Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Κοινωνική πόλωση και ΑΝΤΑΡΣΥΑ


Ευρεία κοινωνική πόλωση, λαϊκή δυναμική που στρέφεται προς τα αριστερά, ανασυγκρότηση της Δεξιάς και της ακροδεξιάς, ελπίδες, αυταπάτες και στο βάθος, μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις. Το μετεκλογικό τοπίο μυρίζει μπαρούτι και η αντικαπιταλιστική και επαναστατική Αριστερά πρέπει να ανασυγκροτηθεί για να δώσει με αυτοτέλεια, μέσα στον λαό, τη μάχη για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης.




του Γιάννη Ελαφρού



Η πρωτιά της ΝΔ και η συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ υπό τον Α. Σαμαρά έδωσε στα αστικά επιτελεία μάλλον μια αίσθηση ανακούφισης, παρά νίκης. Εξάλλου, ήδη θεωρούν την κυβέρνηση της Τρόικας εσωτερικού (όπως την χαρακτήρισε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ) ως «κυβέρνηση χωρίς περίοδο χάριτος» ή ακόμα και σαν «κυβέρνηση τελευταίας ευκαιρίας». Και δεν είναι μόνο το εκρηκτικό κοινωνικό πεδίο που έχουν να αντιμετωπίσουν. Το ίδιο το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης Ιουνίου δεν κατέγραψε παρά τη συσπείρωση του μεγαλύτερου μέρους των διαφόρων παραλλαγών της Δεξιάς στη Ν.Δ. Συνολικά η Δεξιά ανέβηκε μόλις 1,4% από 45,84% στο υψηλότατο βεβαίως 47,26%. Όμως η ίδια η ανοικτά μνημονιακή ΝΔ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το 30%, δηλαδή «νίκησε» με το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό της ιστορίας της, μετά το ντροπιαστικό 18,85% της 6ης Μάη.

Επίσης, ο αστικός δικομματισμός ΠΑΣΟΚ – ΝΔ, ο οποίος καθόριζε το κυρίαρχο πολιτικό «παιχνίδι», δεν ανατάχθηκε ουσιαστικά (και ήδη θεωρείται τελειωμένος), αφού τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα έμειναν αθροιστικά στο 42%, στο μισό των ποσοστών που συγκέντρωναν. Στις απώλειες του αστικού στρατοπέδου συμπεριλαμβάνεται η περιθωριοποίηση του ΛΑΟΣ και της νεοφιλελεύθερης Δράσης – Δημιουργία Ξανά, καθώς και το μάζεμα όλων των δεξιών εξαπτέρυγων υπό την σκέπη της ασταθούς Ν.Δ.

Βεβαίως το σύστημα διατηρεί δύο αουτσάιντερ στο χώρο της Δεξιάς και της ακροδεξιάς, τον Καμμένο και την επικίνδυνη φασιστική Χρυσή Αυγή, που επικοινωνούν με την κοινωνική δυσαρέσκεια και την σπρώχνουν σε βολικές για τους κυρίαρχους κατευθύνσεις, και που χρειάζονται ειδική ανάλυση και αντιμετώπιση.

Ταυτόχρονα, συνολικά η πολιτική φυσιογνωμία και γραμμή της Δεξιάς –και πρώτα και κύρια της ΝΔ- στρέφεται προς ακραίες αντιδραστικές, αντιδημοκρατικές, αντικομμουνιστικές κατευθύνσεις. Σε αναλογία και το μνημονιακό ΠΑΣΟΚ αποκτά τις ίδιες αποχρώσεις. Το στρατόπεδο του συστήματος προετοιμάζεται για τις μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις που έρχονται.

Πλευρά της αστικής προετοιμασίας για να περάσει η επόμενη φάση της άγριας αντεργατικής επίθεσης με το Μνημόνιο 2 και 3 είναι η επιβολή της συναίνεσης, βάζοντας λίγες ροζ πινελιές στο μαύρο μέτωπο, με τη στήριξη της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση Σαμαρά. Συνεχίζεται έτσι η ...αυτοθυσία πολιτικών κομμάτων στην υπεράσπιση της πολιτικής των μνημονίων. Μετά το ΠΑΣΟΚ, το ΛΑΟΣ, την τσουρουφλισμένη ΝΔ, η ώρα της ΔΗΜΑΡ.

