Μισθούς Κίνας και μηχανισμούς «ελέγχου», «εποπτείας», «επιτήρησης» και «επιβολής» (αυτούσιες εκφράσεις από το κείμενο της ΕΕ) προβλέπει το Σύμφωνο για το Ευρώ, το οποίο πρόκειται να καταληχθεί τον επόμενο μήνα σε Ελλάδα και Ευρώπη. Πιο επιτακτική από ποτέ η άρνηση του Συμφώνου, η πάλη για απειθαρχία, ρήξη, αποδέσμευση από το ευρώ και την ΕΕ.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΗΝΑΚΑΚΗΣ
Λυδία λίθος για την Αριστερά
30 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΟΚ – ΕΕ
Η ΕΕ και η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εκστρατεία «σωτηρίας» της ελληνικής οικονομίας από το δίδυμο τέρας δημόσιο χρέος - ελλείμματα. Σύμφωνα με την κυρίαρχη προπαγάνδα, ο ελληνικός λαός πρέπει να οφείλει ευγνωμοσύνη στην ΕΕ. «Αν δεν είμαστε στην ΕΕ», λένε, «αν δεν μας προστάτευε το ευρώ, αν δεν μας έδιναν τα 110 δισ. του Μνημονίου, τώρα δεν θα πληρώναμε μισθούς και συντάξεις».
Οι ευρωλάγνοι που χρησιμοποιούν το εν λόγω επιχείρημα, δεν μπαίνουν στον κόπο να απαντήσουν σε ένα ερώτημα:
Η ΕΕ και το ευρώ δεν έχουν άραγε καμιά ευθύνη για την κρίση και το βραχνά του χρέους στην Ελλάδα; 30 χρόνια μετά την είσοδο της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, κανένας δεν μπορεί να αποφύγει αυτό το αμείλικτο ερώτημα. Εκτός κι αν θέλει να κουκουλώσει την πραγματικότητα! Την πραγματικότητα που λέει ότι από 20% που ήταν το δημόσιο χρέος το 1981, σήμερα έχει σχεδόν οκταπλασιαστεί και προσεγγίζει το 160%! Στα χρόνια αυτά η ανεργία γιγαντώθηκε και χιλιάδες επιχειρήσεις έκλεισαν, οι ελληνικές εξαγωγές μειώθηκαν, ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν. Τα αποθεματικά των Ταμείων μπήκαν με οδηγίες της ΕΕ στο χρηματοπιστωτικό τζόγο, ενώ τα ασφαλιστικά δικαιώματα στο γύψο.
Η φτωχομεσαία αγροτιά ισοπεδώθηκε. Η ελληνική οικονομία αναδιαρθρώθηκε και το πολυεθνικό κεφάλαιο ενισχύθηκε. Αντί να μας «μεταγγίσουν» τους «δημοκρατικούς θεσμούς» της Δύσης, μάς «μετάγγισαν» το ηλεκτρονικό φακέλωμα, το ρατσισμό, τους πολέμους. Επιπλέον οι όποιες επιδοτήσεις, πήγαιναν κυρίως στο κεφάλαιο ή έμοιαζαν ως η «οικονομική βαζελίνη» που διευκόλυνε την πανευρωπαϊκή κυριαρχία των ηγεμονικών μερίδων του δυτικοευρωπαϊκού πολυεθνικού κεφαλαίου.
Πώς, λοιπόν, να πιστέψουμε ότι ένας από τους βασικούς ενόχους για τις περιπέτειες των ελλήνων εργαζομένων μπορεί να γίνει σωτήρας τους; Μάλλον αδύνατον φαντάζει κάτι τέτοιο.
Από αυτή την άποψη, είτε το θέλουμε είτε όχι, η στάση απέναντι στην ΕΕ και την ευρωζώνη συνολικά, αναδεικνύεται σε «λυδία λίθο» κάθε γραμμής μέσα στο κίνημα και την Αριστερά, σε απόλυτο κριτήριο διαχωρισμού ανάμεσα στις καθεστωτικές, διαχειριστικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις από τη μια και στις ριζοσπαστικές αντικαπιταλιστικές δυνάμεις από την άλλη. Στις δεύτερες εκ των πραγμάτων τοποθετούνται μόνο εκείνες που με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο σήμερα παλεύουν για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ και την ΕΕ, από αντικαπιταλιστική διεθνιστική σκοπιά και ιδιαίτερα αυτές που συνδέουν την έξοδο αυτή ή με την πορεία προς την αντικαπιταλιστική επανάσταση ή με τα πρώτα καθήκοντα της επανάστασης και, σε κάθε περίπτωση, με την εργατική αντικαπιταλιστική διεθνοποίηση και την πορεία προς την κομμουνιστική χειραφέτηση στα Βαλκάνια, την Ευρώπη και τον κόσμο.
