοια συμμαχία είναι αδύνατη, γιατί οι στρατηγικές είναι ασύμπτωτες και πρώτα
απ’ όλα στο θέμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είναι το καθοριστικό στην τρέχουσα
φάση. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως με μια τακτικίστικη λογική, ενώ ούτε κατά κεραία απέστη από
την ευρωπαϊκή στρατηγική του (δικαίωμά του βέβαια, όπως και των άλλων όμως)
εμφανίστηκε ως ζηλωτής της ενότηττας, εισπράττοντας τη συμπάθεια μεγάλου
αριθμού αριστερών.
Προβάλλεται και μια άλλη άποψη υπέρ μιας τέτοιας συμμαχίας,
που φαίνεται αρκετά λογική, γιατί στηρίζεται στον κοινό νου: «Ας συμφωνήσουμε
σε δύο τρία πράγματα και μετά βλέπουμε». Μια τέτοια μορφή συνεργασίας είναι
πρόσφορη για το μαζικό κίνημα, όπου δεν απαιτείται στρατηγική σύγκλιση. Η
ΑΝΤΑΡΣΥΑ με πολιτική εντιμότητα και ρεαλισμό έχει υποβάλει στις αριστερές
δυνάμεις πρόταση συνεργασίας στο μαζικό κίνημα και επιμένει σε αυτήν. Αλλά και
στο πολιτικό μέτωπο μπορεί να υπάρξει κοινή διεκδίκηση για ένα θετικό μέτρο και
κοινή αντίδραση για ένα αρνητικό. Συμμαχία όμως για την αντιμετώπιση της
κυρίαρχης αντίθεσης (καπιταλιστική κρίση - εργαζόμενοι), προϋποθέτει σύγκλιση
των πιθανών εταίρων σε αυτήν, γιατί χωρίς αυτήν μια κατ’ αρχήν συμφωνία σε ένα,
δύο, τρία ή και περισσότερα ζητήματα αποδεικνύεται στην πραγματικότητα
διαφωνία. Έστω, παραδειγματικά, ορισμένοι στόχοι στους οποίους υπάρχει
«συμφωνία»: Ακύρωση Μνημονίου και δανειακής σύμβασης, αντιμετώπιση του χρέους,
κατάργηση του δημοσιονομικού συμφώνου, απαλλαγή από τους επαχθείς φόρους,
αναδιανομή υπέρ των εργαζομένων κ.ά. Αυτά όμως τα μερικά δεν οδηγούν εξελικτικά
στο «κοινό γενικό». Απεναντίας, εξαρχής καθορίζονται από το «διαφορετικό
γενικό», δηλαδή, εν προκειμένω από τη διαμετρικά αντίθετη πολιτική ΣΥΡΙΖΑ και
ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέναντι στην ΕΕ, που αντικειμενικά οδηγεί σε αντίθετη πολιτική και
στα επιμέρους θέματα. Έτσι: Η ακύρωση γίνεται επανεξέταση, η δανειακή σύμβαση
και το χρέος ανάγονται στη διαπραγμάτευση, η αναδιανομή γίνεται καπνός ή έστω
κάποια ψίχουλα για τους τελείως εξαθλιωμένους (Σκάι, 31/5), η κατάργηση του
Δημοσιονομικού Συμφώνου αντικαθίσταται από ένα «σχεδιάγραμμα της δημοσιονομικής
σταθερότητας» (Γ. Σταθάκης, Αυγή, 2/5). Η θέση «θα μείνουμε πάση θυσία στην ΕΕ»
μετέτρεψε τους «βρυχηθμούς» του ΣΥΡΙΖΑ σε ψιθύρους... Υπάρχουν όμως και
χειρότερα: Δοκιμασία όσων ασκούν κριτική στο ΣΥΡΙΖΑ από αριστερά με το
επιχείρημα ότι τον αδυνατίζουν και ρίχνουν νερό στο μύλο της αντίδρασης. Αυτός
ο αφορισμός παραπέμπει στις χειρότερες παθογένειες της Αριστεράς και εγκλείει
σπέρματα ιδεολογικού ολοκληρωτισμού. Πάντως, αυτή η κριτική μας στρέφεται κατά
της δεξιόστροφης πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και όχι κατά των αριστερών τάσεών του και
του κόσμου που καλοπροαίρετα τον ακολουθεί. Ούτε είναι η καταγγελία του ΣΥΡΙΖΑ
ο κεντρικός μας στόχος (όπως στο ΚΚΕ). Στόχος μας είναι η αγωνιστική και
πειστική προβολή της αντικαπιταλιστικής μας πρότασης.