Μετά τις εκλογές της 6ης Μάη μιλήσαμε για την εμφάνιση, και στον εκλογικό χάρτη, ενός κοινωνικού και πολιτικού ρήγματος ευρύτερων λαϊκών μαζών με την κυρίαρχη πολιτική. Ένα ρήγμα που χαράχθηκε κυρίως στους σκληρούς αγώνες της προηγούμενης διετίας. Μετά την προηγούμενη Κυριακή το Γραφείο Τύπου του ΝΑΡ σημείωνε ότι «εκτιμώντας συνολικά το αποτέλεσμα, πρέπει να πούμε ότι το ρήγμα, παρ' ότι δεν βάθυνε αλλά μίκρυνε, εξακολουθεί να παραμένει ενεργό και να έχει μέλλον. Γύρω από τη συγκράτηση ή την επέκτασή του θα διεξαχθεί σκληρή μάχη με αβέβαιη έκβαση, με εξαιρετικές δυσκολίες για το εργατικό και λαϊκό κίνημα, για την Αριστερά».

Ευρεία κοινωνική πόλωση, λαϊκή δυναμική που στρέφεται προς τα αριστερά, ανασυγκρότηση της Δεξιάς και της ακροδεξιάς, ελπίδες, αυταπάτες και στο βάθος μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις. Το μετεκλογικό τοπίο μυρίζει μπαρούτι και η αντικαπιταλιστική και επαναστατική Αριστερά πρέπει να ανασυγκροτηθεί για να δώσει με αυτοτέλεια, μέσα στο λαό, την μάχη για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης.

Το αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα και η ανάγκη πολιτικής – προγραμματικής αναβάθμισης

Οι εκλογές της 17ης Ιούνη κατέγραψαν μια έντονη κοινωνική και πολιτική πόλωση, με ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης, των εργαζομένων, των ανέργων και της νεολαίας να ψηφίζει κόμματα που ανήκουν στο χώρο της Αριστεράς, κατά κύριο λόγο τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ από την άλλη η ευρεία αστική τάξη, μικροαστικά και ανώτερα μεσαία μισθωτά στρώματα και τμήματα συνδεδεμένα με την ιδιοκτησία ψήφισαν ΝΔ. Σε πανελλαδικό επίπεδο ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΚΚΕ (μ-λ) – Μ-Λ ΚΚΕ συγκέντρωσαν 31,8% έναντι 26,8% που είχαν λάβει οι αριστεροί συνδυασμοί στις 6 Μάη. Μάλιστα, σε μεγάλους εργατολαϊκούς δήμους της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, τα ανάλογα ποσοστά κινούνται γύρω στο 45%. Από την άλλη, η ΝΔ συγκεντρώνει 51% στη Φιλοθέη και 44,5% στην Κηφισιά. Αυτή η εργατική και λαϊκή δυναμική εξηγεί την ενορχηστρωμένη επίθεση της μεγαλύτερης μερίδας του συστήματος κατά της Αριστεράς και ειδικά κατά του ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν το κύριο εκλογικό όχημα έκφρασης της διαμαρτυρίας. Δεν κτυπούσαν μόνο το κόμμα του Α. Τσίπρα, αλλά το αναγκαίο περιεχόμενο της Αριστεράς («θα μας βγάλετε από το ευρώ και την ΕΕ»), θέσεις που δεν είχε ο ΣΥΡΙΖΑ. Τα πυρά του αστικού ιδεολογικού πυροβολικού οριοθετούσαν το πεδίο της μάχης και δημιουργούσαν υγειονομικές ζώνες στρατηγικής σημασίας γύρω από τα ιερά και όσια του συστήματος (συμμετοχή στην ΕΕ, ανταγωνιστικότητα – κερδοφορία – επιχειρηματικότητα, δημοσιονομική σταθερότητα κλπ), με βασικό στόχο να ευνουχίσουν πολιτικά την λαϊκή δυναμική. Ενίσχυαν έτσι τη ΝΔ στα αστικά και μεσαία στρώματα, ενώ –παραπλεύρως- έστρεφαν αγωνιστές της Αριστεράς στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εμφανιζόταν να πυροβολείται από το παγκόσμιο κατεστημένο.