Η κρίση, που εδώ και τρία χρόνια μαστίζει τον καπιταλιστικό κόσμο, έπληξε με ιδιαίτερο και πιο παρατεταμένο τρόπο το ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό κέντρο. Μπορεί στο ξεκίνημά της να μην είχε τα δραματικά χαρακτηριστικά που είχε στην υπερατλαντική καπιταλιστική μητρόπολη, ωστόσο ένα χρόνο αργότερα, στα τέλη του 2009 –τη στιγμή που στις ΗΠΑ άρχισαν να μιλούν για κάποιες δειλές κι αδύναμες αχτίδες φωτός– άρχισε να παίρνει εφιαλτικές διαστάσεις, με αιχμή το πρόβλημα του δημόσιου χρέους και «αιχμή της αιχμής» τη μικρή Ελλάδα. Την Ελλάδα που αντιπροσωπεύει μόλις το 2% της ευρωπαϊκής οικονομίας και μόλις το 3% του ευρωπαϊκού δημόσιου χρέους.
Γιατί, όμως, η «κρίση χρέους» στο «ελληνικό μαύρο πρόβατο» –που επηρεάζει την ευρωπαϊκή οικονομία όσο το πέρασμα ενός καϊκιού δίπλα από ένα αεροπλανοφόρο– προκάλεσε τέτοιο πανικό στην ΕΕ; Γιατί αντιμετώπισαν μια ενδεχόμενη ελληνική «πτώση» ως φαινόμενο εν δυνάμει ισοδύναμο με την πτώση της Λίμαν Μπράδερς; Μόνο γιατί πλάι στην Ελλάδα οι ηγετικοί κύκλοι της ΕΕ έβλεπαν ότι μπορεί να πάρουν θέση και τα υπόλοιπα PIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία); Γιατί πίσω από το παιχνίδι που παιζόταν με την ελληνική χρεοκοπία διέκριναν κάτι παραπάνω από φανερά την παρέμβαση του αμερικανικού κέντρου και των από εκεί ορμώμενων χρηματοπιστωτικών αρπακτικών; Ή γιατί τα ευφυή καινοτομικά προϊόντα της θεάς αγοράς είχαν διασπείρει (διά μέσου της μόχλευσης και των άλλων σύγχρονων μεθόδων του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, που υποτίθεται ότι φτιάχτηκαν για να περιορίσουν τον κίνδυνο σε στιγμές κρίσης) τα ευάλωτα ελληνικά ομόλογα στις γερμανικές, τις γαλλικές και άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, απειλώντας να προκαλέσουν ένα ντόμινο τόσο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα όσο και στο ευρωπαϊκό καπιταλιστικό οικοδόμημα εν γένει;
Ο πανικός της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την «ελληνική περίπτωση» έχει προφανώς και αδιαμφισβήτητα σχέση με όλους αυτούς τους παράγοντες. Έχει, όμως, ακόμη σχέση και με έναν ακόμη πιο βαθύ: Mε τα φαινόμενα κρίσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που εμφανίστηκαν ως απότοκο της συνολικής ιστορικής κρίσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας. Σ’ αυτή την κρίση παραπέμπει, για παράδειγμα, το γεγονός ότι η ΕΕ και οι ηγετικές μερίδες του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου –με τη σημερινή μορφή της– δεν έχουν στα χέρια τους κάποια από τα όπλα που διαθέτει το αμερικανικό κεφάλαιο, για παράδειγμα, για την υπέρβαση της κρίσης. Δεν έχουν τη δυνατότητα να ρίξουν νέο χρήμα στην αγορά, δεν έχουν υπολογίσιμο κοινοτικό προϋπολογισμό, δεν έχουν ξεμπερδέψει οριστικά από τα εργατικά συνδικάτα και το «κράτος πρόνοιας», δεν έχουν ενιαίο συνταγματικό πλαίσιο (πριν λίγο εγκρίθηκε η Ευρωσυνθήκη, κι απέχει αρκετά από το να είναι ενιαίο πανευρωπαϊκό Σύνταγμα), χρειάζονται χρονοβόρες διαβουλεύσεις και συμβιβασμούς μεταξύ των χωρών - μελών για να παρθεί μια απόφαση, η νομισματική ένωση δεν είναι πλήρης οικονομική ένωση κι υπάρχουν ακόμη πολλές διαφορές στη φορολογία του κεφαλαίου, τα εργασιακά καθεστώτα, την οικονομική πολιτική κ.λπ.