Η εκτίμηση της κοινωνικής πόλωσης δεν μας απαλλάσσει από το πιο σύνθετο ερώτημα και τα αντίστοιχα καθήκοντα για το ποια πολιτική γραμμή ηγεμονεύει στο «στρατόπεδο της εργασίας». Εάν ηγεμονεύσει τελικά η πολιτική γραμμή της αντίθεσης αποκλειστικά στο μνημόνιο και μάλιστα της επαναδιαπραγμάτευσης πλευρών του, σε αποσύνδεση από την πάλη κατά της καπιταλιστικής επίθεσης συνολικά, την ΕΕ και το σύστημα της εκμετάλλευσης, τότε δεν θα δοθεί νικηφόρος αγώνας. Όπως και παλιότερα, όταν το αστικό ΠΑΣΟΚ ήταν σαφώς το πρώτο κόμμα μέσα στην εργατική τάξη.

Ανάλογα πρέπει να βαθύνει και η συζήτηση για την Αριστερά. Το ΚΚΕ μπορεί να «ξεμπέρδεψε» με αυτό, λέγοντας ότι είναι κομμουνιστές, άρα δεν έχουν καμία σχέση με την Αριστερά! Τέτοια αποκομμουνιστικοποίηση της Αριστεράς, ούτε ο πιο καλός φίλος του ρεφορμισμού δεν θα πετύχαινε. Αλλά από την άλλη, η Αριστερά δεν είναι μια ενιαία πολιτική παράταξη. Το τελευταίο διάστημα, το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χαρακτήριζαν ανοικτά συστημική Αριστερά την ΔΗΜΑΡ. Ξένιζε ή και ενοχλούσε τότε, ακόμα και κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ, θεωρούνταν υπερβολικό ή και διασπαστικό. Βεβαίως ο ΣΥΡΙΖΑ υπολόγιζε και στην ΔΗΜΑΡ για να σχηματίσει «αριστερή» κυβέρνηση. Η ΔΗΜΑΡ σήμερα, όπως ο ενιαίος Συνασπισμός το 1989 αποκαλύπτουν τη δυνατότητα ύπαρξης πολιτικών δυνάμεων, προερχόμενων από την Αριστερά, που παίζουν ανοικτά συστημικό ρόλο. Στην πραγματικότητα, τις περισσότερες φορές που το σύστημα απειλείται –ειδικά εάν η διαχείριση παραμείνει σε κοινοβουλευτικά επίπεδα- χρησιμοποιεί ως δεκανίκι, ως υλικό για την ανασυγκρότηση της κυριαρχίας του δυνάμεις της Αριστεράς.

Απ’ αυτή την άποψη, πίσω από τα πανηγυρικά ποσοστά της Αριστεράς, που σίγουρα αναδεικνύουν τις ελπιδοφόρες δυνατότητες της εποχής μας και μια επικίνδυνη για το σύστημα λαϊκή δυναμική, πρέπει να παρατηρήσουμε την διαπάλη γραμμών και πολιτικών προγραμμάτων, την διαπάλη ανάμεσα στις τάσεις της ανατροπής και του επαναστατικού δρόμου και σε αυτές της ανάσχεσης της επίθεσης και ενός αμυντικού ρεφορμισμού, εγκλωβισμένου στους συσχετισμούς της ΕΕ, σε μια εποχή που ο καπιταλισμός της κρίσης δεν έχει να δώσει.

Και βέβαια είναι σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, κύριος εκφραστής του ρεφορμισμού, επικράτησε εκλογικά κατά κράτος. Ειδικά στις εκλογές της περασμένης Κυριακής λεηλάτησε εκλογικά τις άλλες δυνάμεις της Αριστεράς. Πρόκειται βεβαίως για συγκεκριμένη εκλογική καταγραφή, και μάλιστα σε ένα δίλημμα δημοψηφισμιακού τύπου, «κυβέρνηση Σαμαρά ή Τσίπρα;», που δεν αποτυπώνει παγιωμένους πολιτικούς συσχετισμούς. Αλλά βεβαίως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποκτήσει ένα ξεκάθαρο πλεονέκτημα, το οποίο βεβαίως θα δοκιμαστεί στην επόμενη περίοδο σκληρών αναμετρήσεων, όπου το «θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα» που είπε ο Δ. Παπαδημούλης (αντιγράφοντας τον Ηλία Ηλιού της ΕΔΑ, την δεκαετία του ΄60), θα αποδειχθεί πολύ λίγο, όπως και του προέδρου της ΕΔΑ.

Ποια ήταν η βασική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ, στις 6 Μάη κι ακόμα περισσότερο στις 17 Ιούνη; Ότι πρόβαλλε μια άμεση και συνολική πολιτική λύση, με την κατάκτηση της κυβέρνησης, η οποία θα έφερνε άμεσα το σταμάτημα της χειροτέρευσης, μια σχετική ανακούφιση και ίσως και το άνοιγμα του δρόμου για μεγαλύτερες αλλαγές. Και όλα αυτά σχετικά ήσυχα, εντός του ευρώ και της ΕΕ, με επαναδιαπραγμάτευση και όχι ρήξη με το κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια κουτσουρεμένη ελπίδα και μια ακέραια αυταπάτη, η οποία όμως κατάφερε να αποσπάσει σημαντικές δυνάμεις από το ΠΑΣΟΚ κυρίως στις 6 Μάη και από την υπόλοιπη Αριστερά στις 17 Ιούνη. Στην κρίσιμη αναμέτρηση της προηγούμενης Κυριακής ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να κερδίσει αξιόλογες επιπλέον δυνάμεις από το χώρο του ΠΑΣΟΚ, όσων δεν ψηφίζουν κλπ. γιατί δεν μπόρεσε, λόγω της πολιτικής του, να αντιμετωπίσει την τρομοκρατική επίθεση των κέντρων του συστήματος, εγχώριων και ευρωπαϊκών. Δεν σήκωσε το γάντι και δεν ενέπνευσε μια άλλη στρατηγική πορεία. Επίσης, κόσμος της απόγνωσης που δεν έβλεπε μια προοπτική άμεσης βελτίωσης της θέσης του έμεινε εκτός εκλογών ή στράφηκε σε άλλες επιλογές (και στην ακροδεξιά).

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να συζητηθεί με ουσιαστικό τρόπο το αρνητικό και ιδιαίτερα προβληματικό εκλογικό αποτέλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το οποίο επιστρέφει στα επίπεδα του 2009 («βαρύ πλήγμα» το χαρακτήρισε το ΝΑΡ). Πεποίθησή μας όμως είναι ότι η συνολική και πραγματική δυναμική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν βρίσκεται στο 2009. Η εκλογική καταγραφή των 75.000 ψήφων στις 6 Μάη δεν εξανεμίστηκε 40 μέρες μετά. Οι συγκεκριμένοι ψηφοφόροι δεν γύρισαν την πλάτη στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά μπορούν ξανά να στηρίξουν την αντικαπιταλιστική Αριστερά. Παραπέρα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει αποδείξει ότι συνομιλεί με πολύ ευρύτερο κόσμο, έχει συμπάθειες και υποστήριξη από ένα πολύ πιο μαζικό κομμάτι των εργαζομένων και της νεολαίας (ειδικά όσων συμμετέχουν στα κινήματα), παρεμβαίνει ουσιαστικά στη συζήτηση της Αριστεράς, έχει αναβαθμισμένη συνδικαλιστική και ευρύτερα κινηματική παρουσία κι εκπροσώπηση. Δεν ήταν καθόλου μάταιη η πλατιά και συχνά ηρωική προσπάθεια των χιλιάδων αγωνιστών του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα τρία χρόνια από την δημιουργία της. Αποτελεί σπορά που θα καρπίσει.

Παρόλα αυτά έχοντας υπόψη ότι η καταγραφή στις κοινοβουλευτικές εκλογές, που έχουν τους δικούς τους νόμους ειδικά σε συνθήκες πόλωσης, αποτελεί μόνο ένα (αλλά σημαντικό) κριτήριο για την καταγραφή των πολιτικών συσχετισμών και την ποιότητα της πολιτικής γραμμής ενός φορέα, πρέπει να εξετάσουμε με κριτικό και αυτοκριτικό τρόπο, χωρίς ενσωμάτωση αλλά και χωρίς περιχαράκωση, ποιες είναι οι βαθύτερες ανεπάρκειες που εξηγούν γιατί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ καταρχήν περιορίστηκε σε μία μικρότερη των δυνατοτήτων και των αναγκών άνοδο στις 6 Μάη (παρότι οι 75.000 ψήφοι αποτέλεσαν την πρώτη ευδιάκριτη εκλογική εμφάνιση της επαναστατικής Αριστεράς) και πολύ περισσότερο γιατί οι ψήφοι αυτοί (σε μεγάλο βαθμό κερδισμένοι από τον ΣΥΡΙΖΑ) σαρώθηκαν από το εκλογικό δίλημμα «Σαμαράς ή Τσίπρας».