Με άλλα λόγια, το ελληνικό δημόσιο χρέος –και στη συνέχεια το ιρλανδικό και το πορτογαλικό– και η διαχείρισή του αποκάλυψε κάποια από τα πιο βαθιά κρισιακά στοιχεία που μαστίζουν το καπιταλισμό της εποχής μας εν γένει και ιδιαίτερα την ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση. Κι αυτό ήταν κυρίως που ανησύχησε τις ελίτ του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου και τους ηγετικούς κύκλους της ΕΕ.
Σε μια πρώτη φάση οι κύκλοι αυτοί ταλαντεύτηκαν αρκετά – υπό την πίεση και της γενικότερης κρίσης που παρατεινόταν αλλά και των αλλεπάλληλων πληγμάτων που με διάφορους τρόπους, χρηματοπιστωτικούς και μη, καταφέρονταν από το αμερικανικό ιμπεριαλιστικό κέντρο. Σε κείνη τη φάση κυκλοφόρησαν διάφορα σενάρια: αποπομπή των απείθαρχων από το ευρώ ή και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ΕΕ δύο ή τριών ταχυτήτων, αποχώρηση της Γερμανίας και μερικών ακόμη χωρών από την ΕΕ κ.λπ. Σενάρια που –στο βαθμό που υλοποιούνταν– θα αποτελούσαν ένα σαφές ψαλίδισμα στην υφιστάμενη μορφή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Τα σενάρια αυτά, ωστόσο, δεν επικράτησαν. Αυτό που κυριάρχησε ήταν να διατηρηθεί η υπάρχουσα μορφή της ΕΕ. Αλλά πώς; Όχι με τους σημερινούς όρους, αλλά με μια υπεραντιδραστική «φυγή προς τα μπρος», με μια ριζική αναμόρφωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, η οποία θα φέρνει πιο έντονα κι οργανικά τα σημάδια της εκμετάλλευσης των μισθωτών, από τη μια, και, από την άλλη, της ηγεμονικής παρουσίας των κυρίαρχων κύκλων του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου. «Θα σας σώσουμε», μοιάζουν να λένε αυτοί οι κύκλοι στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία κι όσους έπονται, «αλλά υπό δύο όρους: Να είμαστε όλοι μαζί σε ένα νέο, πιο άγριο από ποτέ κύκλο καταλήστευσης των εργατικών μαζών που θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητά μας έναντι των κυριότερων ανταγωνιστών, και να έχουμε εμείς οι “σωτήρες’’ σας τον απόλυτο έλεγχο της οικονομικής σας πορείας, ώστε να μην παρεκτραπείτε ξανά, να μην απειλήσετε πάλι το “κοινό ευρωπαϊκό μας σπίτι’’ και να παίρνουμε εμείς τη μερίδα του λέοντος από τούτη την κοινή μας ληστεία!».
Αυτή η αναδυόμενη στρατηγική έχει ως κύριους κόμβους το πολυσυζητημένο Σύμφωνο για το Ευρώ, τις προτάσεις υπό τον τίτλο «Ευρώπη 2000» (Ιούνιος 2010) και το μόνιμο μηχανισμό χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που θα λειτουργήσει από το 2013. Τηρουμένων των αναλογιών, η σημερινή τομή –και ιδιαίτερα το Σύμφωνο για το Ευρώ, που αποτελεί την οικονομική και κοινωνική ατμομηχανή της– έχει την ποιοτική σημασία που είχαν η Λισαβόνα, το Μάαστριχτ με την ΟΝΕ πιο πριν, κι ακόμη παλιότερα η «Λευκή βίβλος» και οι 300 οδηγίες της ενιαίας εσωτερικής αγοράς.