Πως να σκεφτούμε; Το επίπεδο της εκλογικής επιρροής της επαναστατικής Αριστεράς, σε μια συγκεκριμένη περίοδο, καθορίζεται από γενικότερους παράγοντες που υπερβαίνουν την προεκλογική εκστρατεία, η οποία μπορεί να κρίνει αποκλίσεις προς τα πάνω ή τα κάτω, όχι φυσικά χωρίς αξία. Στο γενικότερο πλαίσιο πρέπει να υπογραμμίσουμε δύο παράγοντες που έδρασαν περιοριστικά για το ποσοστό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Ο πρώτος αφορά το μαζικό κίνημα, το οποίο για εμάς είναι και το υποκείμενο της ανατροπής, αποτελεί κομβικό στοιχείο της πρότασής μας. Δεν είναι μόνο η κινηματική νηνεμία πριν αλλά κυρίως μετά την έκρηξη της 12ης Φλεβάρη (ουσιαστικά από τον Οκτώβρη), αλλά και το γεγονός ότι οι προηγούμενοι αγώνες, παρά τα τεράστια βήματα που πραγματοποίησαν, δεν κατέκτησαν ένα πολιτικό περιεχόμενο σε αντιΕΕ και αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, αλλά σφραγίζονταν από την πάλη κατά των μνημονίων. Απαραίτητο αφετηριακό στοιχείο μεν, αλλά όχι επαρκές. Επίσης, δεν επιτεύχθηκε η ανοικτή διαφοροποίηση ενός μαζικού ρεύματος στο εργατικό κίνημα και αντίστοιχου κέντρου αγώνα, που όντας στον έλεγχο των αγωνιζόμενων, θα διαφοροποιηθεί πλήρως από τον αστικοποιημένο συνδικαλισμό των ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ και θα επιβάλλει αποφασιστικούς αγώνες, επιμέρους νίκες και επιτυχίες. Στις συνθήκες αυτές ενισχύθηκε η άποψη ότι ο κοινοβουλευτικός δρόμος, που εξέφραζε ο ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί μονόδρομο.

Ο δεύτερος αφορά την επάρκεια της πολιτικής γραμμής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των αυτοτελών πολιτικών (και όχι μόνο κινηματικών) δεσμών που έχει με τους εργαζόμενους και οι οποίοι αποδείχθηκαν εξαιρετικά ανεπαρκείς, σαν αποτέλεσμα και της μη σταθερής και αυτοτελούς λειτουργίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ως μετωπικού δημοκρατικού πολιτικού φορέα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Αλλά και το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το οποίο αποτέλεσε αναμφισβήτητα ένα όπλο την τελευταία διετία, αποδείχθηκε ότι ήθελε αναβάθμιση, ειδικά όταν βρέθηκε αντιμέτωπο με πρωτόγνωρα ερωτήματα για το εγχείρημα, όσον αφορά την «επόμενη μέρα» εφαρμογής του, το πρόβλημα της εξουσίας και της κυβέρνησης, της διεθνιστικής και κομμουνιστικής προοπτικής. Αποδείχθηκε ότι σε περίοδο δομικής καπιταλιστικής κρίσης, όξυνσης της αντιπαράθεσης δεν αρκεί μια μαχόμενη κινηματική αντικαπιταλιστική Αριστερά, με ένα πυρήνα σωστών άμεσων απαντήσεων, αλλά απαιτείται ένα πιο συγκροτημένο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα επαναστατικής τακτικής και στρατηγικής. Η αμεσότητα έχει να κάνει κυρίως με την ποιότητα.



Αυτοτέλεια της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΕΙ ΑΜΕΣΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ



Στις νέες συνθήκες τίθεται με νέους όρους και ακόμα μεγαλύτερη επιτακτικότητα η αναγκαιότητα της αυτοτέλειας σε όλα τα επίπεδα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Στο επόμενο διάστημα θα μεγαλώσει η πίεση για ενσωμάτωση της επαναστατικής Αριστεράς στον αστερισμό του ΣΥΡΙΖΑ ή στη διαμόρφωση ενός ιδιόμορφου «συνεχούς» με τις δυνάμεις του, στο όνομα της λαϊκής πλειονότητας που απαιτεί μια αλλαγή πολιτικής.

Ας το ξεκαθαρίσουμε: Η αυτοτελής ύπαρξη της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς δεν προκύπτει από κάποια λογική «μικρομεγαλισμού», ούτε για να διασωθούν «πολιτικά μαγαζιά», που εξάλλου στην αυλή του ΣΥΡΙΖΑ αναπαράγονται πολύ πιο εύκολα. Η αυτοτέλεια είναι αναγκαία για να προβληθεί ένα συνολικό πρόγραμμα αντικαπιταλιστικής πάλης, επαναστατικού δρόμου και σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής. Ένα πρόγραμμα αναγκαίο και για το σήμερα και για το αύριο της ταξικής πάλης, και για την ανακούφιση του λαού και την ανατροπή της επίθεσης κεφαλαίου – ΕΕ – ΔΝΤ, και για τη συνολική στρατηγική απάντηση στον καπιταλισμό που σαπίζει. Μια απάντηση που πρέπει να είναι και σήμερα παρούσα.

Γι' αυτό είναι προς όφελος των εργαζομένων η αυτοτελής παρέμβαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η ανεξάρτητη κάθοδος στις εκλογές (σε συνεργασία με άλλες δυνάμεις και αγωνιστές της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς) προβάλλοντας ένα πρόγραμμα, που αλλιώς δεν θα είχε ακουστεί. Η αυτολογοκρισία και η πορεία ενσωμάτωσης των αριστερών φωνών και των αντίστοιχων οργανώσεων – ρευμάτων εντός του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά στην πορεία προς μια «υπεύθυνη αντιπολίτευση» και με ενιαία έκφραση υπό τον έλεγχο της ηγετικής ομάδας Τσίπρα, δείχνει ότι κάθε άλλος δρόμος ισοδυναμεί με τη σιωπή.

Οι ταλαντεύσεις που εμφανίστηκαν σε τμήματα του αντικαπιταλιστικού δυναμικού όσον αφορά την αυτοτελή εκλογική κάθοδο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που άφηναν ανοικτό το δρόμο προς έμμεση ή άμεση στήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ, είχαν αρνητικές συνέπειες στο εκλογικό αποτέλεσμα. Πολύ περισσότερο θα αποτελέσουν τροχοπέδη στο μέλλον. Χωρίς αναχωρητισμό από το μαζικό κίνημα και την πάλη του λαού, χωρίς ενδοαριστερό εμφύλιο και κομπλεξικές επιθέσεις, η ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς είναι αδιαπραγμάτευτη. Μόνο έτσι θα μπορεί να συμβάλλει στην αναγκαία κοινή δράση της Αριστεράς και πολύ περισσότερο στην άλλη Αριστερά, της ανατροπής και της νίκης που έχει ανάγκη η εποχή μας.



ΜΕΤΩΠΟ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ, Συσπείρωση των αντιΕΕ αντικαπιταλιστικών τάσεων, ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ



Οι ηττημένοι του σήμερα, μπορεί να είναι οι νικητές του αύριο. Αρκεί να βγάλουν τα κατάλληλα συμπεράσματα και να αντιδράσουν ουσιαστικά, βαθιά αυτοκριτικά, χωρίς πανικό, ούτε με υπόκλιση στο ανερχόμενο ρεύμα του ρεφορμισμού, ούτε όμως με σεχταριστική αναδίπλωση. Όσοι ειρωνεύονται την αντικαπιταλιστική Αριστερά για τη «συντριβή της», ας σκεφτούν ότι η πορεία ενσωμάτωσης, ήττας και διάλυσης του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος ήταν δαφνοστεφανωμένη, σαν μια πορεία διαρκών νικών...