Με αυτή την έννοια, στο Σύμφωνο για το Ευρώ δεν πρέπει να δούμε για ακόμη μια φορά (όπως συνήθως κάνουν τα ευρωκομμουνιστικά και διαχειριστικά ρεύματα της Αριστεράς) απλώς τη νεοφιλελεύθερη παρέκκλιση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, τη «στρέβλωση» μιας διαδικασίας που κατά βάση είναι υγιής κι αποτελεί όχημα για την κοινωνική πρόοδο ή την κυριαρχία των χρηματοπιστωτικών αγορών επί της ευρωπαϊκής πορείας. Πρέπει να δούμε κυρίως την ειδική «ευρωπαϊκή» διάσταση που παίρνει η σύγχρονη κανιβαλική απάντηση του κεφαλαίου συνολικά στην κρίση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (άγρια επίθεση στους εργαζόμενους, ένταση των ανταγωνισμών στο στρατόπεδο του κεφαλαίου και της ανισόμετρης ανάπτυξης κ.λπ.) και τη νέα, ασύγκριτα πιο εκμεταλλευτική και αντιδραστική μορφή που παίρνει η ΕΕ στο πλαίσιο της στρατηγικής αυτής.
Μια απλή ανάγνωση στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 24-25 Μαρτίου και ιδιαίτερα στο παράρτημά τους υπό τον τίτλο «Σύμφωνο για το Ευρώ+» πείθει και τον πιο δύσπιστο. Μπορεί να μασκάρεψαν το όνομά του για να κρύψουν την ουσία του, κι από Σύμφωνο για την Ανταγωνιστικότητα να το μετέτρεψαν στο πιο εύηχο Σύμφωνο για το Ευρώ, όμως η αλλαγή στο περιτύλιγμα δεν άλλαξε ούτε κατ’ ελάχιστον την ουσία του. Μια ουσία που έχει ως «προτεραιότητες τόσο τη δημοσιονομική εξυγίανση όσο και τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση», όπως ρητά αναφέρεται. Κι ακόμη, μια ουσία που μπορεί χοντρικά να συνοψιστεί σε δύο κατευθύνσεις.
Η πρώτη αφορά την περαιτέρω δραστική συρρίκνωση των εργατικών μισθών, έτσι ώστε το κόστος εργασίας να αξιολογείται «βάσει της παραγωγικότητας και των αναγκών προσαρμογής της ανταγωνιστικότητας». Μιας ανταγωνιστικότητας που, για να υπερβεί εκείνη των κύριων εμπορικών αντιπάλων της ΕΕ, όπως η Κίνα ή οι ΗΠΑ, θα οδηγήσει τους εργατικούς μισθούς στον Καιάδα. Τα 7,5 εκατ. των μισθωτών της πιο «ανταγωνιστικής» εντός ΕΕ χώρας, της Γερμανίας, που εργάζονται με κάτω από 400 ευρώ δείχνουν πού πάει το πράγμα. Το ίδιο και η θέση του Συμφώνου για «επανεξέταση του τρόπου καθορισμού μισθών και ημερομισθίων και, εφόσον απαιτείται, του βαθμού συγκέντρωσης της διαπραγματευτικής διαδικασίας» – κοινώς για επιχειρησιακές ή και ατομικές συμβάσεις κατά κόρον.
Η δεύτερη αφορά τη διαμόρφωση ενιαίων κανόνων λειτουργίας της ευρωπαϊκής οικονομίας («νέο επίπεδο ποιότητας συντονισμού των οικονομικών πολιτικών για την ανταγωνιστικότητα και τη σύγκλιση» το λένε) σε ένα πιο ευρύ πεδίο από αυτό που αποτυπώνεται στην ΟΝΕ (π.χ. φορολογία επιχειρήσεων), με έναν πιο ασφυκτικό χαρακτήρα, με πολύ πιο δεσμευτικούς όρους, με πιο πιεστικούς, άμεσους και τακτικούς μηχανισμούς «ελέγχου», «εποπτείας», «επιτήρησης» και «επιβολής» (οι εντός εισαγωγικών λέξεις, προέρχονται αυτούσιες από το κείμενο της ΕΕ) και με «επικέντρωση ιδίως σε τομείς που εμπίπτουν στην εθνική αρμοδιότητα» ως τώρα. Κανόνων που –όπως γίνεται πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις– αποτυπώνουν το «δίκαιο του ισχυρού», τους υφιστάμενους και τους υπό διαμόρφωση συσχετισμούς δύναμης μεταξύ των κεφαλαίων και των κρατών, την ειδική μορφή που αποκτά η χαρακτηριστική για τον καπιταλισμό τάση της ανισόμετρης ανάπτυξης.