Ας ανοίξουμε λοιπόν τη συζήτηση για την επόμενη μέρα. Η πρώτη αναγκαιότητα είναι να οργανωθεί η πάλη των εργαζομένων, της νεολαίας και του λαού για να αποκρουστεί η νέα επίθεση συγκυβέρνησης, ΕΕ-ΔΝΤ και κεφαλαίου, με ταυτόχρονη πάλη για κατακτήσεις κόντρα στα μέτρα που έχουν ληφθεί από τα μνημόνια και επιβάλλουν τη λιτότητα, την ανεργία και την εξαθλίωση. Η δημιουργία ενός ανεξάρτητου κέντρου αγώνα στο εργατικό κίνημα, με τη στήριξη όλων των ταξικών και αγωνιστικών δυνάμεων (και του ΠΑΜΕ) και με τον αναγκαίο διαχωρισμό από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία αποτελεί ένα πρώτο βασικό βήμα. Η δημιουργία μιας μαζικής πανελλαδικής αντικαπιταλιστικής κίνησης εργαζομένων και αγωνιστών του εργατικού κινήματος θα συμβάλλει αποφασιστικά. Η συγκρότηση ανεξάρτητων και ενωτικών οργάνων πάλης του λαού και εργατικής αλληλεγγύης αποτελεί κρίσιμο ζητούμενο. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα απευθυνθεί ξανά σε όλες τις μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς και του κινήματος με την πρόταση του αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής.

Δεύτερο, απαιτείται ανάπτυξη του αντικαπιταλιστικού προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και σύνδεση με το πρόβλημα της εξουσίας, που ολοένα και περισσότερο θα τίθεται. Οι «πέντε άξονες» ενός ενιαίου συνεκτικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος (διαγραφή του χρέους, πέρασμα στο δημόσιο τραπεζών και επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, έξω από ευρώ – ΕΕ, ριζική ανακατανομή του πλούτου υπέρ των εργαζομένων, εργατικός έλεγχος – απαγόρευση των απολύσεων) δεν αρκούν σήμερα, αν δεν συνδεθούν πιο άμεσα, τόσο με το τώρα (με την βελτίωση της ζωής του λαού τώρα και την πάλη για την επιβίωση), όσο και με την επόμενη μέρα. Η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ, για παράδειγμα, δεν εμπνέει ως τεχνοκρατική απάντηση, παρά μόνο ως στοιχείο κοινωνικής χειραφέτησης και διεθνιστικής προοπτικής.

Σε συνθήκες βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, η ανάγκη για μια Αριστερά που δεν θα είναι δύναμη διαμαρτυρίας, αλλά για θα διαμορφώσει τους όρους για ένα κίνημα με δυναμική εξουσίας, θα ενισχύεται. Ο επαναστατικός δρόμος, η εμπιστοσύνη στη δύναμη του λαού, η συγκρότηση οργάνων – φύτρα μιας άλλης εξουσίας, ο αγώνας για μια πραγματική δημοκρατία, δηλαδή μια εργατική δημοκρατία – εξουσία, αποτελούν στοιχεία που πρέπει να συζητηθούν, πέρα από λογικές κυβερνητισμού εντός των πλαισίων του συστήματος, αναφοράς σε κυβερνητικές λύσεις ξεκομμένες από μια επαναστατική στρατηγική και πολύ περισσότερο αυταπάτες για στήριξη κυβέρνησης κοινοβουλευτικού ρεφορμισμού.

Τρίτο, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετασχηματιζόμενη η ίδια σε ένα μαζικό και δημοκρατικό μετωπικό πολιτικό φορέα (χωρίς εργαλειακή χρήση από τις οργανώσεις – μέλη της), πρέπει να πάρει άμεσα πρωτοβουλίες για τη συνάντηση όλων των αντικαπιταλιστικών, αντιιμπεριαλιστικών, αντιΕΕ και αντιδιαχειριστικών δυνάμεων της Αριστεράς, στο δρόμο για έναν ισχυρό πόλο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Για μια μετωπική συμπόρευση και στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής, αλλά και σε όλα τα κρίσιμα μέτωπα, όπως η πάλη κατά της ΕΕ, ο αγώνας για τις ελευθερίες και τα δημοκρατικά δικαιώματα ενάντια στον πολύπλευρο ολοκληρωτισμό, την ευρω-χούντα και τον εκφασισμό, το εργατικό κίνημα, το μέτωπο της θεωρίας και του πολιτισμού, της ενημέρωσης.

Τέλος, αλλά προφανώς από πολλές απόψεις πρωταρχικό, πρέπει να αναβαθμιστούν οι πρωτοβουλίες για την αντεπίθεση της σύγχρονης κομμουνιστικής τάσης, για μια στρατηγική απάντηση στον αδηφάγο καπιταλισμό. Όχι μόνο με βήματα προς τον αναγκαίο νέο κομμουνιστικό φορέα, αλλά κυρίως με την επεξεργασία και εμπλουτισμό όλης της παρέμβασης με ανατρεπτικές κομμουνιστικές απαντήσεις.