Αποδέσμευση ΚΚΕ από το «έξω απ’ την ΕΕ»
Η σημερινή στάση του ΚΚΕ απέναντι στην ΕΕ μοιάζει ακατανόητη και προβληματίζει τόσο τη βάση του, όσο κι ευρύτερα τον κόσμο της Αριστεράς, που θεωρεί ότι είναι σήμερα αναγκαία η ευρύτερη λαϊκή συσπείρωση και η κοινή δράση της Αριστεράς με αιχμή –μεταξύ άλλων– την πάλη για τη έξοδο από την ΕΕ και την ευρωζώνη και την απόκρουση - ανατροπή του Συμφώνου για το Ευρώ.
Χρόνια ολόκληρα το ΚΚΕ είχε ως στόχο πρώτης γραμμής το «έξω από την ΕΕ». Κι ασκούσε ορθή κατά βάση κριτική στη φιλοΕΕ γραμμή του ΚΚΕ εσ., της ΕΑΡ, του ΣΥΝ, αν και βεβαίως η προσέγγισή του δεν ήταν συνολικά αντικαπιταλιστική, αλλά «εθνικοανεξαρτησιακή». Σήμερα, η αντι-ΕΕ θέση (την οποία υποστήριζαν με επιμονή το ΝΑΡ και άλλες αριστερές δυνάμεις) δικαιώνεται, και συνθήματα όπως «εμπρός λαέ, έξω από την ΕΕ», «ΕΕ, ευρώ, σφαγή των μισθωτών – έξω από την ΕΕ των πολυεθνικών» και «οργή λαού, εξέγερση παντού, έξω από την ΕΕ και το ΔΝΤ» φωνάζονται μαζικά από εργατικά σωματεία και φοιτητικούς συλλόγους, από αγρότες και επιστήμονες.
Δυστυχώς, όμως, το ΚΚΕ δεν πέρνει μέρος σε τούτο το ραντεβού. Κι όχι μόνο γιατί το ΠΑΜΕ προτιμά τις περίκλειστες συγκεντρώσεις από το συγχρωτισμό με τις ευρύτερες λαϊκές αντιδράσεις. Αλλά γιατί το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ γυρίζουν την πλάτη στο σύνθημα που τόσα χρόνια ήταν σήμα κατατεθέν του. Όχι ότι παύει να αποκαλύπτει το ρόλο της ΕΕ, την ανάγκη εξόδου από αυτήν και τις φιλοΕΕ θέσεις του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε εγκαταλείπει τη ζύμωση για την αποδέσμευση από την ΕΕ. Η στροφή έχει κυρίως να κάνει με την εγκατάλειψη του «έξω από την ΕΕ» ως σύνθημα άμεσης πάλης. Τούτη η στροφή το ΚΚΕ την εμφανίζει ως αριστερή, μιας και, όπως λέει, συνδέει την έξοδο από την ΕΕ με τη λαϊκή εξουσία - οικονομία. Στην πραγματικότητα είναι στροφή προς τα δεξιά, σε ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που αναζητούν οι πρωτοπόροι αγωνιστές του κινήματος. Δεξιά, και στο επίπεδο της τακτικής, όπου το «έξω από την ΕΕ» αντικαθίσταται από την απλή πολιτική διαμαρτυρία κατά της ΕΕ και την πάλη κατά των συνεπειών της. Αλλά και στο επίπεδο της στρατηγικής, όπου η έξοδος από την ΕΕ αποσυνδέεται από την επανάσταση, για να συνδεθεί με την ασαφή «λαϊκή εξουσία - οικονομία».
ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ
Ο δογματισμός του ευρωπαϊσμού
ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΕΕ - ΔΥΝΑΣΤΗ;
Συνήθως η έννοια της ανανέωσης είναι συνώνυμο της προοδευτικότητας, της εξέλιξης, του ανοιχτού πνεύματος. Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις που η έννοια αυτή γίνεται περιτύλιγμα του δογματισμού, της αγκύλωσης, της άρνησης να κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα, όταν αυτή δεν ταιριάζει στα σχήματά μας. Αυτή η δεύτερη είναι η περίπτωση της θέσης του ευροκομμουνιστικού ρεύματος και του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην ΕΕ.
Χρόνια ολόκληρα θεωρούσε την ΕΕ ως προοδευτικό φαινόμενο ή έστω ως απάντηση σε μια αντικειμενικά προοδευτική τάση – άρα την αντιμετώπιζε ως εν δυνάμει όχημα για το πέρασμα στο λεγόμενο σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Κι άλλα τόσα κατήγγειλε τον εθνικό απομονωτισμό του ΚΚΕ. Κι όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισε να «δείχνει τα δόντια της», ανακάλυψαν πως δεν έφταιγε το οικοδόμημα αυτό καθαυτό αλλά οι νεοφιλελεύθεροι διαχειριστές του, πως δεν έφταιγε και η ΕΕ για τα δεινά του ελληνικού λαού αλλά μόνο οι ελληνικές κυβερνήσεις, και πως αν βάζαμε χαλινάρι στις αχαλίνωτες αγορές, αν συμπληρώναμε την οικονομική με την πραγματική σύγκλιση, αν απαλλασσόμασταν από τους νεοφιλελεύθερους, η ΕΕ θα μπορούσε να γίνει «ΕΕ των λαών». Και με αυτό το επιχείρημα ψήφισαν το Μάαστριχτ και όχι μόνο.
Πέρασαν, όμως, κι από τότε τα χρόνια. Κι αποδείχτηκε πως το πρόβλημα δεν ήταν οι νεοφιλελεύθεροι της ΕΕ αλλά η ίδια η εκμεταλλευτική και αντιδραστική της φύση. Πως αυτό που φταίει στην ΕΕ δεν είναι η «κυριαρχία των αγορών και των τραπεζών επί της πολιτικής», δεν είναι οι στρεβλώσεις στην πορεία της, είναι ο ίδιος ο χαρακτήρας της και η συμμαχία παραγωγικού - τραπεζικού κεφαλαίου που την προωθεί. Πως το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο εάν φταίει κυρίως η ΕΕ ή κυρίως οι ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά οφείλεται στη συμμαχία –μα και τον ανταγωνισμό– ελληνικού και δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου, ΕΕ και κυβερνήσεων.
Και φτάσαμε επίσης σε μια στιγμή που η ΕΕ και η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτήν αναδεικνύεται όχι μόνο σε βασική αιτία των λαϊκών προβλημάτων και του δημόσιου χρέους, αλλά και σε βασικό μοχλό τσακίσματος των εργατικών δικαιωμάτων, με τα Μνημόνια, τα Σύμφωνα για το Ευρώ και τόσα άλλα. Σε μια στιγμή που η ΕΕ που θα γινόταν «όχημα προς την πρόοδο», αντιγράφει και επεκτείνει επί το αντιδραστικότερο τις συνταγές του τρισκατάρατου ΔΝΤ και το μόνο που έχει να μας προτείνει είναι να διαλέξουμε ανάμεσα σε μισθούς πείνας και ανεργία εκτός ΕΕ και σε μισθούς 500-600 ευρώ (πείνας πάλι δηλαδή), ελαστασφάλεια, ηλεκτρονικό χαφιεδισμό, και σύνταξη στα 75 εντός ΕΕ.
Πώς απαντά σε αυτή τη νέα κατάσταση η «ανανεωτική» Αριστερά του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς; Με ένα τρόπο που θυμίζει περισσότερο δογματισμό παρά ανανέωση, αγκύλωση παρά ανοιχτό πνεύμα, μάχη οπισθοφυλακών παρά ριζοσπαστισμό. Εκεί, λοιπόν, που ήρθε η ώρα το ίδιο το κίνημα –και όχι μόνο η Αριστερά- να βροντοφωνάξει «έξω από την ΕΕ και το ευρώ» και διάλυση της ΕΕ από διεθνιστική σκοπιά, ο ΣΥΝ και το ΚΕΑ μιλούν για «ριζική αλλαγή της αρχιτεκτονικής της ΕΕ, των συνθηκών και των πολιτικών της», «επαναθεμελίωση, επανίδρυση της ΕΕ», «θεμελιακές αλλαγές στη δομή της ΟΝΕ» και –άκουσον, άκουσον!–για «χειραφέτηση της ΕΕ από την κυριαρχία των χρηματοπιστωτικών αγορών»! Κι εκεί που αναδεικνύεται σε καθήκον πρώτης γραμμής η αναμέτρηση με το Σύμφωνο για το Ευρώ, απαντούν με δημοψήφισμα, βαφτίζουν το σύμφωνο «ευρωπαϊκό Μνημόνιο» για να μη θίξουν το ευρώ και αγωνιούν για την κρίση χρέους που αφορά «το μέλλον της Ευρώπης, κι απειλεί το ευρώ και την ευρωζώνη»!